Cyborg
Cyborg #21 - 06/2021

#21 - 06/2021

Πώς μπορεί να σωθεί η φιλελεύθερη δημοκρατία; Αυτοκτονώντας

Το παρακάτω άρθρο δημοσιεύτηκε στις 9 Φεβρουαρίου, στη γερμανική εφημερίδα Süddeutsche Zeitung, υπό τον τίτλο Mehr Diktatur wagen (τολμήστε περισσότερη δικτατορία). Το υπογράφει ο Thomas Brussig, συγγραφέας, γεννημένος στην Ανατολική Γερμανία. Καθώς δεν διαθέτουμε πρόσβαση στο πρωτότυπο,[1https://www.sueddeutsche.de/kultur/corona-diktatur-thomas-brussig-1.5199495] μεταφράζουμε από την αγγλική του απόδοση, όπως δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του περιοδικού Telos. [2http://www.telospress.com/risk-more-dictatorship/] Ακολουθεί ένας σύντομος σχολιασμός.

Τολμήστε περισσότερη δικτατορία

«Παρόλο που οι ρυθμοί μόλυνσης πέφτουν, η κρίση του κορωνοϊού εξακολουθεί να είναι μια εμπειρία που μας βρίσκει ανήμπορους να αντιδράσουμε. Παρά τους περιορισμούς στην καθημερινή μας ζωή και την έναρξη των εμβολιασμών, δεν φαίνεται κάποιο τέλος στον ορίζοντα – παρόλο που υπάρχουν λίγες χώρες οι οποίες έχουν καταφέρει να ανασχέσουν τον ιό. Ο λόγος για αυτό το αίσθημα ανημποριάς ενώπιον του κορωνοϊού οφείλεται στο γεγονός ότι μέχρι τώρα κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε αυτή την κρίση με τα εργαλεία που μας παρέχει η δημοκρατία.

Ο Σίγκμουντ Φρόυντ μιλούσε κάποτε για τα «τρία πλήγματα που βίωσε η ανθρωπότητα»: πρώτον, για την Κοπερνίκεια κοσμοαντίληψη που μας εκτόπισε από το κέντρο του σύμπαντος· δεύτερον, για τον Δαρβινισμό, σύμφωνα με τον οποίο δεν καταγόμαστε από τον Θεό, αλλά από τις μαϊμούδες· τρίτον, για την ψυχανάλυση, η οποία μάς λέει ότι δεν είμαστε αυτο-καθοριζόμενα όντα, αλλά ότι οι πράξεις μας καθοδηγούνται από κρυφά, ασυνείδητα και ενστικτώδη κίνητρα. Τώρα πλέον μπορούμε να μιλάμε για τα τρία πλήγματα κατά της δημοκρατίας, παρόλο που δεν έχουν περάσει παρά μόνο τρεις δεκαετίας από την εποχή που ο φιλελευθερισμός βρισκόταν στο ζενίθ του. Σύμφωνα με τη δημοφιλή αντίληψη περί «τέλους της ιστορίας», οι οικονομίες της αγοράς και η δημοκρατία είχαν επιτύχει μια αδιαμφισβήτητη νίκη και δεν υπήρχε τίποτα για να ανακόψει τη διάδοσή τους σε όλο τον κόσμο.

Ήταν μια πεποίθηση που δέχτηκε έναν πρώτο ισχυρό κλονισμό με αφορμή το Κινέζικο οικονομικό θαύμα το οποίο απέδειξε το αβάσιμο της υπόθεσης ότι δημοκρατία και οικονομία της αγοράς πάνε μαζί από τη φύση τους. Η οικονομία της αγοράς, μέσα στα πλαίσια ενός μονοκομματικού κράτους, έχει επιτύχει εξαιρετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, ευημερία και εξέχοντα τεχνολογικά επιτεύγματα, είτε αυτά είναι στην αρχιτεκτονική είτε στα διαστημικά ταξίδια είτε στην τεχνητή νοημοσύνη. Το δεύτερο πλήγμα κατά της δημοκρατίας έχει να κάνει με τον Trump και το Brexit· τα γεγονότα στο διάστημα 2016-2020 έφεραν στο φως τα ευάλωτα σημεία της δημοκρατίας απέναντι στη δημαγωγία. Το πρόβλημα με τον Trump δεν ήταν μόνο ότι κάποιος σαν αυτόν μπόρεσε να κερδίσει τις εκλογές, αλλά και το πόσο λίγη αντίσταση βρήκε καθώς αυτό το αίσχος ποδοπατούσε το αξίωμα του προέδρου χωρίς να βρεθεί κάποιος να τον πετάξει έξω από τον Λευκό Οίκο και χωρίς να τον σταματήσει το περίφημο διακομματικό σύστημα ελέγχων και ισορροπιών (checks and balances). Ακόμα και η εκλογική του ήττα δεν ήταν ακριβώς μια ένδοξη στιγμή της δημοκρατίας – ήταν ένα διάστημα παρατεταμένης αγωνίας. Αντιθέτως, το Brexit έκανε τη δημοκρατία να μοιάζει με καρικατούρα: κατόπιν ενός δημοψηφίσματος του οποίου το αποτέλεσμα ήταν περίπου 50-50, οι εκπρόσωποι του μειοψηφούντος και πιο έξυπνου μισού υπέκυψαν στο άλλο, ελάχιστα μεγαλύτερο αλλά σαφώς ηλιθιότερο μισό, βαφτίζοντας τη δειλία τους ως «σεβασμό σε μια δημοκρατική απόφαση». Το τρίτο πλήγμα για τη δημοκρατία ήρθε προφανώς με την κρίση του κορωνοϊού, από τη στιγμή που η δημοκρατία έχει φανεί ανίκανη να κάνει χρήση των εργαλείων εκείνων που είναι απαραίτητα για μια επιτυχή αντιμετώπιση της πανδημίας.

Υπάρχουν βεβαίως και μερικές δημοκρατίες που έχουν θέσει την πανδημία υπό έλεγχο – π.χ., η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία, η Ταϊβάν και η Νότια Κορέα, αλλά πρόκειται για κράτη που είναι νησιά (ή σχεδόν νησιά), κάτι που δεν επιτρέπει να γίνουν εύκολες συγκρίσεις. Και δυστυχώς υπάρχει το παράδειγμα μιας άλλης χώρας – η Κίνα και πάλι – με ένα αυταρχικό καθεστώς που ξεμπέρδεψε νωρίς με τον κορωνοϊό, θέτοντας γρήγορα ένα τέλος στο δεύτερο κύμα.

Είναι αυτή η «ανικανότητα της δημοκρατίας» ένα ενδημικό της μειονέκτημα ή μπορεί η δημοκρατία να χρησιμοποιήσει εξίσου αποδοτικά τα εργαλεία που χρειάζονται στον πόλεμο κατά της πανδημίας; Είναι αυτονόητο ότι οποιαδήποτε προσπάθεια αντιμετώπισης της πανδημίας θα πρέπει να βασίζεται στην καλύτερη δυνατή έρευνα. Ωστόσο, μια δημοκρατική απάντηση στην πανδημία οφείλει να βασίζεται σε πλειοψηφίες, να επιδιώκει συναινέσεις και να αναζητά συμβιβασμούς. Όλα αυτά είναι ξένα προς την επιστήμη. Τον πρώτο καιρό που εμφανίστηκε η θεωρία της σχετικότητας, όταν ρώτησαν τον Einstein τη γνώμη του για το βιβλίο Εκατό Συγγραφείς κατά του Einstein, λέγεται ότι απάντησε: «Αν είχα άδικο, θα αρκούσε και μόνο ένας.».
Είναι η επιστήμη και μόνο η επιστήμη που είναι αρμόδια να δώσει απαντήσεις για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού. Ας σκεφτούμε το εξής νοητικό πείραμα: έστω ότι υπάρχει ένας ιός που είναι τόσο μεταδοτικός όσο και ο κορωνοϊός, αλλά ταυτόχρονα τόσο θανατηφόρος όσο η λύσσα. Η μόλυνση θα σήμαινε βέβαιο θάνατο. Σε αυτή την περίπτωση, θα ήταν καθαρή αυτοκτονία το να θέσουμε τις προτάσεις της επιστήμης στην κρίση πλειοψηφιών ή να βρούμε συμβιβαστικές λύσεις και συναινέσεις. Πίσω στην πραγματικότητα τώρα όπου ο κορωνοϊός δεν σκοτώνει όλους όσους μολύνει, αλλά μόνο περίπου έναν στους τριάντα. Αυτό μας δίνει έναν βαθμό ευελιξίας. Ωστόσο: ποιο είναι εκείνο το σημείο πέρα από το οποίο οφείλει να αναλάβει τα ηνία η επιστήμη; Όταν πεθαίνει ένας στους δύο; Ή ένας στους δέκα; Η απάντηση είναι η εξής: αμέσως μόλις η κατάσταση γίνει κρίσιμη. Και όταν έχουμε φτάσει στο σημείο να πεθαίνουν κάθε μέρα τόσοι άνθρωποι όσοι θα πέθαιναν σε ένα αεροπορικό δυστύχημα, τότε η κατάσταση έχει γίνει όντως κρίσιμη.

Το αδύνατο σημείο του συστήματός μας είναι η έλλειψη ευελιξίας και η αδυναμία προσαρμογής στα απαραίτητα μέτρα. Η πολιτική αντιπαράθεση μοιάζει αποκομμένη από την επιστήμη. Αυτό που ρωτάνε συνέχεια οι πολιτικοί είναι το «τι» ακόμα μπορούν να επιβάλουν στους ανθρώπους ή «για πόσο καιρό μπορούν οι άνθρωποι να το αποδεχτούν». Λες και αυτό είναι το διακύβευμα. Ένας ιός βρίσκεται εκτός ελέγχου, ένας ιός με τον οποίο ούτε να διαπραγματευτείς μπορείς, ούτε να τον πείσεις για κάτι ούτε να τον εκφοβίσεις. Αν θέλουμε να τον ξεφορτωθούμε, είμαστε αναγκασμένοι να λάβουμε ορισμένα μέτρα. Χάρη στην επιστήμη, γνωρίζουμε ποια μέτρα είναι αναγκαία· γνωρίζουμε ακόμα και το κόστος που θα κληθούμε να πληρώσουμε αν αμελήσουμε να τα πάρουμε. Φυσικά μπορεί κανείς να ασκεί πολεμική εναντίον τους και να διαμαρτύρεται για αυτά, από τη στιγμή που οι διάφορες προβλέψεις μπορούν να υπερτιμηθούν ή να υποτιμηθούν αυθαίρετα. Όμως υπάρχει ένας κυρίαρχος παράγοντας πίσω από τα γεγονότα, ο οποίος καθόλου δεν νοιάζεται για όλα αυτά.

«Τολμήστε περισσότερη δικτατορία!»: αυτό θα έπρεπε να είναι το σύνθημα. Το γεγονός ότι είναι οι αρνητές του κορωνοϊού που κάνουν λόγο για μια «δικτατορία του κορωνοϊού» είναι από μόνο του λόγος για να επιδιώξουμε κάτι τέτοιο. Οι αρνητές είναι ανίκανοι να αντιληφθούν το μέγεθος του κινδύνου, αλλά έχουν μια εικόνα για το πώς θα μπορούσαμε να τον αντιμετωπίσουμε. Αν ο ιός εξαφανιστεί (το πόσο γρήγορα μπορεί αυτό να συμβεί αυτό μας το έχουν δείξει η Νότια Κορέα και η Σιγκαπούρη), μπορούμε να επιστρέψουμε στην κανονικότητα. Πρέπει να εννοήσουμε κυριολεκτικά το ότι ο ιός μας έχει φέρει σε μια κατάσταση εξαίρεσης (σ.τ.μ.: στο πρωτότυπο Ausnahmezustand). Η δημοκρατία παραμένει η κανονική μας κατάσταση, με τις ελευθερίες της και τα βασικά δικαιώματά της.

Για τους «πατέρες του Βασικού Νόμου (σ.τ.μ.: Grundgesetz στο πρωτότυπο, το γερμανικό Σύνταγμα του 1949)» ήταν απολύτως αναμενόμενο να θέλουν να στήσουν ένα τείχος προστασίας έναντι της πιθανότητας επανάληψης μιας ναζιστικής δικτατορίας· ξέχασαν όμως ότι η άσκηση βασικών δικαιωμάτων στη διάρκεια μιας πανδημίας μπορεί να θέσει σε κίνδυνο ολόκληρο τον πληθυσμό. Φυσικά, η προστασία της ζωής πρέπει να έχει την ύψιστη προτεραιότητα – τι άλλο; Η αναλογικότητα των μέτρων εξαρτάται από την αποδοτικότητά τους: μη αποδοτικά μέτρα δεν θα έπρεπε να τεθούν σε εφαρμογή. Μια τέτοια παρατήρηση μοιάζει τετριμμένη και όντως είναι – αλλά μια ματιά στην πραγματικότητα δείχνει ότι τέτοια μη αποδοτικά μέτρα (όπως η απαγόρευση πυροτεχνημάτων ή η απαγόρευση της άσκησης σε απόσταση μεγαλύτερη των 15 χιλιομέτρων από το σπίτι την ίδια στιγμή που άλλες δραστηριότητες επιτρέπονται) έχουν μπει σε εφαρμογή, ενώ το πολύ χρήσιμο Corona App δεν συζητιέται πλέον καθόλου. Ενώ η υποχρεωτική χρήση αυτής της εφαρμογής γίνεται αντικείμενο συζήτησης ή ακόμα και ζητείται επιτακτικά η χρήση της τόσο από επιστήμονες όσο και από την κοινωνία εν γένει, κανένας εκλεγμένος αντιπρόσωπος δεν θέλει να αγγίξει το ευαίσθητο θέμα της ιδιωτικότητας. Ακόμα και ο Karl Lauterbach (σ.τ.μ.: Γερμανός επιδημιολόγος, μέλος του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος), κατά τ’ άλλα υπέρμαχος των πιο σκληρών μέτρων, προτιμάει τις απαγορεύσεις πυροτεχνημάτων από μια εφαρμογή που δεν θα υφίσταται τους περιορισμούς των νόμων περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων.

Ο κορωνοϊός είναι από μόνος του αρκετά δραματικός ώστε να κυριαρχεί στις ειδήσεις εδώ και μήνες – όμως όχι τόσο δραματικός ώστε να μας κάνει να μην λάβουμε τα μέτρα που απαιτούνται. Αν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι τέτοιο, θα είχαμε ήδη αποχαιρετήσει τον κορωνοϊό. Είναι γνωστή η συνταγή.

Για το καλό της δικής της αξιοπιστίας, η δημοκρατία δεν θα έπρεπε να πάρει πολύ στα σοβαρά τα ίδια της τα βαρετά τελετουργικά. Τίποτα δεν θα ήταν πιο επιζήμιο για αυτήν από την υποψία ότι ασχολείται περισσότερο με τον εαυτό της και λιγότερο με το να βρίσκει λύσεις για τα τρέχοντα προβλήματα καλύτερα απ’ ό,τι το κάνουν άλλες μορφές διακυβέρνησης. Ο κορωνοϊός έχει ηλεκτρίσει τα πνεύματα παντού. Έχει θέσει σε κίνηση μια διαδικασία μάθησης, βάζοντας μας σε θέση να ξανασκεφτούμε ορισμένες από τις βεβαιότητές μας. Θα ήταν μοιραίο αν τελικά μας μείνει απλώς το τρίτο πλήγμα στη δημοκρατία: ότι οι δημοκρατίες δεν μπορούν να τα καταφέρουν.»

Cyborg 21

Ο τίτλος του άρθρου είναι σαφής αναφορά σε μια αποστροφή του σοσιαλδημοκράτη Καγκελαρίου Willy Brandt από μια ομιλία του λίγο μετά την εκλογή του το 1969, όπου καλούσε σε ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών (Wir wollen mehr Demokratie wagen. Wir wollen eine Gesellschaft, die mehr Freiheit bietet und mehr Mitverantwortung fordert.: Θέλουμε να τολμήσουμε με περισσότερη δημοκρατία. Θέλουμε μια κοινωνία που προσφέρει περισσότερη ελευθερία και απαιτεί περισσότερη ευθύνη.). Στο δικό του άρθρο, ο Brussig κρατάει τη δομή αυτού του καλέσματος, αλλά αντιστρέφει πλήρως το περιεχόμενό του. Δεν είναι η ίδια η δημοκρατία που απειλείται, όπως άλλοτε, αλλά η ύπαρξή μας. Η δημοκρατία δεν είναι απειλούμενη, είναι απειλή.

Η όλη επιχειρηματολογική γραμμή του άρθρου δεν διακρίνεται ούτε για το βάθος της  - κινείται στη γνωστή λογική του «πρώτα η ασφάλεια/υγεία και μετά η ελευθερία» – ούτε για το υψηλό επίπεδο τεκμηρίωσής. Βρίθει χοντροκομμένων πραγματολογικών λαθών  - π.χ., το infection fatality rate του ιού κινείται στο 0.1 με 0.5% και όχι στο 3.3%, όπως αναφέρεται στο άρθρο - καθώς και αξιολογικά μυωπικών κρίσεων - το ότι κάθε μέρα πεθαίνουν από φυματίωση πάνω από 3000 άνθρωποι (σχεδόν όσο 20 αεροπορικά δυστυχήματα μαζί) δεν είναι λόγος για να θεωρήσουμε κρίσιμη την κατάσταση, σύμφωνα με τον συγγραφέα. Συν τοις άλλοις, αναδίδει αυτή την (καλώς ή κακώς εννοούμενη) αφέλεια που συχνά διακρίνει πολλούς υψιπετείς «ανθρώπους της τέχνης» όταν τοποθετούνται πάνω σε δημόσια ζητήματα.
Η τυφλή εμπιστοσύνη στην σύγχρονη επιστήμη, χωρίς καν την παραμικρή διερώτηση για τα κίνητρα όσων εμπλέκονται, είναι από μόνη της ένα πρώτο δείγμα ρηχής σκέψης. Την ίδια στιγμή, είναι τόσο κυκλικοί οι συλλογισμοί του συγγραφέα περί της αξίας της επιστήμης που από όπου και να τους πιάσει κανείς σκοντάφτει. Με βάση το άρθρο, η επιστήμη είναι η μόνη αρμόδια να απαντήσει σε ένα επί της ουσίας κοινωνικό ζήτημα, αλλά ο λόγος για αυτή την καταλληλότητά της βρίσκεται στο ότι είναι ταυτόχρονα αμόλυντη από κοινωνικές επιρροές! Η (κατά Brussig) εργαλειακή ορθολογικότητα της επιστήμης θα μπορέσει έτσι να καθοδηγήσει (άγνωστο με ποιον τρόπο) την κοινωνική ορθολογικότητα των σκοπών. Πέρα όμως από τις αντιφατικές αντιλήψεις του συγγραφέα για τις σχέσεις επιστήμης και κοινωνίας, η εικόνα που έχει για την ίδια την εσωτερική λειτουργία της επιστήμης είναι εξίσου απλοϊκή. Η όποια αναιρεσιμότητα των επιστημονικών θεωριών είναι (τουλάχιστον θεωρητικά) δυνατή μόνο στον βαθμό που υπάρχει ένα περιθώριο για συμβιβασμούς και συναινέσεις. Αν οι λογικές κατηγορίες που επιστρατεύουν οι άνθρωποι είναι, όπως μας διδάσκει η ανθρωπολογία, εν μέρει τουλάχιστον αντανάκλαση των κοινωνικών τους κατηγοριών, [3Βλ. το βιβλίο των Émile Durkheim και Marcel Mauss, Μορφές πρωτόγονης ταξινόμησης. Συνεισφορά στη μελέτη των συλλογικών αναπαραστάσεων, μτφρ. Α. Γεωργούλας, εκδ. Gutenberg.] τότε και ο επιστημονικός τρόπος του σκέπτεσθαι αντανακλά ακριβώς τις ισχυρές τάσεις εξατομίκευσης που δρουν στις σύγχρονες κοινωνίες. Η ανυπαρξία κάποιας μορφής επιστήμης σε πιο παραδοσιακές κοινωνίες οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στη «συντηρητική» μορφή της κοινωνικής τους συγκρότησης· συντηρητική τόσο με την θετική έννοια της μεγαλύτερης κοινωνικής συνοχής όσο και την αρνητική, αυτή του μεγαλύτερου αυταρχισμού και των αρτηριοσκληρωτικών αντιλήψεων. Η προσγείωση της πολιτικής στο ανθρώπινο επίπεδο συνεπάγεται και μια γενικότερη αποκαθήλωση των εξ αποκαλύψεως αληθειών, όπως υποτίθεται ότι ήταν κάποτε ο κεκηρυγμένος σκοπός της επιστήμης. Μια αυταρχική επιστήμη επομένως, απαλλαγμένη από την ενοχλητική απαίτηση για συμβιβασμούς και συναινέσεις, καταπώς θα το ήθελε ο Brussig, είναι ένα χιμαιρικό τέρας αδύνατο να υπάρξει και για αυτό ένα ιδεολογικό κατασκεύασμα. Αν μπορούσε να υπάρξει, θα ήταν απλώς υπό τη μορφή μιας νεκραναστημένης μεταφυσικής (όπως εξάλλου συμβαίνει ήδη...). 
Η επίδειξη μιας τόσο κραυγαλέας αφέλειας είναι πράγματι εντυπωσιακή. Όμως είναι αυτή ακριβώς η αφέλεια και το «ακαταλόγιστο» (σε έναν βαθμό) που έχουν συχνά οι καλλιτέχνες που επιτρέπει στον Brussig να πει χωρίς αναστολές αυτό που λέγεται χωρίς να ονοματίζεται από πιο επίσημα χείλη. Ότι η «δημοκρατία» δεν είναι όχημα παντός καιρού, αλλά μια συγκαταβατική παραχώρηση προς τις μάζες που μπορεί να αρθεί ανά πάσα στιγμή. Όσο κι αν ο Brussig αρνήθηκε (σε μετέπειτα συζητήσεις που προκλήθηκαν από αυτό το άρθρο του) ότι ο όρος «κατάσταση εξαίρεσης» που χρησιμοποίησε δεν παραπέμπει στον ναζιστή νομικό Carl Schmitt, το άρθρο έχει ένα έξοχα σμιτιανό πνεύμα. Ακριβώς όπως ο Schmitt κάποτε έγραψε χωρίς αιδώ όσα δεν τολμούσαν να ομολογήσουν ρητά οι φιλελεύθεροι «αντίπαλοί» του, έτσι και ο Brussig ρίχνει τώρα τα τελευταία φύλλα συκής που είχαν απομείνει στις φιλελεύθερες «δημοκρατίες». Μόνο που ο ευφυής κατά τ’ άλλα Schmitt δρούσε βέβαια συνειδητά· ο Brussig μάλλον μοιάζει περισσότερο με το καναρίνι του ορυχείου.   
Ο κίνδυνος λοιπόν μοιάζει υπαρξιακός και απέναντι σε τέτοιους κινδύνους δεν χωράει πολλή δημοκρατία. Αν οι λέξεις οι σχετικές με τον κορωνοϊό έβγαιναν για να μπουν στη θέση τους λέξεις σχετικές με την ισλαμική τρομοκρατία, θα ήταν σαν το κείμενο αυτό να είχε βγει είκοσι χρόνια πριν. Είκοσι χρόνια κατασκευής φόβων. Μόνο η δικτατορία μπορεί να σώσει τη δημοκρατία από τους τρομοκράτες και τους ιούς. Η μόνη σωτηρία για τη δημοκρατία περνάει μέσα από την αυτοκτονία της. Είναι σχεδόν τρομακτικό το πώς το συγκεκριμένο άρθρο, έστω κι ανεπίγνωστα, επιβεβαιώνει μετά από εβδομήντα σχεδόν χρόνια τη γνωστή ρήση του Horkheimer ότι «όποιος δεν θέλει να μιλάει για καπιταλισμό, καλά θα κάνει να σωπαίνει και για τον φασισμό».

Αντί περαιτέρω σχολιασμού, θα κλείσουμε με ένα κείμενο του Ντεμπόρ γραμμένο πριν από σαράντα χρόνια, αλλά τόσο επίκαιρο που εδώ δεν χρειάζεται να αλλαχτεί ούτε λέξη. [4In girum imus nocte et consumimur igni, μτφρ. Δημήτρης – Παναγιώτης Τσαχαγέας, εκδ. Ελεύθερος Τύπος.] Αφιερωμένο εξαιρετικά σε όλη την αθλιότητα των επαναστατικών κύκλων: στα κομμουνιστικά κατοικίδια τα πιστά στη γραμμή του κόμματος που τα θέλει σφουγγοκωλάριους των σύγχρονων δικτατορίσκων, σε παρα-καθεστωτικούς (κατά το παρα-κρατικούς) δημοσιογράφους με αριστερές ευαισθησίες και σε κατά φαντασίαν αντι-εξουσιαστές με βαριάς μορφής διανοητικές ανεπάρκειες που έχουν γίνει ένας ακόμα βραχίονας της κρατικής προπαγάνδας (στη Χώρα των Θαυμάτων που λέγεται ελλάδα ευδοκιμεί πλέον και αυτό το εξωτικό και παράδοξο φρούτο).

Cyborg 21

«[Το κοινό του κινηματογράφου, που ποτέ δεν ήταν πολύ αστικό και σχεδόν δεν είναι πια λαϊκό, στρατολογείται στο εξής, σχεδόν εξολοκλήρου, από ένα μονάχα κοινωνικό στρώμα, που έχει γίνει άλλωστε ευρύ:] εκείνο των ειδικευμένων υπαλληλίσκων στα διάφορα πόστα των «υπηρεσιών» εκείνων που το σημερινό παραγωγικό σύστημα έχει τόσο επιτακτική ανάγκη: διαχείριση, έλεγχος, συντήρηση, έρευνα, εκπαίδευση, προπαγάνδα, διασκέδαση και ψευδοκριτική. Όλα αυτά αρκούν για να τους περιγράψεις. Σ' αυτό το κοινό που πηγαίνει ακόμα σινεμά, πρέπει οπωσδήποτε να συμπεριλάβουμε επίσης κι εκείνους του ίδιου φυράματος οι οποίοι, όντας νεότεροι, βρίσκονται ακόμα στο στάδιο της συνοπτικής εκμάθησης των διαφόρων αυτών καθηκόντων στελέχωσης.

Στον ρεαλισμό και τα επιτεύγματα αυτού του περιβόητου συστήματος, μπορούμε ήδη να αναγνωρίσουμε τις προσωπικές ικανότητες των εκτελεστικών οργάνων που έχει εκπαιδεύσει. Και όντως αυτοί εδώ πλανώνται σε όλα και δεν μπορούν παρά να παραπαίουν ανάμεσα σε ψέματα. Πρόκειται για μισθωτούς φουκαράδες που περνιούνται για ιδιοκτήτες, για παραμυθιασμένους αδαείς που περνιούνται για μορφωμένοι, για νεκρούς που νομίζουν ότι ψηφίζουν.

Πόσο σκληρά τους φέρθηκε ο τρόπος παραγωγής! Από εξέλιξη σε προαγωγή, έχουν χάσει και τα λίγα που είχαν και κέρδισαν αυτά που κανείς δεν ήθελε. Συγκεντρώνουν τις αθλιότητες και τις ταπεινώσεις όλων των εκμεταλλευτικών συστημάτων του παρελθόντος και το μόνο που αγνοούν απ' αυτά είναι η εξέγερση. Μοιάζουν πολύ με σκλάβους, γιατί στοιβάζονται μαζικά μέσα σε κτίρια άθλια, ανθυγιεινά και καταθλιπτικά· διατρέφονται άσχημα, με τροφή μολυσμένη και άγευστη· νοσηλεύονται υπό άθλιες συνθήκες όταν προσβάλλονται από αρρώστιες, που συνεχώς υποτροπιάζουν, βρίσκονται υπό συνεχή και ταπεινωτική επιτήρηση και συντηρούνται μέσα στον εκσυγχρονισμένο αναλφαβητισμό και τις θεαματικές δεισιδαιμονίες, που ανταποκρίνονται στα συμφέροντα των αφεντικών τους. Ξεριζώθηκαν, βρέθηκαν μακριά από τις επαρχίες ή τις γειτονιές τους, σ' ένα καινούργιο και εχθρικό τοπίο, σύμφωνα με τις συγκεντρωτικές τάσεις της σύγχρονης βιομηχανίας. Δεν είναι παρά νούμερα σε γραφικές παραστάσεις σχεδιασμένες από ηλίθιους.

Πεθαίνουν σωρηδόν στους δρόμους, σε κάθε επιδημία γρίπης, σε κάθε κύμα καύσωνα, σε κάθε λάθος εκείνων που νοθεύουν τα τρόφιμά τους, σε κάθε τεχνική καινοτομία που είναι επικερδής για τους πολυάριθμους αναδόχους ενός σκηνικού του οποίου αυτοί είναι τα πρώτα θύματα. Οι μαρτυρικές συνθήκες ύπαρξής τους επιφέρουν τον σωματικό, διανοητικό και ψυχικό εκφυλισμό τους. Τους μιλάνε πάντα σαν σε υπάκουα παιδιά, στα οποία αρκεί να πεις «πρέπει» και αυτά αμέσως υποτάσσονται. Κυρίως, όμως, τους αντιμετωπίζουν σαν ηλίθια παιδιά, μπροστά στα οποία ψελλίζουν και παραληρούν δεκάδες πατερναλιστικές εξειδικεύσεις, που αυτοσχεδιάστηκαν την προηγούμενη, κάνοντάς τους να δεχτούν οτιδήποτε, λέγοντάς το όπως να ‘ναι, και, μάλιστα, την επομένη το εντελώς αντίθετο.

Διαχωρισμένοι μεταξύ τους εξαιτίας της γενικής απώλειας κάθε γλώσσας που να ανταποκρίνεται στα γεγονότα, απώλειας που τους απαγορεύει και τον παραμικρό διάλογο, διαχωρισμένοι εξαιτίας του αδιάκοπου και διαρκώς οξυνόμενου ανταγωνισμού τους μέσα στην επιδεικτική κατανάλωση του κενού και, επομένως, διαχωρισμένοι εξαιτίας μιας επιθυμίας, η οποία είναι η πλέον αβέβαιη και ανίκανη να βρει κάποια ικανοποίηση· διαχωρισμένοι ακόμα και από τα ίδια τα παιδιά τους, τη μόνη, μέχρι πρόσφατα, ιδιοκτησία όσων δεν έχουν τίποτα.»

Separatrix

Σημειώσεις

1 - https://www.sueddeutsche.de/kultur/corona-diktatur-thomas-brussig-1.5199495
[ επιστροφή]

2 - http://www.telospress.com/risk-more-dictatorship/
[ επιστροφή]

3 - Βλ. το βιβλίο των Émile Durkheim και Marcel Mauss, Μορφές πρωτόγονης ταξινόμησης. Συνεισφορά στη μελέτη των συλλογικών αναπαραστάσεων, μτφρ. Α. Γεωργούλας, εκδ. Gutenberg.
[ επιστροφή]

4 - In girum imus nocte et consumimur igni, μτφρ. Δημήτρης – Παναγιώτης Τσαχαγέας, εκδ. Ελεύθερος Τύπος.
[ επιστροφή]

κορυφή