Cyborg
Cyborg #29 - 02/2024

#29 - 02/2024

Μπροστά στην πόρτα του (φυσικού) νόμου

Οι νόμοι της κίνησης του Γαλιλαίου και του Καρτέσιου, ο νόμος της βαρύτητας του Νεύτωνα, οι νόμοι του Maxwell για τον ηλεκτρομαγνητισμό, οι νόμοι του Μέντελ για τη γενετική, οι νόμοι της θερμοδυναμικής, οι νόμοι της ανάκλασης και της διάθλασης των φωτεινών ακτίνων... Η μέση κοινωνική αντίληψη, όπως έχει διαμορφωθεί από το εκπαιδευτικό (και το ιδεολογικό) σύστημα, αντιλαμβάνεται τη φύση περίπου όπως ο Γαλιλαίος: ως ένα βιβλίο του οποίου το κείμενο είναι γραμμένο στη γλώσσα των μαθηματικών. Μία εναλλακτική παρομοίωση θα ήταν ενδεχομένως αυτή ενός λαβυρίνθου που κρατάει καλά φυλαγμένα κάποια μυστικά πίσω από διάφορες πόρτες. Αρκεί κανείς να ανακαλύψει την εξίσωση – κλειδί που ταιριάζει στην κάθε κλειδαριά ώστε να αποκτήσει πρόσβαση στα άδυτα της φύσης. Σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως της όποιας μεταφοράς θέλει να χρησιμοποιήσει κάποιος, η φύση γίνεται αντιληπτή ως κάτι το καταρχάς απρόσιτο στον άνθρωπο στην οποία αυτός δεν έχει άμεση πρόσβαση. Τα μαθηματικά όμως τού επιτρέπουν να άρει το πέπλο της σύγχυσης και να διακρίνει την αρμονία της φύσης η οποία, σε ένα δεύτερο επίπεδο, τελικά λειτουργεί στη βάση αρραγών και απαράβατων νόμων. Σε αυτό το επίπεδο της ευταξίας και της ομαλότητας δεν υπάρχει χώρος για αμφιβολίες και εξαιρέσεις. Ο νόμος είναι νόμος και η ισχύς του είναι συμπαγής, ενιαία, συνεχής και αδιάπτωτη τόσο στον χώρο όσο και στον χρόνο.

Cyborg #29

Αυτή η κατά βάση νομολογική ή ακόμα και χομπσιανή σύλληψη της φύσης ως μίας ενότητας που διατηρεί τη συνοχή της χάρη σε έναν βλοσυρό, πανεπόπτη «Λεβιάθαν» δεν φαίνεται να έχει υποστεί πλήγματα, παρά το γεγονός ότι οι εκάστοτε νόμοι δεν επιδεικνύουν την απολυτότητα και τη σταθερότητα που θα ήθελαν ο Καρτέσιος, ο Νεύτωνας και ο Κέπλερ. Η ξερή και μονότονη γραμμικότητα του νευτώνειου χωροχρόνου έδωσε τελικά τη θέση της στις γοητευτικές καμπύλες και καμπυλώσεις της σχετικότητας ενώ το περίφημο δόγμα της βιολογίας (που μονοδρόμησε τη λειτουργία του κυττάρου αποκλειστικά από το DNA προς τις πρωτεΐνες και απαγόρευσε την ανάποδη κατεύθυνση) έχει εδώ και καιρό εκμετρήσει το ζην για να αφήσει τα κύτταρα να κάνουν την έκφυλη ζωή τους, ενσωματώνοντας ενίοτε γενετικό υλικό ακόμα και από ιούς. Για όσους παραμένουν πιστοί σε ιδέες περί επιστημονικής (αρά και, όπως συνήθως υπονοείται, ηθικής) προόδου, τέτοιες αλλαγές παραδειγμάτων δεν είναι τίποτα άλλο παρά επεισόδια μέσα στην περιπέτεια συσσώρευσης της γνώσης. Τα κάθε φορά νέα παραδείγματα απλώς τελειοποιούν τα προηγούμενα, προσθέτοντας νέες ψηφίδες στο μωσαϊκό της ανθρώπινης γνώσης, δίχως να αναιρούν ό,τι έχει προηγηθεί. Δεν θα επιμείνουμε ιδιαίτερα σε αυτό το ζήτημα. Ο επιστημονικός διαφωτισμός που έβλεπε στην τεχνοεπιστήμη την ενσάρκωση του απόλυτου ορθολογισμού και το αρχέτυπο για κάθε είδος γνώσης έχει υποστεί τις κριτικές που του αναλογούσαν, έστω κι αν αυτές οι κριτικές δεν έχουν αποκτήσει βαθιές ρίζες μέσα στο κοινωνικό φαντασιακό ή αν συχνά εκφράζονται  στην πιο εκχυδαϊσμένη και κακοχωνεμένη μορφή τους. Οι ποικιλώνυμοι «νόμοι της φύσης» χρειάζονται και αυτοί τις αναθεωρήσεις τους από καιρού εις καιρόν, κάτι που δεν συμβαίνει μόνο λόγω κάποιας εμπειρικής ανεπάρκειας ή ορθολογικής αδυναμίας να εξηγηθούν ορισμένα φαινόμενα. Εξω-επιστημονικοί και ευρύτερα κοινωνικοί παράγοντες μπορεί να παίζουν εξίσου βαρύνοντα ρόλο.

Οι παραπάνω διαπιστώσεις είναι λίγο – πολύ γνωστές και σχεδόν τετριμμένες για όσους έχουν ασχοληθεί έστω και κατ’ ελάχιστο με τη λεγόμενη «κοινωνιολογία της γνώσης», όπως έχει καθιερωθεί να λέγεται στους ακαδημαϊκούς κύκλους αυτό που κάποτε ονομαζόταν απλώς κριτική σκέψη (απέναντι ακόμα και στην επιστήμη). Το ζήτημα, ωστόσο, μπορεί να αποκτήσει ευρύτερες διαστάσεις. Αν οι νόμοι της τάδε ή δείνα επιστήμης παρουσιάζουν νοηματικές μεταπτώσεις  και άρα η ισχύς τους αναγκαστικά σχετικοποιείται και γίνεται κατανοητή μόνο εντός συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών, τότε μήπως συμβαίνει κάτι ανάλογο και με την ίδια την έννοια του φυσικού νόμου καθεαυτόν; Από τον Αριστοτέλη στον Νεύτωνα και από τον Νεύτωνα στον Αϊνστάιν, οι νόμοι της κίνησης των σωμάτων μέσα στον χωροχρόνο εκφράστηκαν με ριζικά διαφορετικούς τρόπους και τίποτα δεν αποκλείει (για την ακρίβεια, είναι μάλλον βέβαιο) ότι κάποια στιγμή και η σχετικότητα θα θεωρείται παρωχημένη και θα έχει αντικατασταθεί από κάποια άλλη θεωρία. Θα ήταν όμως δυνατό να φτάσει να θεωρείται παρωχημένη σύνολη η αντίληψη ότι η φύση διέπεται από νόμους; Και αν όντως είναι δυνατό κάτι τέτοιο, θα μπορούσε να συμβεί μόνο ως αποτέλεσμα κάποιας παλινδρόμησης στα ερέβη του αντι-επιστημονισμού και του ανορθολογισμού ή μήπως και ως αποτέλεσμα μιας καθόλα υγιούς και απόλυτα ορθολογικής ιστορικής διαδικασίας;

Cyborg #29

Η ιστορία υποδεικνύει ήδη ένα μέρος της απάντησης. Οι ανθρώπινες κοινωνίες έχουν μάθει να ζουν μέσα σε «φυσικούς νόμους» μόλις τους τελευταίους τρεις αιώνες. Θα χρειάζονταν ισχυρές δόσεις αλαζονείας και μυωπικής φιλαυτίας για να θεωρήσει κανείς ότι όλη η υπόλοιπη ανθρώπινη ιστορία μέχρι τον 17ο αιώνα μπορεί να προγραφεί συνοπτικά ως «ανορθολογική» επειδή δεν γνώριζε κάτι περί μιας φύσης που διοικείται από νόμους. Με αυτή τη διαπίστωση περί απουσίας των φυσικών νόμων από τις κοινωνικές αντιλήψεις δεν υπονοείται βέβαια ότι αυτές δεν είχαν εν γένει καμμία σχέση με ιδέες περί κανονικοτήτων της φύσης. Δεν υφίσταται καμμία κοινωνία που να μην έχει αναπτύξει έστω στοιχειώδεις «θεωρίες» για τα φυσικά φαινόμενα και την όποια επαναληψιμότητά τους· φυσικά εκμεταλλευόμενη προς όφελός της τις προβλεπτικές δυνατότητες που παρέχουν οι όποιες φυσικές κανονικότητες. Ωστόσο, η αντίληψη περί φυσικών νόμων είναι μόνο ένας από τους δυνατούς τρόπους για να εκφραστούν κοινωνικά αυτές οι φυσικές κανονικότητες. Σίγουρα δεν είναι ο μοναδικός και, όπως ίσως είναι αναμενόμενο, φέρει ευκρινές το στίγμα της ιστορικής εποχής που τον γέννησε [1Τα ιστορικά στοιχεία που παραθέτουμε τα αντλήσαμε από τις εξής πηγές. Το βιβλίο του E.A. Burtt The Metaphysical Foundations of Modern Science (πρώτη έκδοση το 1924) αποτελεί μία από τις πρώτες απόπειρες διερεύνησης της καταγωγής των φυσικών νόμων από φιλοσοφική σκοπιά.
Το 1942, ο Αυστριακός Edgar Zilsel, υπό την αιγίδα του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών (των Χορκχάιμερ και Αντόρνο) όταν αυτό βρισκόταν στη Νέα Υόρκη, δημοσιεύει το κλασσικό του άρθρο The Genesis of the Concept of Physical Law. Θα περίμενε κανείς ότι η βιβλιογραφία θα είχε εμπλουτιστεί σημαντικά έκτοτε. Δεν συμβαίνει αυτό, ωστόσο. Μερικά ακόμα άρθρα που έχουν εμφανιστεί διάσπαρτα είναι τα:
The origin and development of the concept of “laws of nature”, John R. Milton, 1981,
The Origins of Scientific “Law”, Jane E. Ruby 1986,
Metaphysics and the Origins of Modern Science: Descartes and the Importance of Laws of Nature, John Henry, 2004,
The development of the concept of laws of nature, Peter Harrison, 2008.
].

Ίσως η πιο εντυπωσιακή αντιστροφή της σχέσης νόμου και φύσης, όπως μας την έχει κληροδοτήσει ο 17ος αιώνας στο σύμπλεγμα «φυσικός νόμος», μπορεί να βρεθεί στην αρχαία Ελλάδα και συγκεκριμένα στο ρεύμα της σοφιστικής. Ένα από τα βασικά αντιθετικά δίπολα που έφεραν στο προσκήνιο οι σοφιστές ήταν αυτό μεταξύ φύσης και νόμου, σε βαθμό μάλιστα που η φράση «νόμος της φύσης» θα ακουγόταν ως αντίφαση εν τοις όροις στα αυτιά τους (και όχι μόνο στα δικά τους). Ως λέξη, ο νόμος παρέπεμπε κατά κύριο λόγο σε αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε κοινωνική σύμβαση ή, με άλλα λόγια, στους κανόνες συμπεριφοράς που επιβάλλουν οι εκάστοτε κοινωνικές νόρμες. Δεν επρόκειτο βέβαια για μια αθώα και απλή διαπίστωση εκ μέρους των σοφιστών, του είδους εκείνου που εκφέρεται με αποστασιοποιημένη αντικειμενικότητα για να καταλήξει σε κοινοτοπίες όπως «όλες οι κοινωνίες ακολουθούν κάποιους κανόνες». Ο σχετικισμός της σοφιστικής είχε και μια έντονα «διαφωτιστική» πρόθεση, στον βαθμό που σκόπευε, κατά την περίφημη ρήση του Πρωταγόρα, να θέσει ως μέτρο κρίσης όλων των πραγμάτων τον ίδιο τον άνθρωπο· απορρίπτοντας, με άλλα λόγια, μεταφυσικές δοξασίες και αναφορές σε υπερβατικές ιδέες. Για τους σοφιστές, η κυρίαρχη ηθική  που αντλούσε νομιμοποίηση από θρησκευτικές αντιλήψεις δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μία σύμβαση (ένας νόμος) που είχε επιβληθεί σχεδόν πραξικοπηματικά για να διασφαλίσει συγκεκριμένα συμφέροντα και όχι λόγω κάποιας ορθολογικής ανωτερότητας – με μια μικρή δόση υπερβολής, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι οι σοφιστές υπήρξαν οι πρώτοι ανατόμοι της ιδεολογίας ως ψευδούς συνείδησης. Το αντίπαλο δέος του νόμου ήταν η φύση η οποία ήταν και η μόνη που μπορούσε να υποδείξει το πραγματικό συμφέρον ενός όποιου υποκειμένου. Η φύση ήταν το καταφύγιο που βρήκαν οι σοφιστές όχι μόνο για αυστηρά επιστημολογικούς λόγους αλλά και για πολιτικούς.

Μία ένσταση σε αυτό το σημείο θα ήταν η εξής: το γεγονός ότι οι σοφιστές χρησιμοποιούσαν τη λέξη «νόμος» με μία ειδική σημασία η οποία δεν ταυτίζεται απαραίτητα με τη σημερινή της δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχε και καμμία ιδέα περί φυσικών νόμων, αποτυπωμένη ίσως με διαφορετική ορολογία. Η ένσταση είναι εν μέρει σωστή. Πράγματι, υπήρχε μια αντίληψη περί κανονικοτήτων της φύσης καθώς και μια απόπειρα εξήγησής τους. Όμως ήταν ενταγμένη σε ένα πολύ διαφορετικό νοηματικό πλαίσιο. Η αριστοτελική επιστημολογία, που επί της ουσίας υπήρξε κυρίαρχη στη Δύση μέχρι την Αναγέννηση, δεν διέβλεπε πίσω από την φυσική τάξη του κόσμου κάποιο σύνολο απαράβατων κανόνων. Η πιθανότητα του λάθους και του εκτροχιασμού από τη συνήθη πορεία της φύσης δεν ήταν ποτέ μηδενική, όπως επιβεβαιωνόταν και εμπειρικά, π.χ., στις περιπτώσεις γέννησης βρεφών με δυσμορφίες.      Ακόμα μεγαλύτερη σημασία, ωστόσο, έχει η αριστοτελική ανάλυση περί των διαφόρων ειδών αιτίων   βάσει των οποίων είναι δυνατό να εξηγηθούν τα φυσικά φαινόμενα. Έστω ότι έχω μπροστά μου ένα άγαλμα. Πώς μπορώ να εξηγήσω την παρουσία του; Ποιες είναι οι αιτίες που αυτό βρίσκεται μπροστά μου; Με βάση την αριστοτελική επιστημολογία, οι αιτίες της παρουσίας του αγάλματος μπορούν να διακριθούν σε τέσσερις κατηγορίες. Πρώτον, το άγαλμα έχει μια υλική υπόσταση. Το μάρμαρο από το οποίο έχει κατασκευαστεί συνιστά το λεγόμενο υλικό του αίτιο. Δεύτερον, κάποιος γλύπτης ανέλαβε να εργαστεί πάνω στο μάρμαρο για να βγάλει από μέσα του μορφές και να παραγάγει το τελικό αποτέλεσμα που βλέπω εγώ. Ο γλύπτης αποτελεί το ποιητικό αίτιο του αγάλματος. Τρίτον, αυτό που κάνει το άγαλμα να είναι άγαλμα, πέρα από το υλικό κατασκευής του που αναφέρθηκε ήδη, είναι και η μορφή που έχει. Αν έχω μπροστά μου τον Δαβίδ του Μικελάντζελο με το αμφίσημο βλέμμα που μοιάζει να μετεωρίζεται μεταξύ αυστηρότητας και βουρκώματος, τότε ο Δαβίδ (η μορφή του) είναι το μορφικό αίτιο του αγάλματος. Τέλος, υπάρχει και κάποιος σκοπός που το άγαλμα βρίσκεται μπροστά μου: αυτός της αισθητικής απόλαυσης. Η αισθητική απόλαυση που αποζητώ καθώς προσπαθώ μάταια να διασταυρώσω το βλέμμα μου με αυτό του Δαβίδ που πάντα κοιτάει πέρα από εμένα (το ύψος του είναι πάνω από 4 μέτρα) σε έναν μορφασμό «συναισθηματικής πρεσβυωπίας» είναι το τελικό αίτιο του αγάλματος. Όπως γίνεται προφανές από τα παραπάνω, πίσω από την αριστοτελική φύση υπήρχε ένα σύμπαν αιτιών αρκετά πιο πλούσιο από αυτό των απολύτως μηχανικών νόμων του 17ου αιώνα. Για τη νεωτερική φυσική, δεν υφίσταται κανένας χώρος για μορφικά και ακόμα λιγότερο για τελικά αίτια. Αυτός όμως είναι και ένας από τους λόγους που θα μπορέσει τελικά να μιλήσει για απαράβατους νόμους, εφόσον πρώτα θα έχει καταφέρει να εξορίσει οποιαδήποτε έννοια τελεολογίας και αυθυπόστατης δράσης των υλικών σωμάτων (θα δούμε παρακάτω περισσότερες λεπτομέρειες).

Cyborg #29

Η θέση των μαθηματικών και της καταλληλότητάς τους να περιγράψουν ή να εξηγήσουν τα φυσικά φαινόμενα είναι βέβαια ένα ακόμα κεντρικό σημείο διαφοροποίησης της νεώτερης φυσικής (και εν γένει επιστήμης) από τους προκατόχους της. Το ιδιάζον στοιχείο της επιστήμης με τη σύγχρονη έννοια της είναι το γεγονός ότι στήθηκε ως ένα αμάλγαμα των μαθηματικών, της φυσικής φιλοσοφίας και της πειραματικής μεθόδου. Παρά το γεγονός ότι τα μαθηματικά ήταν βέβαια γνωστά στον αρχαίο κόσμο, έχοντας φτάσει μάλιστα σε υψηλό επίπεδο εκλέπτυνσης, ποτέ δεν θεωρήθηκαν κατάλληλα ως μέσο περιγραφής του φυσικού κόσμου ή ως μέθοδος αιτιακής εξήγησης των φυσικών φαινομένων. Η υψηλή θέση που κατείχαν στην αξιακή κλίμακα των ενασχολήσεων ενός ελεύθερου πολίτη δεν οφειλόταν στο ότι παρείχαν μια οδό κατανόησης της φύσης παρά στο ότι εξέφραζαν την ευρωστία του ανθρώπινου λόγου που μπορούσε να καταλήξει σε βέβαια συμπεράσματα με αυστηρά λογικές συνεπαγωγές. Για ορισμένες φιλοσοφικές σχολές δε (αν και μάλλον μειοψηφικές, είναι η αλήθεια), όπως οι πυθαγόρειοι και ο πλατωνισμός, οι αριθμοί, τα σχήματα και οι σχέσεις τους συγκροτούσαν μία ιδιαίτερη τάξη του κόσμου ακόμα πιο πραγματική από αυτή των άμεσων αισθητηριακών δεδομένων. Τα μαθηματικά, λοιπόν, γίνονταν κατανοητά είτε ως ένα παιχνίδι του λόγου και της αυτονομίας του είτε ως οδός πρόσβασης προς μια μεταφυσική πραγματικότητα. Και στις δύο περιπτώσεις, η επεξηγηματική τους ισχύς έναντι της φύσης ήταν μηδαμινή. Η αλυσίδα των λογικών βημάτων που εμπεριέχονται σε μια μαθηματική απόδειξη δεν συνδεόταν κατά κανέναν τρόπο με μια αλυσίδα αιτίων που τελικά προκαλούν ένα φυσικό φαινόμενο. Με πιο σύγχρονους όρους, θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για μια αντίληψη περί μαθηματικών που τα έβλεπε ως ένα σύνολο από καθαρά αναλυτικές, ταυτολογικές προτάσεις που διερευνά τις δυνατότητες του (ανθρώπινου) λόγου και όχι της ίδιας της φύσης. Δεν έλειπαν βέβαια οι αιτιακές εξηγήσεις, όμως αυτές δεν βασίζονταν στην (ανύπαρκτη) πειθώ των μαθηματικών αποδείξεων, αλλά περισσότερο στην αριστοτελική τετραμερή τυπολογία που αναφέρθηκε παραπάνω.

Παραπληρωματική αυτής της θέσης που κατείχαν τα μαθηματικά ήταν και η θέση του πειράματος στην αρχαία επιστημολογία. Αφοριστικά μιλώντας, η θέση αυτή ήταν απλώς ανύπαρκτη. Η αριστοτελική φυσική (και βιολογία) μπορεί να βασίζεται σε ένα πλήθος εμπειρικών παρατηρήσεων, αλλά απουσιάζει από αυτήν εντυπωσιακά οποιαδήποτε έννοια πειραματικής, ελεγχόμενης παρέμβασης στη φύση. Από τη στιγμή που η φύση γινόταν περισσότερο αντιληπτή ως ένα είδος οργανισμού, ο στόχος ήταν να κατανοηθεί το πώς αυτή λειτουργεί όταν αφήνεται να ακολουθήσει τις εγγενείς της ροπές και όχι όταν βρίσκεται υπό καθεστώς εξωτερικών επεμβάσεων. Η διάκριση ανάμεσα στις φυσικές κινήσεις των σωμάτων (που αυτά ακολουθούν από μόνα τους) και στις βεβιασμένες ή τεχνητές (που ακολουθούν ως αποτέλεσμα κάποιας επέμβασης) ήταν αρκετά ισχυρή· οι πρώτες ήταν αυτές που άξιζαν να μελετηθούν εις βάθος, αντίληψη που είχε ως αποτέλεσμα τη σοβαρή υποτίμηση του πειραματικού ελέγχου – γιατί να επικεντρωθείς σε κάτι που αισθάνεσαι ότι επί της ουσίας διαταράσσει αυτό που πραγματικά θες να μελετήσεις; Η συγκεκριμένη στάση βέβαια δεν ήταν αποτέλεσμα (μόνο) μιας αυξημένης εγρήγορσης απέναντι στους ρυθμούς της φύσης και μιας τάσης ταύτισης μαζί της. Εύκολα μπορεί να διαβαστεί και με πιο πεζούς τρόπους, ως μια προβολή στο οντολογικό επίπεδο εκείνης της κοινωνικής συνθήκης που έβλεπε τον χειρωνακτικό κάματο (και τις πρακτικο-τεχνικές γνώσεις που αυτός συνεπάγεται) ως κατάλληλο μόνο για τους σκλάβους· για τους ελεύθερους πολίτες η ιδανική συνθήκη ήταν ο απαλλαγμένος από πρακτικές έγνοιες στοχασμός.

Μέσα σε αυτό το νοηματικό σύμπλοκο όπου τα φυσικά σώματα διαθέτουν δικές τους, εγγενείς δυνάμεις ενώ ταυτόχρονα υπόκεινται σε μια ποικιλία αιτιακών πιέσεων, όπου ο χώρος διακρίνεται από διαφορετικές ποιότητες - να θυμίσουμε ότι η αριστοτελική φυσική διέθετε και μια τυπολογία στοιχείων, (αέρας, φωτιά, γη, νερό, πεμπτουσία/αιθέρας) με βάση τα οποία καθοριζόταν η κίνηση των σωμάτων στον χώρο – και όπου τα μαθηματικά και το πείραμα δεν έχουν καμμία θέση, ήταν επόμενο οποιαδήποτε υπόνοια φυσικού νόμου να μην μπορεί να σταθεί. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι η λέξη «νόμος», παρότι βρισκόταν σε ευρεία κυκλοφορία στις συζητήσεις τις σχετικές με την ηθική και την πολιτική, απουσίαζε από το «επιστημονικό» λεξιλόγιο και η όποια χρήση της γινόταν στη λογική της αντιπαράθεσης προς τη «φύση».

Κάποια αρχικά δειλά βήματα προς την κατεύθυνση σύζευξης φύσης και νόμου θα γίνονταν ήδη από το ρεύμα του στωικισμού που πρώτος εισήγαγε την έννοια του «φυσικού νόμου». Παρ’ όλα αυτά, ο σκοπός αυτής της σύνδεσης δεν ήταν γνωσιολογικός, αλλά και πάλι ηθικοπρακτικός. Για τους στωικούς φιλοσόφους, το μοντέλο του σύμπαντος ήταν ομόλογο προς το πολιτικό μοντέλο που οι ίδιοι βίωναν: όλο το σύμπαν παρομοιαζόταν με ένα μοναρχικό κράτος που διέπεται από τις (κατά βάση ηθικές) επιταγές ενός θείου Λόγου. Το σύνολο αυτών των ηθικών επιταγών στις οποίες κάθε άνθρωπος έχει πρόσβαση δια του Λόγου και μόνο έλαβε το όνομα «φυσικός νόμος». Η άλλη πλευρά του νομίσματος του νόμου ήταν όλες οι κοινωνικές θεσμίσεις που μπορεί να είχαν έναν λίγο – πολύ αυθαίρετο χαρακτήρα και δεν απέρρεαν φυσικά από τον Λόγο· αντιπαραβολή που φυσικά θυμίζει την αρκετά μεταγενέστερη διάκριση μεταξύ φυσικού και θετικού δικαίου στην νεωτερική πολιτική φιλοσοφία. Αυτή τη διάκριση θα παραλάμβανε αιώνες αργότερα (13ο αιώνα) ο Θωμάς Ακινάτης για να της προσδώσει χριστιανικές αποχρώσεις αντικαθιστώντας τον αφηρημένο Λόγο με τον πιο προσωποπαγή θεό. Ο χριστιανικός θεός παρομοιάζεται με έναν τεχνίτη που έχει εμβαπτίσει όλο  τον κόσμο στους νόμους του· νόμοι οι οποίοι ωστόσο διατηρούν έναν σαφή τελεολογικό χαρακτήρα, όπως στον παραδοσιακό αριστοτελισμό. Εκτός από τον θετικό νόμο των ανθρώπων, υπάρχει επομένως και ο φυσικός νόμος, δηλαδή ο τρόπος που έχει η φύση και ο άνθρωπος να συμμετέχουν στον αιώνιο θεϊκό νόμο. Η φύση φαίνεται, επομένως, να αποκτάει έναν νομοθέτη, αλλά αυτός δεν είναι ακόμα τα μαθηματικά παρά το θεϊκό πρόσωπο. Για την ώρα…

Η ανατίμηση των μαθηματικών τελικά δεν θα αργούσε πολύ (ιστορικά μιλώντας) και εκφραστηκε αρχικά δε δύο επίπεδα: στο ιδεολογικό και στο πρακτικό-τεχνικό. Από τη μία πλευρά, στο ιδεολογικό επίπεδο υπήρξε προς το τέλος του Μεσαίωνα μία αναγέννηση του πλατωνισμού, άρα και του μαθηματικού ρεαλισμού που εμπεριέχεται σε αυτόν (οι αριθμοί είναι πραγματικές οντότητες που εδρεύουν στον ανώτερο χώρο των Ιδεών). Από την άλλη, η Αναγέννηση, απαλλαγμένη εν μέρει από τις αρνητικές συμπαραδηλώσεις της χειρωνακτικής εργασίας, ανακάλυψε τη χρησιμότητα των μαθηματικών όταν αυτά εφαρμόζονται σε τεχνικές εργασίες, όπως οι μηχανικές κατασκευές. Οι δύο αυτές εξελίξεις μοιάζουν αντιφατικές μεταξύ τους: τα μαθηματικά ανατιμώνται τόσο για την ιδεολογική τους καθαρότητα όσο και για την πρακτική τους χρησιμότητα! Όμως έχουν κάτι κοινό. Αποτελούν σύμπτωμα μιας ευρύτερης τάσης απαλλαγής από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της αριστοτελικής φυσικής και επιστημολογίας. Σε φιλοσοφικό επίπεδο, η απόδραση από τον αριστοτελισμό εκφράστηκε και από το ρεύμα του νομιναλισμού για τον οποίο όλες οι περίπλοκες μεταφυσικές κατασκευές με τις καθολικές τους ιδέες είναι απλώς άχρηστες. Το μόνο που υφίσταται πραγματικά είναι οι επιμέρους υπάρξεις (το τάδε ή δείνα συγκεκριμένο άλογο και όχι κάποια αφηρημένη ιδέα «αλογότητας») πάνω στις οποίες ο ανθρώπινος νους επιθέτει με αυθαίρετο τρόπο ονόματα (εξ ου και ο όρος νομιναλισμός, δηλαδή «ονοματισμός») για να μπορεί να τις χειριστεί. Οι λεπτομέρειες δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία σε αυτό το σημείο. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι η ονοματοκρατία του νομιναλισμού ήταν ταυτόχρονα και μια ατομοκρατία (με την έννοια ότι απέρριπτε τα καθόλου), η αντι-αριστοτελική αντίληψη δηλαδή ότι τα πάντα (ακόμα και η φύση) μπορούν να αποσυντεθούν στα έσχατα συστατικά τους στοιχεία και μετά να ανασυντεθούν στη βάση συνδυαστικών κανόνων. Η διάβρωση του αριστοτελισμού με όχημα τον νομιναλισμό θα αποδεικνυόταν ένα σημαντικό πρώτο βήμα προς την μετέπειτα επικράτηση του μηχανικισμού ως ιδεολογίας.

Cyborg #29

Η πλήρης αποκαθήλωση του αριστοτελισμού και η απόλυτη επικράτηση του μηχανικισμού θα συνέβαιναν τελικά τον 16ο και τον 17ο αιώνα, τους αιώνες που παραδοσιακά θεωρούνται η εποχή της επιστημονικής επανάστασης. Το εντυπωσιακό, ωστόσο, είναι ότι καμμία τέτοια επανάσταση δεν συνέβη πραγματικά, αν με αυτόν τον όρο υπονοείται κάποια απότομη ρήξη με το παρελθόν. Η αντίληψη περί μίας ασυμφιλίωτης εχθρότητας μεταξύ του νεο-αναδυόμενου επιστημονικού ορθολογισμού, με όλη την σφριγηλότητά του, και μιας παχύσαρκης θρησκείας, με όλη την γραφειοκρατική δυσκαμψία της, είναι τόσο ελλιπής που τελικά μοιάζει περισσότερο με μύθευμα παρά με μια ιστορικά ακριβή εικόνα. Κατά την εφηβική του ηλικία, ο μηχανικισμός όχι μόνο δεν αντιτάχθηκε σθεναρά στη θρησκεία, αλλά άντλησε από αυτήν κατά κόρον επιχειρήματα ώστε να νομιμοποιηθεί ιδεολογικά ο ίδιος.

Ο Κοπέρνικος (1473 – 1543) μπορεί να μιλούσε για τη «μηχανή του κόσμου», όμως πίσω από τις μαθηματικές και γεωμετρικές αναλογίες των γραναζιών αυτής της μηχανής διέβλεπε τη θεία τάξη και την θεία πρόνοια. Τα προτερήματα που έβλεπε ο ίδιος στο ηλιοκεντρικό του σύστημα δεν ήταν εμπειρικής φύσης – το γεωκεντρικό σύστημα μπορούσε να προβλέψει με την ίδια ακρίβεια (που επέτρεπαν τα τότε όργανα παρατήρησης) τις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων. Όμως οι μαθηματικές σχέσεις απλοποιούνταν σημαντικά, κάτι που φυσικά (θεωρούσε ο ίδιος ότι) άρμοζε στην απλότητα της θεϊκής ευταξίας. Ο Κέπλερ (1571 - 1630) θα ακολουθούσε και αυτός παρόμοια συλλογιστική γραμμή. Ο Θεός παρομοιάζεται πάλι με έναν κτίστη (θυμίζοντας τον Ακινάτη· ούτως ή άλλως το δόγμα της κτίσεως είναι κεντρικό για τον χριστιανισμό) ο οποίος έχει κατασκευάσει τον κόσμο και του έχει μεταγγίσει τις αιώνιες αρχές του. Μόνο που στην περίπτωση του Κέπλερ (σε αντίθεση με τον Ακινάτη) αυτές οι αιώνιες αρχές δεν εκφράζονται με τους όρους της αριστοτελικής τελεολογίας αλλά μέσω μαθηματικών εξισώσεων και μηχανικών αναλογιών· τα μαθηματικά παύουν να είναι ένα νοητικό παίγνιο και γίνονται το κατεξοχήν εργαλείο κατανόησης της φύσης. Χαρακτηριστική είναι η ρήση του Κέπλερ: «Η θεία μηχανή πρέπει να γίνεται κατανοητή όχι ως ένα πλάσμα, αλλά ως ένα ρολόι» [2παρομοίωση με ρολόι δεν είναι καθόλου αθώα. Η χρήση των ρολογιών και γενικότερα των αυτομάτων ως ιδεολογικών όπλων ήταν αρκετά διαδεδομένη εκείνη την εποχή. Βλ. το ντοκυμαντέρ Mechanical Marvels Clockwork Dreams].
Αυτός που θα έθετε πιο απερίφραστα από οποιονδήποτε άλλο τα μαθηματικά ως απαραίτητη προϋπόθεση κατανόησης της φύσης ήταν ο Γαλιλαίος (1564 – 1642). Για τον Γαλιλαίο βέβαια τα μαθηματικά δεν ήταν απλώς ένα χρήσιμο εργαλείο. Η ίδια η πραγματικότητα της φύσης ήταν στο βάθος της μαθηματική και ποσοτική. Ο μοναδικός τρόπος αντικειμενικής θέασης της φύσης είναι αυτός που βασίζεται στις πρωταρχικές ποιότητες των πραγμάτων, όπως το σχήμα και το μέγεθός τους· με άλλα λόγια, σε ό,τι από αυτά μπορεί να εκφραστεί μαθηματικά. Οι δευτερεύουσες ποιότητές τους (π.χ., το χρώμα ή η μυρωδιά τους) αποτελούν απλώς τα υποκειμενικά (άρα και αβέβαια) σύστοιχα των πρωταρχικών. Το επόμενο συμπέρασμα αυτής της συλλογιστικής αφορούσε στη θέση του ανθρώπου μέσα στο σύμπαν. Εφόσον είναι αδύνατο να τον μελετήσουμε αποκλειστικά με μαθηματικούς όρους, τότε αυτός μάλλον δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα συνονθύλευμα από δευτερεύουσες ποιότητες που δεν αξίζει να μελετηθεί ιδιαίτερα. Αν ο Κοπέρνικος εκτόπισε τη γη από το κέντρο του σύμπαντος, ο Γαλιλαίος εκτόπισε τον άνθρωπο, ανάγοντας τη φύση ως το μοναδικό πεδίο άξιο μελέτης. Ενδιαφέρον έχει, ωστόσο, ότι ο Γαλιλαίος δεν αναφέρεται ακόμα σε «νόμους της φύσης», παρά το γεγονός ότι ήδη βρίσκεται πολύ κοντά σε μια τέτοια έννοια.
Η τελική εισβολή του νόμου στη φύση θα γίνει δια χειρός Καρτέσιου (1596 – 1650). Στις Αρχές της Φιλοσοφίας [3. Οι Αρχές της Φιλοσοφίας Ι&ΙΙ, εκδ. Εκκρεμές, μτφρ. Β. Γρηγοροπούλου.]  θα γράψει απερίφραστα:
«Ο πρώτος νόμος της φύσης: κάθε πράγμα, όσο εξαρτάται από το ίδιο, εμμένει πάντα στην ίδια κατάσταση κι έτσι ό,τι άπαξ κινείται, συνεχίζει πάντα να κινείται.»

Πρόκειται για έναν «νόμο» που διδάσκεται κάθε μαθητής γυμνασίου και ο οποίος πλέον έχει κατακτήσει του καθεστώς του αυτονόητου. Όμως δεν είναι (και δεν ήταν τότε) καθόλου αυτονόητος! Κανένα άμεσο αισθητηριακό δεδομένο δεν τον επιβεβαιώνει και τον 17ο αιώνα ήταν φυσικά αδύνατο να δημιουργηθούν εργαστηριακά συνθήκες απόλυτου κενού ώστε να ελεγχθεί. Όμως ο Καρτέσιος είχε τον Θεό με το μέρος του. Όπως ο Θεός είναι τέλειος και αμετάβλητος, έτσι πρέπει να είναι και οι νόμοι της φύσης. Επομένως και η κίνηση των σωμάτων δεν μπορεί να μεταβάλλεται άνευ εξωτερικής επέμβασης. Για τη διανόηση του 17ου αιώνα παρέμενε ένα ακόμα ακανθώδες ερώτημα που όφειλε να απαντήσει ο Καρτέσιος: αν τα υλικά σώματα δεν διαθέτουν δικές τους ενδιάθετες δυνάμεις (όπως βεβαίωνε ο Αριστοτέλης), τότε πώς είναι δυνατόν να υπακούν σε νόμους; Για τον αριστοτελικό σχολαστικισμό, η κίνηση αποτελεί και αυτή έναν από τους δυνατούς τρόπους του σώματος, όπως ένα σώμα έχει το δικό του σχήμα. Ένα τελείως αδρανές σώμα χωρίς δική του θέληση δεν μπορεί βέβαια ούτε να υπακούει ούτε να παραβιάζει κανόνες. Πώς αυτοί μεταφέρονται πάνω του; Η απάντηση του Καρτέσιου δεν αποτελεί φυσικά έκπληξη. Ο Θεός, ως μέγας νομοθέτης, αναλαμβάνει ταυτόχρονα και τον ρόλο της εκτελεστικής εξουσίας φροντίζοντας συνεχώς για την αέναη κίνηση των σωμάτων (δόγμα που ονομάστηκε επίσης οκαζιοναλισμός).

Όταν τελικά ο Νεύτωνας εξέδωσε τα Principia Mathematica το 1687, δεν είχε κανένα πρόβλημα να αναφέρεται πλέον χωρίς φειδώ σε φυσικούς νόμους. Η αντίληψη ότι η φύση υπακούει σε μαθηματικούς νόμους είχε πλέον γίνει ευρύτερα αποδεκτή και είχε συμπυκνωθεί πιο ευδιάκριτα στο δόγμα του μηχανικισμού:
- Όλη η φύση αποτελείται από σωματίδια που ακολουθούν τους νόμους της κίνησης (η ιδέα του λεγόμενου corpuscularism).
- Ο κόσμος είναι ενδεχομενικός, το οποίο σημαίνει ότι οι νόμοι του, παρότι μαθηματικά εκφρασμένοι, δεν μπορούν να ανακαλυφθούν αποκλειστικά δια της λογικής συνεπαγωγής. Απαιτείται και το πείραμα. Η παντοδυναμία του Θεού θα μπορούσε να είχε δημιουργήσει έναν κόσμο με τελείως διαφορετικούς νόμους. Μόνο μέσω του πειράματος μπορούμε να ανακαλύψουμε ποιους νόμους εμφύσησε στον κόσμο – εκτός κι αν κανείς ήταν διατεθειμένος να υποστηρίξει ότι είχε άμεση πρόσβαση στη θέληση του Θέου...
- Ο Θεός είναι παντοδύναμος και κυβερνάει τον κόσμο άμεσα, δίχως διαμεσολαβήσεις. Άρα η ύλη και ο κόσμος δεν έχουν κάτι το ιερό, δεν μετέχουν του Θεού μέσω αναβαθμών (όπως, π.χ., στον νεοπλατωνισμό). Ο Θεός είναι το μόνο ιερό ον που παρέχει έξωθεν τάξη στη φύση.
- Δεν υφίσταται καμμία διαφορά μεταξύ φυσικού και τεχνητού, όπως, π.χ., στη διάκριση μεταξύ φυσικής και βεβιασμένης κίνησης. Ούτως ή άλλως, όλος ο κόσμος είναι τεχνητός ως κτίσμα του Θεού. «All things are artificial, for Nature is the Art of God», θα έλεγε ο Thomas Browne, Βρετανός διανοούμενος του 17ου αιώνα.

Οι σχέσεις του μηχανικισμού με τη νέα θεολογία, που έδινε προτεραιότητα στην παντοδυναμία του Θεού και στη συνεχή, αδιάλειπτη παρουσία του μέσα στη φύση, υπήρξαν εξαιρετικά στενές. Μόνο σταδιακά κατάφερε ο μηχανικισμός να απαλλαγεί από τα θεολογικά του «βαρίδια» (που δεν τα κατανοούσε ως τέτοια στα αρχικά του στάδια). Η αντίληψη όμως ότι οι νόμοι λειτουργούν μέσα στη φύση περίπου όπως οι θεϊκές επιταγές παρέμεινε εδραία για σχεδόν τρεις αιώνες έκτοτε.
Θα ήταν βέβαια απλοϊκό να θεωρήσει κανείς ότι η μετάβαση από τον αριστοτελισμό στον μηχανικισμό συνέβη για λόγους καθαρά ιδεολογικούς, ως ένα ακόμα επεισόδιο μέσα στην ιστορία των ιδεών, αποκομμένο από τις ευρύτερες κοινωνικο-πολιτικές εξελίξεις. Χωρίς να χρειάζεται να μπει το κοινωνικό στη θέση του απόλυτου αιτίου και το ιδεολογικό σε αυτή του αιτιατού, παρ’ όλα αυτά οι ομοιότητες και οι αναλογίες είναι υπερβολικά προφανείς για να μπορούν να αγνοηθούν ως απλές συμπτώσεις. Ξεκινώντας από την ανατίμηση των μαθηματικών ως απολύτως κρίσιμου εργαλείου για την κατανόηση της φύσης, δεν είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς πίσω από αυτή την επιστημολογική ανακατάταξη τα κοινωνικά της σύστοιχα. Η πρακτική χρησιμότητα των μαθηματικών άρχισε να γίνεται όλο και πιο κρίσιμης σημασίας από τη στιγμή που άρχισε να υποχωρεί η παλαιότερη απέχθεια για την ενασχόληση με πρακτικά ζητήματα. Η πίστη στη σημασία της πράξης, ακόμα και στο εντελώς τεχνικό επίπεδο, δεν ήταν με τη σειρά της άσχετη με την εμφάνιση ορισμένων πρωτόλειων και πρόδρομων καπιταλιστικών μορφωμάτων εντός της Ευρώπης. Μια παράλληλη εξέλιξη στο θεολογικό επίπεδο ακούει φυσικά στο όνομα του προτεσταντισμού και στην ανατίμηση της εργασιακής ηθικής που αυτός είχε ως αποτέλεσμα. Ο αποστασιοποιημένος στοχασμός των σχολαστικών – άρα και η χρήση των μαθηματικών για καθαρά αφηρημένους σκοπούς – γίνεται κάτι άξιο χλευασμού πλέον. Αν υπάρχει κάποια ένδειξη ηθικής προόδου, αυτή μάλλον αντανακλάται στην τεχνική εξέλιξη.

Όμως ακόμα και εντός των μαθηματικών παρατηρούνται ορισμένες «αλλαγές παραδείγματος» εξαιρετικά ενδεικτικές των ευρύτερων κοινωνικών αλλαγών. Όπως ο αριστοτελικός χώρος διακρινόταν για τις διαφορετικές ποιότητές του, έτσι και οι αριθμοί, κατά την παραδοσιακή αντίληψη που είχε κληροδοτήσει ο αρχαίος κόσμος, δεν ήταν ομοιόμορφοι· είχαν και αυτοί τις ποιότητές τους. Για παράδειγμα, το μηδέν ήταν εν πολλοίς άγνωστο, καθώς δήλωνε την ανυπαρξία, η οποία βέβαια δεν μπορεί να μετρηθεί. Παρομοίως, το ένα δεν θεωρούνταν αριθμός ισοδύναμος με όλους τους άλλους, εφόσον αυτός επείχε θέση γεννήτορα [4Βλ. Knowledge and Social Imagery, D. Bloor, The University of Chicago Press.]. Κατά μία έννοια, ήταν το αρχέτυπο των αριθμών, από τον οποίο παράγονταν όλοι οι άλλοι. Εν πάση περιπτώσει, το σημαντικό είναι ότι οι αριθμοί δεν διατάσσονταν σε μία ενιαία, γραμμική κλίμακα ώστε να είναι όλοι τους άμεσα συγκρίσιμοι. Αυτό θα ήταν το κατόρθωμα του Καρτέσιου ο οποίος προέβη σε μια χειρονομία ομογενοποίησης των αριθμών και με την ίδια κίνηση κατάφερε να ομογενοποιήσει και τον χώρο (θυμάστε άραγε τις καρτεσιανές συντεταγμένες;). Ούτε ο χώρος ούτε οι αριθμοί θα είχαν πλέον ειδικές ποιότητες. Η ομογενοποίηση του χώρου βέβαια (και της γλώσσας που μιλιέται εντός αυτού του χώρου) ήταν μία από τις βασικές διαδικασίες που έθεσε σε κίνηση η κατασκευή των εθνών – κρατών κατά την πρώιμη νεωτερικότητα. Για να μπορεί να σταθεί ένα κράτος, οφείλει να έχει έναν ενιαίο χώρο υπό την εποπτεία του στον οποίο να διαθέτει το μονοπώλιο της βίας (και των φόρων) και μια ενιαία αγορά, δίχως περίεργες εξαιρέσεις και κατά τόπους ad hoc κανόνες. Είναι δύσκολο να αποφύγει κανείς το συμπέρασμα ότι η εξαιρετικά αφηρημένη σύλληψη του χώρου των νέων μαθηματικών ήταν η έκφραση στο επιστημολογικό και οντολογικό επίπεδο της διαδικασίας γένεσης των ευρωπαϊκών εθνοκρατικών σχηματισμών.

Η ομοιογένεια δεν επιτυγχάνεται βέβαια αβίαστα. Για να γίνει επίπεδος ο χώρος, απαιτείται συνεχής εποπτεία και επιτήρηση καθώς και ένας κεντρικός μηχανισμός ελέγχου. Η πολυδιάσπαση της εξουσίας σε πολλαπλά πρόσωπα και επιμέρους κανονιστικά πλαίσια που ήταν τόσο συχνή στα φεουδαρχικά καθεστώτα (με τους κατά τόπους άρχοντες και τις συνεχείς παραχωρήσεις ειδικών προνομίων) έπρεπε να αντικατασταθεί από ένα πιο «αποτελεσματικό» σύστημα διοίκησης. Από αυτή την άποψη, οι απολυταρχίες του 17ου αιώνα που συγκέντρωναν στο πρόσωπο ενός μόνο άρχοντα όλες τις εξουσίες δεν ήταν απαραιτήτως οπισθοδρομικά καθεστώτα. Αντιθέτως, ήταν ακριβώς ο καταλύτης που χρειαζόταν το έθνος – κράτος για να ξεκολλήσει από τις λάσπες της φεουδαρχίας· όχι τυχαία εξάλλου, οι βασιλείς υπήρξαν από τους θερμότερους υποστηρικτές της «αξιοκρατικής» στελέχωσης και γραφειοκρατικής αναμόρφωσης του κρατικού μηχανισμού, στην προσπάθειά τους να απαλλαγούν από τα βαρίδια των ευγενών. Ο βασιλιάς γίνεται πλέον σαν ένας μικρός Θεός, ένας μέγας νομοθέτης στην επικράτεια του οποίου οι νόμοι ισχύουν άνευ εξαιρέσεων και η εξουσία του οποίου δεν αμφισβητείται [5Θυμίζοντας φυσικά τον Λεβιάθαν του Χομπς.]. Η εικόνα της φύσης που ακολουθεί απαράβατους νόμους (του Θεού) αποτελεί σχεδόν πιστό αντίγραφο της εικόνας του νεωτερικού κράτους.

Αυτή παρέμεινε και η κυρίαρχη εικόνα περί φύσης για τα επόμενα σχεδόν 400 χρόνια, χωρίς ακόμα να έχει ξεθωριάσει πλήρως (εξάλλου ακόμα ζούμε σε καπιταλιστικά κράτη...). Τα πρώτα ρήγματα σε αυτή την νομοκρατική και αυστηρά ντετερμινιστική εννοιοποίηση της φύσης θα εμφανίζονταν μόλις στις αρχές του 20ου αιώνα με την ανάδυση της κβαντομηχανικής και πιο συγκεκριμένα της στατιστικής ερμηνείας της κβαντομηχανικής. Δεν θα υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες εδώ. Θα σημειώσουμε απλά ότι ούτε οι στατιστικές αβεβαιότητες της κβαντομηχανικής ήταν ένα ζήτημα αυστηρά και μόνο επιστημονικό. Αντλούσαν τη ζωτικότητά τους από τις γενικότερες πνευματικές ανησυχίες της εποχής, με τις έντονες τάσεις απόρριψης του «αυστηρού ορθολογισμού» [6Βλ. Η κρίση στης Φυσική και η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, ΠΕΚ, επιμ. Θ. Αραμπατζής – Κ. Γαβρόγλου.]. Εκτός από «αντι-ντετερμινιστική» όμως, η στατιστική είναι επίσης η κατεξοχήν τεχνική διαχείρισης των μεγάλων αριθμών· άρα και των μεγάλων πληθυσμών. Όχι τυχαία λοιπόν, οι πιθανοκρατικές αντιλήψεις για τη φύση κερδίζουν έδαφος ακριβώς την ιστορική στιγμή που οι δυτικές κοινωνίες εισέρχονται στη φάση της μαζικότητάς τους: της μαζικής παραγωγής, της μαζικής κατανάλωσης, της μαζικής δημοκρατίας.

Όσοι θεωρούν ότι όλα αυτά τα περίεργα επιστημολογικά ανέκδοτα από την ιστορία της επιστήμης εξακολουθούν να φαντάζουν πολύ απόμακρα, καλό θα ήταν να ξανασκεφτούν σε ποιον κόσμο ζουν. Οι θεωρίες των δυναμικών και χαοτικών συστημάτων που εμφανίστηκαν μετά τον πόλεμο ήταν μια ακόμα έφοδος προς επί της ουσίας μη αιτοκρατικές (με την παραδοσιακή σημασία του όρου) αντιλήψεις. Έστω όμως ότι ακόμα και αυτές μικρή σχέση έχουν με τις σημερινές εξελίξεις. Η γενετική όμως (ειδικά αυτή των μεγάλων πληθυσμών) και τα Big Data βρίσκονται στην αιχμή της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, λειτουργώντας ακριβώς με την ίδια στατιστική λογική. Το ενδιαφέρον δεν εστιάζεται πλέον στην ανακάλυψη στέρεων και απαράβατων μόνο παρά στην εξόρυξη στατιστικών κανονικοτήτων, εκμεταλλεύσιμων για τον τάδε ή δείνα σκοπό βιοπολιτικού ελέγχου [7Έχουμε κάνει παλιότερα μια σχετική αναφορά. Βλ. το τέταρτο παράδειγμα(;): η μηχανική διαμεσολάβηση της επιστημονικής σκέψης, Cyborg, τ. 6.].

Οι εξαιρέσεις (όπως, για παράδειγμα, οι παρενέργειες από κάποια μαζική ιατρική επέμβαση, θα μπορούσε να πει κάποιος κακεντρεχής) και η αιτιολόγηση τους περνάνε σε δεύτερη μοίρα, από τη στιγμή που συμπεριλαμβάνονται σε μία κάποια πιθανοτική κατανομή και έχουν προβλεφθεί από μία κάποια συνάρτηση κόστους. Αν, λοιπόν, ο Γαλιλαίος εκτόπισε τον άνθρωπο από το κέντρο του επιστημονικού ενδιαφέροντος πριν από τέσσερις αιώνες, οι στατιστικές συσχετίσεις των νευρωνικών δικτύων τον εκτοπίζουν για άλλη μια φορά· από το κέντρο του κοινωνικού ενδιαφέροντος, μετατρέποντάς τον σε στατιστικές κανονικότητες και ανωμαλίες.
Tough luck! 

Separatrix

Σημειώσεις

1 - Τα ιστορικά στοιχεία που παραθέτουμε τα αντλήσαμε από τις εξής πηγές. Το βιβλίο του E.A. Burtt The Metaphysical Foundations of Modern Science (πρώτη έκδοση το 1924) αποτελεί μία από τις πρώτες απόπειρες διερεύνησης της καταγωγής των φυσικών νόμων από φιλοσοφική σκοπιά.
Το 1942, ο Αυστριακός Edgar Zilsel, υπό την αιγίδα του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών (των Χορκχάιμερ και Αντόρνο) όταν αυτό βρισκόταν στη Νέα Υόρκη, δημοσιεύει το κλασσικό του άρθρο The Genesis of the Concept of Physical Law. Θα περίμενε κανείς ότι η βιβλιογραφία θα είχε εμπλουτιστεί σημαντικά έκτοτε. Δεν συμβαίνει αυτό, ωστόσο. Μερικά ακόμα άρθρα που έχουν εμφανιστεί διάσπαρτα είναι τα:
The origin and development of the concept of “laws of nature”, John R. Milton, 1981,
The Origins of Scientific “Law”, Jane E. Ruby 1986,
Metaphysics and the Origins of Modern Science: Descartes and the Importance of Laws of Nature, John Henry, 2004,
The development of the concept of laws of nature, Peter Harrison, 2008.
[ επιστροφή ]

2 - Η παρομοίωση με ρολόι δεν είναι καθόλου αθώα. Η χρήση των ρολογιών και γενικότερα των αυτομάτων ως ιδεολογικών όπλων ήταν αρκετά διαδεδομένη εκείνη την εποχή. Βλ. το ντοκυμαντέρ Mechanical Marvels Clockwork Dreams, https://rumble.com/v2dtfuu-mechanical-marvels-clockwork-dreams.html
[ επιστροφή ]

3 - Βλ. Οι Αρχές της Φιλοσοφίας Ι&ΙΙ, εκδ. Εκκρεμές, μτφρ. Β. Γρηγοροπούλου.
[ επιστροφή ]

4 - Βλ. Knowledge and Social Imagery, D. Bloor, The University of Chicago Press.
[ επιστροφή ]

5 - Θυμίζοντας φυσικά τον Λεβιάθαν του Χομπς.
[ επιστροφή ]

6 - Βλ. Η κρίση στης Φυσική και η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, ΠΕΚ, επιμ. Θ. Αραμπατζής – Κ. Γαβρόγλου.
[ επιστροφή ]

7 - Έχουμε κάνει παλιότερα μια σχετική αναφορά. Βλ. το τέταρτο παράδειγμα(;): η μηχανική διαμεσολάβηση της επιστημονικής σκέψης, Cyborg, τ. 6.
[ επιστροφή ]

κορυφή