Cyborg
Cyborg #19 - 10/2020

#19 - 10/2020

Γυμνός θάνατος: χορεύοντας στους ρυθμούς του κρατικού Danse Macabre

Ο θάνατος στον εικοστό αιώνα έχει γίνει ένα ταμπού…
έχει αντικαταστήσει το σεξ ως το κατ’ εξοχήν απαγορευμένο θέμα.

Philippe Ariès

Η εικόνα του θανάτου μοιάζει να είναι πανταχού παρούσα στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες. Από τη λογοτεχνία του φανταστικού, κληρονόμου της γοτθικής λογοτεχνίας του 18ου και του 19ου αιώνα, μέχρι τις απειράριθμες ταινίες και σειρές τρόμου που παράγονται σωρηδόν πλέον, δεν αφήνει κανένα τόπο του συλλογικού φαντασιακού ανέγγιχτο. Ολόκληρα είδη μουσικής (dark ambient, industrial, noise καθώς και διάφορες ποικιλόχρωμες παραλλαγές του metal) έχουν αναπτυχθεί πάνω στη βάση μιας μονομανιακής σχέσης με τη θεματική του θανάτου και την αντίστοιχη «σκοτεινή» εικονοποιία - ο Lustmord, οι S.P.K., οι Throbbing Gristle και οι My Dying Bride, για να αναφέρουμε μερικά μόνο από τα πιο γνωστά ονόματα, κάνουν τη «γοτθική» μουσική των Joy Division να μοιάζει με παιδικό νανούρισμα, κατάλληλη μόνο για στιγμές χαλάρωσης. Κάθε μεσοαστός έφηβος με «υπαρξιακές ανησυχίες» και φαντασιώσεις «παρεκκλίνουσας» συμπεριφοράς μπορεί να έχει πλέον τον αγαπημένο του παρανοϊκό δολοφόνο· φανταστικό ή ακόμα και πραγματικό, εφόσον η βιομηχανία της μαζικής ενημέρωσης δεν άργησε να ακολουθήσει αυτή της μαζικής κουλτούρας, μετατρέποντας την πραγματική βία και τον πραγματικό θάνατο σε ένα εξίσου προσοδοφόρο θέαμα[1Ειρωνεία της ιστορίας: οι S.P.K., διαβόητοι για τον επιθετικό τους ήχο και τις προκλητικά μακάβριες εμφανίσεις τους, είχαν δηλώσει κάποτε ότι έχουν υιοθετήσει αυτή τη συγκεκριμένη στάση επί τούτου, ώστε, μέσω της ακραίας πρόκλησης, να αποφύγουν την απορρόφησή τους από το εμπορευματικό κύκλωμα. Τους ήταν δύσκολο να συλλάβουν ότι ακόμα και η πρόκληση η ίδια μπορεί να μετατραπεί σε εμπόρευμα και σε ένα ακόμα lifestyle. Μία βόλτα στα «σκοτεινά» νυχτομάγαζα μιας οποιασδήποτε δυτικής μητρόπολης μπορεί να πείσει τον οποιοδήποτε για του λόγου το αληθές.].

Ωστόσο, η παντοκρατορία αυτή του θανάτου είναι εικονική· πρόκειται για την εικόνα του θανάτου, ως μέρος του θεάματος, που καταναλώνεται λαίμαργα· όχι για τον ίδιο το θάνατο όπως βιώνεται στην καθημερινότητα: τον «φυσικό» θάνατο από γηρατειά, τον θάνατο λόγω δυστυχήματος, τον θάνατο μετά από ασθένεια, τον αναμενόμενο θάνατο μετά από μια πλήρη ζωή, τον αναπάντεχο και «άδικο» θάνατο, τον θάνατο που σε κάθε περίπτωση ανατρέπει βίαια ή και πιο ανεπαίσθητα μια καθημερινότητα, που διαρρηγνύει το πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων και που αφήνει ένα μόνιμο αποτύπωμα σε όσους «μένουν πίσω» λειψοί και συναισθηματικά ακρωτηριασμένοι. Μπροστά σε αυτόν τον «τετριμμένο» θάνατο, η δυτική φλυαρία πέφτει σε τοίχο. Το ταμπού της σιωπής είναι τόσο ισχυρό που ακόμα και οι λέξεις εξορίζονται. Ο θάνατος σημαίνεται πλέον περιφραστικά, ειδικά στον δημόσιο λόγο. Αντί του «πέθανε ο τάδε», προτιμάται συχνά το «έφυγε από τη ζωή ο τάδε», το «μας άφησε», το «έχασε τη μάχη», κ.ο.κ. Ακόμα και ο θρήνος πρέπει να εκφράζεται λελογισμένα, χωρίς υπερβολές και συναισθηματικά ξεσπάσματα· συμπεριφορές που μπορεί να επιτρέπονται μόνο όταν κανείς μένει μόνος του (σχεδόν όπως στον αυνανισμό, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Philippe Ariès). Τα παιδιά πρέπει να προστατεύονται έναντι του πραγματικού θανάτου και των ενήλικων αντιδράσεων απέναντι σε αυτόν, σε τέτοιο βαθμό ώστε συχνά να φτάνουν στην ενηλικίωση χωρίς καν να έχουν δει ποτέ στη ζωή τους κάποιον νεκρό, ούτε ακόμα και σε κηδείες.  

Η ενασχόληση με τον θάνατο επομένως, τόσο συγχωρητέα στη μαζική κουλτούρα όταν ανακυκλώνει την εικόνα του, μοιάζει με μακάβρια, παθολογική εμμονή όταν αφορά στο πραγματικό, βιωμένο γεγονός μιας ζωής που τελειώνει. Ή ίσως με μια ύποπτη (τουλάχιστον για όσους έχουν μια μαρξιανή καταγωγή) ροπή προς τη μεταφυσική. Όσο δικαιολογημένη κι αν ήταν όμως η καχυποψία του Διαφωτισμού απέναντι στην ενασχόληση με τον θάνατο και ειδικά απέναντι στα κηρύγματα μιας εκκλησίας που φόρτιζε το θάνατο με ένα φόβο για τις φωτιές της κόλασης και του καθαρτηρίου, πίσω από τη σημερινή σιωπή δύσκολα μπορεί να διακρίνει κανείς μια πεφωτισμένη στάση. Αντίθετα, μάλλον υποδεικνύει την ύπαρξη νέων φόβων που τροφοδοτούν στάσεις διόλου λιγότερο μεταφυσικές.

Δύσκολα θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Για τον ίδιο το θάνατο δεν μπορεί να ειπωθεί το παραμικρό. Η συνείδηση του θανάτου όμως αποτελεί την πηγή από την οποία αρδεύεται ένα τεράστιο φάσμα κοινωνικών στάσεων απέναντί του. Μια σωστή ανάγνωσή τους μπορεί να παρέχει κλειδιά για την κατανόηση της ίδιας της ζωής των κοινωνιών, ακριβώς επειδή μόνο η μελανή οπή του θανάτου επιτρέπει τέτοιας τεράστιας κλίμακας συλλογικές πράξεις «μεταβίβασης». Αν υπάρχει μία συμπεριφορά στο ζωικό βασίλειο που μπορεί να χαρακτηριστεί ως ιδιαζόντως ανθρώπινη, η συνείδηση του θανάτου θα ήταν μάλλον ο καλύτερος υποψήφιος. Ούτε η τεχνική και η χρήση εργαλείων (πολλά είδη επιδεικνύουν υψηλή κατασκευαστική δεινότητα, όπως ακόμα και τα ταπεινά μυρμήγκια), ούτε η τέχνη (η ικανότητα στο τραγούδι δεν είναι αποκλειστικά ανθρώπινη), ούτε πιθανώς ακόμα και η ίδια η γλώσσα (η επικοινωνία ανάμεσα στα ζώα είναι αναμφισβήτητα υπαρκτή, αν και μάλλον όχι συμβολική, χωρίς και αυτό να είναι απολύτως βέβαιο) είναι στοιχεία που απαντώνται αποκλειστικά στο ανθρώπινο είδος. Η φροντίδα για τους νεκρούς όμως, ασφαλές δείγμα ανάπτυξης μιας συνείδησης του θανάτου, αποτελεί μια μοναδικά ανθρώπινη συμπεριφορά. Με μια δόση υπερβολής, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι χωρίς συνείδηση του θανάτου θα ήταν αδύνατη και η ίδια η πολιτική. Αν πίσω από τις περίφημες αναλύσεις του Χέγκελ για τη διαλεκτική κυρίου – δούλου υπάρχει πάντα στο υπόβαθρο μια σύγκρουση δύο συνειδήσεων, θα έπρεπε να προστεθεί η επισήμανση ότι αυτές οι συνειδήσεις, αν μη τι άλλο, πρέπει τουλάχιστον να είναι συνειδήσεις του θανάτου. Η υποχώρηση της μίας εξ αυτών νοείται ως δυνατή ακριβώς επειδή αναδύεται μέσα της το φάσμα και η πιθανότητα του θανάτου της. Η σύγκρουση που καταλήγει στο θάνατο, χωρίς να διαμεσολαβείται από τη συνείδηση του θανάτου, ανήκει μάλλον στην τάξη του απλά φυσικού, βιολογικού και ζωικού, αλλά πάντως όχι σε αυτή του κοινωνικού και πολιτικού.
Όσο κι αν τα παραπάνω μοιάζουν αφηρημένα και φιλοσοφικά, ωστόσο αποτελούν κτήμα κάθε εξουσίας. Κάθε εξουσία γνωρίζει, έστω κι ενστικτωδώς, τη δύναμη του θανάτου και των αναπαραστάσεων του καθώς και την ανάγκη διαχείρισής τους. Μια διαχείριση που μπορεί να μην είναι πάντα άμεσα προφανής, περιοριζόμενη σε μια χαμηλής έντασης καλλιέργεια διαφόρων ειδών μικρο-φοβιών, αλλά, όταν οι συνθήκες το απαιτούν, γίνεται όχι απλά προφανής, αλλά εξόφθαλμα ολοκληρωτική. Μια τέτοια περίπτωση απροκάλυπτης χρησιμοποίησης της απειλής του θανάτου για εμφανώς πολιτικούς λόγους ήταν ασφαλώς και η διαχείριση του κορωνοϊού - μόνο οι διανοητικά τυφλοί έχουν την πολυτέλεια να πιστεύουν ακόμα ότι η διαχείρισή του ήταν ζήτημα αποκλειστικά ή έστω καρά κύριο λόγο ιατρικό (ανάμεσα στους οποίους είναι και πάμπολλοι σωτήρες των καταπιεσμένων και της εργατικής τάξης που (καθόλου) «ξαφνικά» βρέθηκαν σε σύμπνοια με τους συνήθεις υπόπτους σωτήρες του έθνους). Για να γίνει κατανοητό όμως το κρατικά οργανωμένο Danse Macabre που παρελαύνει εδώ και μήνες στις οθόνες τηλεοράσεων και υπολογιστών, θα πρέπει πρώτα να γίνει κατανοητό το υπόβαθρο πάνω στο οποίο στήθηκε, οι περί θανάτου κοινωνικά αποδεκτές αντιλήψεις πάνω στις οποίες πάτησε, οι φοβίες τις οποίες εκμεταλλεύτηκε. Και για αυτή την εργασία χρειάζεται ιστορικό μάτι[2Οι εργασίες του Philippe Ariès είναι οι πιο γνωστές σχετικά την ιστορία των δυτικών αντιλήψεων και πρακτικών γύρω από το θάνατο. Βλ. το έργο του Ο άνθρωπος ενώπιον του θανάτου, εκδ. Εστία, μτφρ. Θ. Νικολαΐδης. Λιγότερο γνωστό αλλά επίσης σημαντικό είναι και το έργο του M. Vovelle, Ο θάνατος και η Δύση από το 1300 ως τις μέρες μας, εκδ. Νεφέλη, μτφρ. Κ. Κουρεμένος, επιμ. Γ. Λυκιαρδόπουλος.].

Cyborg #19

Ο «φυσικός» θάνατος και η ιστορία του

Ένα πρώτο ερώτημα που μπορεί να χρησιμεύσει ως οδηγός για την ανάλυση των σημερινών αντιλήψεων περί θανάτου είναι το εξής: ποιος θεωρείται σήμερα στις δυτικές κοινωνίες ο ιδανικός θάνατος; Ποιο είναι εκείνο το είδος θανάτου που αφήνει τη λιγότερο πικρή επίγευση; Πρόκειται χωρίς αμφιβολία για αυτό που λέγεται «φυσικός» θάνατος, για το θάνατο δηλαδή που επέρχεται στα βαθιά γεράματα, χωρίς ταλαιπωρία για τον θανόντα και τον κύκλο του και μετά από μια «γεμάτη» ζωή[3Βλ. τις σχετικές αναλύσεις για το θάνατο στο βιβλίο του Ιβάν Ίλλιτς «Ιατρική Νέμεση. Η απαλλοτρίωση της υγείας.», εκδ. Νησίδες, μτφρ. Β. Τομανάς.]. Όσο μεγάλος κι αν είναι ο πειρασμός να θεωρήσει κανείς ότι μια τέτοια αντίληψη περί του «φυσικού» θανάτου είναι και η ίδια απολύτως «φυσική» (δηλαδή διαχρονικά κυρίαρχη), η ιστορική πραγματικότητα τοποθετεί την ημερομηνία γέννησής της σχετικά πρόσφατα (μιλώντας με ιστορικές χρονικές κλίμακες). Άρχισε να καλλιεργείται από τον 16ο αιώνα, επικρατώντας τελικά ως κάτι το αυτονόητο μόλις στον 20ο. Για τη μεσαιωνική Ευρώπη, ο φυσικός θάνατος ήταν απλά ένα είδος θανάτου ανάμεσα στα άλλα, και όχι απαραίτητα το πιο τιμητικό. Ο θάνατος στον πόλεμο, ο θάνατος από ατύχημα και, ειδικά στον όψιμο Μεσαίωνα, ο θάνατος από ασθένειες ήταν εξίσου, αν όχι περισσότερο, κοινοί και σίγουρα δεν βιώνονταν ως κάτι το «άδικο» και αναπάντεχο. Ήταν εξίσου κοινωνικά φυσιολογικοί με τον «φυσικό» θάνατο.

Το να υποθέσει κανείς ότι απλά ήταν η βία και οι ασθένειες που εκ των πραγμάτων είχαν εξωθήσει τον φυσικό θάνατο στο περιθώριο και ότι μόλις αυτοί οι παράγοντες εξέλιπαν αυτός επανήλθε φυσιολογικά στο προσκήνιο είναι μια μάλλον απλοϊκή εξήγηση. Η απουσία ή η παρουσία της βίας και των ασθενειών, παρότι έχουν οπωσδήποτε σημαντική επίδραση στις στάσεις έναντι του θανάτου, δεν αρκούν από μόνες τους για να τις εξηγήσουν. Για ένα μεγάλο ποσοστό «πρωτόγονων» κοινωνιών, στις οποίες η βία και οι (μεταδοτικές) ασθένειες διεκδικούν πολύ μικρά ποσοστά θανάτων, ο θάνατος, ανεξαρτήτως αιτιολογίας, βιώνεται πάντα (και) ως μια εξωτερική παρέμβαση στη ζωή της φυλής από τον «κόσμο των πνευμάτων». Πίσω από κάθε θάνατο, υπάρχει πάντα μια ανθρώπινη ή ανθρωπομορφική αιτία, μια βούληση που τον προκαλεί. Ο θάνατος δεν έχει τίποτα το αυτονόητα «φυσικό».    
Ποιος ήταν επομένως αυτός ο επιπλέον παράγοντας που έδρασε καταλυτικά στην ανάδυση της έννοιας του φυσικού θανάτου; Κρίσιμο ρόλο φαίνεται πως έπαιξε η επανανοηματοδότηση της έννοιας του χρόνου καθώς και της θέσης του ατόμου μέσα σε αυτόν σύμφωνα με τις ευρύτερες αντιλήψεις της νεο-αναδυόμενης τότε αστικής τάξης.  Από τη μία, ο χρόνος έγινε μετρήσιμος και γραμμικός, ένας καμβάς πάνω στον οποίο ξεδιπλώνεται η ανθρώπινη πρόοδος μέσω της εργασίας και της τεχνικής κατίσχυσης πάνω στη φύση. Από την άλλη, το ίδιο το άτομο έπαψε να είναι, τουλάχιστον για τους αστούς, ένα απλό συμβεβηκός μέσα στα κοσμικά σχέδια του θεού. Μέσα από μια σταδιακή διαδικασία εξατομίκευσης, απέκτησε μια αυταξία και μια απαραμείωτη μοναδικότητα. Ο θάνατος δεν μπορεί πλέον να είναι το τέλος ενός μικρού κύκλου εντός ενός μεγάλου θεϊκού σχεδίου. Έχει γίνει κάτι το α-νόητο, το σπάσιμο μιας γραμμικής πορείας και η απάλειψη μιας ατομικότητας που δύσκολα μπορούν να δικαιολογηθούν με βάση τα γνωστά θρησκευτικά επιχειρήματα. Αυτό που τουλάχιστον μπορεί να κάνει ένας αστός είναι να αντισταθεί «μέχρις εσχάτων» στο θάνατο και να συνεχίσει να εργάζεται μέχρι την τελευταία στιγμή (εδώ υπάρχουν σαφείς προτεσταντικές απηχήσεις). Και για να το επιτύχει αυτό, επιστρατεύει τις υπηρεσίες των γιατρών, που μέσα από όλο και πιο εκλεπτυσμένες παρεμβάσεις, μπορούν να τον διατηρήσουν στη ζωή. Ο «φυσικός» θάνατος είναι ο θάνατος του αστού που τα έχει δώσει όλα στη ζωή του και πεθαίνει τελικά στα γηρατειά του μάλλον από εξάντληση και πάντως όχι από κάποια ασθένεια ή από βία.

Στην πρώτη της ωριμότητα, αυτή η στάση αφορούσε κατά βάση τους αστούς του 19ου αιώνα, που ήταν οι μόνοι με την οικονομική επιφάνεια για να τη στηρίξουν. Στη διάρκεια του 20ου αιώνα όμως έγινε καθολικά αποδεκτή ως ένα οιονεί δικαίωμα που κάθε κοινωνία όφειλε να εξασφαλίζει στα μέλη της. Παρότι η απαλλαγή των δυτικών κοινωνιών από τις πιο φονικές μεταδοτικές ασθένειες ήταν αναμφίβολα μια σημαντική κατάκτησή τους (που παρεμπιπτόντως οφείλεται πρωτίστως σε βελτιώσεις στις συνθήκες υγιεινής των πόλεων και στη διατροφή και μόνο δευτερευόντως σε ιατρικές ανακαλύψεις), η λογική του «φυσικού» θανάτου, αν εξεταστεί ως προς τις έσχατες συνέπειές της, αποκαλύπτει μια προβληματική σχέση αυτών των κοινωνιών με την ιατρική εξουσία που φτάνει στα όρια της εξάρτησης. Αν ο «φυσικός» θάνατος οριστεί αρνητικά (όπως γίνεται κατά κόρον) ως ο θάνατος που δεν έχει ως αιτία του μια βιαιοπραγία ή μια ασθένεια, τι ακριβώς σημαίνει αυτό στην πράξη; Πρόκειται για το θάνατο που επέρχεται όταν το σώμα του ετοιμοθάνατου δεν είναι πλέον επιδεκτικό σε περαιτέρω ιατρικές παρεμβάσεις. Αν η ιατρική έχει καταφέρει να παρατείνει το προσδόκιμο ζωής σε κάποιες περιπτώσεις, έστω και για λίγα χρόνια, αυτό έχει γίνει εφικτό επειδή οι συνεχείς παρεμβάσεις της κρατάνε το θάνατο στην αίθουσα αναμονής. Κι έτσι ο νεκρός μπορεί να οριστεί και ως εξής: νεκρός είναι αυτός που δεν μπορεί πλέον να καταναλώσει ιατρικές υπηρεσίες. Αν ήταν ασθενής, το παντοδύναμο ιατρικό βλέμμα θα είχε τουλάχιστον επιχειρήσει να αναμετρηθεί με την ασθένεια και ο νεκρός θα είχε καταγραφεί ως θύμα της και φυσικά ως σεβαστός καταναλωτής φαρμάκων κι επεμβάσεων. Ο νεκρός από «φυσικά» αίτια σηματοδοτεί εκείνο το σημείο όπου σταματάει ολοσχερώς η παροχή ιατρικής φροντίδας.

Cyborg #19

Η γυμνή ζωή τελειώνει με ένα γυμνό θάνατο

Ακόμα και ο αστός όμως, παρά τις εναγώνιες επενδύσεις του (κυριολεκτικές ή συμβολικές) στην ιατρική ώστε να εξασφαλίσει μερικά χρόνια ζωής παραπάνω, είχε καταφέρει, τουλάχιστον μέχρι τον 20ο αιώνα, να διατηρήσει κάποια ψήγματα αυτονομίας μπροστά στον θάνατο. Και αυτή η αυτονομία αφορούσε στη στιγμή του θανάτου του. Συνεχίζοντας την παράδοση του Μεσαίωνα, το γεγονός του θανάτου ήταν μια διαβατήρια τελετή που λάμβανε χώρα κατά κανόνα στο σπίτι του ετοιμοθάνατου (όταν δεν επρόκειτο για κάτι το αναπάντεχο). Ειδικά στον Μεσαίωνα, ο ετοιμοθάνατος δεν τηρούσε απλώς μια παθητική στάση αναμονής και παραίτησης, αλλά λειτουργούσε μάλλον ως ιεράρχης τηρώντας ο ίδιος ένα συγκεκριμένο χριστιανικό πρωτόκολλο και  καθοδηγώντας τους παριστάμενους συγγενείς και φίλους ως προς τις δικές τους υποχρεώσεις. Επρόκειτο για μια δημόσια τελετή στην οποία μπορούσαν να συμμετάσχουν συγγενείς και γείτονες και από την οποία σε καμμία περίπτωση δεν αποκλείονταν τα παιδιά. Η στιγμή του θανάτου ήταν η μεγάλη σκηνή στην οποία ο ετοιμοθάνατος έπαιζε την τελευταία του παράσταση. Αυτή η υπέρμετρη εξουσία του ετοιμοθάνατου σταδιακά απαλλοτριώθηκε προς όφελος του οικογενειακού του περιβάλλοντος χωρίς όμως η τελετή να μετατοπιστεί εκτός σπιτιού. Η μετάβαση προς τον μαζικό θάνατο των νοσοκομείων θα γινόταν μόλις στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, σε συγχρονία με την εμφάνιση της μαζικής παραγωγής, της μαζικής κατανάλωσης και του πατερναλιστικού κράτους. Δεν είναι μόνο η εργασία και η υγεία που περνάνε στην άμεση δικαιοδοσία του γραφειοκρατικού κράτους, αλλά και ο ίδιος ο θάνατος.

Το παρακάτω απόσπασμα από το έργο του M. Vovelle, «Ο θάνατος και η Δύση από το 1300 ως τις μέρες μας», είναι εύγλωττο:

«Νοσοκομειοποίηση, ιατρικοποίηση, δύο μοτίβα που συνδυάζονται εδώ και ορίζουν μια νέα συνιστώσα του σύγχρονου συστήματος στον αστερισμό του θανάτου-ταμπού.
... Tο πρόβλημα είναι γενικό και επεκτείνεται σε όλο το προνομιούχο τμήμα της υφηλίου που γνώρισε τα ευεργετήματα της ιατρικής επανάστασης των τελευταίων δεκαετιών. Στη βάση βρίσκεται η πραγματική και καινοφανής εξουσία του γιατρού, του χειρουργού και του εντατικού νοσηλευτή, καθώς και η αυξημένη ευθύνη του κόσμου του νοσοκομείου, με όλα τα βοηθητικά του στελέχη – από την νοσοκόμα ως την καθαρίστρια –, στην οργάνωση της τελευταίας διάβασης. Στο στοιχειώδες ή καθημερινό επίπεδο ο «καταληκτικός» ασθενής, όπως λέγεται τώρα κατά τα αμερικανικά πρότυπα, αποκόβεται από τις παραδοσιακές προσφυγές στην οικογενειακή ομάδα. Ο νοσοκομειακός θάνατος είναι θάνατος μοναχικός· η μοναχικότητά του παίρνει υλική συμβολική υπόσταση με το παραβάν που τοποθετείται μέσα στον θάλαμο, σάμπως για να αποκρυβεί γελοιωδώς το ψυχομαχητό που είναι σε εξέλιξη. Και αυτό όμως αντικαθίσταται ολοένα και περισσότερο από το δωμάτιο απομόνωσης του ετοιμοθάνατου. Η αφοσίωση ενός καταπονημένου προσωπικού, που συχνά γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης στα παλιά νοσοκομειακά συστήματα της γηραιάς Ευρώπης, δεν αλλάζει τίποτα στο θεμελιώδες πρόβλημα του αρρώστου που πρόκειται να πεθάνει: στο ότι έχει δηλαδή γίνει μια περίπτωση, ένα αντικείμενο, στερημένο από κάθε αυτονομία και από το δικαίωμά του να γνωρίζει την κατάστασή του: εδώ κονταροχτυπιούνται, ως γνωστόν, πολλές στρατηγικές. Η αμερικανική ιατρική δεοντολογία επιβάλει να λέγεται η αλήθεια στον άρρωστο, ωμά μερικές φορές, ενώ οι περισσότεροι Γάλλοι γιατροί τού την κρύβουν, ή τουλάχιστον επιμένουν να μένουν αυτοί κύριοι ενός μυστικού, το οποίο επιφυλάσσονται να αποκαλύψουν, εν μέρει ή πλήρως, στην οικογένεια και ενδεχομένως στον ενδιαφερόμενο, Έτσι, η μοναξιά επιβαρύνεται με την ανηλικότητα ενός εξαρτημένου και παθητικού ασθενούς, από τον οποίον έχουν στερήσει το δικαίωμά του να διαχειριστεί ή να κατευθύνει, έστω και ελάχιστα, αυτός τον θάνατό του.»

Όχι τυχαία, ο νοσοκομειακός, ιατρικοποιημένος και μοναχικός θάνατος έφτασε στο παροξυσμικό του ζενίθ με τον κορωνοϊό. Ο ασθενής μπαίνει σε καραντίνα, σε μια πλήρη απομόνωση την οποία δεν επιτρέπεται να σπάσουν ούτε οι πιο στενοί του άνθρωποι. Μετατρέπεται σε ένα άθυρμα των ιατρικών παρεμβάσεων πάνω στις οποίες όχι μόνο δεν έχει κάποιο λόγο, αλλά και τυχόν αντίδρασή του μπορεί να τον στιγματίσει ως δυνάμει κίνδυνο για τη δημόσια υγεία. Κι αν τελικά επέλθει ο θάνατος, αυτός δεν έχει απλά μια μοναχικότητα, αλλά μια βαθιά μοναξιά, είναι βουτηγμένος σε μια πλήρη κοινωνική αποξένωση. Αντιστρέφοντας την κατά Αγκάμπεν έννοια της «γυμνής ζωής» θα μπορούσαμε να μιλήσουμε πλέον και για την έννοια του «γυμνού θανάτου»[4Βλ. το γνωστό βιβλίο του Αγκάμπεν, Homo Sacer, εκδ, Έρμα, μτφρ. Π. Τσιάμουρας, επιμ. Ν. Κατσιαούνης.].
Ο ασθενής από κορωνοϊό αποτελεί το κατοπτρικό είδωλο του homo sacer. Ενώ αυτός ο τελευταίος, με βάση το ρωμαϊκό δίκαιο, μπορούσε να θανατωθεί ατιμωρητί από τον οποιονδήποτε αλλά όχι να θυσιαστεί τελετουργικά, ο ασθενής από κορωνοϊό τυγχάνει μιας οιονεί «προστασίας» από το θεσμό της ιατρικής. Δεν του επιτρέπεται ούτε καν να αυτοκτονήσει. Βρίσκεται στην πλήρη δικαιοδοσία της ιατρικής, που είναι και η μόνη αρμόδια να επιλέξει το πώς θα πεθάνει, αν πεθάνει. Έχει γίνει το σφάγιο στον ιπποκράτειο βωμό. Μοιάζει έτσι με εκείνους τους καταδικασμένους σε θανατική ποινή για τους οποίους λαμβάνεται ειδική μέριμνα ώστε να μην βρουν τα μέσα να αυτοκτονήσουν πριν την εκτέλεση της ποινής. Γιατί σημασία δεν έχει τόσο η εκτέλεσή τους και η απαλλαγή της κοινωνίας από την παρουσία τους όσο η επιβεβαίωση της κρατικής και δικαστικής εξουσίας. Η αυτοκτονία θα συνιστούσε πρόκληση έναντι αυτής της εξουσίας. Μετά τη γυμνή ζωή, ο γυμνός θάνατος από κορωνοϊό έχει γίνει το τελευταίο στάδιο στο οποίο έχει προχωρήσει η ιατρο-πολιτική  εξουσία, μετατρεπόμενη απροκάλυπτα σε θανατο-πολιτική εξουσία. Δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει. Όταν κάποιος αποδέχεται να ζει ως κατοικίδιο σε καραντίνα, το νεκρό του σώμα δεν μπορεί παρά να αντιμετωπίζεται ως ψοφίμι.

Το κρατικό Danse Macabre

Cyborg #19

Σε καμμία περίπτωση ωστόσο αυτός ο γυμνός θάνατος από (ή ακόμα και απλά με) κορονωϊό δεν παραμένει ιδιωτική υπόθεση. Εδώ αντιθέτως παρατηρείται μια φαινομενικά παράδοξη αντιστροφή της συνήθους πρακτικής στις δυτικές χώρες να αποσιωπάται ο θάνατος και να καταστέλλεται ο θρήνος. Ο γυμνός θάνατος περιφέρεται σε δημόσια θέα. Ως πτώμα αεροστεγώς ασφαλισμένο (σαν να είναι απενεργοποιημένη υγειονομική βόμβα), ως μαζικοί τάφοι, ως φορτηγά που κουβαλάνε φέρετρα, ακόμα και ως ακτινογραφίες θώρακος και καμπύλες κρουσμάτων. Μια κρατικά ενορχηστρωμένη αναβίωση του Danse Macabre που όμως διέπεται από μια ακριβώς αντίθετη λογική και στόχευση. Ο μεσαιωνικός Χάρος που συνόδευε τους θνητούς στον τελευταίο τους χορό δεν είχε κάτι το μακάβριο, τουλάχιστον με βάση τις σύγχρονες συνδηλώσεις της έννοιας. Ο σκοπός των αναπαραστάσεων του Χάρου – σκελετού σε εναγκαλισμό με τα θύματά του δεν ήταν να γαργαλίσει «σκοτεινά» ένστικτα ούτε να προκαλέσει εκείνο το είδος της γλυκά πλαδαρής «κατάθλιψης» που συχνά προκαλεί η σημερινή ενασχόληση με κάποια «σκοτεινή» και μακάβρια θεματολογία. Ο Χάρος ήταν ένα αρκετά οικείο πρόσωπο, όχι μόνο μέσω των αναπαραστάσεών του, αλλά και μέσα στην καθημερινή ζωή. Το Danse Macabre είχε μια λειτουργία εμφατικής κατάφασης της ζωής, σχεδόν σαν μια γιορτή, μέσω της υπενθύμισης ότι ο θάνατος ήταν πάντα κοντά και δεν έκανε διακρίσεις. Σε κάποιες περιπτώσεις δε ενείχε ακόμα και ανατρεπτικά στοιχεία, επιμένοντας στον «δημοκρατικό» χαρακτήρα του θανάτου και επιφυλάσσοντας αρκετές δόσεις ειρωνείας για τους μεγάλους και ισχυρούς που μπροστά στον Χάρο συμπεριφέρονται σαν τρομαγμένα παιδάκια. Μεταξύ του 16ου και του 18ου αιώνα μάλιστα, η εικονογραφία του Θανάτου εμπλουτίζεται με ερωτικές σκηνές, παρουσιάζοντάς τον συστηματικά ως καταστατικά συνδεδεμένο με τον ίδιο τον Έρωτα.     

Το κρατικό Danse Macabre του 21ου αιώνα όμως, αυτό το ανελέητο carpet bombing με το θέαμα του θανάτου, δεν έχει φυσικά καμμία σχέση με κάποια, έστω έμμεση, εξύμνηση της ζωής και του έρωτα. Έρχεται να πατήσει πάνω σε και να εκμεταλλευτεί ένα ολόκληρο υπόστρωμα ανασφαλειών που το ίδιο το κράτος είχε φροντίσει να καλλιεργήσει συστηματικά εδώ και δεκαετίες, από τα τέλη του 20ου. Η μόνιμη επωδός των κρατικών κηρυγμάτων από τη Θάτσερ κι έπειτα περιλάμβανε πάντα την αποθέωση του ατόμου, ενός υπερτροφικού Εγώ με ανεξάντλητα ατομικά δικαιώματα. Το οποιοδήποτε παράπονο και η παραμικρή δυσφορία, για να ενταχθούν στη δημόσια συζήτηση, έπρεπε αναγκαστικά να εκφραστούν ως διεκδίκηση ατομικών δικαιωμάτων μέσω οργανωμένων ομάδων πίεσης. Είναι ακριβώς αυτό το βαθύτατα μικροαστικό και ψευδαισθησιακό αίσθημα μεγαλομανίας και υπερτίμησης του Εαυτού που έρχεται να συντρίψει με τον πιο εμφατικό τρόπο η κρατική θανατοπολιτική με τους πιστούς της μηχανισμούς χειραγώγησης. Οι μαζικοί τάφοι ήταν κοινή πρακτική στον Μεσαίωνα από τη στιγμή που σχεδόν κανείς (πέρα από τους μεγαλόσχημους) δεν θεωρούσε εαυτόν τόσο σημαντικό μέσα στο κοσμικό σύστημα ώστε να πιστεύει ότι αξίζει έναν προσωπικό χώρο μετά θάνατον. Οι σύγχρονοι μαζικοί τάφοι ως θέαμα στις οθόνες των τηλεοράσεων έρχονται να υπενθυμίσουν ότι κανείς δεν είναι τόσο σημαντικός μπροστά στον κρατικό Λεβιάβαν. Ο αναδυόμενος νεο-κρατισμός βρήκε μια ιδανική ευκαιρία για να δείξει τα δόντια του και να επιβεβαιώσει τελετουργικά το απόλυτο της εξουσίας του. Μοιάζει σχεδόν με πρόβα τζενεράλε μιας αναγκαίας μετάλλαξης του καπιταλισμού της 4ης βιομηχανικής επανάστασης προς μια πιο ολοκληρωτική μορφή (εφόσον και η Κίνα έχει αποδειχτεί τόσο επιτυχημένο μοντέλο [5Ορισμένοι «επαναστάτες» στα μέρη μας είδαν στις παρεμβάσεις του κινέζικου κράτους για τη διαχείριση του κορωνοϊού μια επιβεβαίωση της κρατικής ανωτερότητας έναντι της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, σχεδόν υπονοώντας ότι αυτό θα μπορούσε να διαβαστεί και ως ανωτερότητα του κομμουνισμού έναντι του καπιταλισμού. Όχι απλώς δεν έχουν αντιληφθεί το παραμικρό για την εξέλιξη του καπιταλισμού στον 21ο αιώνα, αλλά επιπλέον τρέχουν ολοταχώς προς τα πίσω. Μωραίνει Κύριος…]).

Οι νέοι φόβοι χρειάζονται τη δική τους μεταφυσική

Αυτή η φροντίδα του Εαυτού και το κανάκεμα του Εγώ, όσο κι αν κρύβονται πίσω από τα προσωπεία της ιατρικής επιστήμης και του υγιεινισμού, κουβαλάνε ένα βαρύ μεταφυσικό φορτίο. Η λατρεία του σώματος και μάλιστα του αθλητικού, άτρωτου σώματος που δεν το αγγίζουν ασθένειες και πρέπει να μένει εσαεί νεανικό δεν μπορεί να συντηρηθεί κοινωνικά αν στο βάθος της δεν υπάρχει κάποιο εσωτερικευμένο και διάχυτο ενοχικό σύνδρομο (και όχι απλώς ένας εξωτερικός καταναγκασμός). Αρχετυπικός μηχανισμός κατασκευής και καλλιέργειας τέτοιων συνδρόμων υπήρξε φυσικά η χριστιανική θεολογία με όλη την τρομακτική της εικονοποιία της Δευτέρας Παρουσίας και της Τελικής Κρίσης. Η σημερινή ενοχή απέναντι στο σώμα που αφήνεται να εκπέσει μοιάζει υπερβολικά πολύ με την ενοχή απέναντι στην ψυχή που υποκύπτει στους πειρασμούς της αμαρτίας.

Παρότι η πίστη σε μια μεταθανάτια συνέχιση της ύπαρξης είναι σχεδόν καθολική σε όλες τις θρησκείες και σε διάφορες παραλλαγές, η σύνδεση της μεταθανάτιας μοίρας του ατόμου με την εν ζωή ηθική διαγωγή του καθώς και η αντίληψη περί μίας και οριστικής κρίσης συνιστούν μοτίβα ιδιαζόντως χριστιανικά. Ούτε ο πολιτισμός της αρχαίας Αιγύπτου ούτε οι πολιτισμοί της κεντρικής Αμερικής ή της Ινδικής χερσονήσου ανέπτυξαν ποτέ τέτοιες αντιλήψεις. Για πολλούς από αυτούς τους πολιτισμούς, η μεταθανάτια μοίρα είναι τελείως αποσυνδεδεμένη από το ηθικό στοιχείο και εξαρτάται από τον τρόπο θανάτου, την κοινωνική θέση του νεκρού και την επιτυχή ή μη τήρηση ενός πρωτοκόλλου με τις όποιες τεχνικές λεπτομέρειες του [6Για σχετικές μελέτες αναφορικά με τις αντιλήψεις περί θανάτου διαφόρων πολιτισμών, βλ. Το βιβλίο Θάνατος και εσχατολογικά οράματα, εκδ. Αρχέτυπο, επιμ. Φ. Τερζάκης.]. Ακόμα κι εκεί όπου υπάρχει η παρουσία του ηθικού στοιχείου, όπως στις ινδουιστικές αντιλήψεις για το κάρμα, απουσιάζει από την άλλη η ιδέα μιας οριστικής κρίσης και της αιώνιας τιμωρίας. Ο κύκλος των μετενσαρκώσεων κλείνει με την τελική απελευθέρωση. Το μοτίβο της τελικής κρίσης φαίνεται να εισάγεται πρώτα στον εβραϊσμό μετά τη βαβυλωνιακή εξορία (κατά τον 6ο αιώνα π.Χ., μεγάλος αριθμός εβραίων είχε εξαναγκαστεί σε εξορία στη Βαβυλώνα), όταν και αυτός ήρθε σε επαφή με τον ζωροαστρισμό (που είχε αναπτύξει εγγενώς παρόμοιες ιδέες) και ως αντίδραση σε αυτό που οι εβραίοι βίωναν ως κοσμική αδικία που είναι αδύνατον να εξηγηθεί λογικά. Αν η εξιλέωση δεν ήταν δυνατή σε αυτόν τον κόσμο, έπρεπε να μεταφερθεί στον επόμενο. Από εκεί φαίνεται να πέρασε στον χριστιανισμό η ιδέα μιας τελικής ηθικής κρίσης, που όμως και σε αυτόν παρέμενε εν υπνώσει για αιώνες, μέχρι σχεδόν τα τέλη του Μεσαίωνα. Μέχρι τότε, η Δευτέρα Παρουσία σήμαινε ότι όσοι ήταν χριστιανοί θα μετοικούσαν σχεδόν αυτόματα στον παράδεισο, ενώ η κόλαση περίμενε τους απίστους που δεν είχαν δεχτεί το χριστιανικό κήρυγμα. Μόνο με την απαρχή της εξατομίκευσης στις δυτικές κοινωνίες προς το τέλος του Μεσαίωνα έγινε δυνατή και η εξατομίκευση της μεταθανάτιας κρίσης.

Σταδιακά οι ευρωπαϊκές κοινωνίες απέβαλαν το θρησκευτικό περίβλημα του ενοχικού συνδρόμου που ανέπτυξαν ως αντίδραση στην ιδέα της ατομικής τελικής κρίσης. Με τη βοήθεια του προτεσταντισμού, αυτό το ενοχικό σύνδρομο εκκοσμικεύτηκε σε μεγάλο βαθμό για να λάβει τη μορφή της εργασιακής ηθικής. Το έχουμε αναφέρει ήδη: το ιδανικό για τον κλασσικό αστό του 19ου αιώνα ήταν να πεθάνει, αν είναι δυνατό, εν ώρα εργασίας· και για αυτόν το σκοπό ήταν διατεθειμένος να πληρώνει αδρά τις όποιες ιατρικές υπηρεσίες ήταν διαθέσιμες. Η σύγχρονη λατρεία του σώματος, ως σύμπτωμα της φοβίας απέναντι στις ασθένειες και εν τέλει στον ίδιο το θάνατο, αποτελεί την τελευταία μεταμόρφωση του χριστιανικού ενοχικού συνδρόμου. Με την πρόσθετη επισήμανση ότι δεν απέχει πολύ από τη προτεσταντική εργασιακή ηθική: το σώμα οφείλει να διατηρείται σε καλή κατάσταση, ακολουθώντας έναν οιονεί ασκητικό τρόπο ζωής (π.χ., να μην καπνίζει), για να μπορεί να παραμένει παραγωγικό, όχι για να μπορεί να απολαμβάνει (η ηδονή με την υγεία μικρή σχέση έχουν και πάντως μάλλον έμμεση). Μια απαίτηση που θα γίνεται όλο και πιο επιτακτική καθώς οι τεχνολογίες της 4ης βιομηχανικής επανάστασης θα χρειάζονται ένα σώμα σε συνεχή υπερ-ένταση [7Κάτι που συμβαίνει ήδη, ακόμα και σε χαμηλά αμειβόμενες δουλειές. Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, η 4η βιομηχανική επανάσταση δεν θα έχει ως αποτέλεσμα τον άυλο καπιταλισμό. Οι απαιτήσεις πάνω στα σώματα, αν και διαφορετικής ποιότητας σε σχέση με τις προηγούμενες βιομηχανικές επαναστάσεις, μπορεί να είναι εξίσου βαριές. Βλ. Το άρθρο σε αυτό το τεύχος του Cyborg, Τα ρομπότ δεν μας παίρνουν τις δουλειές μας. Γίνονται οι επιστάτες μας.].
Αν κάτι φάνηκε με αφορμή τον κορωνϊό είναι και η έκταση όλων αυτών των κατά βάση μεταφυσικών φοβιών και συνδρόμων που έχουν αναπτύξει οι υπήκοοι των δυτικών κοινωνιών  σχετικά με το σώμα και τον θάνατο – και που πλέον έχουν γίνει σχεδόν παγκόσμια νόρμα. Δεν θα μπορούσαν φυσικά να περάσουν ανεκμετάλλευτες από τις κρατικές υπηρεσίες. Το ότι η ιδεολογική τοποθέτηση μοιάζει να είναι ένας παράγοντας σχεδόν αδιάφορος σε σχέση με το κατά πόσον κάποιος μπορεί να υποκύψει σε τέτοιες φοβίες και στην κρατική τους διαχείριση, πέρα από τη ολοσχερή χρεωκοπία της ρεφορμιστικής και της «επαναστατικής» αριστεράς, δείχνει και κάτι άλλο: ότι αυτές οι φοβίες έχουν γίνει πλέον δεύτερη φύση ενός συντριπτικά μεγάλου ποσοστού των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών. Το τελετουργικό του γυμνού θανάτου όμως είναι το μόνο που ταιριάζει πλέον σε κοινωνίες τόσο πιστά αφοσιωμένες στη λατρεία του σώματος και στους εξορκισμούς των ασθενειών.

Separatrix

Cyborg #19

Σημειώσεις

1 - Ειρωνεία της ιστορίας: οι S.P.K., διαβόητοι για τον επιθετικό τους ήχο και τις προκλητικά μακάβριες εμφανίσεις τους, είχαν δηλώσει κάποτε ότι έχουν υιοθετήσει αυτή τη συγκεκριμένη στάση επί τούτου, ώστε, μέσω της ακραίας πρόκλησης, να αποφύγουν την απορρόφησή τους από το εμπορευματικό κύκλωμα. Τους ήταν δύσκολο να συλλάβουν ότι ακόμα και η πρόκληση η ίδια μπορεί να μετατραπεί σε εμπόρευμα και σε ένα ακόμα lifestyle. Μία βόλτα στα «σκοτεινά» νυχτομάγαζα μιας οποιασδήποτε δυτικής μητρόπολης μπορεί να πείσει τον οποιοδήποτε για του λόγου το αληθές.
[ επιστροφή]

2 - Οι εργασίες του Philippe Ariès είναι οι πιο γνωστές σχετικά την ιστορία των δυτικών αντιλήψεων και πρακτικών γύρω από το θάνατο. Βλ. το έργο του Ο άνθρωπος ενώπιον του θανάτου, εκδ. Εστία, μτφρ. Θ. Νικολαΐδης. Λιγότερο γνωστό αλλά επίσης σημαντικό είναι και το έργο του M. Vovelle, Ο θάνατος και η Δύση από το 1300 ως τις μέρες μας, εκδ. Νεφέλη, μτφρ. Κ. Κουρεμένος, επιμ. Γ. Λυκιαρδόπουλος.
[ επιστροφή]

3 - Βλ. τις σχετικές αναλύσεις για το θάνατο στο βιβλίο του Ιβάν Ίλλιτς «Ιατρική Νέμεση. Η απαλλοτρίωση της υγείας.», εκδ. Νησίδες, μτφρ. Β. Τομανάς.
[ επιστροφή]

4 - Βλ. το γνωστό βιβλίο του Αγκάμπεν, Homo Sacer, εκδ, Έρμα, μτφρ. Π. Τσιάμουρας, επιμ. Ν. Κατσιαούνης.
[ επιστροφή]

5 - Ορισμένοι «επαναστάτες» στα μέρη μας είδαν στις παρεμβάσεις του κινέζικου κράτους για τη διαχείριση του κορωνοϊού μια επιβεβαίωση της κρατικής ανωτερότητας έναντι της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, σχεδόν υπονοώντας ότι αυτό θα μπορούσε να διαβαστεί και ως ανωτερότητα του κομμουνισμού έναντι του καπιταλισμού. Όχι απλώς δεν έχουν αντιληφθεί το παραμικρό για την εξέλιξη του καπιταλισμού στον 21ο αιώνα, αλλά επιπλέον τρέχουν ολοταχώς προς τα πίσω. Μωραίνει Κύριος,..
[ επιστροφή]

6 - Για σχετικές μελέτες αναφορικά με τις αντιλήψεις περί θανάτου διαφόρων πολιτισμών, βλ. Το βιβλίο Θάνατος και εσχατολογικά οράματα, εκδ. Αρχέτυπο, επιμ. Φ. Τερζάκης.
[ επιστροφή]

7 - Κάτι που συμβαίνει ήδη, ακόμα και σε χαμηλά αμειβόμενες δουλειές. Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, η 4η βιομηχανική επανάσταση δεν θα έχει ως αποτέλεσμα τον άυλο καπιταλισμό. Οι απαιτήσεις πάνω στα σώματα, αν και διαφορετικής ποιότητας σε σχέση με τις προηγούμενες βιομηχανικές επαναστάσεις, μπορεί να είναι εξίσου βαριές. Βλ. Το άρθρο σε αυτό το τεύχος του Cyborg, Τα ρομπότ δεν μας παίρνουν τις δουλειές μας. Γίνονται οι επιστάτες μας.
[ επιστροφή]

κορυφή