#21 - 06/2021
Ποιά θα ήταν, άραγε, τα καθήκοντα ενός νεοεκλεγμένου πολιτικού άρχοντα “μεγάλης δύναμης” (πρώην υπερδύναμης) σαν τον (νυσταλέο) Jo Biden αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του; Πολλά και διάφορα - θα πει κάποιος. Σωστά. Όμως οι καθεστωτικοί New York Times με ενυπόγραφο άρθρο (Kevin Roose) στις 2 Φλεβάρη του 2021 είχαν να προτείνουν στον Biden και στην κυβέρνησή του ένα από πρώτη ματιά πρωτοφανές καθήκον: ...Να λύσουν την αμερικανική “κρίση πραγματικότητας” (reality crisis)...
Ας παρακολουθήσουμε σημεία της σκέψης πάνω στο ζήτημα “κρίση πραγματικότητας”, όπως εκτέθηκαν τότε:
Το προηγούμενο μήνα, εκατομμύρια Αμερικάνων παρακολούθησαν την προεδρική ορκωμοσία του Biden και την ομιλία του, όπου ζήτησε μια νέα εποχή Αμερικανικής ενότητας.
Όμως πολλοί άλλοι Αμερικάνοι δεν έδιναν σημασία στην ομιλία του κ. Biden. Ήταν πολύ απασχολημένοι βλέποντας video στο youtube που υποστηρίζαν ότι η ορκωμοσία ήταν ένα προβιντεοσκοπημένο ψέμα που είχε τραβηχτεί στο Hollywood.
Ή έλιωναν στα chats της ομάδας QAnon, προσπαθώντας να καταλάβουν γιατί ο πρώην πρόεδρος Donald J. Trump δεν διέκοπτε την ομιλία του κ. Biden για να κηρύξει στρατιωτικό νόμο και να ανακοινώσει την μαζική σύλληψη σατανικών παιδεραστών.
Ή μπορεί να είχαν γυρίσει τις τηλεοράσεις τους στο OAN όπου ένας παρουσιαστής προωθούσε την αβάσιμη θεωρία ότι ο κ. Biden “δεν εκλέχτηκε πραγματικά απ’ τον λαό”.
...
Το μπερδεμένο, χαοτικό πληροφοριακό οικοσύστημα που παράγει αυτές τις παραπλανημένες πεποιθήσεις δεν βάζει απλά σε κίνδυνο κάποιο μεγαλόπνοο ιδεώδες περί εθνικής ενότητας. Με ενεργητικό τρόπο επιδεινώνει τα μεγαλύτερα εθνικά μας προβλήματα, και βάζει περισσότερη δουλειά σ’ όσους προσπαθούν να τα λύσουν. Και εγείρει μια σημαντική ερώτηση προς την κυβέρνηση Biden: Πώς μπορείτε να ενώσετε μια χώρα στην οποία εκατομμύρια άνθρωποι έχουν διαλέξει να δημιουργήσουν την δική τους εκδοχή πραγματικότητας;
...
Διάφοροι ειδικοί με τους οποίους μίλησα σχολίασαν ότι η διοίκηση Biden πρέπει να δημιουργήσει μια δι-υπηρεσιακή ομάδα δράσης για να αντιμετωπίσει την παραπληροφόρηση και τον εσωτερικό εξτρεμισμό, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε κάτι σαν “τσάρο της πραγματικότητας”.
Μοιάζει λίγο δυστοπικό, θα συμφωνήσω. Αλλά ας το δούμε.
...
Θα μπορούσε κάποιος από απροσεξία να νομίσει ότι το “πρόβλημα” που περιγράφεται είναι η αλήθεια... Λάθος. Η λέξη “αλήθεια” στα αγγλικά λέγεται truth· ο αρθρογράφος όμως μιλάει περί reality. Για την πραγματικότητα. Υπάρχουν σοβαρές διαφορές ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο έννοιες, την έννοια της αλήθειας και την έννοια της πραγματικότητας· και η χρήση της δεύτερης εκεί όπου κάποιος θα νόμιζε ότι είναι η θέση της πρώτης έχει ιστορικές και πολιτικές εξηγήσεις και σκοπιμότητες, που θα δούμε στη συνέχεια.
Η αλήθεια (μια έννοια που έφτασε σε φιλοσοφικό ύψος) θεωρείται σαν κάτι απόλυτο· σε αντίθεση με την πραγματικότητα που θεωρείται εμπειρική, αισθητηριακή, και ως ένα βαθμό επιτρεπτά υποκειμενική. Η αλήθεια, επίσης, μπορεί να υποστηριχτεί σαν διαχρονική, σαν αιώνια· σε αντίθεση με την πραγματικότητα που μπορεί κάλιστα να είναι εξελισσόμενη, συγκυριακή. Με άλλα λόγια είναι στην έννοια της πραγματικότητας (και όχι της αλήθειας) που μπορεί να γίνει δεκτός ένας βαθμός υποκειμενισμού και σχετικότητας.Οπωσδήποτε έτσι μένει υπό συζήτηση το ποιός είναι αυτός ο “βαθμός”, ανάλογα με διάφορες συνθήκες.
Να γιατί, λοιπόν, οι καθεστωτικοί NYT μιλούν για “κρίση πραγματικότητας” και όχι “κρίση αλήθειας”: επειδή μέσα και πίσω απ’ τις λέξεις που χρησιμοποιούν αναφέρονται σε κάτι πολύ πλατύτερο και βαθύτερο απ’ τις όποιες αντιδράσεις των οπαδών του Τραμπ. Αναφέρονται στη διαμόρφωση και στον έλεγχο του υποκειμενισμού και της σχετικότητας / των διαφοροποιήσεων στις απόψεις και στις πεποιθήσεις μέσα στην αμερικάνικη κοινωνία. Και, κατ’ επέκταση, επίσης σε άλλες (ίσως και όλες τις) πρωτοκοσμικές.
Κάτω απ’ τους όρους “κρίση πραγματικότητας” και “τσάρος πραγματικότητας” εννοείται το ζήτημα της ιδεολογικής, “πληροφοριακής” και αισθητηριακής (ας το θυμηθούμε: η έννοια της πραγματικότητας είναι, βασικά, εμπειρική / αισθητηριακή) διαχείρισης των υπηκόων, σε συνθήκες (λέμε...) 4ης βιομηχανικής επανάστασης.
Η πραγματικότητα (και όχι η αλήθεια) σαν θέαμα, σαν κλάδος τηλεοπτικών προγραμμάτων, εμφανίστηκε σ’ αυτό ακριβώς το κράτος και σ’ αυτήν την κοινωνία όπου τώρα κάποιοι, όχι τυχαία, συζητούν την “ρύθμισή” της, στις ηπα, πριν σχεδόν 30 χρόνια. Το 1992 με το “reality show” σήριαλ The Real World: εφτά έως οκτώ ενήλικες και των δύο φύλων, τυχαίοι και άγνωστοι μεταξύ τους, τοποθετούνταν (επί πληρωμή) σ’ ένα κοινό σπίτι σε μια πόλη την οποία κανένας τους δεν γνώριζε και δεν είχε ξαναπάει, υπό διαρκή βιντεοσκόπηση, 24 ώρες το 24ωρο, 7 μέρες την εβδομάδα.
Στην πρώτη “σαιζόν” οι 7 τυχαίοι συγκάτοικοι έζησαν και βιντεοσκοπήθηκαν απ’ τις 16 Φλεβάρη ως τις 18 Μάη του 1992· η προβολή των επιλεγμένων / μονταρισμένων “επεισοδίων” ξεκίνησε 3 ημέρες μετά. Οι αντιδράσεις των αμερικάνων “ειδικών” τηλεοψίας ήταν ανάμικτες· το κοινό όμως αγκάλιασε το σήριαλ κι αυτού του είδους την Θεαματικοποίηση - της - πραγματικότητας, με αποτέλεσμα το Real World να συνεχίσει επί 25 χρόνια, ως το 2017. Εν τω μεταξύ είχε αγκαλιαστεί το ίδιο θερμά το Big Brother (ολλανδική εφεύρεση, ξεκίνησε το 1999, ως τον Σεπτέμβρη του 2019 είχαν προβληθεί 448 “σαιζόν” σε πάνω από 54 κράτη...)· το Survivor (αγγλο-σουηδική εφεύρεση, ξεκίνησε το 1997) και άλλα. Μέσα σε 3 δεκαετίες τα reality shows έγιναν μια διακριτή διεθνής βιομηχανία· αλλά, επίσης, και ένα πολιτισμικό / ιδεολογικό φαινόμενο που ξεχύλισε πέρα απ’ την ως τότε κλασσική τηλεοψία, εισάγοντας ή αναδεικνύοντας καινούργια ποιοτικά δεδομένα.
Με δεδομένη την μακριά ιστορία τόσο του κινηματογράφου όσο και της τηλεόρασης στη σκηνοθεσία (της πραγματικότητας: ταινίες, κλασσικά σήριαλ) τι ήταν εκείνο που έκανε την πραγματικότητα - σαν - θέαμα καινούργια, δημοφιλή, μαζική τάση απ’ την δεκαετία του 1990 και μετά, κατ’ αρχήν στις καπιταλιστικά αναπτυγμένες δυτικές κοινωνίες; Δεν είναι δύσκολο να το καταλάβουμε: η (μέση) κοινωνική πεποίθηση ότι στα show της πραγματικότητας ΔΕΝ υπάρχει σκηνοθεσία, αφού ΔΕΝ “παίζουν” ηθοποιοί, επαγγελματίες ή ερασιτέχνες, πάνω σε προδιαγεγραμμένο σενάριο... Αλλά επίσης η νομιμοποίηση του διευρυμένου μπανιστηριού, της αδιακρισίας δηλαδή του να παρακολουθεί ο καθένας (η καθεμιά), με ασφάλεια και απο κάποια απόσταση, τις ζωές των άλλων.
Κατ’ αυτήν την έννοια η πραγματικότητα - σαν - θέαμα, ήταν διπλή. Απ’ την μια μεριά η “πραγματικότητα των παικτών” του show· κι απ’ την άλλη εκείνη των θεατών. Την πρώτη μπορούμε να την βάλουμε σε εισαγωγικά, εφόσον ακόμα και η γωνία λήψης (για να μην μιλήσουμε για το μοντάζ) συνιστά σκηνοθεσία· ενώ σε πολλά απ’ αυτά τα show υπήρχαν κάποια “χαλαρά” σενάρια καθώς και “συμβουλές” πίσω - απ’ - τα - φώτα ώστε να μην είναι βαρετό το ... αποτέλεσμα. Η δεύτερη όμως, του αγκαλιάσματος αυτών των υπο-προϊόντων μιας βιομηχανίας (της τηλεοπτικής) που είχε φτάσει σε τέλμα, αυτή ήταν και είναι πραγματική πραγματικότητα!
Τι ήταν / είναι το δυσοίωνα πραγματικό σ’ αυτήν την ιστορία που έχει μεγαλώσει ως τώρα ήδη μία ή μιάμισυ γενιά υπηκόων στον καπιταλιστικό πλανήτη (πέρα, φυσικά, απ’ την αδιακρισία των περισσότερων απ’ αυτά τα reality shows); Η ιδέα ότι η πραγματικότητα είναι, πια, σχεδόν αποκλειστικά ένα είδος κοινωνικού role playing ενώπιον τρίτων. Στη δεκαετία του 1990 η υπεροχή του φαίνεσθαι πάνω στο γίγνεσθαι, και η υπεροχή της επιφάνειας και της εικόνας πάνω στο βάθος, που είχαν έγκαιρα προβλεφθεί και αναλυθεί απ’ τον Debord στην Κοινωνία του Θεάματος και στα Σχόλια πάνω στην Κοινωνία του Θεάματος, είχαν ήδη ενσωματωθεί απ’ την μεγάλη μάζα των υπηκόων· κυρίως των “αναπτυγμένων” καπιταλιστικών κοινωνιών. Ενώ η επαγγελματική ηθοποιία άρχισε να χάνει σταθερά την διακριτή, επαγγελματική αξία της, η καθημερινή ηθοποιία, η καθημερινή Παράσταση / Επίδειξη του Εαυτού έγινε σταδιακά αλλά γρήγορα κοινωνική ρουτίνα. Αυτή ήταν η μεγάλη επιτυχία του “θεάματος της πραγματικότητας”: έπεισε εύκολα τις μεγάλες μάζες των υποτελών ότι η πραγματικότητά (τους) ΕΙΝΑΙ θέαμα, ΕΙΝΑΙ και ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ φαίνεσθαι· κι ως τέτοια πρέπει να “προβάλεται” με την κυριολεκτική έννοια της λέξης προβολή.
Παρότι, λοιπόν, η πραγματικότητα μπορούσε να είναι ιστορικά, τοπικά ή/και υποκειμενικά προσδιορισμένη χωρίς να εμποδίζονται τα άτομα να την μοιράζονται αναγνωρίζοντας (όχι πάντα με ευκολία) τα όρια του υποκειμενισμού τους, φαίνεται ότι απ’ την δεκαετία του ‘90 και μετά άρχισε να γίνεται μια αντιστροφή: δεν είχε πια η πραγματικότητα υποκειμενικές πλευρές αλλά, αντίθετα, το ατομικό φαίνεσθαι έγινε η πιο αποδεκτή πραγματικότητα και, ταυτόχρονα, το μέτρο της αποτίμησής της. Η αέναη δυναμική του ναρκισσισμού όχι μόνο έγινε πραγματική (πάντα ήταν) αλλά μέσα απ’ την μαζικοποίησή της άρχισε να γίνεται “κατασκευαστής πραγματικότητας”.
Η selfie “κουλτούρα” ξεπήδησε μέσα απ’ αυτήν την εξέλιξη όπως η Αθηνά απ’ το κεφάλι του Δία...
Αποδίδεται στον Φρόυντ η ταξινόμηση και η διάκριση ανάμεσα σε δύο “αρχές” που διαμορφώνουν την κοινωνική ζωή του είδους μας: την αρχή της απόλαυσης (“αρχή της ηδονής”) και την αρχή της πραγματικότητας. Την πρώτη την ανιχνεύει η ψυχανάλυση στη νηπιακή και παιδική ηλικία, όπου “φτιάχνουμε φανταστικούς κόσμους στα μέτρα μας και, κατά κάποιον τρόπο, ζούμε αρκετό χρόνο μέσα σ’ αυτούς”. Κατά τον Φρόυντ:
... Το Εγώ όταν εκπαιδευτεί γίνεται λογικό, δεν κυριαρχείται πλέον από την αρχή της ευχαρίστησης, αλλά υπακούει την αρχή της πραγματικότητας, που επίσης στο βάθος αποζητά την απόκτηση ευχαρίστησης, αλλά ευχαρίστηση που την εξασφαλίζει λαμβάνοντας υπόψιν την πραγματικότητα, ακόμα και αν η ευχαρίστηση αναβάλλεται και λιγοστεύει...
Είναι γεγονός ότι ο Φρόυντ και η ψυχανάλυση επηρέασαν τις δυτικές κοινωνίες στο μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα· δέχτηκε όμως και κριτική (κατά την γνώμη μας σωστή σε πολλές περιπτώσεις). Ο Φρόυντ δεν ασχολήθηκε με το τι είναι η “πραγματικότητα” στην εποχή του· την θεωρούσε, με φορμαλιστικό τρόπο, ένα πλέγμα περιορισμών, κανόνων και ισορροπιών που εμποδίζουν ή φιλτράρουν τα ακατέργαστα “ένστικτα” που κυριαρχούν στην “αρχή της ηδονής” στα νήπια. Είναι ουσιαστικά αυτό που λέγεται πολιτισμός στο σύνολό του. Ωστόσο μια συγκεκριμένη τάση φροϋδισμού ενέπνευσε ιδιαίτερα απ’ την δεκαετία του 1960, δίνοντας στην “αρχή της απόλαυσης” μια ορισμένη εγκυρότητα και προτεραιότητα για τους ενήλικους.
Το 1955 (δεύτερη έκδοση το 1966) ο γερμανός φιλόσοφος Herbert Marcuse εξέδωσε το βιβλίο Έρως και Πολιτισμός: Μια φιλοσοφική έρευνα του Φρόυντ που έγινε το “ευαγγέλιο” των αντιαυταρχικών κινημάτων της δεκαετίας του 1960 και 1970. Το 1ο κεφάλαιο του βιβλίου ξεκινούσε έτσι:
Σύμφωνα με τον Φρόυντ ο άνθρωπος μπορεί και υπάρχει ιστορικά μέσα από την απώθηση του δηλαδή μέσα από την καταπίεση. Ο πολιτισμός τον περιορίζει σε όλες του τις διαστάσεις.
Είναι κατανοητό βέβαια ότι χωρίς αυτή την απώθηση δεν θα υπήρχε και πρόοδος . Ο ανεξέλεγκτος Έρωτας είναι όμοιος με τον θάνατο, έχει τα ίδια καταστροφικά αποτελέσματα. Γι΄αυτό ακριβώς τον λόγο τα ένστικτα και οι ορμές πρέπει να παύονται. Η εξωτερική πραγματικότητα επηρεάζει τα ανθρώπινα ένστικτα. Ο εντοπισμός των πρωτόγονων ζωικών ορμών παραμένει πάντα ο ίδιος, η πορεία τους όμως και ο σκοπός τους αλλάζουν αναγκαστικά ώστε να μην αποβούν καταστροφικά. Έτσι τα ένστικτα συνεχίζουν να υπάρχουν αλλά αλλάζει η πορεία προς την ικανοποίηση τους. Η άμεση ικανοποίηση των ενστίκτων γίνεται μία ενσυνείδητη καθυστερημένη ικανοποίηση. Η ηδονή αναγκάζεται να βάλει όρια και να επιδείξει συγκράτηση , η χαρά και η ανεμελιά του παιχνιδιού μετατρέπονται σε μία εργασία γεμάτη κόπο και μόχθο, η δεκτικότητα του ανθρώπου γίνεται μία εκμεταλλεύσιμη παραγωγικότητα και εκεί που δεν υπήρχε ποτέ η απώθηση και η καταπίεση τώρα υπάρχει πια ένα αίσθημα ασφάλειας.
Έτσι από την αρχή της ηδονής περνάμε πια στην αρχή της πραγματικότητας. Οι δύο αυτές αρχές αποτελούν τον διανοητικό μηχανισμό ο οποίος παρομοιάζεται με τις συνειδητές και ασυνείδητες λειτουργίες του ατόμου. Το υποσυνείδητο κυριαρχείται από την αρχή της ηδονής η οποία αποτελείται από τις αρχέγονες ορμές του ανθρώπου που έχουν ως μοναδικό σκοπό την μεγιστοποίηση της ηδονής χωρίς τη συμμετοχή του νου. Το άτομο αντιλαμβάνεται κάποια στιγμή ότι η απόλυτη ικανοποίηση των αναγκών του δεν μπορεί να γίνει χωρίς πόνο. Έτσι κάνει την εμφάνιση της η αρχή της πραγματικότητας και μπαίνει στη θέση της ηδονής. Εκεί που υπήρχε μία στιγμιαία, αβέβαιη και καταστροφική ηδονή εμφανίζεται μία αργοπορημένη συγκρατημένη αλλά γεμάτη ασφάλεια ηδονή. Εδώ γίνεται αντιληπτό πως η αρχή της πραγματικότητας προστατεύει την ηδονή μέσω της διάρκειας. Βέβαια η αρχή της πραγματικότητας κάνει και κάτι άλλο, την αλλάζει ουσιαστικά την ηδονή και όταν λέμε ουσιαστικά εννοούμε ότι εμφανίζεται μία υποδούλωση της ικανοποίησης των ενστίκτων. Σιγά σιγά ο άνθρωπος από ένα ζώο γεμάτο ανικανοποίητες ορμές γίνεται ένα οργανωμένο εγώ και τον χαρακτηρίζει πλέον η σκέψη. Μπορεί και διακρίνει τώρα το καλό από το κακό, το σωστό από το λάθος και το χρήσιμο από το βλαβερό. Το νέο αυτό σκεπτόμενο υποκείμενο χαρακτηρίζεται από τις λειτουργιές της προσοχής, της μνήμης και της κρίσης. Η φαντασία όμως καταφέρνει να ξεφύγει και παραμένει ένα κομμάτι της ηδονής. Όλο αυτό το σύστημα ανοίγει τη βάση για την ενσυνείδητη και βαθμιαία ικανοποίηση των επιθυμιών μας μόνο που τώρα πια οι επιθυμίες μας κατευθύνονται από την κοινωνία και όχι από τα ίδια τα άτομα.
...
Η καταστατική αναβάθμιση της “αρχής της απόλαυσης” ενέπνευσε όχι μόνο την σεξουαλική απελευθέρωση στα ‘60s και στα ‘70s αλλά και τον (συχνά μανιακό) καταναλωτισμό και νεοφιλελεύθερο ατομισμό απ’ την δεκαετία του ‘80 και μετά. Δεν ήταν αυτός ο σκοπός του Marcuse· αλλά η καπιταλιστική υλιστική διαλεκτική έχει πάντα τον τρόπο της.
Μέσα στη γενικότερη ευωχία απ’ την αναβαθμιση της “αρχής της απόλαυσης” δεν δόθηκε ιδιαίτερη σημασία σε μια διπλή κοινωνική κίνηση: η “αρχή της απόλαυσης” βγήκε απ’ τα στενά ηλικιακά δεσμά της νηπιακότητας· αλλά, ταυτόχρονα, η παιδικότητα έγινε σημαντική κοινωνική αξία για τους ενήλικους. Όχι μόνο με την μορφή της υπερφροντίδας των παιδιών τους· αλλά και με την μορφή της λατρείας της “αιώνιας νεότητας” (της αιώνιας παιδικότητας / εφηβικότητας). Μ’ άλλα λόγια η πραγματικότητα όπως την εννοούσε στις αρχές του 20ου αιώνα ο Φρόυντ μετασχηματίστηκε προς το τέλος του ίδιου αιώνα, χάρη και στον φροϋδισμό (τον νεοφιλελευθερισμό και τον καταναλωτισμό) σαν μια ορατή μαζική, κοινωνική τάση προς τον παλιμπαιδισμό. [1Η σαβούρα των antisocial media δείχνει ότι η καθήλωση στο πρωκτικό στάδιο μπορεί να πάρει διάφορες ιστορικές μορφές: “παίζω με τα κόπρανά μου πληκτρολογώντας”...]
Η αδιακρισία, και η κατάργηση των ορίων ανάμεσα σε δημόσιο και ιδιωτικό χώρο και χρόνο μέσω της διαρκούς βιντεοσκόπησης της “ζωής των άλλων” (: τα reality shows) δεν ήταν η μόνη “πολιτιστική / κοινωνική μορφή” που εξέφρασε διαγώνια αυτόν τον δυναμικό μετασχηματισμό. Τα video games για ενηλίκους, η παιγνιώδης ενασχόληση ενηλίκων (συχνά με πρωτοφανή αφοσίωση στο χώρο και στο χρόνο) με εικονικές πραγματικότητες είναι μια ακόμα έκφραση του (μαζικού) μετασχηματισμού της “πραγματικότητας” με όρους υποκειμενισμού και απόλαυσης. Η διάδοση των video games οφείλεται βέβαια στη διάδοση των προσωπικών υπολογιστών και του internet· έχει ιδιαίτερη σημασία ωστόσο ότι χάρη στο δεύτερο και στα multi player games, έγινε ένα στρατηγικό άλμα του ζω σ’ έναν φανταστικό κόσμο απ’ τις παιδικές ηλικίες σ’ εκείνες των ενηλίκων· κι ούτε καν περιορισμένες στην μετεφηβική φάση της ζωής τους. Επιπλέον, ο ρόλος της πληροφορικής σαν νέας τεχνολογίας επικοινωνιών δεν πρέπει να υποτιμηθεί σ’ αυτό το άλμα· ούτε το γεγονός ότι η μαζική απήχηση του video gaming και όχι οποιαδήποτε άλλη (οικονομική, εργασιακή) χρήση των υπολογιστών και του internet ήταν η λοκομοτίβα της ραγδαίας ανάπτυξης τόσο των προσωπικών υπολoγιστών όσο και του διαδικτύου.
Θα ξεχωρίσουμε απ’ αυτήν την εξέλιξη σε ότι αφορά την “πραγματικότητα” και την εννόησή της, εξέλιξη δυναμική απ’ την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα και μετά, το Second Life. Δεν είναι υποχρεωτικά το πλέον δημοφιλές video game: ξεκίνησε το 2003 και ως το 2013 υπολογίζεται πως είχε ένα εκατομμύριο χρήστες / παίκτες παγκόσμια. Είναι όμως ίσως απ’ τα πιο χαρακτηριστικά ως προς το ζήτημα που μας ενδιαφέρει εδώ: την κατασκευή, διαρκή ανακατασκευή και “ζωή” μέσα σε μια εικονική πραγματικότητα. Επιπλέον η ευρύτατη αποδοχή ενέπνευσε άλλα παρόμοια στη συνέχεια.
“Εικονική πραγματικότητα”: πρόκειται για έναν όρο αντιφατικό απ’ την κατασκευή του την ίδια! Είτε κάτι είναι πραγματικό, είτε είναι εικονικό· με το δεύτερο να είναι συχνά συνώνυμο του ψευδούς, του απατηλού (π.χ.: “εικονικα τιμολόγια”, “εικονική εκτέλεση”, κλπ). Κι ωστόσο αυτός ο αντιφατικός όρος έγινε ευμενώς αποδεκτός, επειδή ίσως εξέφραζε μια ώριμα αντιφατική (κοινωνική) κατάσταση. Που ενδεχομένως μπορεί να βρει την γενεαλογία της είτε στη θέαση κινηματογραφικών ταινιών (ειδικά στην αρχή του κινηματογράφου), είτε στη θέαση θεατρικών παραστάσεων (και την μέθεξη με τους ηθοποιούς), είτε - ακόμα πιο πίσω - στην χριστιανική εικονογραφία / “αγιογραφία” σαν μέθοδο κατασκευής μιας “πραγματικότητας του ιερού” μέσα στις εκκλησίες.
Όμως, σε αντίθεση με όλα αυτά, η εικονική πραγματικότητα του second life ΔΕΝ είχε ένα προδιαγεγραμμένο “σενάριο”, ένα εκ των προτέρων καθορισμένο νόημα, μια ηθική υπόδειξη. Το second life ήταν ουσιαστικά μια τεχνολογία, μια συγκεκριμένη τεχνική δυνατότητα να κατασκευάζει ο κάθε χρήστης / παίκτης το δικό του “σενάριο ζωής”, ζωής εικονικής, ψευδούς, απατηλής ως εικονικής· σε συνάρτηση και σε σχέση με τα “σενάρια ζωής” των άλλων χρηστών / παικτών. Μ’ άλλα λόγια: τεχνολογία κατασκευής ενός Άλλου Κόσμου. Ζωής εκεί!...
Κι αυτό ήταν και είναι η ομοιότητα / διαφορά με τους “φανταστικούς κόσμους” των νηπίων και των παιδιών: αυτά χρησιμοποιούν εκείνο το απροσδιόριστο που λέγεται φαντασία· στο second life την θέση της πήρε η τεχνολογία. Ο “φανταστικός κόσμος” των παιδιών (έκφραση της “αρχής της απόλαυσης”...) είναι ασαφής και ρευστός· η εικονική πραγματικότητα είναι όμως συγκεκριμένη σαν μορφή και περιεχόμενο, “συμπαγής”, τυπικά πλήρης. Και, καθόλου παράδοξο αν το καλοσκεφτεί κάποιος, η εταιρεία που προώθησε το second life (η Linden Lab) απαγόρευσε την χρήση της συγκεκριμένης εικονικής πραγματικότητας σε ηλικίες κάτω των 16: για να απολαύσει κάποιος της εικονικότητα της ζωής του θα έπρεπε πριν να έχει αποδεχθεί (έστω κατ’ αρχήν) την όποια πραγματικότητα εκτός κυβερνοχώρου! Οι συχνά μανιακοί ανήλικοι παίκτες της Nintento και της Sony θα έπρεπε να περιμένουν να “μεγαλώσουν” για να φτιάξουν μια παράλληλη, εικονική ζωή· να ζήσουν μέσα σ’ ένα Άλλο, εικονικό σύμπαν· να διαλέξουν να “είναι” κάτι άλλο... [2Μεταξύ 13 και 15 χρόνων οι ανήλικοι θα μπορούσαν να συμμετάσχουν με κάποιον “εκπαιδευτικό” τρόπο...]
... Οι χρήστες του Second Life, που αποκαλούνται κάτοικοι, δημιουργούν εικονικά αντίγραφα των εαυτών τους που ονομάζονται avatars, και μπορούν να διαδράσουν με μέρη, αντικείμενα και άλλα avatars. Μπορούν να εξερευνήσουν τον κόσμο (που ονομάζεται grid), να συναντήσουν άλλους κατοίκους, να κοινωνικοποιηθούν, να συμμετάσχουν σε ατομικές και συλλογικές δραστηριότητες, να κτίσουν, να δημιουργήσουν, να ψωνίσουν και να εμπορευτούν εικονικά περιουσιακά στοιχεία και υπηρεσίες, ο ένας στον άλλο... Η Second Life έχει επίσης το δικό της εικονικό νόμισμα, το δολάριο Linden, που είναι ανταλλάξιμο με νομίσματα του πραγματικού κόσμου... [3Απόσπασμα απ’ την παρουσίαση στην αγγλική έκδοση της wikipedia.]
Κάποια (πραγματικά) κράτη άνοιξαν πρεσβείες στο second life: η σουηδία, η εσθονία, οι φιλιππίνες, το ισραήλ, η μάλτα... Αναγνωρισμένες θρησκείες άνοιξαν εκκλησίες... Καλλιτέχνες έφτιαξαν τα avatars τους απευθυνόμενοι στα άλλα avatar· κάποιοι (πραγματικοί) πολιτικοί έκαναν εκλογικές ομιλίες εκεί· και εταιρείες αναζήτησης προσωπικού (στον πραγματικό κόσμο) αναζήτησαν στο second life ταλαντούχους “συνεργάτες” για τους πελάτες τους. Ένα τουλάχιστον πανεπιστήμιο άνοιξε παράρτημα, μια εφημερίδα άνοιξε virtual γραφείο, πάμπολλες εταιρείες έβαλαν εκεί διαφημίσεις· και το 2007 έγιναν στο second life εικονικές οδομαχίες μεταξύ (γάλλων) οπαδών της σοσιαλίστριας υποφήφιας προέδρου Segolene Royal και του φασιστικού “εθνικού μετώπου” του Lepen.
Μια καπιταλιστική κοινωνία που να μοιάζει με πραγματική χωρίς να είναι “ακριβώς”!... Για την ακρίβεια: μια καπιταλιστική κοινωνία που την κατασκευάζουν οι “ονειρικοί εαυτοί” την ώρα που είναι η μηχανή που τους κατασκευάζει! Αν ζούσε ο Marcuse και χρησιμοποιούσε τις μαρξιανές έννοιες που ήξερε, θα μιλούσε για αλλοτρίωση - και θα έχανε την δημοφιλία του! Είχε πεθάνει, ευτυχώς γι’ αυτόν, από το 1979... Για τα κοινωνικά, ιδεολογικά, ηθικά και αισθητικά δεδομένα της 3ης βιομηχανικής επανάστασης, η κατασκευή “εικονικών πραγματικοτήτων” ήταν φυσιολογική και αποδεκτή· όσο κσι η λανθάνουσα (;) παιδικότητα στην απόλαυσή τους. Παιδικότητα σαν κατασκευαστής δεύτερης, “άλλης” ζωής, μέσα κι έξω απ’ την “πρώτη”, την λίγο πολύ δυσάρεστη...
Απ’ την άποψη του παιχνιδιού, εντός ή εκτός εισαγωγικών (και του “δικαιώματος στο παιχνίδι” των ενηλίκων) δεν θα μπορούσε κάποιος να πει πολλά. Ωστόσο η μεταμόρφωση, η κατασκευή ειδώλων (avatars) και η ένταση της ζωής τους εκεί ως να είναι εδώ, δεν μπορεί να θεωρηθεί απλά παιχνίδι, όσους βαθμούς ελευθερίας κι αν αφήσει κανείς στο παίζειν. Στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα η όποια πραγματικότητα (με τον όποιο υποκειμενισμό στην εννόηση και στην βίωσή της) έμοιαζε το λιγότερο “συζητήσιμη” μπροστά απ’ την τεχνολογική δυνατότητα - και επιμένουμε στο “τεχνολογική” - της do it yourself εικονικότητας. Και στο βαθμό που αυτή η τελευταία είχε γίνει εκτεταμένη, στο βαθμό που το role playing έγινε μαζικό, στο βαθμό που - τέλος - ο κυβερνοχωροχρόνος απέκτησε αξία συγκρότησης (ατομικής οπωσδήποτε) “ταυτότητας”, θα έπρεπε να μιλήσει κανείς για την ριζική σχετικοποίηση του πραγματικού· στο όνομα μιας κάποιας διευρυμένης “αρχής της απόλαυσης”.
Η Donna Haraway με το Cyborg Manifesto είχε πανηγυρίσει νωρίς νωρίς γι’ αυτήν την εξέλιξη, θεωρώντας την απελευθερωτική (ο τονισμός δικός μας): [4Cyborg νο 2, άνοιξη 2015, “A Cyborg Manifesto”: τριάντα χρόνια μετά.]
Η ειρωνική μου πίστη, η βλασφημία μου, έχει στο κέντρο της μια εικόνα, το cyborg (...). Στα τέλη του 20ου αιώνα, στους καιρούς μας, καιρούς μυθικούς, όλοι είμαστε πλάσματα χιμαιρικά, θεωρητικοποιημένα και τεχνουργημένα υβρίδια μηχανής και οργανισμού, κοντολογίς είμαστε cyborgs. Το cyborg είναι συμπυκνωμένη εικόνα φαντασίας και υλικής πραγματικότητας συνάμα, των δύο συναρθρωμένων κέντρων που δομούν κάθε δυνατότητα ιστορικού μετασχηματισμού...
...
Καθαρά κι ελαφριά που είναι τα νέα μηχανήματα! Οι μηχανικοί τους είναι μύστες του ήλιου που μεσολαβούν για μια νέα επιστημονική επανάσταση συνδεδεμένη με το νυχτερινό όνειρο της μεταβιομηχανικής κοινωνίας. Τούτα τα καθαρά μηχανήματα ξυπνούν αρρώστιες που δεν είναι “τίποτα παραπάνω” από τις απειροελάχιστες μεταβολές του κώδικα σε ένα αντιγόνο του ανοσοποιητικού συστήματος, “τίποτα παραπάνω” από την εμπειρία της έντασης.
...
Η μηχανή δεν είναι πράγμα προς εμψύχωση, λατρεία και υποταγή. Η μηχανή είμαστε εμείς, οι διαδικασίες μας, μια όψη της δικής μας σωματοποίησης. Έχουμε ευθύνη· εκείνες δεν κυριαρχούν επάνω μας ούτε μας απειλουν. Εμείς έχουμε ευθύνη για τα σύνορα· εμείς είμαστε εκείνες.
...
Ας συγχωρήσουμε την Haraway: εκεί, στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 αρχές των ‘90s, απλά δεν είχε ιδέα για αυτό που μυθοποιούσε. Και σε καμμία περίπτωση δεν ήξερε τι είναι η (καπιταλιστική) μηχανή, η ταύτιση μαζί της, η ενσωμάτωσή της, η γενικευμένη μεσολάβησή της. Δεν ήξερε ότι τα ίδια, με άλλα λόγια, θα έλεγαν οι ceo της κάθε moderna...
Ούτε, φυσικά, της είχε περάσει απ’ το μυαλό πως αν η πραγματικότητα σχετικοποιηθεί τότε ίσως γίνει διαθέσιμη για να αποκτήσει ιδιοκτήτες· ακόμα και “τσάρους”! Καμμία απελευθέρωση!
Σημειώσαμε απ’ την αρχή ότι η πραγματικότητα είναι σε μεγάλο βαθμό “εμπειρική”, “αισθητηριακή”, κι έχει εξ ορισμού κάποια δόση υποκειμενισμού· το ζήτημα είναι φυσικά πόσο μεγάλη είναι αυτή η δόση. Σταθερά απ’ τις αρχές του 21ου αιώνα και χάρη στη διόγκωση της εικονικότητας μέσω κυβερνοχώρου, ο όρος εικονική πραγματικότητα (virtual reality) έγινε κοινότοπος· και οπωσδήποτε έξω από οποιαδήποτε ανησυχία... Συγγενικοί όροι όπως τεχνητή πραγματικότητα (artificial reality) και επαυξημένη πραγματικότητα (augmented reality) έγιναν εξίσου φυσιολογικοί.
Λόγω τεχνικών δυνατότητων, οπωσδήποτε· αλλά σίγουρα όχι μόνο εξαιτίας τους! Η διαλεκτική ανάμεσα στις (καπιταλιστικές) μηχανές και τις κοινωνικές σχέσεις, πεποιθήσεις, συμπεριφορές είναι που διαμορφώνει εκείνο που σε λίγο θα λέγεται ίσως “πραγματικότητα” μόνο καταχρηστικά· είναι πάντως αυτό το “κάτι” που πάνω του κτίζονται ναοί και θυσιαστήρια ακόμα κι όταν οι πιστοί δεν μπορούν να διακρίνουν τα θεμέλιά των “ιερών” τους.
Τα λεγόμενα social media είναι η πιο κοινότοπη και καταναλωτικά νομιμοποιημένη ως τώρα έκφραση αυτής της διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα σε (νέες καπιταλιστικές) μηχανές και (αναδιαμορφούμενες) κοινωνικές σχέσεις. Κάτι πολύ περισσότερο από αλληλογραφία μεταξύ αγνώστων που έχουν κατασκευάσει ένα ή περισσότερα avatar για λογαριασμό τους, μεσοτοιχία με το second life και πιο γενικά με τις “φυγές” του video gaming, ο “κόσμος” των social media, πραγματικός όσο μπορεί κανείς να χρησιμοποιεί αξιοπρεπώς αυτή τη λέξη και εγω-φαντασιακός όσο κανείς απ’ τους “κατοίκους” του δεν θα ήθελε να παραδεχτεί, τρέφει και τρέφεται από αχαλίνωτους ναρκισσισμούς που είναι υπόδουλοι στους ιδιοκτήτες των μηχανών· με τρόπο που τους διαφεύγει.
Μερικές φορές η σύγκρουση ανάμεσα στην πληθωρική εικονικότητα και στα κουρέλια της πραγματικότητας γίνεται κωμικοτραγική· τόσο όσο η υπενθύμιση ότι αυτά τα κουρέλια αντέχουν ακόμα. Στις 18 Απρίλη του 2021 θα μπορούσε να διαβάσει κανείς στην καθεστωτική “καθημερινή”:
Την Παρασκευή, το μεσημέρι της 9ης Απριλίου, η Μάνια Τέκου πέθανε. Η ζωή της ήταν, σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, συναρπαστική. Η Μάνια Τέκου ήταν οικονομολόγος, τέως μεγαλοστέλεχος του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενώ πλέον διατηρούσε δικό της γραφείο στη λεωφόρο Κηφισίας. Σύντομα θα μετακόμιζε στη Γενεύη για μία ακόμη υψηλή θέση στα Ηνωμένα Εθνη. Προηγουμένως είχε δουλέψει στην Κένυα, όπου έζησε και έναν μεγάλο έρωτα, που όμως έληξε άδοξα με τον θάνατο του Κενυάτη αγαπημένου της μία εβδομάδα πριν από τον γάμο.
Λάτρευε τον σύζυγό της Μπρούνο, ο πατέρας του οποίου κάποιοι ισχυρίζονται πως ήταν Βάσκος επαναστάτης, η θεία του Γαλλίδα άκληρη αριστοκράτισσα που άφησε τη διαχείριση της περιουσίας της στη Μάνια Τέκου, την οποία και λάτρευε. Είχε μεγάλη αδυναμία στους πολίστες γιους της, ένας εκ των οποίων σπούδαζε στο Κέμπριτζ, ο άλλος στο Στάνφορντ.
Την πρώτη καραντίνα την πέρασε στο εξοχικό της στο Πήλιο, πίνοντας παλαιωμένο κρασί, διαβάζοντας βιβλία. Η Μάνια Τέκου ήταν πολυμαθής, πολύγλωσση, με λόγο προσεγμένο, ήπιο, εμπεριστατωμένο. Νοιαζόταν για το περιβάλλον – κατέκρινε το Ράλλυ Ακρόπολις για περιβαλλοντικούς λόγους –, νοιαζόταν για τα δικαιώματα των εργαζομένων και για την ευεξία τους, σε βαθμό που στο γραφείο της Κηφισίας είχε αγοράσει θερμαινόμενα υποπόδια για όλους. Έκανε οξυδερκείς αναλύσεις ταινιών, οι λογοτεχνικοί της συνειρμοί εντυπωσίαζαν. Ήταν πλούσια και προοδευτική, πολυταξιδεμένη, επιτυχημένη, κοινωνικά δικτυωμένη – μέχρι τα 54 της χρόνια είχε γνωρίσει προσωπικότητες όπως οι Νέλσον Μαντέλα, Τζόζεφ Στίγκλιτζ και Βάτσλαβ Χάβελ.
Στην ελληνική διαδικτυακή πραγματικότητα, η Μάνια Τέκου εμφανίστηκε ξαφνικά και απρόσμενα τουλάχιστον πριν από ενάμιση χρόνο, ίσως και δύο. Θα έλεγε κανείς πως οι φίλοι της στο Facebook αποτελούσαν την αφρόκρεμα της ελληνικής διαδικτυακής διανόησης και όχι μόνο – δημοσιογράφοι, συγγραφείς, οικονομολόγοι, επιχειρηματίες, με τους οποίους αντάλλασσαν απόψεις μέσω σχολίων στα διάφορα μακροσκελή posts της, ή κάποιες φορές και μέσω Messenger, συζητώντας για τις αμερικανικές εκλογές ή για κάποιο βιβλίο, εκτός άλλων.
Δεν ήταν πάντως όλα ιδανικά στη ζωή της Μάνιας Τέκου – στο παρελθόν είχε καρκίνο, ενώ πρόσφατα υποτροπίασε. Την προηγούμενη εβδομάδα, μπήκε στο νοσοκομείο. Την Παρασκευή, εμφανίστηκε το τελευταίο post του λογαριασμού, στα αγγλικά – «Mania passed away» (μτφρ. Η Μάνια έφυγε), ξεκινούσε η ανακοίνωση της οικογενείας της. Υπό μία έννοια, ήταν ακριβές. Από την άλλη όμως, πώς μπορεί να φύγει κάποιος που δεν υπήρξε ποτέ;
Ναι, όλα δείχνουν πως η Μάνια Τέκου ουδέποτε υπήρξε – μια γρήγορη έρευνα στο Διαδίκτυο δεν φέρει κάποιο αποτέλεσμα, κάτι ιδιαιτέρως περίεργο για έναν άνθρωπο με θεωρητικά τόσο σπουδαία διεθνή καριέρα – και πως το προφίλ στο Facebook ήταν πλαστό. Οι πρώτοι ψύλλοι μπήκαν όταν μισή ώρα μετά την ανακοίνωση του θανάτου της το προφίλ έκλεισε. Αργότερα, όταν οι ψίθυροι των μέχρι πρότινος διαδικτυακών φίλων της έγιναν χείμαρρος, η πιθανότητα η Μάνια Τέκου να ήταν ανύπαρκτη έγινε ακόμη πιο σοβαρή – ούτε ένας άνθρωπος δεν υποστήριξε πως την είχε γνωρίσει από κοντά ή πως έστω της είχε μιλήσει στο τηλέφωνο.
...
Η Μάνια Τέκου δεν ήταν bot. Κάποιος – κάποιοι; – αφιέρωσε πάρα πολύ χρόνο και ενέργεια χτίζοντας αυτή την περσόνα, ανοίγοντας ιδιωτικές συνομιλίες με υπαρκτά πρόσωπα, βρίσκοντας συγκλίνοντα σημεία μαζί τους μέσω ενδελεχών μηνυμάτων, κάνοντας εντέλει πολλούς υπαρκτούς χρήστες να κλάψουν για τον χαμό ενός ανθρώπου που θεωρούσαν ότι σε ένα βαθμό γνώριζαν – θέτοντας φυσικά την ερώτηση του πόσο καλά γνωρίζεις κάποιον που δεν έχεις ποτέ συναντήσει.
...
Ήταν κοινωνικό πείραμα; Εργασία για διδακτορικό; Τέχνασμα μυθοπλασίας και θα δούμε στο μέλλον κείμενα του προφίλ να εκδίδονται; Ήταν ίσως σάτιρα ενός συγκεκριμένου προφίλ ανθρώπου, μιας εύπορης κεντροαριστερής, κοσμογυρισμένης, επιτυχημένης γυναίκας με μια φαινομενικά τέλεια ζωή, μια σάτιρα όμως τόσο διακριτική – και ίσως αποτυχημένη – που κανείς δεν την αντιλήφθηκε μέχρι τώρα;
Το ενδιαφέρον (μας) βρίσκεται σ’ αυτό το μείζον “πολιτιστικό” γεγονός, σε μια κοινωνία “επαρχιώτικη” σαν την ελληνική: κανένας απ’ τους φανατικούς “φίλους” / followers αυτής της εικονικής περσόνας, κανένας / καμμία απ’ αυτούς κι αυτές που έκλαψαν με μαύρο δάκρυ με την είδηση του “θανάτου” της, δεν είχε θελήσει να την γνωρίσει από κοντά· να πιεί έναν καφέ μαζί της διάολε! Η (μη) πραγματικότητα της Μάνιας Τέκου περίσσευε, τους ήταν άχρηστη μπροστά στην πληθωρική εικονική “παρουσία” της. Η επιμελημένη εικονικότητα είχε ξεπεράσει κατά πολύ (με βάση την “αρχή της απόλαυσης”...) τις δυνατότητες και την χαρά της συνηθισμένης κοινωνικής πραγματικότητας, των συνηθισμένων άμεσων κοινωνικών γνωριμιών και σχέσεων.
Όμως έτσι η εικονική περσόνα υπήρξε απόλυτα επιτυχημένη ακριβώς επειδή όλοι / όλες οι “φίλοι” / followers ήταν ήδη εικονικοί κι αυτοί, ίσως “προ-εικονικοί” σε ελάχιστη απόσταση απ’ το “φανταστικό”, αγνοώντας το! Αρκεί να τους δει κανείς απ’ την μεριά της Μάνιας Τέκου, δηλαδή οποιουδήποτε κουνούσε τα νήματά της! Τι ήταν όλοι αυτοί; Ακριβώς το ίδιο με την αξιολάτρευτη Μάνια: “λογαριασμοί”, και τίποτα άλλο!!! Avatars του εαυτού τους. “Λογαριασμοί” που μπορεί να υστερούσαν σε γνωριμίες ή ευφυία· αλλά μόνον αυτό! Με απλά λόγια: μέσα σ’ αυτό το φεστιβάλ εικονικότητας, πλαστότητας, μόνο οι διαχειριστές της “Μάνιας Τέκου” ήταν “πραγματικοί” με μια ορισμένη δόση υποκειμενισμού, τόση όση χρειαζόταν για να κάνουν το κόλπο! Όλοι και όλες οι υπόλοιποι ήταν ήδη virtual με την έννοια του ηθελημένου κοινωνικού ακρωτηριασμού σε σχέση με την πραγματικότητα: ευχαριστημένοι / ες μ’ αυτήν την μεσολαβημένη, εικονική σχέση· τελεία! Σταθερά και ανεπαίσθητα η “second life” γίνεται first...
Αυτά, φυσικά, τα ξέρουν πολύ καλύτερα οι επιχειρήσεις και οι ανά κράτος “αρχές ασφαλείας”. Στο κόσμο της γενικευμένης πλαστοποίησης το μεθοδικό ψέμα κολυμπάει σαν το ψάρι στο νερό. Ποιά πραγματικότητα θα του αντισταθεί; Η εικονικότητα διεκδικεί (και σταθερά κατακτά) το status της πραγματικότητας· κι ανάλογα με τις περιστάσεις το status της μοναδικής πραγματικότητας.
Όμως είναι ο καπιταλισμός - κανένα θαύμα! Πώς μπορεί να κεφαλαιοποιηθεί αυτός ο ωκεανός σχετικότητας, ρευστότητας, ναρκισσισμού σε διαρκή δίνη; Οι επερχόμενες εφαρμογές χάρη στην 5G τεχνολογία επικοινωνία είναι η επιτάχυνση και εμβάθυνση της εικονικότητας, προς (αφάνταστα ως τώρα) ύψη. Η virtual και η augmented reality πρόκειται να γίνουν όχι μόνο τόσο “πραγματικές” όσο δεν γίνεται αλλά, επίσης, οικονομικά, εμπορικά και πειθαρχικά αξιοποιήσιμες.
Δεν θα περιγράψουμε (με οπωσδήποτε φτωχά λόγια!) αυτόν τον επερχόμενο “καινούργιο θαυμαστό κόσμο”! Θα έχετε την χαρά να τον ανακαλύπτετε, να τον θαυμάζετε ή να τον απωθείτε (μάλλον μάταια και τα δύο...) τα επόμενα χρόνια. Πρέπει να τονίσουμε όμως αυτό: ο καπιταλισμός έφτασε σ’ εκείνο το σημείο “ανάπτυξης” ώστε τώρα πια δεν θα πουλάει ή θα επιβάλει μόνο εμπορεύματα, πράγματα, υπηρεσίες, επιμέρους ήθη και συμπεριφορές... Θα πουλάει και θα επιβάλει πραγματικότητες! Το εμπόριο ή/και η επιβολή “πραγματικοτήτων” είναι η total (και διαρκής) transformation της συσκευασίας και των περιεχομένων της ζωής· αν μπορούμε να μιλήσουμε έτσι. Θα υπάρχει ένα ρεπερτόριο “πραγματικοτήτων” που θα μπορεί να νοικιάζει ο καθένας, και μέσα σ’ αυτές να “απολαμβάνει” τα ανάλογα βιώματα. (Η πρόσφατη μυθοποίηση της έννοιας “βίωμα”, αυτά τα πυρετικά εξανθήματα του εγωϊκά αβίωτου, όπως και όλες οι transformative υποκουλτούρες, είναι κοινωνικά συμπτώματα ταιριαστά μ’ αυτήν την μετάβαση στον post-humanism ή augmented humanism ή όπως αλλιώς ονομαστεί...)
Ξεκινήσαμε με αφορμή μια υπόδειξη προς τη νέα διοίκηση μιας παρακμιακής υπερδύναμης να αναλάβει την “τακτοποίηση της πραγματικότητας” (και όχι την “αποκατάσταση της αλήθειας”!) και, γενεαλογικά και σύντομα καταλήξαμε στη θέση ότι η “πραγματικότητα” γίνεται ήδη εμπόρευμα (ένα είδος υπερεμπορεύματος ίσως) ή/και “νέα κανονικότητα”, νομικά καθορίσιμη. Έχουν σχέση αυτά τα δύο μεταξύ τους;
Έχουν!!! Σ’ έναν κόσμο (καπιταλιστικό) πληθωρικό ως προς τις “πραγματικότητες” πρέπει να υπάρξει μια κάποια ρύθμιση. Μια “πραγματικότητα” ανώτερης τάξης, η πραγματικότητα της εξουσίας σε συνθήκες 4ης βιομηχανικής επανάστασης. Κάτω απ’ αυτήν, φυσικά, θα επιτρέπονται οι (εικονικές ή/και επαυξημένες) πραγματικότητες, προς απόλαυση και βίωση κυρίως των πληβείων· υπό την αυστηρή προϋπόθεση ότι δεν θα συγκρούονται με την ανώτερη “πραγματικότητα”.
Η αναζήτηση “τσάρου πραγματικότητας” είναι βέβαια λεκτική ακροβασία. Μπορεί όμως να υποδεικνύει κάποιο είδος πολιτεύματος σ’ αυτές τις συνθήκες multi-reality: απολυταρχία...
Δεν είναι, άραγε, η κατάλληλη εισαγωγή σ’ αυτά τα σπουδαία η υγιεινιστική τρομοεκστρατεία όπως έχει ξετυλιχτεί και συνεχίζει;
Ziggy Stardust
1 - Η σαβούρα των antisocial media δείχνει ότι η καθήλωση στο πρωκτικό στάδιο μπορεί να πάρει διάφορες ιστορικές μορφές: “παίζω με τα κόπρανά μου πληκτρολογώντας”...
[ επιστροφή]
2 - Μεταξύ 13 και 15 χρόνων οι ανήλικοι θα μπορούσαν να συμμετάσχουν με κάποιον “εκπαιδευτικό” τρόπο...
[ επιστροφή]
3 - Απόσπασμα απ’ την παρουσίαση στην αγγλική έκδοση της wikipedia.
[ επιστροφή]
4 - Cyborg νο 2, άνοιξη 2015, “A Cyborg Manifesto”: τριάντα χρόνια μετά.
[ επιστροφή]