Page 2 - Πεζοδρόμιο #02
P. 2

εισβολές· είναι στοιχειωµένη από κακούς θεούς και τέρατα· είναι γεµάτη
                           καταιγίδες, ναυάγια και έλη· και κοντά στη στεριά κρύβει παγίδες µε ύφαλους,
                           ξέρες, θαλάσσια ρεύµατα. Η θάλασσα (και µαζί της τα τελειώµατά της, οι ακτές)
                           ήταν επί αιώνες επίφοβη, κάθε άλλο παρά ελκυστική και ευχάριστη: διαθέσιµη µόνο
                           για µεροκαµατιάρηδες, τυχοδιώκτες ή πολεµιστές.


                             Ο γάλλος ανθρωπολόγος Φερνάν Μπρωντέλ παρατήρησε ότι ακόµα και µελέτες
                           διάφορων ηγεµονιών σ’ όλη αυτή την µακριά ιστορία, µελέτες που αφορούσαν την
                           καταγραφή (ή και κάποιου είδους χαρτογράφηση) των συνόρων µιας κρατικής
                           (συνήθως βασιλικής) επικράτειας σπάνια αναφέρονταν στη θάλασσα. Οι ακτές δεν
                           ήταν καν άξιες να συνυπολογιστούν σα “σύνορα” - ήταν µάλλον το αναπόφευκτο
                           όριο της ξηράς απ’ όπου µόνο κάτι τροµερό και υπεράνθρωπο (και σίγουρα
                           καταστροφικό) θα µπορούσε να περιµένει κανείς.
                             Σαν χείλος του αχανούς και του άπειρου, οι ακτές µπορούσαν εύκολα να γίνουν
                           (στην φαντασία εκείνων που ζούσαν µακριά απ’ αυτήν, που ήταν οι περισσότεροι)
                           σκηνές για την εξέλιξη εντυπωσιακών δραµάτων. Ας θυµηθούµε εδώ τον ήρωα του
                           Βίκτωρα Ουγκώ, τον ψαρά Τζίλιατ, ο οποίος για την αγάπη της Ντερυσέτ θα παλέψει
                           ηρωϊκά ενάντια σ’ ένα τερατώδες χταπόδι και, τελικά, σε µια αυτοκαταστροφική
                           κίνηση, θα εξαφανιστεί παρασυρµένος απ’ την πληµµυρίδα.


                             Υπήρχαν, φυσικά, λιµάνια και ναυτικοί. Ωστόσο ποτέ τα πρώτα δεν ήταν κάτι
                           περισσότερο από τόποι απεχθείς για όσους “δεν είχαν δουλειά εκεί”. Αυτοί που
                           “είχαν δουλειά εκεί” δεν ήταν καλόφηµοι, και σίγουρα τα λιµάνια δεν ήταν µέρη για
                           βόλτες, διασκέδαση ή αθώες παρέες. Πουτάνες, βρωµεροί ψαράδες, ξεχασµένοι
                           ναυτικοί και καπηλειά: αναγκαίες δραστηριότητες για το πάντα χρήσιµο εµπόριο,
                           αλλά όχι και “φιλικά περιβάλλοντα” για τον υπόλοιπο πληθυσµό.
                             Όσο για τους ναυτικούς; Η Οδύσσεια είναι γνωστή αλλά καθόλου πρωτότυπη σαν
                           σύλληψη. Όταν οι ναυτικοί διηγούνταν οτιδήποτε για την θάλασσα και την ζωή
                           πάνω και κάτω απ’ τα καταστρώµατα (και ήταν πάντα διατεθειµένοι να διηγηθούν
                           πολλά, µε την βοήθεια του οινοπνεύµατος, ακόµα κι αν τα διηγούνται µεταξύ τους)
                           οι ιστορίες τους είναι τερατώδεις. Σαν µάρτυρες του τι είναι η θάλασσα είτε στα
                           ανοικτά είτε στις ακτές της, οι ναυτικοί υπήρξαν επί αιώνες οι ανώνυµοι συγγραφείς
                           ιστοριών πραγµατικού ή φανταστικού τρόµου.


                             Σ’ αυτήν την επί πολλούς αιώνες µη-σχέση των πληθυσµών µε την θάλασσα
                           υπήρξαν κάποιες εξαιρέσεις. Καθώς η ακτή ήταν έρηµος τόπος, προσφερόταν για
                           µοναχικούς, που µπορούσαν εκεί να µένουν απαρατήρητοι απ’ τον κόσµο, να
                           σκέφτονται ή να ξεχνιούνται. Ο αθηναίος ρήτορας ∆ηµοσθένης που κατά τον
                           Πλούταρχο έκανε συστηµατική άσκηση για να βελτιώσει την άρθρωσή του µιλώντας
                           µε χαλίκια µέσα στο στόµα του, σίγουρα θα είχε κάποια καβάτζα στα βράχια του
                           Πειραιά, για να κάνει την προσπάθειά του µιλώντας ή φωνάζοντας προς το θαλάσσιο
                           κενό· πριν αποκτήσει την δεινότητα που τον έκανε γνωστό στο αθηναϊκό κοινό.
                             “Παράνοµα ζευγάρια” επίσης φαίνεται (από έµµεσες αναφορές) ότι έφτιαχναν
                           καταφύγια σε σπηλιάρια των ακτών· και πάλι µε εγγυηµένη την ασφάλεια όχι της
                           απόστασης αλλά της απόκοσµης ακτογραµµής. Ωστόσο αυτές οι περιπτώσεις ήταν
                           εξαιρέσεις. Και µάλιστα ήταν λίγες εξαιρέσεις επειδή ο κοινωνικός κανόνας ήταν
                           αυτός: µακρυά απ’ την ακτή, µακρυά απ’ την θάλασσα.
   1   2   3   4   5   6   7