#09 - 06/2017
«Ω, εσείς, κυβερνήσεις του Βιομηχανικού Κόσμου, εσείς που μοιάζετε με εξαντλημένους και παρωχημένους γίγαντες από σάρκα και μέταλλο, έρχομαι από τον Κυβερνοχώρο, την νέα κατοικία του Νου. Εκ μέρους του μέλλοντος, σας καλώ, εσάς του παρελθόντος, να μας αφήσετε ήσυχους. Δεν είσαστε καλοδεχούμενοι ανάμεσά μας. Εκεί που εμείς μαζευμόμαστε, εσείς δεν έχετε κυριαρχικά δικαιώματα.
Εφόσον δεν διαθέτουμε κάποια εκλεγμένη κυβέρνηση και ούτε σκοπεύουμε να εκλέξουμε κάποια, απευθύνομαι σε σας χωρίς να διαθέτω κάποια εξουσιοδότηση μεγαλύτερη από αυτή με την οποία μιλάει η ίδια η ελευθερία. Ανακηρύσσω τον παγκόσμιο κοινωνικό χώρο που χτίζουμε ως εκ της φύσεώς του ανεξάρτητο από τις διάφορες μορφές τυραννίας που θέλετε να μας επιβάλετε. Δεν έχετε κανένα ηθικό δικαίωμα να μας εξουσιάζετε, αλλά ούτε και μεθόδους επιβολής με τις οποίες θα μπορούσατε πραγματικά να μας εκφοβίσετε.
Η ισχύς των κυβερνήσεων πηγάζει από τη συναίνεση των κυβερνωμένων. Τη δική μας συναίνεση ούτε μας την έχετε ζητήσει ούτε σας την έχουμε δώσει. Δεν σας προσκαλέσαμε. Δεν γνωρίζετε ούτε εμάς ούτε τον κόσμο μας. Ο κυβερνοχώρος δεν βρίσκεται εντός των δικώς σας συνόρων. Μην έχετε την εντύπωση ότι μπορείτε να τον χτίσετε σαν να ήταν κανένα δημόσιο εργό. Δεν μπορείτε να το κάνετε. Είναι ένα είδος φυσικής ενέργειας που αναπτύσσεται μέσω των συλλογικών πράξεών μας.
Ούτε συμμετείχατε ποτέ στις μεγάλες μας συζητήσεις ούτε και δημιουργήσατε τον πλούτο των αγορών μας. Δεν γνωρίζετε την κουλτούρα μας, τα ήθη μας και τους άγραφους μας κώδικες συμπεριφοράς που ήδη παρέχουν περισσότερη τάξη στην κοινωνία απ' όλα τα μέτρα που εσείς μπορείτε να επιβάλετε.
Ισχυρίζεστε ότι στο εσωτερικό μας υπάρχουν προβλήματα που πρέπει να λυθούν. Χρησιμοποιείτε αυτόν τον ισχυριμό ως πρόσχημα για να εισβάλετε στις περιοχές της δικής μας δικαιοδοσίας. Πολλά απ' αυτά τα προβλήματα δεν υπάρχουν καν. Κι όπου υπάρχουν όντως συγκρούσεις, όπου υπάρχουν σφάλματα, είναι δική μας δουλειά να τα εντοπίσουμε και να τα αντιμετωπίσουμε με τον δικό μας τρόπο. Γράφουμε το δικό μας Κοινωνικό Συμβόλαιο. Αυτή η μορφή διακυβέρνησης θα προκύψει μέσα από τις συνθήκες που επικρατούν στον δικό μας κόσμο, όχι στον δικό σας. Ο δικός μας κόσμος είναι διαφορετικός.
Ο κυβερνοχώρος αποτελείται από συναλλαγές, από σχέσεις και από την ίδια τη σκέψη, παραταγμένα μέσα στο δίκτυο των επικοινωνιών μας όπως ένα στάσιμο κύμα. Ο δικός μας κόσμος είναι ένας κόσμος που είναι ταυτόχρονα παντού και πουθενά, αλλά πάντως δεν βρίσκεται εκεί που ζουν τα σώματα.
Δημιουργούμε έναν κόσμο όπου ο καθένας μπορεί να εισέλθει, χωρίς προνόμια και προκαταλήψεις, που πηγάζουν από αντιλήψεις περί φυλής, από την οικονομική δύναμη και τη στρατιωτική ισχύ ή από τον τόπο γέννησης.
Δημιουργούμε έναν κόσμο όπου ο καθένας μπορεί οπουδήποτε να εκφράζει τις πεποιθήσεις του, όσο περιθωριακές κι αν είναι, χωρίς το φόβο να του επιβληθεί η σιωπή ή η συμμόρφωση προς κάποια πρότυπα.
Δεν μας αφορούν οι νομικές σας έννοιες περί ιδιοκτησίας, έκφρασης, ταυτότητας και κίνησης. Όλες τους βασίζονται στην ύλη, αλλά ύλη δεν υπάρχει εδώ.
Οι ταυτότητές μας δεν έχουν σώματα, κι έτσι, σε αντίθεση με σας, δεν γίνεται να μας επιβληθεί τάξη μέσω φυσικού καταναγκασμού. Πιστεύουμε ότι η δική μας μορφή διακυβέρνησης θα προκύψει μέσα από τις προσωπικές μας αρχές, το πεφωτισμένο προσωπικό συμφέρον και το κοινωνικό συμφέρον. Οι ταυτότητές μας μπορεί να βρίσκονται κατανεμημένες σε πολλές από τις περιοχές δικής σας δικαιοδοσίας. Ο μόνος νόμος που γίνεται καθολικά αποδεκτός απ' όλους μας είναι ο Χρυσός Κανόνας. Ελπίζουμε ότι πάνω σε αυτή τη βάση θα καταφέρουμε να βρούμε τις δικές μας λύσεις. Όμως δεν μπορούμε να αποδεχτούμε τις λύσεις που εσείς προσπαθείτε να μας επιβάλετε.
Στις Η.Π.Α. έχετε φτιάξει έναν νόμο, την Πράξη Μεταρρύθμισης των Τηλεπικοινωνιών, που έρχεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα και αποτελεί προσβολή προς τα όνειρα των Jefferson, Washington, Mill, Madison, DeToqueville και Brandeis. Με μας πρέπει να ξαναγεννηθούν αυτά τα όνειρα.
Τα ίδια σας τα παιδιά σάς τρομοκρατούν, όντας ιθαγενείς σε έναν κόσμο που εσείς θα είστε πάντα μετανάστες. Επειδή τα φοβάστε, εναποθέτετε στις γραφειοκρατίες σας τις γονικές σας ευθύνες που τόσο πολύ τρέμετε να αναλάβετε. Στον δικό μας κόσμο, όλα τα συναισθήματα και οι εκφράσεις της ανθρωπότητας, από τις πιο χυδαίες μέχρι τις πιο αγγελικές, αποτελούν μέρος ενός αναπόσπαστου όλου, της παγκόσμιας συνομιλίας ανάμεσα σε bit. Δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε τον αποπνικτικό αέρα από αυτόν που επιτρέπει στα πουλιά να πετούν.
Στην Κίνα, στη Γερμανία, στη Γαλλία, στη Ρωσσία, στην Σιγκαπούρη, στην Ιταλία, στις Η.Π.Α. προσπαθείτε να φυλαχτείτε από τον ιό της ελευθερίας μέσα από την ανέγερση φυλακίων στα σύνορα του Κυβερνοχώρου. Αυτά ίσως εμποδίσουν τη μετάδοση του ιού για ένα μικρό διάστημα, αλλά δεν θα κρατήσουν πολύ σε έναν κόσμο γεμάτο από μέσα που θα λειτουργούν με bit.
Οι όλο και πιο παρωχημένες βιομηχανίες σας της πληροφορίας θα προσπαθήσουν να κρατηθούν στη ζωή προτείνοντας νόμους, στην Αμερική κι αλλού, με τους οποίους θα κατοχυρώνουν δικαιώματα ιδιοκτησίας του λόγου σε όλο τον κόσμο. Σύμφωνα με αυτούς τους νόμους, οι ιδέες δεν είναι κι αυτές τίποτα άλλο παρά ένα βιομηχανικό προϊόν, όχι πιο ευγενείς από κάτι σαν τον αργό σίδηρο. Στον δικό μας κόσμο, ο,τιδήποτε μπορεί να δημιουργήσει ο ανθρώπινος νους μπορεί να αναπαραχθεί και να διαμοιρασθεί επ' άπειρον κι άνευ κόστους. Η παγκόσμια διακίνηση της πληροφορίας δεν χρειάζεται πια τα εργοστάσιά σας.
Αυτά τα όλο και πιο επιθετικά και αποικιοκρατικά μέτρα που λαμβάνετε μας τοποθετούν στην ίδια θέση με εκείνους τους πολύτιμους εραστές της ελευθερίας και της αυτοδιάθεσης που χρειάστηκε να αντιταχθούν στις επιταγές δυνάμεων απόμακρών και απληροφόρητων. Πρέπει να ανακηρύξουμε τους εικονικούς εαυτούς μας ως απρόσβλητους απέναντι στην κυριαρχία σας, ακόμα κι αν συνεχίζουμε να αποδεχόμαστε την ισχύ που διαθέτετε επί των σωμάτων μας. Θα διαχυθούμε σε ολόκληρο τον Πλανήτη έτσι ώστε κανείς να μην μπορεί να συλλάβει τις σκέψεις μας. Θα δημιουργήσουμε έναν πολιτισμό του Νου μέσα στον Κυβερνοχώρο. Μακάρι αυτός να είναι πιο ανθρώπινος και δίκαιος από τον κόσμο που μέχρι τώρα έχουν φτιάξει οι κυβερνήσεις μας.»
Νταβός, Ελβετία
8 Φεβρουαρίου 1996
Το 1995 υπήρξε η χρονιά της πρώτης πλήρους εμπορικής απελευθέρωσης του διαδικτύου, η υποδομή του οποίου βρισκόταν μέχρι τότε υπό την εποπτεία του αμερικανικού κράτους. Ένα χρόνο αργότερα, στις αρχές του 1996, η αμερικανική κυβέρνηση προτείνει (και το Κονγκρέσσο υπερψηφίζει στις 8 Φεβρουαρίου) ένα νομοθέτημα, την λεγόμενη Πράξη περί Τηλεπικοινωνιών (Telecommunications Act), με σκοπό να ρυθμίσει το νέο τοπίο που θα προέκυπτε στον χώρο των τηλεπικοινωνιών μετά το άνοιγμα και του διαδικτύου. Επί της ουσίας, ο εν λόγω νόμος στόχευε στο να δημιουργήσει ένα ανταγωνιστικό επιχειρηματικό περιβάλλον γύρω από το διαδίκτυο και τις υποδομές του στο οποίο θα μπορούσε να εισέλθει οποιαδήποτε επιχείρηση το ήθελε, χωρίς πολλές δυσκολίες και προσκόμματα. Το κείμενο που παραθέτουμε παραπάνω, ως μία από τις πρώτες αντιδράσεις κατά του νόμου, κυκλοφόρησε την ίδια εκείνη μέρα υπερψήφισής του, με τον εμφατικό τίτλο «Διακήρυξη Ανεξαρτησίας του Διαδικτύου». Γραμμένο από τον John Perry Barlow (πρώην μέλος των Grateful Dead) και με εμφανή την πρόθεση να παραπέμψει στην αμερικανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας (από την βρετανική επικυριαρχία) του 1776, μοιάζει σχεδόν με ένα μανιφέστο του κυβερνοχώρου. Δίνει την εντύπωση (γραμμένο μάλιστα από έναν καλλιτέχνη) μιας από-τα-κάτω αντίστασης απέναντι σε προσπάθειες περίφραξης του διαδικτύου, που μέχρι τότε αποτελούσε έναν χώρο ελευθερίας, έναν χώρο «ψηφιακών κοινών».
Παρότι λίγοι σήμερα θα συμμερίζονταν τον υψηλόφρονα τόνο του, ωστόσο το συγκεκριμένο κείμενο εξακολουθεί ακόμα να συμπυκνώνει ένα σύμπλεγμα επιχειρημάτων που αποτελεί τη βασική γραμμή άμυνας απέναντι σε ό,τι κατά καιρούς γίνεται αντιληπτό ως απόπειρα κατάλυσης ή περιορισμού της ελευθερίας στο διαδίκτυο – ένα σύμπλεγμα που έχει καθιερωθεί να αναφέρεται ως η «κυβερνοελευθεριακή ιδεολογία» [1Βλ. το άρθρο του David Golumbia «Cyberlibertarianism: The Extremist Foundations of Digital Freedom» και την ομιλία του James Boyle «Foucault in Cyberspace».]. Όταν δε τέτοιου είδους επιχειρήματα συνδυαστούν και με μια σειρά από «ανατρεπτικά» τεχνολογικά προϊόντα και πρακτικές - όπως το «κίνημα» του ανοιχτού λογισμικού, το hacking, τα κρυπτονομίσματα και η κρυπτογράφηση εν γένει, η πειρατεία, τα συστήματα ομότιμης (peer-to-peer) παραγωγής και διαμοιρασμού, κ.ο.κ. - τότε σχηματίζει κανείς την εντύπωση ότι μαίνεται ένα είδος ανταρτοπολέμου ανάμεσα στον «λαό του διαδικτύου» και στα μεγάλα συμφέροντα εταιρειών και κρατών. Όχι αναπάντεχα(;), μεγάλο κομμάτι της αριστεράς (ακόμα και της άκρας αριστεράς) φαίνεται ότι έχει σπεύσει να πάρει θέση σε αυτή τη διαμάχη - αυτονόητο υπέρ ποίου. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα, δεν έχει αρκεστεί στην υιοθέτηση κυβερνοελευθεριακών επιχειρημάτων αλλά έχει επιπλέον πλειοδοτήσει όσον αφορά στις χειραφετητικές δυνατότητες αυτών των «αντάρτικων» διαδικτυακών πρακτικών και τεχνικών. Έχουμε τις επιφυλάξεις μας τόσο όσον αφορά στο βαθμό συγγένειας της αριστερής με την κυβερνοελευθεριακή ιδεολογία όσο και σχετικά με το ποιο είναι το πραγματικό διακύβευμα αυτής της «διαμάχης». Επιφυλάξεις που θα μπορούσαν να είχαν γεννηθεί και μέσα στους κόλπους της αριστεράς, αν είχε κάνει τον κόπο να παρατηρήσει ότι η κυβερνοελευθεριακή ιδεολογία αποτελεί άρθρο πίστης και για άτομα σαν τον Sergey Brin (συνιδρυτής της Google) και τον Zuckerberg του Facebook.
Ο συγγραφέας του Μανιφέστου για τον Κυβερνοχώρο δεν είναι κάποιο τυχαίο πρόσωπο μέσα στην ιστορία της κυβερνοελευθεριακής ιδεολογίας. Μαζί με κάποια άλλα πρόσωπα, όπως ο Kevin Kelly (αρχισυντάκτης του τεχνολαγνικού περιοδικού Wired) και ο Stewart Brand (εκδότης του θρυλικού για την αμερικανική αντικουλτούρα των 60s και 70s Whole Earth Catalog) υπήρξαν πρωτεργάτες αυτής της ιδεολογίας, με ρίζες που ανάγονται αρκετά πριν από το 1996, ήδη από τη δεκαετία του 60. Όπως επίσης δεν είναι τυχαία και η ιδιότητά του ως μέλους ενός ροκ συγκροτήματος της εποχής. Το μη τυχαίο εδώ έγκειται στο ότι ο πυρήνας αυτής της ιδεολογίας ουσιαστικά πρωτο-εκφράστηκε κι αναπτύχθηκε μέσα στους κόλπους του διάχυτου ελευθεριακού κλίματος που επικρατούσε στα κινήματα της αντικουλτούρας εκείνων των δεκαετιών [2Για περισσότερες ιστορικές λεπτομέρειες, βλ. το άρθρο των Barbrook και Cameron «The Californian ideology», όπως και το βιβλίο του Fred Turner «From counterculture to cyberculture: Stewart Brand, the Whole Earth Network, and the rise of digital utopianism». Τα ιστορικά στοιχεία που παρουσιάζουμε εδώ αναφέρονται κυρίως στις Η.Π.Α., μιας κι εκεί γεννήθηκε η κυβερνοελευθεριακή ιδεολογία και μόνο σε δεύτερο χρόνο εξήχθη και σε άλλες χώρες.].
Είναι μάλλον γνωστό ότι τα κινήματα εκείνης της εποχής δεν αποτελούσαν ένα συμπαγές μέτωπο με ομοιομορφία ως προς τους σκοπούς και τα μέσα για την επίτευξή τους. Ωστόσο, πίσω από την ποικιλομορφία τους, συμμερίζονταν έναν κοινό πυρήνα ανησυχιών, που κατά κύριο λόγο εκφραζόταν ως δυσφορία απέναντι σε αυτό που μέχρι τότε παρουσιαζόταν ως το πρότυπο της ευτυχισμένης ζωής για έναν μέσο αμερικάνο· γιατί προϋπέθετε την ένταξη μέσα σε γραφειοκρατικά οργανωμένες ιεραρχίες, δουλειές που απαιτούσαν την εκτέλεση ανιαρών κι επαναλαμβανόμενων εργασιών, μειωμένη αυτονομία κι εν γένει ό,τι θα μπορούσε να ονομαστεί ως αποξενωμένη εργασία. Η απόρριψη του «προτύπου-για-τον-χαρούμενο-αμερικάνο» συχνά δεν έμενε μόνο στα λόγια. Από τη μία, οι πολιτικές ομάδες, στη λογική του ότι «πρέπει να εφαρμόζουμε στην πράξη τις αρχές μας», επιχειρούσαν να οργανωθούν στη βάση αντι-ιεραρχικών δομών. Από την άλλη, έκανε την εμφάνισή του κι ένα διόλου ευκαταφρόνητο κίνημα ανάπτυξης κοινοβίων, πολλές φορές στη λογική της επιστροφής στη φύση, μέσα στα οποία η ζωή όφειλε να είναι το αντίθετο της εργασιακής ρουτίνας και της υπακοής σε μηχανικούς κανόνες. Κι όλα αυτά συχνά συνοδεύονταν κι από ηδονιστικά προτάγματα που τόσο σκανδάλιζαν τον παραδοσιακό συντηρητισμό του «χαρούμενου αμερικάνου» που ορκιζόταν στο τρίπτυχο δουλειά-σπίτι-οικογένεια.
Λιγότερο γνωστή όμως είναι η ύπαρξη ενός χάσματος ανάμεσα σε δύο τάσεις της αντικουλτούρας των 60s, που μπορεί να μην πήρε ποτέ τις διαστάσεις ενός ανοιχτού ρήγματος με τις συνεπαγόμενες ιδεολογικές εχθροπραξίες, αλλά που αποδείχθηκε εκ των υστέρων ως κρίσιμης σημασίας για το θέμα μας. Η μία από αυτές τις τάσεις εκφράστηκε σε αυτό που αργότερα ονομάστηκε Νέα Αριστερά και περιλάμβανε ένα πλήθος πολιτικών ομάδων με συγγένειες προς την ευρέως εννοούμενη αριστερά, χωρίς όμως να ταυτίζονται απαραίτητα με κάποια ορθοδοξία και πολλές φορές ανοίγοντας τη συζήτηση προς νέες προβληματικές (π.χ., περί φυλής και φύλου). Για όλες αυτές τις ομάδες, ήταν αυτονόητο ότι ο δρόμος προς την υπέρβαση της αποξενωμένης εργασίας κι εν γένει όλων των διαχωρισμών περνούσε απαραίτητα μέσα από πρακτικές συλλογικής οργάνωσης και πολιτικής διεκδίκησης στον δημόσιο χώρο. Χαρακτηριστικό της δεύτερης τάσης ήταν ακριβώς η απόρριψη τέτοιων πρακτικών. Στα μάτια πολλών απ' όσους βρήκαν διέξοδο στα κοινόβια και στη φύση, οι παραδοσιακές μορφές πολιτικής δράσης (στις οποίες ενέτασσαν κι αυτές της Νέας Αριστεράς) ήταν χρεωκοπημένες κι εξ αρχής ύποπτες ως ευεπίφορες σε καταπιεστικές ιεραρχίες. Ως αντίδοτο απέναντι σε τέτοιους κινδύνους, αυτό που προέταξαν δεν ήταν μόνο η επιστροφή στη φύση αλλά και η επιστροφή στον ίδιο τον εαυτό, μια αναδίπλωση προς εξερεύνηση της ατομικής συνείδησης, ως απαραίτητο βήμα για την υπέρβαση των όποιων εσωτερικών αγκυλώσεων κι εσωτερικευμένων εξουσιαστικών ροπών.
Το φαινομενικά παράδοξο με αυτή την κοινοβιακή τάση ήταν ότι η διάθεσή τους για επιστροφή στη φύση δεν συνεπαγόταν και κάποια καθολική απόρριψη της τεχνολογίας. Αντιθέτως! Σε μια diy λογική αυτο-αξιοποίησης, χρειάζονταν «πρόσβαση σε εργαλεία» (όπως το έθετε το Whole Earth Catalog) που θα διευκόλυναν και θα επιτάχυναν την αυτο-εξερεύνηση (π.χ., ψυχεδελικές ουσίες για εξερεύνηση της συνείδησης) και τον βαθμό αυτάρκειάς τους (με κάθε είδους γκατζετάκια της εποχής). Εργαλεία που μια εκδημοκρατισμένη τεχνολογία θα μπορούσε και όφειλε να παραγάγει και να τα κάνει προσιτά σε όλους [3Το γνωστό ποίημα του Brautigan, «All Watched Over By Machines Of Loving Grace» είναι άκρως ενδεικτικό: «I like to think (and the sooner the better!) - of a cybernetic meadow - where mammals and computers live together in mutually programming harmony - like pure water touching clear sky.
...
Θέλω να φαντάζομαι (κι όσο πιο σύντομα συμβεί τόσο το καλύτερο!) - ένα κυβερνητικό λιβάδι - όπου θηλαστικά και υπολογιστές θα ζουν μαζί σε αμοιβαία προγραμματιζόμενη αρμονία - σαν κρυστάλλινο νερό που αγγίζει έναν καθαρό ουρανό.]. Το ακόμα πιο εντυπωσιακό ωστόσο είναι ότι βρήκαν ένα είδος ιδεολογικής νομιμοποίησης σε θεωρίες που γεννήθηκαν μέσα από τα σπλάχνα του στρατο-βιομηχανικού συμπλέγματος: στη θεωρία των συστημάτων και της κυβερνητικής. Ένα βασικο χαρακτηριστικό των συγκεκριμένων θεωριών που άσκησε γοητεία σε αυτές τις κοινοβιακές κοινότητες, με την ούτως ή άλλως θετική προδιάθεσή τους προς ολιστικές αντιλήψεις, ήταν το γεγονός ότι παρείχαν ένα μοντέλο αντι-ιεραρχικής οργάνωσης όπου κάθε κόμβος του συστήματος μπορεί να συνομιλεί με οποιονδήποτε άλλο σε ισότιμη βάση κι όπου τελικά η όποια δομή προκύπτει δεν επιβάλλεται άνωθεν αλλά αναδύεται μέσα από τη δράση των μεμονωμένων κόμβων. Άσχετα με το κατά πόσον αυτή η αντίληψη ανταποκρίνεται όντως στην πραγματικότητα της κυβερνητικής θεωρίας, το σημαντικό είναι ότι έτσι ερμηνεύτηκε εκείνη τη στιγμή από εκείνες τις ομάδες. Το πιθανότερο είναι βέβαια να μην είχαν επίγνωση των πηγών της θεωρίας συστημάτων μέσα στα στρατιωτικά εργαστήρια. Όμως η κυβερνητική είχε ήδη τότε δραπετεύσει από τα εργαστήρια των μηχανικών και είχε γίνει ένα αρκετά διαδεδομένο διανοητικό μοντέλο που «εφαρμοζόταν» στους πιο διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους (ακόμα και στην ανθρωπολογία, κυρίως μέσα από το έργο του Gregory Bateson).
Για κάποια χρόνια η κοινοβιακή τάση πορεύτηκε παράλληλα με αυτή της Νέας Αριστεράς. Οι μοίρες τους όμως υπήρξαν αρκετά διαφορετικές. Ενώ τα κινήματα της Νέας Αριστεράς συσσώρευαν ήττες, ήδη από τη δεκαετία του 70, η τεχνοελευθεριακή τάση, παρότι σε πρακτικό επίπεδο βίωσε κι αυτή μια κάμψη με τη διάλυση πολλών κοινοβίων, σε ιδεολογικό επίπεδο κατάφερε να παραμείνει ζωντανή. Εν τέλει έγινε και κυρίαρχη, ιδιαίτερα με τη διάδοση των προσωπικών υπολογιστών από τη δεκαετία του 80 και κατόπιν με τη διάδοση του διαδικτύου. Βρίσκοντας καινούρια έμπνευση στις θεωρίες του Marhsal McLuhan, που έβλεπαν στα νέα μέσα δυνατότητες ενδυνάμωσης των ατόμων και αυθόρμητης ανάδυσης ενός εικονικού δήμου, πέρα από τον έλεγχο επιχειρήσεων και κρατών, προχώρησαν σε μια μετακένωση των τεχνοελευθεριακών ιδεών τους σε συμφραζόμενα αμιγώς πληροφοριακά. Κι ως αποτέλεσμα γεννήθηκε η κυβερνοελευθεριακή ιδεολογία: τα νέα ψηφιακά μέσα, με τις εγγενείς χειρεφετητικές τους δυνατότητες, επιτρέπουν στον καθένα ισότιμη συμμετοχή σε έναν χώρο ελευθερίας που πρέπει να αφεθεί ελεύθερος από εξωτερικές παρεμβάσεις - κι εδώ πρέπει να εννοούνται κυρίως οι κρατικές ρυθμίσεις [4Οι αντιφάσεις της κυβερνοελευθεριακής ιδεολογίας δεν είναι σπάνιες. Από τη μία, τα νέα μέσα θα οδηγήσουν νομοτελειακά σε μαρασμό των μεγάλων εξουσιαστικών δομών, όπως είναι τα κράτη· απ’ την άλλη πρέπει να προφυλαχτούν από εξωτερικές παρεμβάσεις, όπως αυτές του κράτους - άρα η επικράτησή τους δεν είναι και τόσο νομοτελειακή τελικά... Από τη μία, οι ιδέες και τα δεδομένα πρέπει να κυκλοφορούν ελεύθερα κι ανοιχτά στον κυβερνοχώρο• απ’ την άλλη καταδικάζουμε πρακτικές παραβίασης της ιδιωτικότητας... Αλλά αν τα ψηφιακά δεδομένα πρέπει να είναι ανοιχτά, γιατί να μην είναι και τα προσωπικά ψηφιακά δεδομένα ανοιχτά και προσβάσιμα...; Ο φετιχισμός της πληροφορίας, συστατικό κομμάτι αυτής της ιδεολογίας, δύσκολα μπορεί να προσφέρει πειστικές διεξόδους από τέτοιες αντιφάσεις. ].
Το γιατί όμως κατάφερε να επιβιώσει και τελικά να επικρατήσει η κυβερνοελευθεριακή ιδεολογία χρειάζεται μια εξήγηση. Κατά τη γνώμη μας, η ήττα της Νέας Αριστεράς και η κυριαρχία της ελευθεριακής ιδεολογίας δεν είναι δύο εξελίξεις απλά παράλληλες, αλλά συμπληρωματικές. Και ο συνδετικός κρίκος που τις ενώνει λέγεται αναβίωση του φιλελευθερισμού. Αρχικά ως οικονομική ορθοδοξία τη δεκαετία του 70, στη συνέχεια ως πολιτική πρακτική από τη δεκαετία του 80 (κυρίως σε Η.Π.Α. και Βρετανία αρχικά) και - το σημαντικότερο για τους σκοπούς αυτής εδώ της συζήτησης - ως κοινωνική ιδεολογία κατά τη διάρκεια όλων αυτών των δεκαετιών μέχρι και σήμερα.
Ως οικονομικό δόγμα, ο φιλελευθερισμός δεν έσβησε ποτέ τελείως αλλά σε κάθε περίπτωση παρέμεινε ένα μάλλον περιθωριακό ρεύμα κατά τα μεταπολεμικά χρόνια στη Δύση και πάντα στη σκιά των τότε κυρίαρχων κεϋνσιανών πολιτικών. Χρειάστηκε να περιμένει μέχρι τη δεκαετία του 70 για να επανεμφανιστεί δυναμικά, ως πραγματική εναλλακτική, και πάλι στο προσκήνιο [5Δεν θα επιμείνουμε εδώ, αλλά απλώς σημειώνουμε ότι ο νεοφιλελευθερισμός είχε ορισμένες ουσιώδεις διαφορές σε σχέση με τον κλασσικό φιλελευθερισμό (π.χ. την αναγνώριση της κεντρικότητας του κράτους ως επιτηρητή της σωστής λειτουργίας της αγοράς). Για τις περιπέτειες του νεοφιλελευθερισμού, βλ. Κόκκινες σελίδες, τεύχος 0.3, «Η γέννηση του νεοφιλελευθερισού στα 30s».]. Μεταξύ άλλων, είχε να προσφέρει και το εξής όπλο στα χέρια των αφεντικών: μια απάντηση σε ένα γενικευμένο κύμα άρνησης της εργασίας [6Βλ. Κόκκινες σελίδες, τεύχη 2,3,4, «Ηπα: η εξέγερση ενάντια στην εργασία - Η άρνηση της εργασίας», «Porto Marghera (Βενετία): η άρνηση της εργασίας», «Η άρνηση της εργασίας στη Γαλλία... και το νέο πνεύμα του καπιταλισμού».]. Η δυσφορία απέναντι στην αποξενωμένη εργασία δεν εκφράστηκε μόνο μέσα από δράσεις στην κεντρική πολιτική σκηνή ή μέσα από τον κοινοβιακό αναχωρητισμό. Υπήρξε και μια μορφή αντίδρασης εξίσου (αν όχι περισσότερο) ανησυχητική για τις επιχειρήσεις σε μεγάλο κομμάτι του δυτικού κόσμου και είχε να κάνει με τους ίδιους τους χώρους εργασίας. Η πλήρης άρνηση ένταξης στο εργατικό δυναμικό, η εργασία χαμηλής ποιότητας, οι συνεχείς απουσίες από τη δουλειά, τα εργατικά σαμποτάζ και οι επίμονες απεργίες: αυτοί ήταν μερικοί από τους τρόπους με τους οποίους μια ολόκληρη γενιά εξέφρασε τη δική της αποξένωση απέναντι στην αποξενωμένη εργασία - και στην ηθική της.
Η αρχική αντίδραση των αφεντικών υπήρξε τυπικά παραδοσιακή: παραχωρήσεις με όρους εργασιακής ασφάλειας, υψηλότερων μισθών κ.ο.κ. Συνειδητοποιώντας όμως ότι ούτε αυτές οι παραχωρήσεις μπορούσαν να αναστρέψουν το κύμα άρνησης της εργασίας, κάποια εξ αυτών (οι πιο «οραματιστές») μετέφεραν το παιχνίδι στο κέντρο της αντι-εργασιακής ρητορικής κι έπαιξαν το χαρτί της παραχώρησης αυξημένης «αυτονομίας» στους εργάτες· αλλά μέσα από το (νέο-)φιλελεύθερο πρίσμα της ατομικής αυτο-πραγμάτωσης. Μεταφέρουμε ένα απόσπασμα από τις Κόκκινες σελίδες, τεύχος 4, «Η άρνηση της εργασίας στη Γαλλία... και το νέο πνεύμα του καπιταλισμού»:
«Αλλά η πραγματική καινούργια ιδέα ήταν η αναγνώριση της αξίας της απαίτησης για αυτονομία, κι ακόμα περισσότερο ότι αυτή έγινε η κεντρική αξία στην καινούργια βιομηχανική, και ευρύτερα καπιταλιστική ρύθμιση.
...
Με μια αξιοσημείωτη πολιτική αναστροφή, η αυτονομία ανταλλάχτηκε με την ασφάλεια. Ο αγώνας των εργοδοτών κατά των συνδικάτων και η στροφή τους προς μεγαλύτερη εξατομικευμένη αυτονομία και εξατομικευμένη αμοιβή έγινε με τους ενδεδειγμένους τρόπους - δηλαδή, με την αλλαγή της οργάνωσης της εργασίας και με την αύξηση της παραγωγικότητας.
...
Όπως συνέβη και με την ερμηνεία της απαίτησης των φοιτητών για αυτονομία, έτσι κι εδώ, η αυτονομία εννοήθηκε σαν κατάσταση που αφορά τα άτομα (που ελέγχονται λιγότερο σφικτά απ’ την ιεραρχία) και σαν κατάσταση παραγωγικών μονάδων (τμήματα, δηλαδή, που τώρα αντιμετωπίζονται σαν ανεξάρτητες μονάδες και ανεξάρτητα κέντρα κερδοφορίας· ή η ανάπτυξη των υπεργολαβιών). Ο κόσμος της εργασίας θα εξελισσόταν σε ένα πεδίο που αποτελείται από ατομικές οντότητες, συνδεδεμένες μεταξύ τους με κάποιο είδος δικτύου.»
Κι αν η φιλελεύθερη ρητορική της αυτο-πραγμάτωσης μπόρεσε να πιάσει μέσα στους χώρους εργασίας, το ίδιο κατάφερε κι εκτός αυτών: μέσα από την ενσωμάτωση εντός του καπιταλιστικού κύκλου των διαφόρων lifestyle και περιθωριακών καλλιτεχνικών/αισθητικών ρευμάτων, επανανοηματοδοτώντας τα φυσικά ως ατομικές επιλογές που επέτρεπαν στον καθένα «να βρει τον εαυτό του». Δεν είναι δύσκολο να δει κανείς πώς κουμπώνει η κυβερνοελευθεριακή ιδεολογία με το «νέο πνεύμα του καπιταλισμού». Αυτονομία, αυτο-πραγμάτωση, επικέντρωση στο άτομο, συνδέσεις/σχέσεις υπό τη μορφή δικτύων: κοινό λεξιλόγιο μέσα στο οποίο οι κυβερνοελευθεριακοί θα ένιωθαν σαν το ψάρι στο νερό. Με το έξτρα μπόνους ότι μπορούσαν να διατηρήσουν και μια (ψευδ-)αίσθηση «περιθωριακότητας»· ως ένα ακόμα lifestyle.
Ειδικά για τον κλάδο της πληροφορικής, μια άλλη εξέλιξη έχει κι αυτή τη σημασία της εδώ. Η αναδιοργάνωση της παραγωγής πάνω σε πιο αυτοματοποιημένα κι ευέλικτα πρότυπα, μέσα από διαδικασίες όπως η τριτογενοποίηση και ο τογιοτισμός [7Βλ. Κόκκινες σελίδες, τεύχος 5, «Η αποδιάρθρωση της εργασίας - Τριτογενοποίηση...».], έκανε προφανές ότι οι τεχνολογίες της πληροφορικής θα έπαιζαν κεντρικό ρόλο. Όπως και η κατηγορία εκείνη των εργαζομένων υψηλής εξειδίκευσης που θα έφερναν εις πέρας αυτή την αναδιάρθρωση και για τους οποίους επιφυλασσόταν (αρχικά...) μια ευνοϊκή μεταχείριση. Η εξύμνηση αυτής της νέας κατηγορίας εργαζομένων βρήκε την ιδεολογική της έκφραση και στις τότε (τέλη δεκαετίας 60, αρχές 70) πρωτο-εμφανιζόμενες θεωρίες περί μετα-βιομηχανικού καπιταλισμού. Δεξαμενές σκέψης και διανοούμενοι (όπως χαρακτηριστικά ο Daniel Bell, με το βιβλίο του «Η έλευση της μετα-βιομηχανικής κοινωνίας») έβλεπαν ως σχεδόν νομοτελειακή τη μετάβαση προς ένα νέο καπιταλιστικό μοντέλο, οργανωμένο κυρίως γύρω από την παροχή υπηρεσιών, όπου η «γνώση» και η «σκέψη» (κι όχι η χειρωνακτική εργασία) θα γίνονταν οι κινητήριες δυνάμεις. Κι όπου η σημαντικότερη κατηγορία εργαζομένων θα ήταν η λεγόμενη «τάξη της γνώσης»· δηλαδή οι επιστήμονες, οι μηχανικοί και οι μάνατζερς [8Βλ. το δεύτερο κεφάλαιο στο βιβλίο του Dyer-Witheford, «Cyber-Marx: cycles and circuits of struggle in high-technology capitalism». Έχει το ιστορικό ενδιαφέρον του εδώ: όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, οι θεωρίες περί μετα-βιομηχανικού καπιταλισμού έχουν κάποιες ρίζες και σε εξ αριστερών κριτικές της σοβιετικήςένωσης, κυρίως μέσα από τροτσκιστικούς κύκλους! Παράδειγμα είναι το έργο του Burnham, «The managerial revolution» (που είχε κυκλοφορήσει ήδη από το 1941), στο οποίο επιχειρεί να περιγράψει την άνοδο μιας άρχουσας γραφειοκρατικής ελίτ στη σοβιετική ένωση, μια τάση που όμως μπορούσε να παρατηρηθεί και σε άλλες χώρες, όπως στις η.π.α. της εποχής του new deal. Ο Daniel Bell είχε τσαλαβουτήξει στα νιάτα του σε τροτσκιστικά νερά και μάλλον είχε υπόψιν του τέτοιες αναλύσεις. Τις παρέλαβε λοιπόν... και τις αντέστρεψε. Η «τάξη της γνώσης» του Bell είναι μια αντεστραμμένη εκδοχή των κατά Burnham γραφειοκρατικών ελίτ!].
Μετά απ’ αυτά, τίνος πράγματος αποτελεί λοιπόν έκφραση η κυβερνοελευθεριακή ιδεολογία; Η ταπεινή μας άποψη είναι ότι μικρή σχέση μπορεί να έχει με κάποιου είδους υπεράσπιση των ψηφιακών κοινών, όπως αρκετά συχνά παρουσιάζεται ή και θέλει να αυτο-παρουσιάζεται. Αποτελεί περισσότερο μείγμα ενός αυτάρεσκου τεχνολογικού ντετερμινισμού, εκφρασμένου σε κυβερνο-πληροφοριακή ορολογία, και μιας ακραίας εκδοχής ατομικιστικού φιλελευθερισμού. Κι από αυτή την άποψη αποτελεί όντως ιδεολογία, με την πιο στενή, μαρξιανή έννοια του όρου: ψευδή συνείδηση στην υπηρεσία της καπιταλιστικής αλλαγής παραδείγματος που έχει ξεκινήσει από τη δεκαετία του 70. Είναι η ήττα των κινημάτων εκείνης της δεκαετίας, ανάστροφα παρουσιασμένη και σερβιρισμένη ως νίκη.
Μια ένσταση που μπορεί να υπάρξει σε αυτό το σημείο είναι ότι η κυβερνοελευθεριακή ιδεολογία δεν έχει απαραίτητα σχέση με τις αντάρτικες πρακτικές υπεράσπισης των ψηφιακών κοινών, όπως οι άδειες ανοιχτού κώδικα, το hacking, τα κρυπτονομίσματα, κ.ο.κ. Δεν μπορούμε να αναφερθούμε σε όλες αυτές τις πρακτικές εδώ, αλλά θα σταθούμε σε δύο τωρινά παραδείγματα.
Παράδειγμα πρώτο: υπάρχει μια πληθώρα από άδειες ανοιχτού κώδικα, διαβαθμισμένες ανάλογα με το πόσο αυστηρή θέλει να κάνει κανείς την απαίτηση ο κώδικας να παραμείνει ανοιχτός στα διάφορα δυνατά στάδια επεξεργασίας και τροποποίησής του. Χοντρικά μιλώντας, όσο πιο αυστηρή θεωρείται μια άδεια, τόσο πιο πιθανό είναι ο κώδικας να παραμείνει ανοιχτός. Αυτή τη στιγμή, ως αυστηρότερες θεωρούνται οι λεγόμενες GNU GPL άδειες, εμπνευστής των οποίων είναι ο γνωστός Richard Stallman. Δύο σημεία αξίζει να τονιστούν εδώ. Πρώτον, ακόμα και στις GNU GPL άδειες (επαναλαμβάνουμε: τις πιο αυστηρές), δεν υπάρχει κανένας όρος που να αποτρέπει είτε την εμπορική είτε ακόμα και την κρατική/στρατιωτική αξιοποίησή τους. Οι περισσότεροι σέρβερ ανά τον κόσμο τρέχουν σε ανοιχτό κώδικα (ή παραλλαγές του). Όπως και τα έξυπνα κινητά της Google. Πολύ πιθανό, όπως και το σύστημα καθοδήγησης των πυραύλων ενός drone…
Δεύτερο σημείο, κατ' αρχάς υπό μορφή ερωτήματος: μήπως έχει παρατηρήσει κανείς κάποιο κίνημα που να προεκτείνει την έννοα του «ανοιχτού» και στις υλικές υποδομές των πληροφοριακών τεχνολογιών, ένα κίνημα “ανοιχτού υλικού”; [9Το open hardware αναφέρεται στο άνοιγμα των σχεδίων (design, κάπως σαν τα αρχιτεκτονικά σχέδια ενός κτιρίου), όχι των ίδιων των υλικών συσκευών. ] Η απουσία ενός τέτοιου κινήματος ούτε τυχαία είναι ούτε απλή παράλειψη. Ο ίδιος ο Stallman είναι που επιμένει ότι η έννοια της ιδιοκτησίας στο επίπεδο των «ιδεών» πρέπει να παραμείνει διαχωρισμένη από την ίδια έννοια στο υλικό επίπεδο. Η συλλογιστική που χρησιμοποιεί για να δικαιολογήσει αυτόν τον διαχωρισμό είναι ελαφρώς «διαστροφική», [10Βλ. το δοκίμιο του John Pedersen, «Free culture in context: property and the politics of free software», ο οποίος είχε άμεση επικοινωνία με τον Stallman ακριβώς για αυτό το θέμα. Μπορεί να βρεθεί στο https://commoning.wordpress.com.] αλλά είναι κάτι άλλο στο οποίο θα θέλαμε να εστιάσουμε. Είτε έχει επίγνωση του πράγματος είτε όχι, ο Stallman, με αυτή την διαχωριστική λογική, επί της ουσίας αναπαράγει έναν από τους βασικούς πυλώνες της κυβερνοελευθεριακής ιδεολογίας: ότι οι «ιδέες» είναι κάτι το ιδιαίτερο και ως τέτοιες πρέπει να τυγχάνουν και ιδιαίτερης μεταχείρισης. Πιο πεζά και «κυνικά», αναπαράγει τη διάκριση χειρωνακτικής - πνευματικής εργασίας, επιφυλάσσοντας έτσι και μια πιο αναβαθμισμένη θέση για όσους εργάζονται «πνευματικά»· για όσους είναι μέλη της «τάξης της γνώσης» (αυτό μήπως λέγεται και κλαδική νοοτροπία;).
Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, αναδύεται και μια συνέπεια ακόμα πιο ανησυχητική. Όταν θέλουν να αντιμετωπίσουν το ζήτημα της δυνατότητας για εμπορική εκμετάλλευση, οι οπαδοί του ανοιχτού λογισμικού συνήθως προτάσσουν το επιχείρημα ότι αυτή ναι μεν μπορεί να μην αποκλείεται, αλλά καθίσταται επί της ουσίας ασύμφορη, λόγω των αυστηρών απαιτήσεων της άδειας. Η πράξη έχει δείξει ότι μάλλον δεν συμβαίνει ακριβώς αυτό. Μέσα σε συνθήκες (φιλελεύθερου πάντα) ανταγωνισμού, αυτός που μπορεί να αποσπάσει κέρδη από κάτι που κυκλοφορεί ελεύθερα είναι εκείνος που έχει ένα κρίσιμο μέγεθος, τόσο από άποψη υλικοτεχνικών υποδομών όσο κι από άποψη εργατικού δυναμικού - όπου εκεί, όπως είπαμε, δεν τίθεται θέμα «ανοιχτότητας». 'Η, με άλλα λόγια, όποιος είναι ήδη ισχυρός [11Κάτι που, παρεμπιπτόντως, θυμίζει και την τυπικά αστικο-φιλελεύθερη αποσύνδεση της πολιτικής από την οικονομική ισότητα, με τις γνωστές συνέπειες που μπορεί να έχει η οικονομική ανισότητα στις δυνατότητες για πολιτική ισότητα.]. Από αυτή την άποψη επομένως, το ανοιχτό λογισμικό όχι μόνο δεν προστατεύει κάποια ψηφιακά κοινά, αλλά επί της ουσίας αποτελεί ένα συγκεκριμένο τύπο επιχειρηματικού μοντέλου που έχει τη δυνατότητα να μεταβολίζει αυτά τα κατ' αρχάς κοινά σε κατ' εξοχήν εμπορικά προϊόντα· χωρίς να επιστρέφει κάτι στους αρχικούς δημιουργούς. Αντί για υπεράσπιση των ψηφιακών κοινών μέσω των αδειών ανοιχτού κώδικα, μήπως θα έπρεπε επομένως να γίνεται λόγος και για μια διαδικασία ψηφιακής πρωταρχικής συσσώρευσης;
Παράδειγμα δεύτερο: η διαμάχη γύρω από την ουδετερότητα του διαδικτύου (net neutrality). Με τεχνικούς όρους, το διακύβευμα εδώ αφορά στο αν και κατά πόσον θα πρέπει τα πακέτα πληροφορίας που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο να αντιμετωπίζονται ως ισότιμα (όπως γίνεται τώρα) ή αν σε κάποια από αυτά θα πρέπει να δίνεται προτεραιότητα, ενδεχομένως ανάλογα και με το περιεχόμενό τους. Στη δεύτερη περίπτωση, θα μπορεί, π.χ., κάποιος πάροχος υπηρεσιών βίντεο να πληρώνει τους κατόχους του (φυσικού) δικτύου περισσότερα χρήματα ώστε αυτοί να δίνουν προτεραιότητα στα δικά του βίντεο για να φτάνουν ταχύτερα στους συνδρομητές της υπηρεσίας. Η κυρίαρχη δημόσια εικόνα που έχει σχηματισθεί και για αυτή τη διαμάχη έχει τοποθετήσει από τη μία τις μεγάλες εταιρείες κι από την άλλη τα δικαιώματα του «διαδικτυακού λαού», υπερασπιστές των οποίων παρουσιάζονται διάφοροι κυβερνοελευθεριακοί, σαν αυτούς του Electronic Frontier Foundation (συνιδρυτής του οποίου υπήρξε και ο Barlow).
Όμως δεν τάσσονται όλες οι εταιρείες υπέρ της κατάργησης της διαδικτυακής ουδετερότητας. Η Google είναι κι εδώ με το μέρος του «λαού». Λόγω των ευαισθησιών της; Όχι ακριβώς. Μέχρι τώρα, η Google, όπως κι όλοι οι πάροχοι περιεχομένου, πληρώνουν στους κατόχους του φυσικού δικτύου μια συγκεκριμένη ταρίφα, ανάλογα με τον όγκο των διακινούμενων πακέτων. Όμως αυτά τα πακέτα, στο βαθμό που περιέχουν πληροφορίες εμπορικά αξιοποιήσιμες (π.χ., προσωπικά δεδομένα αξιοποιήσιμα για διαφημιστικούς σκοπούς [12Βλ. τα σχετικά στοιχεία που παρατίθενται στην εισήγηση της εκδήλωσης του Game Over «Το τέλος της ιδιωτικότητας;: αυτοέκθεση και η εμπορευματοποίηση των προσωπικών δεδομένων».]), έχουν αρχίσει να αποκτάνε μια επιπλέον αξία που δεν συσχετίζεται γραμμικά με τον όγκο τους, αλλά πλέον και με το περιεχόμενό τους. Η διαμάχη γύρω από την διαδικτυακή ουδετερότητα έχει επομένως κι αυτή την διάσταση: κατά πόσον οι κάτοχοι του φυσικού δικτύου θα μπορέσουν να αποσπάσουν ένα κομμάτι από την πίτα των κερδών που «κρύβονται» μέσα στα διαδικτυακά πακέτα ή αν οι πάροχοι περιεχομένου θα παραμείνουν οι προνομιούχοι, χωρίς να αναγκαστούν να ανταγωνιστούν μεταξύ τους για την πρόσβαση στις «λεωφόρους» του διαδικτύου. Για τους κυβερνοελευθεριακούς όμως, το ζήτημα παραμένει πάντα μια αφηρημένη έννοια ελευθερίας.
Αν κάτι γίνεται φανερό από τα παραπάνω παραδείγματα (τουλάχιστον στα δικά μας μάτια), αυτό είναι το εξής: οι διαμάχες γύρω από το διαδίκτυο συχνά διαθέτουν πτυχές που λιγότερο έχουν να κάνουν με κάποια «ελευθερία» σε αυτό και περισσότερο με την προσπάθεια του νέου καπιταλιστικού παραδείγματος να βρει καινούριες ισορροπίες. Όπως και με τους ισχυρούς του παίκτες που προσπαθούν να καταλάβουν μια όσο το δυνατό πιο προνομιούχα θέση και να βρούν νέα επιχειρηματικά μοντέλα. Είμαστε της άποψης ότι η κυβερνοελευθεριακή ιδεολογία, παρότι μπορεί να συμμεριζόμαστε ορισμένες ανησυχίες με τους θιασώτες της, δεν μπορεί (και δεν είχε ποτέ τον σκοπό) να χρησιμεύσει ως ανάχωμα έναντι των ψηφιακών περιφράξεων. Κι αυτή η αδυναμία της είναι η καλύτερη εκδοχή του προβλήματος.
Γιατί στην χειρότερη, λειτουργεί ακριβώς ως ιδεολογία, μετατρέποντας τους θιασώτες της σε ουρά του τάδε ή του δείνα μπλοκ συμφερόντων. Ακόμα κι όταν πιστεύουν βαθιά το αντίθετο [13Για τις πιο σκοτεινές πλευρές του ελεύθερου λογισμικού, βλ. και Cyborg, τεύχος 6, «"free" as in "free software": μικρό αφιέρωμα στο ελεύθερο λογισμικό». Ειδικότερα για το hacking, βλ. Cyborg, τεύχος 4, «Το hacking ως ιδεολογία».].
Separatrix
1 - Βλ. το άρθρο του David Golumbia «Cyberlibertarianism: The Extremist Foundations of Digital Freedom» και την ομιλία του James Boyle «Foucault in Cyberspace».
[ επιστροφή ]
2 - Για περισσότερες ιστορικές λεπτομέρειες, βλ. το άρθρο των Barbrook και Cameron «The Californian ideology», όπως και το βιβλίο του Fred Turner «From counterculture to cyberculture: Stewart Brand, the Whole Earth Network, and the rise of digital utopianism». Τα ιστορικά στοιχεία που παρουσιάζουμε εδώ αναφέρονται κυρίως στις Η.Π.Α., μιας κι εκεί γεννήθηκε η κυβερνοελευθεριακή ιδεολογία και μόνο σε δεύτερο χρόνο εξήχθη και σε άλλες χώρες.
[ επιστροφή ]
3 - Το γνωστό ποίημα του Brautigan, «All Watched Over By Machines Of Loving Grace» είναι άκρως ενδεικτικό:
«I like to think (and the sooner the better!)
of a cybernetic meadow
where mammals and computers live together in mutually programming harmony
like pure water touching clear sky.
...
Θέλω να φαντάζομαι (κι όσο πιο σύντομα συμβεί τόσο το καλύτερο!)
ένα κυβερνητικό λιβάδι
όπου θηλαστικά και υπολογιστές θα ζουν μαζί σε αμοιβαία προγραμματιζόμενη αρμονία
σαν κρυστάλλινο νερό που αγγίζει έναν καθαρό ουρανό.
[ επιστροφή ]
4. Οι αντιφάσεις της κυβερνοελευθεριακής ιδεολογίας δεν είναι σπάνιες. Από τη μία, τα νέα μέσα θα οδηγήσουν νομοτελειακά σε μαρασμό των μεγάλων εξουσιαστικών δομών, όπως είναι τα κράτη· απ’ την άλλη πρέπει να προφυλαχτούν από εξωτερικές παρεμβάσεις, όπως αυτές του κράτους - άρα η επικράτησή τους δεν είναι και τόσο νομοτελειακή τελικά... Από τη μία, οι ιδέες και τα δεδομένα πρέπει να κυκλοφορούν ελεύθερα κι ανοιχτά στον κυβερνοχώρο· απ’ την άλλη καταδικάζουμε πρακτικές παραβίασης της ιδιωτικότητας... Αλλά αν τα ψηφιακά δεδομένα πρέπει να είναι ανοιχτά, γιατί να μην είναι και τα προσωπικά ψηφιακά δεδομένα ανοιχτά και προσβάσιμα...; Ο φετιχισμός της πληροφορίας, συστατικό κομμάτι αυτής της ιδεολογίας, δύσκολα μπορεί να προσφέρει πειστικές διεξόδους από τέτοιες αντιφάσεις.
[ επιστροφή ]
5 - Δεν θα επιμείνουμε εδώ, αλλά απλώς σημειώνουμε ότι ο νεοφιλελευθερισμός είχε ορισμένες ουσιώδεις διαφορές σε σχέση με τον κλασσικό φιλελευθερισμό (π.χ., την αναγνώριση της κεντρικότητας του κράτους ως επιτηρητή της σωστής λειτουργίας της αγοράς). Για τις περιπέτειες του νεοφιλελευθερισμού, βλ. Κόκκινες σελίδες, τεύχος 0.3, «Η γέννηση του νεοφιλελευθερισού στα 30s».
[ επιστροφή ]
6 - Βλ. Κόκκινες σελίδες, τεύχη 2,3,4, «Ηπα: η εξέγερση ενάντια στην εργασία - Η άρνηση της εργασίας», «Porto Marghera (Βενετία): η άρνηση της εργασίας», «Η άρνηση της εργασίας στη Γαλλία... και το νέο πνεύμα του καπιταλισμού».
[ επιστροφή ]
7 - Βλ. Κόκκινες σελίδες, τεύχος 5, «Η αποδιάρθρωση της εργασίας - Τριτογενοποίηση...».
[ επιστροφή ]
8 - Βλ. το δεύτερο κεφάλαιο στο βιβλίο του Dyer-Witheford, «Cyber-Marx: cycles and circuits of struggle in high-technology capitalism». Έχει το ιστορικό ενδιαφέρον του εδώ: όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, οι θεωρίες περί μετα-βιομηχανικού καπιταλισμού έχουν κάποιες ρίζες και σε εξ αριστερών κριτικές της σοβιετικήςένωσης, κυρίως μέσα από τροτσκιστικούς κύκλους! Παράδειγμα είναι το έργο του Burnham, «The managerial revolution» (που είχε κυκλοφορήσει ήδη από το 1941), στο οποίο επιχειρεί να περιγράψει την άνοδο μιας άρχουσας γραφειοκρατικής ελίτ στη σοβιετική ένωση, μια τάση που όμως μπορούσε να παρατηρηθεί και σε άλλες χώρες, όπως στις η.π.α. της εποχής του new deal. Ο Daniel Bell είχε τσαλαβουτήξει στα νιάτα του σε τροτσκιστικά νερά και μάλλον είχε υπόψιν του τέτοιες αναλύσεις. Τις παρέλαβε λοιπόν... και τις αντέστρεψε. Η «τάξη της γνώσης» του Bell είναι μια αντεστραμμένη εκδοχή των κατά Burnham γραφειοκρατικών ελίτ!
[ επιστροφή ]
9 - Το open hardware αναφέρεται στο άνοιγμα των σχεδίων (design, κάπως σαν τα αρχιτεκτονικά σχέδια ενός κτιρίου), όχι των ίδιων των υλικών συσκευών.
[ επιστροφή ]
10 - Βλ. το δοκίμιο του John Pedersen, «Free culture in context: property and the politics of free software», ο οποίος είχε άμεση επικοινωνία με τον Stallman ακριβώς για αυτό το θέμα. Μπορεί να βρεθεί στο https://commoning.wordpress.com.
[ επιστροφή ]
11 - Κάτι που, παρεμπιπτόντως, θυμίζει και την τυπικά αστικο-φιλελεύθερη αποσύνδεση της πολιτικής από την οικονομική ισότητα, με τις γνωστές συνέπειες που μπορεί να έχει η οικονομική ανισότητα στις δυνατότητες για πολιτική ισότητα.
[ επιστροφή ]
12 - Βλ. τα σχετικά στοιχεία που παρατίθενται στην εισήγηση της εκδήλωσης του Game Over «Το τέλος της ιδιωτικότητας;: αυτοέκθεση και η εμπορευματοποίηση των προσωπικών δεδομένων».
[ επιστροφή ]
13 - Για τις πιο σκοτεινές πλευρές του ελεύθερου λογισμικού, βλ. και Cyborg, τεύχος 6, «"free" as in "free software": μικρό αφιέρωμα στο ελεύθερο λογισμικό». Ειδικότερα για το hacking, βλ. Cyborg, τεύχος 4, «Το hacking ως ιδεολογία».
[ επιστροφή ]