Cyborg
Cyborg #15 - 06/2018

#15 - 06/2019

blockchain: προς μια νομοθετική τεχνολογία

Στο προηγούμενο τεύχος (Cyborg #14) κάναμε μια σύντομη αναφορά στο blockchain. Με το παράδειγμα της πρώτης και βασικής εφαρμογής της blockchain τεχνολογίας, τα κρυπτονομίσματα και συγκεκριμένα το bitcoin, προσπαθήσαμε να σκιαγραφήσουμε κάποιες τεχνικές λεπτομέρειες, ώστε να αναδειχθεί η τεχνο-λογία πίσω από μια ιδεο-λογία αλλοτρίωσης της εμπιστοσύνης.

Παρότι η χρήση των κρυπτονομισμάτων είναι η πιο διαδεδομένη όσον αφορά τις blockchain εφαρμογές, οι πραγματικές “δυνατότητες” αυτής της τεχνολογίας αναδεικνύονται με την πρακτική εμφάνιση των “έξυπνων συμβολαίων” (smart contracts). Η διαφορά ανάμεσα στα κρυπτονομίσματα και τα “έξυπνα συμβόλαια” είναι ότι στην δεύτερη περίπτωση το αντικείμενο δεν είναι απλά η μεταφορά ενός χρηματικού ποσού από έναν λογαριασμό σε κάποιον άλλο και η διατήρηση αποκεντρωμένων “λογιστικών βιβλίων”, αλλά η ενσωμάτωση ενός κωδικοποιημένου συστήματος κανόνων και ορισμών, μέσα στο αποκεντρωμένο δίκτυο blockchain, που ορίζει τις σχέσεις και τις διαδικασίες συναλλαγής αξιών ανάμεσα σε δύο (ή περισσότερους) συμβαλλόμενους.

Η διαδικασία έκδοσης ενός διαβατηρίου για παράδειγμα, περιλαμβάνει κάποια συγκεκριμένα βήματα και χρειάζεται κάποιες συγκεκριμένες πληροφορίες. Το καινούριο στην περίπτωση των “έξυπνων συμβολαίων”, δεν είναι απλά και μόνο η ψηφιοποίηση όλων των πληροφοριών και η δικτύωση όλων των υπηρεσιών μεταξύ τους, ώστε το μόνο που θα χρειάζεται να είναι ένα κλίκ στο αντίστοιχο website της υπηρεσίας.

Στο καινούριο (παράδειγμα) η πληροφορία (πχ. το ονοματεπώνυμο, η ημερομηνία γέννησης, το ποινικό μητρώο κλπ) δεν είναι αποθηκευμένη σε ένα ράφι ή υπολογιστή (πχ. του ληξιαρχείου ή της αστυνομίας), αλλά σε κάποια διαμοιρασμένη (distributed) βάση δεδομένων που είναι μέρος του δικτύου. Δεν υπάρχει κάπου συγκεκριμένα κατά κάποιο τρόπο -  υπάρχει παντού. Και η πρόσβαση στην κάθε πληροφορία ή η επικοινωνία ανάμεσα στους συμβαλλόμενους (ανθρώπους, υπηρεσίες κλπ) δεν συμβαίνει με ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ των συγκεκριμένων κόμβων (πχ. αποστολή της φωτογραφίας μου από τον υπολογιστή μου στην υπηρεσία, ενημέρωση της υπηρεσίας έκδοσης διαβατηρίων για το ποινικό μου μητρώο από την αστυνομία κλπ), αλλά μέσω ενός αλγοριθμοποιημένου συστήματος κανόνων και ορισμών, που λειτουργούν και εφαρμόζονται αυτόνομα πλέον (αφού πρώτα έχουν προγραμματιστεί για το πώς θα “συμπεριφέρονται”) και φέρνουν την διαδικασία εις πέρας (ή όχι), αντλώντας τις πληροφορίες από το ίδιο το δίκτυο και ρυθμίζοντας τις επικοινωνίες/συναλλαγές μεταξύ των μερών.

Αναγνωρίζοντας ότι τα παραπάνω είναι αρκετά συμπυκνωμένα για να εξηγήσουν και να ξεκαθαρίσουν κάπως τα πράγματα σε σχέση με το ζήτημα, παραθέτουμε για τώρα την μετάφραση μερών ενός κειμένου, που εξηγεί λίγο περισσότερα και προσεγγίζει το θέμα των “έξυπνων συμβολαίων” σε σχέση με τις νομοθετικές ρυθμίσεις - υποσχόμενοι να επανέλθουμε αναλυτικότερα σύντομα.

Cyborg 15

Μια πολύπλοκη διαδικασία όπως η online παραγγελία εμπορευμάτων/υπηρεσιών, είναι μια καλή άσκηση σκέψης για την σκιαγράφηση της λειτουργίας των “έξυπνων συμβολαίων”. Στην απάντηση για το πώς γίνεται η αλληλεπίδρασή τους, μέσα από το blockchain δίκτυο, με τον φυσικό κόσμο, βρίσκονται οι “έξυπνες συσκευές/αισθητήρες” και το Δίκτυο των Πραγμάτων (Internet of Things).

 από το “ο κώδικας είναι νόμος” στο “ο νόμος είναι κώδικας” [1“Blockchain technology as a regulatory technology: From code is law to law is code”]

Υπάρχουν διάφοροι τρόποι με τους οποίους ο νόμος και η τεχνολογία μπορούν να επηρεάσουν το ένα το άλλο. Αλληλεπιδρούν μέσω ενός σύνθετου συστήματος εξαρτήσεων και αλληλεξαρτήσεων, καθώς και τα δύο συμβάλλουν (σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό) στη ρύθμιση της συμπεριφοράς των ατόμων. Με την έλευση της σύγχρονης τεχνολογίας της πληροφορίας και της επικοινωνίας, η σχέση μεταξύ των δύο έχει εξελιχθεί σημαντικά, καθώς η τεχνολογία χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο ως μέρος ή συμπλήρωμα του νόμου. Οι δικηγόροι, οι δικαστές και οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής όλο και περισσότερο περιστοιχίζονται από ψηφιακές πληροφορίες και εργαλεία λογισμικού, τα οποία χρησιμοποιούν στην καθημερινή τους ρουτίνα. Αν και αυτά τα εργαλεία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να υποστηρίξουν τις δραστηριότητές τους, η τεχνολογική καινοτομία εγείρει επίσης διάφορες προκλήσεις, τις οποίες θα πρέπει να αντιμετωπίσει τελικά το νομικό επάγγελμα. Συγκεκριμένα, είναι δυνατό να εντοπιστούν τέσσερις ξεχωριστές φάσεις, στα τέλη του εικοστού και στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, που αντιπροσωπεύουν την εξελισσόμενη σχέση μεταξύ δικαίου και τεχνολογίας.

Η πρώτη φάση περιλαμβάνει τη διαδικασία της ψηφιοποίησης των πληροφοριών - μετατρέποντας το χαρτί και το μελάνι σε πληροφορίες αναγνώσιμες από υπολογιστή. Αυτή η φάση είναι τώρα σε εξέλιξη: αντίγραφα των υποθέσεων, των καταστατικών και των κανονισμών διατίθενται εδώ και δεκαετίες σε μεγάλες βάσεις δεδομένων, προσβάσιμες αρχικά έναντι αμοιβής και τώρα κυρίως δωρεάν.
Η δεύτερη φάση συνίσταται στην εισαγωγή της αυτοματοποίησης στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων . Το μεγαλύτερο μέρος της έρευνας στην νομική πληροφορική μέχρι σήμερα έχει επικεντρωθεί στη μετάφραση των νομικών διατάξεων σε κώδικα υπολογιστών. Τόσο οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής όσο και οι δικαστές βασίζονται όλο και περισσότερο σε εφαρμογές πληροφορικής (π.χ. εξειδικευμένα συστήματα εμπειρογνωμόνων) για την ανάκτηση νομικών διατάξεων ή νομολογίας, την ανάλυση ή τη σύγκρισή τους, ώστε να καταλήξουν σε καλύτερες αποφάσεις. Αυτό είναι ένα δύσκολο έργο για πολλούς διαφορετικούς λόγους, συμπεριλαμβανομένης της ασάφειας της ανθρώπινης γλώσσας και της ανάγκης τα νομικά πρότυπα να είναι ευέλικτα και εξαρτώμενα από τα γεγονότα. Παρά τις προκλήσεις αυτές, τα κυβερνητικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις παγκοσμίως βασίζονται όλο και περισσότερο σε διαμορφωμένους κανόνες συγκεκριμένων γνωσιολογικών τομέων (όπως της υγειονομικής περίθαλψης και των φορολογικών ή οικονομικών κανονισμών) για μια αυτοματοποιημένη ή ημι-αυτοματοποιημένη λήψη αποφάσεων (π.χ. ειδικά εργαλεία λογισμικού για τη φορολογία, λογιστική και αξιολόγηση πιστωτικού βαθμού).
Η τρίτη φάση περιλαμβάνει την ενσωμάτωση των κανόνων δικαίου στον κώδικα αφενός και την εμφάνιση ρυθμίσεων με κώδικα αφετέρου. Με τη διαδεδομένη ανάπτυξη του Διαδικτύου, αναδύθηκαν νέες μορφές ρύθμισης, οι οποίες βασίζονται όλο και περισσότερο στη μη δεσμευτική νομοθεσία (δηλαδή σε συμβατικές συμφωνίες και τεχνικούς κανόνες) για τη ρύθμιση των συμπεριφορών. Καθώς όλο και περισσότερες από τις αλληλεπιδράσεις μας διέπονται από το λογισμικό, βασιζόμαστε όλο και περισσότερο στην τεχνολογία όχι μόνο ως βοήθεια στη λήψη αποφάσεων αλλά και ως μέσο άμεσης επιβολής κανόνων. Έτσι, το λογισμικό καταλήγει να ορίζει τι μπορεί ή δεν μπορεί να γίνει σε ένα συγκεκριμένο ηλεκτρονικό περιβάλλον συχνότερα από το εφαρμοστέο δίκαιο και συχνά πολύ πιο αποτελεσματικά. Αυτό, ο Joel Reidenberg (1998) ονόμασε ως Lex Informatica - μια έννοια που στη συνέχεια διαδόθηκε ως “ο Κώδικας είναι νόμος” (Code is law) από τον Lawrence Lessig (1999).

Ανεξάρτητα από την ορολογία που χρησιμοποιείται, τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού του νέου τύπου νόμου είναι ότι στηρίζεται στον κώδικα για να καθορίσει τους κανόνες που πρέπει να τηρούν οι άνθρωποι. Στο Διαδίκτυο, η ρύθμιση γίνεται κυρίως από ιδιωτικά μέσα (π.χ. από τη συσκευή ή τους σχεδιαστές λογισμικού) σε ένα περιβάλλον το οποίο, λόγω της διακρατικότητάς του, φαινόταν (τουλάχιστον αρχικά) να υπάρχει πέρα από τη δικαιοδοσία των εθνικών κρατών.

Ένα εμβληματικό παράδειγμα είναι τα συστήματα διαχείρισης ψηφιακών δικαιωμάτων (DRM), τα οποία μεταφέρουν τις διατάξεις του νόμου περί πνευματικών δικαιωμάτων σε τεχνολογικά μέτρα προστασίας, περιορίζοντας έτσι τη χρήση έργων που προστατεύονται από πνευματικά δικαιώματα (π.χ. περιορίζοντας τον αριθμό πιθανών αντιγράφων ενός ψηφιακού τραγουδιού). Το πλεονέκτημα αυτής της μορφής ρύθμισης μέσω κώδικα είναι ότι, αντί να βασίζεται στην εκ των υστέρων εκτέλεση από τρίτους (π.χ. δικαστήρια και αστυνομία), οι κανόνες εκτελούνται εκ των προτέρων, καθιστώντας πολύ δύσκολο για τους ανθρώπους να τις παραβιάζουν εξαρχής. Επιπλέον, σε αντίθεση με τους παραδοσιακούς νομικούς κανόνες, οι οποίοι είναι εγγενώς ευέλικτοι και διφορούμενοι, οι τεχνικοί κανόνες είναι εξαιρετικά τυποποιημένοι και αφήνουν ελάχιστα περιθώρια αμφιβολίας, εξαλείφοντας έτσι την ανάγκη δικαστικής διαιτησίας.

Πρόσφατα, έχει εμφανιστεί μια νέα τεχνολογία που μπορεί να αλλάξει τον τρόπο που σκεφτόμαστε για το νόμο. Αυτή η τεχνολογία είναι το blockchain, μια αποκεντρωμένη, ασφαλής και άθικτη βάση δεδομένων που αποτελεί το θεμελιώδες εργαλείο για τη δημιουργία αξίας μεταξύ ομοτίμων [2Στμ: Στα ομότιμα δίκτυα (peer-to-peer networks), η επικοινωνία της πληροφορίας μεταξύ των διάφορων κόμβων γίνεται χωρίς κάποιο κεντρικό server/κόμβο που να συγχρονίζει τις συνδέσεις και να παίζει τον ρόλο του “σημείου αναφοράς”. Είναι κατά κάποιο τρόπο απο-κεντροποιημένα. Οι “ομότιμοι” λοιπόν, είναι οι κόμβοι ενός τέτοιου δικτύου.]  και μέσω αν-αξιόπιστων [3Στμ: Στο πρωτότυπο ο όρος είναι “trustless” και η σημασία του είναι “χωρίς την ανάγκη της εμπιστοσύνης”. Στην ουσία υποδηλώνει ότι δεν χρειάζεται να υπάρχει εμπιστοσύνη μεταξύ των συναλλασσόμενων, γιατί αυτή διασφαλίζεται από τον κώδικα/αλγόριθμο. Στο εξής θα χρησιμοποιούμε αυτόν τον όρο.]  συναλλαγών. Ξεκίνησε πρακτικά το 2009 με το δίκτυο Bitcoin - ως βασική υποδομή για ένα αποκεντρωμένο σύστημα πληρωμών - η τεχνολογία εξελίχθηκε ταχέως για να αποκτήσει μια δική της ζωή. Σήμερα, το blockchain χρησιμοποιείται σε πολλά άλλα είδη εφαρμογών, από οικονομικές εφαρμογές έως την επικοινωνία μεταξύ μηχανών, αποκεντρωμένων οργανισμών και συνεργασία μεταξύ ομοτίμων. Ως αν-αξιόπιστη τεχνολογία, το blockchain εξαλείφει την ανάγκη εμπιστοσύνης μεταξύ των μερών, επιτρέποντας τον συντονισμό μεγάλου αριθμού ατόμων που δεν γνωρίζουν (και κατά συνέπεια δεν εμπιστεύονται) ο ένας τον άλλον.

Στην εξέλιξή του, οι πιο πρόσφατες blockchain εφαρμογές εισήγαγαν την ικανότητα της ενσωμάτωσης μικρών κομματιών κώδικα (έξυπνα συμβόλαια – smart contracts) απευθείας στο blockchain, ώστε να εκτελούνται με αποκεντρωμένο τρόπο από κάθε κόμβο του δικτύου. Αυτοί οι κανόνες εφαρμόζονται αυτομάτως από την υποκείμενη τεχνολογία (blockchain), ακόμη και αν δεν αντικατοπτρίζουν οποιαδήποτε υποκείμενη νομική ή συμβατική διάταξη.

Αυτό μας φέρνει στην τέταρτη φάση - η οποία μόλις ξεκινά - που περιλαμβάνει μια νέα προσέγγιση των ρυθμίσεων, την κωδικοποίηση του νόμου, η οποία συνεπάγεται μια αυξανόμενη εξάρτηση από τον κώδικα όχι μόνο για την επιβολή των κανόνων δικαίου αλλά και για την κατάρτιση και επεξεργασία αυτών των κανόνων. Ως αποτέλεσμα αυτών των τεχνολογικών εξελίξεων, οι γραμμές μεταξύ του νομικού ή τεχνικού κανόνα καθίστανται πιο ασαφείς, δεδομένου ότι τα έξυπνα συμβόλαια μπορούν να χρησιμοποιηθούν τόσο ως υποστήριξη όσο και ως αντικατάσταση των νομικών συμβάσεων.

Πράγματι, αν και η πλειονότητα των έξυπνων συμβολαίων δεν συνδέεται άμεσα με μια πραγματική νομική σύμβαση, ανάλογα με τον τρόπο σύναψής τους, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μια πραγματική συμβατική σχέση με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Ωστόσο, από καθαρά τεχνολογική άποψη, έξυπνα συμβόλαια μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να μιμηθούν ή τουλάχιστον να προσομοιώσουν τη λειτουργία των νομικών συμβολαίων μέσω της τεχνολογίας, μετατρέποντας έτσι το νόμο σε κώδικα .

ο νόμος είναι κώδικας

Η ιδέα ότι ο Κώδικας είναι νόμος έχει πλέον γίνει δημοφιλής. Με την πάροδο των ετών, μετά την εκτεταμένη ανάπτυξη του Διαδικτύου και την αυξανόμενη εξάρτησή μας από τις ψηφιακές τεχνολογίες, υπήρξαν τάσεις από τους ιδιωτικούς φορείς (και τα δημόσια ιδρύματα) να αντικαταστήσουν τους ισχύοντες νόμους και κανονισμούς - οι οποίοι μπορούν να επιβληθούν εκ των υστέρων μόνο μέσω της κρατικής παρέμβασης - με τεχνικούς κανονισμούς, οι οποίοι μπορούν να εφαρμοστούν εκ των προτέρων μέσω κώδικα.

Ωστόσο, η μετατροπή των νομικών κανόνων σε τεχνικούς κανόνες δεν είναι εύκολο έργο. Σε αντίθεση με τους νομικούς κανόνες, οι οποίοι είναι γραμμένοι ως γενικοί κανόνες σε μια φυσική γλώσσα που είναι εγγενώς ασαφής, οι τεχνικοί κανόνες μπορούν να εφαρμοστούν μόνο στον κώδικα και επομένως αναγκαστικά να βασίζονται σε επίσημους αλγορίθμους και μαθηματικά μοντέλα. Επομένως, η ρύθμιση μέσω κώδικα είναι πιο συγκεκριμένη και λιγότερο ευέλικτη από τις νομικές διατάξεις που προτίθεται να εφαρμόσει.
Επομένως, η μεταφορά των νομικών κανόνων σε τεχνικούς κανόνες αποτελεί μια λεπτή διαδικασία που θα μπορούσε να έχει σημαντικό αντίκτυπο στο νομικό σύστημα και η οποία μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε το δίκαιο. Η εγγενής ασάφεια του νομικού συστήματος - που είναι απαραίτητη για την ορθή εφαρμογή του νόμου κατά περίπτωση - παρέχει στους προγραμματιστές και τους μηχανικούς λογισμικού την εξουσία να ενσωματώνουν τη δική τους ερμηνεία του νόμου στα τεχνικά αντικείμενα που δημιουργούν.
Ως εκ τούτου, ενώ είναι αλήθεια ότι στον ψηφιακό κόσμο ο κώδικας όλο και περισσότερο ενσωματώνει (και μάλιστα μπορεί να αντικαταστήσει) μερικές από τις παραδοσιακές λειτουργίες του νόμου, είναι επίσης αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια (ειδικά από την εμφάνιση της τεχνολογίας blockchain και τις αντίστοιχες συναλλαγές έξυπνων συμβολαίων) ο νόμος αρχίζει σταδιακά να ενσωματώνει τα χαρακτηριστικά του κώδικα.

Η τεχνολογία blockchain ενισχύει την τάση για εμπιστοσύνη στον κώδικα (και όχι στον νόμο) για τη ρύθμιση των μεμονωμένων ενεργειών και συναλλαγών. Το blockchain επιτρέπει έναν εντελώς νέο τύπο ρύθμισης μέσω κώδικα, ο οποίος - σε συνδυασμό με τα έξυπνα συμβόλαια - προωθεί επίσης έναν νέο τρόπο σκέψης για το νόμο. Πράγματι, καθώς όλο και περισσότεροι συμβατικοί κανόνες και νομικές διατάξεις ενσωματώνονται στον κώδικα των έξυπνων συμβολαίων, η παραδοσιακή αντίληψη του νόμου (ως ευέλικτο και εγγενώς αμφιλεγόμενο σύνολο κανόνων) θα χρειαστεί να εξελιχθεί σε κάτι που να μπορεί να εξομοιωθεί με κώδικα. Ως αποτέλεσμα αυτής της τάσης, τόσο οι δικηγόροι όσο και οι νομοθέτες θα μπορούσαν όλο και περισσότερο να μπουν στον πειρασμό να σχεδιάζουν εκ προθέσεως τους νομικούς ή συμβατικούς κανόνες, με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι πολύ πιο κοντά στον τρόπο με τον οποίο συντάσσονται οι τεχνικοί κανόνες. Ο “κώδικας είναι ο νόμος” λοιπόν, θα μπορούσε να οδηγήσει σε “νόμο που σταδιακά μετατρέπεται σε κώδικα”.

Σε αντίθεση με το bitcoin, το οποίο σχεδιάστηκε ειδικά για να λειτουργεί ως αποκεντρωμένο σύστημα πληρωμών, οι σύγχρονες αρχιτεκτονικές blockchain εισάγουν νέες πρόσθετες λειτουργίες, επιτρέποντας μικρά κομμάτια κώδικα να εφαρμοστούν απευθείας στο blockchain και να εκτελούνται αποκεντρωμένα από κάθε κόμβο του δικτύου. Αυτά αναφέρονται συνήθως ως έξυπνα συμβόλαια (Smart Contracts - SC), επειδή επιτρέπουν σε άτομα να συνάψουν μια συμβατική σχέση με άλλους ανθρώπους (ή μηχανές) μέσω μιας απλής συναλλαγής στο blockchain.

Τα έξυπνα συμβόλαια παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά από τον Nick Szabo στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Ο Szabo οραματίστηκε την σύναψη συμβολαίων μέσω κώδικα έτσι ώστε να είναι τόσο “αν-αξιόπιστα” όσο και αυτο-εκπληρούμενα, ενισχύοντας έτσι την αποτελεσματικότητα και απομακρύνοντας την ασάφεια των παραδοσιακών συμβατικών σχέσεων. Πέραν της αυξημένης ταχύτητας και της αποτελεσματικότητας, το σημαντικό πλεονέκτημα των έξυπνων συμβολαίων έναντι των παραδοσιακών συμβάσεων είναι η έλλειψη αμφιβολίας ως προς το κείμενο, καθώς οι κανόνες τους είναι γραμμένοι σε μια τεχνική γλώσσα, που πρέπει να γίνει κατανοητή από μια μηχανή.

Tα έξυπνα συμβόλαια αποσκοπούν να εξομοιώσουν την λογική των συμβατικών κανόνων. Πρόκειται για προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών που διευκολύνουν τη διαπραγμάτευση, επαληθεύουν και επιβάλλουν την εκτέλεση μιας σύμβασης ή μπορούν να αποτρέψουν ακόμη και την ανάγκη μιας βασικής συμβατικής συμφωνίας μεταξύ των μερών. Στην πραγματικότητα, τα έξυπνα συμβόλαια είναι σε θέση να εκτελέσουν αυτόματα τους όρους μιας συγκεκριμένης συμφωνίας, παρέχοντας αξιόπιστες συναλλαγές μέσω ολοκληρωμένων μηχανισμών επιβολής.

Ως εκ τούτου, τα έξυπνα συμβόλαια μπορούν να υποστηρίξουν την εκτέλεση των συμβάσεων, μειώνοντας το κόστος της διαπραγμάτευσης, της επαλήθευσης και της επιβολής, μετατρέποντας τις νομικές υποχρεώσεις σε συναλλαγές αυτο-ελέγχου. Παλαιότερα παραδείγματα έξυπνων συμβολαίων (χωρίς την τεχνολογία blockchain) είναι οι παραδοσιακές μηχανές αυτόματης πώλησης, το κλείδωμα των τηλεφώνων από παρόχους τηλεπικοινωνιών, τα συστήματα διαχείρισης ψηφιακών δικαιωμάτων, τα αυτοκίνητα με αυτοματοποιημένους περιορισμούς ταχύτητας κλπ.

Όταν τα έξυπνα συμβόλαια υλοποιούνται σε ένα blockchain, η εκτέλεσή τους δεν συμβαίνει σε κάποιο κεντρικό server/κόμβο, αλλά κατανέμεται μεταξύ των κόμβων του δικτύου. Τα έξυπνα συμβόλαια με βάση το blockchain είναι επομένως πιο σύνθετα από τα παραδοσιακά μέσα ρυθμίσεων μέσω της τεχνολογίας, δεδομένου ότι λειτουργούν ως κώδικας λογισμικού που είναι ταυτόχρονα αυτόνομος - δεδομένου ότι δεν εξαρτάται από κάποιον τρίτο για την λειτουργία του, και ανεξάρτητος -  δεδομένου ότι δεν μπορεί να ελεγχθεί από καθέναν.

Τα έξυπνα συμβόλαια μπορούν να αλληλεπιδρούν τόσο με τον άνθρωπο όσο και με άλλα έξυπνα συμβόλαια εντός του ίδιου blockchain οικοσυστήματος. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ένα πολύπλοκο σύνολο έξυπνων συμβολαίων δημιουργείται κατά τρόπο που να επιτρέπει σε πολλά μέρη (ανθρώπους ή άλλα έξυπνα συμβόλαια) να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Αυτός ο συνδυασμός έξυπνων συμβολαίων μπορεί να θεωρηθεί ως κατανεμημένος αυτόνομος οργανισμός (distributed autonomous organization – DAO), ένας αυτο-διοικούμενος οργανισμός που ελέγχεται μόνο και αποκλειστικά από ένα άκαμπτο σύνολο κανόνων, το οποίο υλοποιείται με τη μορφή έξυπνων συμβολαίων. Ένα άτομο μπορεί να αποφασίσει να συναλλάσσεται με έναν DAO προκειμένου, για παράδειγμα, να πληρώνεται με αντάλλαγμα μια υπηρεσία. Έτσι, ένας DAO θα μπορούσε στην πράξη να προσλαμβάνει ανθρώπους ή εξυπνα συμβόλαια για την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων και θα μπορούσε ενδεχομένως να πωλήσει τις δικές του υπηρεσίες (ή πόρους) σε τρίτους. Οι DAO λειτουργούν χάρη σε όλους τους κόμβους του δικτύου, δεν βασίζονται σε κεντρικό εξυπηρετητή και επομένως δεν μπορούν να τερματιστούν (εκτός εάν διαθέτουν ένα ξεχωριστό διακόπτη θανάτου – kill switch). Οι DAO είναι αυτόνομοι, στον βαθμό που δεν χρειάζονται (ούτε λαμβάνουν υπόψη τους) τον αρχικό δημιουργό τους - και αυτοτελείς, στον βαθμό που μπορούν να χρεώσουν τους χρήστες για τις υπηρεσίες που προσφέρουν, προκειμένου να πληρώσουν για τις υπηρεσίες που χρειάζονται.

Οι DAO (και γενικότερα τα έξυπνα συμβόλαια) αλληλεπιδρούν με τον φυσικό κόσμο μέσω διεπαφών ή αισθητήρων (αποκαλούμενων Oracles) που καταγράφουν πληροφορίες από τον έξω κόσμο στο blockchain. Αυτά τα συστήματα είναι μέρος του Διαδικτύου των Πραγμάτων (Internet of Things - IoT), που αποτελείται από συνδεδεμένες συσκευές που λειτουργούν ως διεπαφή μεταξύ φυσικού και ψηφιακού κόσμου. Κάθε συσκευή συνδεδεμένη στο Internet (ή σε ένα τοπικό δίκτυο) μπορεί να μετατραπεί σε "έξυπνη ιδιότητα" στο μέτρο που μπορεί να διαβάσει την κατάσταση ενός blockchain και να αντιδράσει στις αλλαγές του μέσα στον χρόνο (π.χ., ένα "έξυπνο αυτοκίνητο" που ενεργοποιείται μόνο αν ο οδηγός διαθέτει έγκυρο κρυπτογραφικό κλειδί). Με την εμφάνιση blockchain συσκευών, ικανών να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους αλλά και με άλλα έξυπνα συμβόλαια ή DAO στο blockchain, το Ίντερνετ των Πραγμάτων μπορεί να αυξήσει τις πιθανές επιπτώσεις στον φυσικό κόσμο. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στην εμφάνιση σύνθετων οικοσυστημάτων έξυπνων συσκευών, με ανθρώπους και DAO να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, συχνά με απρόβλεπτες συνέπειες.

Wintermute

Σημειώσεις

1 - “Blockchain technology as a regulatory technology: From code is law to law is code
[ επιστροφή ]

2 - Στμ: Στα ομότιμα δίκτυα (peer-to-peer networks), η επικοινωνία της πληροφορίας μεταξύ των διάφορων κόμβων γίνεται χωρίς κάποιο κεντρικό server/κόμβο που να συγχρονίζει τις συνδέσεις και να παίζει τον ρόλο του “σημείου αναφοράς”. Είναι κατά κάποιο τρόπο απο-κεντροποιημένα. Οι “ομότιμοι” λοιπόν, είναι οι κόμβοι ενός τέτοιου δικτύου.
[ επιστροφή ]

3 - Στμ: Στο πρωτότυπο ο όρος είναι “trustless” και η σημασία του είναι “χώρις την ανάγκη της εμπιστοσύνης”. Στην ουσία υποδηλώνει ότι δεν χρειάζεται να υπάρχει εμπιστοσύνη μεταξύ των συναλλασόμενων, γιατί αυτή διασφαλίζεται από τον κώδικα/αλγόριθμο. Στο εξής θα χρησιμοποιούμε αυτόν τον όρο.
[ επιστροφή ]

κορυφή