#04 - 10/2015
Μιλώντας για hacking, αναφερόμαστε σε αυτό που έχει καθιερωθεί να λέγεται black hat hacking. Για όσους τυχόν δεν γνωρίζουν, μέσα στην “κοινότητα” των χάκερ (που δεν είναι μία και δεν είναι κοινότητα), έχουν γίνει επικές μάχες σχετικά με το ποιος δικαιούται να αυτοαποκαλείται χάκερ και ποιος όχι και η αναζήτηση του ορισμού για τον “πραγματικό” χάκερ φέρνει λίγο σε κάτι από την αναζήτηση του Αγίου Δισκοπότηρου. Σύμφωνα με την κατασταλαγμένη σοφία που μας παραδίδεται “το να κάνεις hacking είχε ένα πιο γενικό νόημα και σήμαινε βασικά το να είσαι εφευρετικός και να ξεπερνάς τα όρια του δυνατού. Το hacking δεν περιοριζόταν μόνο στην βελτίωση ενός λειτουργικού συστήματος. Μπορούσες να κάνεις hacking σε οποιοδήποτε μέσο, δε χρειαζόταν απαραίτητα να είναι υπολογιστές. Το hacking σαν μια γενική έννοια είναι μια στάση απέναντι στη ζωή. Τι έχει πλάκα για σένα; Αν το να ανακαλύπτεις παιγνιωδώς έξυπνους τρόπους που θεωρούνταν αδύνατοι παλιά έχει πλάκα, τότε είσαι ένας χάκερ. Γύρω στο 1981, όταν οι δημοσιογράφοι έμαθαν για τους χάκερ, τους παρεξήγησαν εντελώς και νόμιζαν ότι hacking σήμαινε να παραβιάζεις την ασφάλεια του συστήματος. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Πρώτα απ’ όλα υπάρχουν πολλοί τρόποι να κάνεις hacking που δεν έχουν καθόλου να κάνουν με την ασφάλεια και δεύτερον, το να παραβιάζεις την ασφάλεια του συστήματος δεν είναι απαραίτητα hacking. Είναι μόνο αν το κάνεις κατά τρόπο παιγνιωδώς ευφυή”. Αυτά έχει να μας πει ο πολύς Richard Stallman για το πώς ορίζεται ο “πραγματικός” χάκερ [1Επιπλέον ορισμούς προς την ίδια κατεύθυνση μπορεί να βρει κανείς στην εισήγηση της εκδήλωσης του Game Over «Hackers: οι αυτόχθονες του εκπαιδευτικού συστήματος».]. Για τους πουριτανούς του hacking λοιπόν, όσοι παραβιάζουν συστήματα ασφαλείας δεν είναι απαραίτητα χάκερ. Ειδικά για αυτούς, επιφυλάσσεται ο μάλλον υποτιμητικός όρος cracker ή, όταν εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ο όρος χάκερ, τότε παίρνει κάποια προθέματα. White hat χάκερ για τα φρόνιμα παιδιά που παραβιάζουν συστήματα ασφαλείας συναινετικώ τω τρόπω, ως μέρος της δουλειάς τους και με τελικό σκοπό την ενίσχυση της προστασίας του συστήματος. Grey hat χάκερ για τους ελεύθερους σκοπευτές που ανακαλύπτουν κενά ασφαλείας με δική τους πρωτοβουλία, εκτός κάποιου συμβολαίου, αλλά σπεύδουν να τα ανακοινώσουν στους διαχειριστές του συστήματος κι ενίοτε να τα διορθώσουν έναντι αμοιβής. Και τέλος, οι βελζεβούληδες black hat χάκερ, που εισβάλλουν σε συστήματα εκμεταλλευόμενοι κενά ασφαλείας που μόνο αυτοί γνωρίζουν με σκοπό να προκαλέσουν επί τούτου ζημιά ή να αποκομίσουν οφέλη, είτε χρηματικά είτε απλά αξιοποιήσιμες πληροφορίες. Αρκετά βολικό (για πολλούς...) ταξινομικό σχήμα. Θα μπορούσαμε να προσπεράσουμε όλο αυτό το χακερικό filioque πηγαίνοντας κατευθείαν στο προκείμενο του άρθρου. Ωστόσο, θα σταθούμε για λίγο, για λόγους των οποίων η χρησιμότητα ελπίζουμε ότι θα φανεί στη συνέχεια.
Στην προσπάθειά του να δώσει έμφαση στον παιγνιώδη χαρακτήρα του hacking (σε αντιδιαστολή με την κακόβουλη εκδοχή του προφανώς), ο παραπάνω ορισμός του Stallman πάσχει σε αρκετά σημεία, ένα από τα οποία είναι προφανές ακόμα και με μια απλή ανάγνωση, χωρίς να χρειάζεται να καταφύγει κανείς σε ιστορικά κιτάπια. Και το πρόβλημα είναι ότι πρόκειται για μια τόσο διασταλτική ερμηνεία του hacking που κάνει την έννοια να χωράει τα πάντα και τελικά τίποτα. Αν hacking σημαίνει “σπάω πλάκα με παιγνιωδώς ευφυή τρόπο”, τότε και ο Escher ήταν χάκερ-ζωγράφος, ο Joyce χάκερ-λογοτέχνης, ο Αντετοκούμπο χάκερ-αθλητής, o “τα στήνω στην παραλιακή” χάκερ-οδηγός και η λίστα τελειωμό δεν έχει. Για να μην αναφερθούμε καν στον μέγα χάκερ-πλακατζή όλων των εποχών, τον περίτρανο Γαργαντούα.
Εν πάσει περιπτώσει, αν υπάρχει ένα σημείο μιας κάποιας γενικής συναίνεσης, αυτό είναι ότι το hacking περιλαμβάνει, με τον ένα ή άλλο τρόπο, το τεχνικό μέσο του υπολογιστή. Ένα δεύτερο και σημαντικότερο τέτοιο σημείο αφορά στον χρόνο και τον τόπο γέννησής του. Ο χρόνος είναι η δεκαετία του 60 και ο τόπος το πανεπιστήμιο ΜΙΤ. Το συγκεκριμένο πανεπιστήμιο, μέσω του περίφημου Radiation Laboratory, είχε παίξει ήδη από τον Β παγκόσμιο πόλεμο σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη προηγμένων στρατιωτικών συστημάτων και στα τέλη της δεκαετίας του ‘50 του χορηγήθηκε, υπό τη μορφή δωρεάς, ένας υπολογιστής που προηγουμένως είχε “θητεύσει” στον στρατό. Γύρω από αυτόν τον υπολογιστή, καθώς κι από επόμενους που παραχωρήθηκαν από την εταιρεία DEC, συγκεντρώθηκαν οι πρώτες ομάδες προγραμματιστών που διακρίνονταν από μια ιδιαίτερη, “ελευθεριακή” κουλτούρα και που θα αυτοπροσδιορίζονταν σταδιακά ως χάκερ.
Μία πρώτη παρατήρηση εδώ. Κατά την πρώιμη εκείνη ηρωική εποχή του hacking, ο διαχωρισμός που γινόταν (μαζί με τη συνεπαγόμενη εχθρότητα) δεν ήταν ανάμεσα σε ηθικούς και κακόβουλους προγραμματιστές, αλλά ανάμεσα σε προγραμματιστές - χάκερ και σε σχεδιαστές (planner). Αυτοί οι δεύτεροι αντιπροσώπευαν κατά κάποιο τρόπο τον παραδοσιακό τρόπο του επιστημονικού σκέπτεσθαι, αυτόν που απαιτούσε την προσεκτική κατάστρωση θεωριών κι εξισώσεων ως προκαταρκτικό βήμα για την επίλυση του οποιουδήποτε προβλήματος. Οι χάκερ, από την άλλη, με τη δύναμη που τους παρείχε ο υπολογιστής, είχαν μια πιο άμεση προσέγγιση. Γράφουμε, δοκιμάζουμε και ξαναγράφουμε κώδικα, χωρίς βαριές θεωρίες από πίσω, μέχρι να βρεθεί η λύση. Όσο άναρχη κι αν φαίνεται αυτή η προσέγγιση, πολλές φορές δούλευε, και μάλιστα αποτελεσματικά, προς απόγνωση κι εκνευρισμό των θεωρητικών. Η ιδιότυπη κουλτούρα των «ελευθεριακών» εκείνων προγραμματιστών κωδικοποιήθηκε αργότερα στη λεγόμενη Ηθική των Χάκερ [2Όπως σωστά έχει επισημανθεί, δεν πρόκειται τόσο για ηθική όσο για αισθητική στάση. Βλ. https://www.cs.berkeley.edu/~bh/hacker.html] όπως συνοψίζεται στον παρακάτω εξάλογο [3Από το βιβλίο του Steven Levy, Hackers: heroes of the computer revolution (1984).]:
- Πλήρης και απεριόριστη πρόσβαση στους υπολογιστές, όπως και σε ο,τιδήποτε μπορεί να σου μάθει κάτι για το πώς λειτουργεί ο κόσμος. Η πρακτικο-εμπειρική Προσταγή [4Προσταγή (Imperative) με την έννοια του Δέοντος, του Πρέπει, όπως στην καντιανή Κατηγορική Προσταγή...] έχει πάντα προτεραιότητα.
- Η πληροφορία πρέπει να είναι ελεύθερη.
- Καχυποψία απέναντι στην Αυθεντία και προώθηση της Αποκέντρωσης.
- Το κριτήριο με βάση το οποίο πρέπει να κρίνονται οι χάκερ είναι οι ικανότητές τους στο hacking κι όχι αηδίες όπως τα πτυχία, η ηλικία, η φυλή ή η θέση σε μια ιεραρχία.
- Μπορείς να δημιουργήσεις τέχνη και ομορφιά με έναν υπολογιστή.
- Οι υπολογιστές μπορούν να αλλάξουν τη ζωή σου προς το καλύτερο.
Όπως φαίνεται και από τον παραπάνω κώδικα ηθικής, δεν γινόταν καμμία διάκριση ανάμεσα σε αγαθούς και κακόβουλους χάκερ. Κι ο λόγος δεν ήταν ότι δεν υπήρχαν τα άτομα που προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν κενά ασφαλείας προς ίδιον όφελος. Οι λεγόμενοι phreaker, που κατάφερναν να κάνουν δωρεάν υπεραστικά τηλέφωνα, μιμούμενοι με διάφορα μέσα (ακόμα και με τη φωνή) τις συχνότητες που χρησιμοποιούσαν τα τηλεφωνικά δίκτυα, ήταν από τις γνωστότερες περιπτώσεις. Το πράγμα άρχισε να αλλάζει από τη δεκαετία του ‘80 και μετά, όταν το παιχνίδι και τα συμφέροντα που εμπλέκονταν από τη διάδοση των προσωπικών υπολογιστών χόντρυναν και τα Μ.Μ.Ε. βρήκαν την ευκαιρία να δαιμονοποιήσουν τους χάκερ.
Παρατήρηση δεύτερη. Ναι μεν ο Stallman έχει ένα δίκιο όταν μιλάει για δημοσιογράφους που παρεξήγησαν τους χάκερ, όμως λέει την μισή ιστορία, αυτή που τον βολεύει. Γιατί πριν οι δημοσιογράφοι “παρεξηγήσουν” τους χάκερ, είχαν προηγηθεί κάποιοι συνάδελφοί τους που είχαν φροντίσει να τους “εξηγήσουν” και να τους παρουσιάσουν ως μυθικές φιγούρες, περίπου ως ήρωες της πληροφοριακής επανάστασης.
“Οι χάκερ δεν είναι απλά κάποιοι τεχνικοί. Πρόκειται για μια νέα, κινούμενη ελίτ, με τον δικό της εξοπλισμό, τη δική της γλώσσα, χαρακτήρα και χιούμορ, τους δικούς της μύθους. Αυτοί οι υπέροχοι άνθρωποι με τις ιπτάμενες μηχανές τους χαρτογραφούν τις εσχατιές της τεχνολογίας, μιας παράξενα ανάλαφρης και απαλής τεχνολογίας. Μια χώρα παρανόμων όπου οι κανόνες δεν είναι σαν δικαστικές αποφάσεις ή γραφειοκρατική ρουτίνα, αλλά ένα ηχηρό αίτημα για εξερεύνηση των ορίων του δυνατού.”
Αυτά έγραφε το 1972 στο περιοδικό Rolling Stone ο Stewart Brand. Το όνομα εδώ έχει τη σημασία του. Ο Brand έγινε κυρίως γνωστός ως εκδότης του περίφημου Whole Earth Catalog, ενός είδους περιοδικού που για ένα σύντομο διάστημα στα τέλη της δεκαετίας του 60 και στις αρχές του 70 αποτέλεσε κάτι σαν βίβλο για ένα μεγάλο κομμάτι του αμερικανικού κινήματος της αντι-κουλτούρας. Και πιο συγκεκριμένα, για εκείνο το κομμάτι που προωθούσε τη λογική της “επιστροφής στη φύση”, της κοινοβιακής ζωής και συχνά - πυκνά της υιοθέτησης μισο-θρησκευτικών συστημάτων, δανεισμένων ως επί το πλείστον από την εξωτική ανατολή.
Υπάρχουν αρκετά σημεία που αξίζει να κρατήσει κανείς από αυτή τη σύντομη στάση στις απαρχές του hacking, ειδικότερα δε τις φαινομενικές αντιφάσεις που διέτρεχαν την τότε ρητορική και πρακτική. Από τη μία η άμεση εμπλοκή του στρατού στην ανάπτυξη της επιστήμης των υπολογιστών, από την άλλη η “ελευθεριακή” κουλτούρα των προγραμματιστών. Από δω η επιστροφή στη φύση και ο new age πνευματισμός, από κει, την ίδια στιγμή, η εξύμνηση της απαλής, νέας τεχνολογίας. Θα τα βρούμε και παρακάτω αυτά. Για την ώρα, αυτό που θέλουμε να τονίσουμε είναι το εξής αυτονόητο, που μόνο αυτονόητο δεν είναι για τους υπερμάχους του ηθικού hacking. Το πώς ορίζεται κάτι μικρή σχέση έχει με τον... ορισμό του, αν με αυτό εννοεί κανείς κάτι αφηρημένο, ηθικολογικό και υπεριστορικό - υπερκοινωνικό. Είναι η ίδια η κοινωνική δυναμική που καθορίζει σε ποια εγκοπή θα κάτσει η μπίλια ενός ορισμού. Κι όσο θεμιτό κι αν είναι να διεκδικεί κανείς να ορίσει για λογαριασμό του και να οικειοποιηθεί μια έννοια κρίσιμης σημασίας, άλλο τόσο παραμορφωτική επίδραση μπορεί να έχει η εμμονική προσκόλληση σε ορισμούς που γίνονται στη βάση μιας ανιστορικής ηθικής, ή αλλιώς στη βάση μιας ηθικολογίας. Η παραμορφωτική επίδραση ενίοτε λέγεται και ιδεολογία...
Η θεωρία συστημάτων βρίσκει εφαρμογή στην αρχιτεκτονική μέσω του Buckminster Fuller.
Πολλά κοινόβια της δεκαετίας του ‘60 επιχείρησαν να ακολουθήσουν τις κατασκευαστικές του ιδέες.
Με βάση τα όσα έχουμε πει μέχρι τώρα, φαίνεται ότι το hacking πέρασε από δύο φάσεις. Αρχικά από μια φάση ακαδημαϊκής αθωότητας και χομπίστικου πειραματισμού κατά τις δεκαετίες του 60 και του 70 και κατόπιν, τη δεκαετία του 80, όταν αρχίζει η διάδοση των προσωπικών υπολογιστών, από μια φάση δαιμονοποίησης. Από τις χαλαρά οργανωμένες ομάδες προγραμματιστών που διαμοιράζονταν υπολογιστικούς πόρους στην φιγούρα του έφηβου μοναχικού καουμπόυ μπροστά από τον δικό του υπολογιστή σε κάποιο υπόγειο. Είναι αυτά τα στερεότυπα (ή κάποιο μείγμα τους) που λίγο πολύ εξακολουθούν να κυριαρχούν στα Μ.Μ.Ε., με περιπτώσεις όπως του Aaron Swartz, των Anonymous και της ομάδας LulzSec να εξακολουθούν να δίνουν τον τόνο. Ή μήπως έχει υπάρξει και μια τρίτη φάση εξέλιξης;
Το γνωστό χακερικό περιοδικό Phrack, δημοσίευσε το 2008 ένα άρθρο με τίτλο The Underground Myth. Σημείωση: δεν πρόκειται για ένα οποιοδήποτε περιοδικό, από αυτά που κυκλοφορούν με τον σωρό, αλλά για ένα από τα παλαιότερα και πιο αξιοσέβαστα του χώρου. Σε αυτό το άρθρο διαβάζουμε τα εξής:
Λίγοι μπορούν να αρνηθούν ότι η άνθηση της βιομηχανίας δικτυακής ασφάλειας συνέπεσε επακριβώς με την παρακμή των χάκερ. Οι χάκερ των δεκαετιών του 80 και του 90 έγιναν οι επαγγελματίες της ασφάλειας της νέας χιλιετίας, κάτι που ήταν ένα βαρύ πλήγμα για την κοινότητα.
Γεγονός είναι ότι οι χάκερ, ο καθένας ατομικά, αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν το πάθος τους ως πηγή εισοδήματος.
Σχεδόν όλοι οι χάκερ που μπορούσαν να βρουν μια δουλειά, βρήκαν.
Υπαίτια για αυτό είναι η βιομηχανία της ασφάλειας, που εκμεταλλεύτηκε, καλλιέργησε και σχεδίασε αυτή την κουλτούρα για τις δικές της ανάγκες. Το πραγματικά θλιβερό είναι ότι οι εταιρείες ασφάλειας δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι κάθονται πάνω σ' ένα χρυσωρυχείο και ότι, ως αποτέλεσμα, πολύ πιθανόν το χρυσωρυχείο να καταρρεύσει, παρασύροντας κι αυτές στον πάτο.
Αλλά αυτοί οι χάκερ δεν πρόκειται να παραμείνουν το ίδιο παραγωγικοί επ' αόριστον. Θα χάσουν το τεχνικό τους προβάδισμα, θα μετακινηθούν σε άλλους τομείς, ίσως να ανέβουν στην ιεραρχία της διοίκησης και μετά θα αποσυρθούν. Το ερώτημα είναι: και μετά τι; Τότε θα έρθει το νέο κύμα νέων επαγγελματικών στελεχών, των οποίων το κίνητρα θα είναι όχι μόνο το πάθος για την τεχνολογία και το παιχνίδι του hacking αλλά και το οικονομικό.
Το να φαντάζεται κανείς ότι αυτοί οι νέοι υπάλληλοι γραφείου, με τα πανεπιστημιακά τους πτυχία και την αδιαφορία τους, θα είναι εξίσου ικανοί με έναν πραγματικό χάκερ, προκαλεί γέλια.
Οι χάκερ μεγάλωσαν λοιπόν και βρήκαν “κανονικές” δουλειές. Αλλά αν ο underground χώρος στέγνωσε από ελεύθερους σκοπευτές την ίδια στιγμή που γιγαντώθηκε η βιομηχανία της ασφάλειας, τότε τι ακριβώς κάνουν όλοι αυτοί οι επαγγελματίες της ασφάλειας; Περνάνε την ώρα τους στο facebook, ελλείψει απειλών; Όχι ακριβώς. Το πιο πάνω άρθρο συνεχίζει με την άλλη όψη του νομίσματος:
“Από την επιχείρηση Sundevil [5Αναφορά σε μια ενορχηστρωμένη επιχείρηση των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών εναντίον διαφόρων ομάδων χάκερ που έγινε το 1990.] μέχρι την κυβερνο-τρομοκρατία. Η ποινικοποίηση του hacking και μαζί με αυτό και των ίδιων των χάκερ είχε μια καταστροφική επίδραση. Το hacking ποινικοποιήθηκε κατά δύο, εξίσου σημαντικούς τρόπους: μέσω της νομοθεσίας για τα κυβερνο-εγκλήματα, αλλά και από την εμφάνιση πραγματικών εγκληματιών που χρησιμοποίησαν το hacking ως μέθοδο εξαπάτησης.
Πρέπει να γίνει σαφής διάκριση μεταξύ αυτών των δύο. Μεταξύ του γεγονότος ότι όλη η underground σκηνή ποινικοποιήθηκε νομικά για κάτι που έκαναν εδώ και δεκαετίες και του γεγονότος ότι, στην κοινή αντίληψη, ακόμα και μεταξύ των επαγγελματιών, που κατά κανόνα οφείλουν να ξέρουν κάποια πράγματα παραπάνω, δεν γινόταν καμμία διάκριση μεταξύ πραγματικών χάκερ και εγκληματιών που χρησιμοποιούσαν το hacking μόνο ως μέθοδο απόσπασης κερδών.”
Θα ήταν προφανώς αφελές το να περιμένει κανείς ότι το hacking, απ’ τη φύση του την ίδια, θα παρέμενε απρόσβλητο απέναντι στη σαγήνη του εγκλήματος. Το πώς ακριβώς όμως δομείται η διαλεκτική του προσοδοφόρου κύκλου που συνδέει κράτος, εταιρείες κι έγκλημα, αυτή τη φορά και στα ψηφιακά χωράφια, αξίζει ίσως να εξεταστεί παραπάνω.
Ποιος είναι ο τζίρος από τη διακίνηση παράνομων ναρκωτικών; Κάποιες εκτιμήσεις τον ανεβάζουν γύρω στο 1 τρις δολάρια. 1 τρις... Για να έχουμε μια εκτίμηση των μεγεθών που εμπλέκονται, αρκεί να αναφέρουμε ότι μόνο 15 κράτη πάνω στον πλανήτη έχουν Α.Ε.Π. μεγαλύτερο από αυτό το νούμερο. Πόσα τζιράρει το κυβερνο-έγκλημα; Οι υπηρεσίες που παρακολουθούν την εξέλιξή του δυσκολεύονται ακόμα να δώσουν ακριβείς εκτιμήσεις, όμως η γενική συναίνεση είναι ότι κινείται σε ίδιες τάξεις μεγέθους, με αρκετούς να εκτιμούν ότι μάλλον έχει ξεπεράσει πλέον τον τζίρο του ναρκο-εγκλήματος.
Είναι δυνατό τέτοια ποσά να περνάνε από τα χέρια κάποιων μεμονωμένων μαύρων προβάτων που ψάχνουν πώς θα συμπληρώσουν το χαρτζιλίκι τους; Τον Φεβρουάριο του 2013, μέσα σε κάτι περισσότερο από 10 ώρες, γύρω στα 40 εκατομμύρια δολάρια τραβήχτηκαν από ΑΤΜ σε όλο τον κόσμο, χρησιμοποιώντας κλεμμένα στοιχεία χρεωστικών καρτών. Αν πούμε ότι η δουλειά δεν έγινε από ένα άτομο μόνο, δεν θα εκπλήξουμε κανέναν. Στη Νέα Υόρκη ασκήθηκαν διώξεις σε οκτώ άτομα. Σχεδόν όλοι τους ήταν κάτω των 25 ετών και μάλλον δεν είχαν τίποτα ιδιαίτερες τεχνικές γνώσεις σχετικά με υπολογιστές και δίκτυα (δύο από αυτούς ήταν οδηγοί λεωφορείων). Η εν λόγω ομάδα, της οποίας ο αρχηγός δολοφονήθηκε τελικά τον Απρίλιο του 2013, φαίνεται ότι αποτελούσε μόνο έναν από τους τελευταίους κρίκους μιας ιεραρχίας, έχοντας τον ειδικό ρόλο του casher crew, δηλαδή ομάδα εξαργύρωσης που απλά παραλαμβάνει παραποιημένες κάρτες για να τραβήξει χρήμα. Κι αν υπάρχουν διασκορπισμένες στον κόσμο τέτοιες ομάδες εξαργύρωσης, τότε θα πρέπει να υπάρχουν κι άλλες ομάδες με διαφορετικούς ρόλους. Όπως ομάδες συντονισμού (δεν γίνονται τέτοια πράγματα χωρίς συντονισμό μέσα σε 10 ώρες και σε διαφορετικές χώρες). Ή ομάδες χάκερ που εισέβαλαν στα συστήματα των τραπεζών για να κλέψουν τα στοιχεία των καρτών. Σύμφωνα με τους ειδικούς, οι ομάδες που εμπλέκονται σε τέτοιες δραστηριότητες έχουν έναν αρκετά ανεπτυγμένο καταμερισμό εργασίας. Ορίστε μερικές από τις υπο-ομάδες: προγραμματιστές που κατασκευάζουν το λογισμικό παραβίασης, διανομείς που πουλάνε είτε το λογισμικό είτε κλεμμένα δεδομένα, τεχνικοί που συντηρούν την υλικοτεχνική υποδομή, χάκερ που αναλαμβάνουν να κάνουν τις επιθέσεις, “βαποράκια” που εξαργυρώνουν και μεταφέρουν χρήματα, “ταμίες” που αναλαμβάνουν το ξέπλυμα και φυσικά οι επικεφαλής που στρατολογούν, επιλέγουν στόχους και διαχειρίζονται τα κέρδη. Κι αν δεν εντυπωσιαστήκατε ακόμα, να αναφέρουμε επίσης ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με προγραμματιστές που απασχολούνται ευκαιριακά για γρήγορο κέρδος. Οι πιο προηγμένες ομάδες διαθέτουν προγραμματιστές σε μόνιμη βάση για έρευνα κι ανάπτυξη των κατάλληλων εργαλείων και κάποιες δεν πουλάνε απλά εργαλεία αλλά υπηρεσίες προς ενοικίαση (πληρώνονται για επιθέσεις εκεί που θέλει ο πελάτης).
Με άλλα λόγια και για να μην το κουράζουμε, εδώ μιλάμε για γεωγραφικά κατανεμημένες, οργανωμένες επιχειρήσεις με υψηλό καταμερισμό εργασίας. Ή αλλιώς, απλά, απλούστατα, για οργανωμένο έγκλημα. Και όχι, μάλλον δεν πρόκειται για “μεμονωμένα περιστατικά”. Κάποιες εκτιμήσεις ανεβάζουν το ποσοστό που έχει το οργανωμένο έγκλημα επί του συνόλου των επιθέσεων στο 80%. Κάποιες συντηρητικότερες μιλάνε για ένα 20% από εγκληματικές οργανώσεις, με ένα 70% να οφείλεται σε μικρότερες και πιο χαλαρά οργανωμένες ομάδες (γιατί κι εδώ, όπως και στο παραδοσιακό οργανωμένο έγκλημα, υπάρχει μια διαβάθμιση ως προς την πολυπλοκότητα του επιπέδου οργάνωσης) [6Και για την περίπτωση που κάποιος έχει την εντύπωση ότι αυτά γίνονται μόνο στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, στην Κίνα και στην Αφρική, να συμπληρώσουμε με ένα ακόμα στατιστικό στοιχείο, με κίνδυνο να γίνουμε κουραστικοί: γύρω στο 20% των εμπλεκομένων με το οργανωμένο κυβερνο-έγκλημα προέρχεται από τις Η.Π.Α. Όχι από τη Δύση γενικά. Μόνο από Η.Π.Α.]. Και οι χακτιβιστικές ομάδες, σαν τους Anonymous, που τόσο ντόρο κάνουν; Αυτές αντιπροσωπεύουν ένα μικρό, ταπεινό, αλλά “ηρωικό” 1%...
Φωτογραφία από εγκατάσταση, τη δεκαετία του ‘60, της καλλιτεχνικής ομάδας USCO, με την οποία είχε επαφές ο Stewart Brand. Η τεχνολογία (κινούμενα δωμάτια με σχέδια στους τοίχους, στροβοσκόπια, καλειδοσκόπια, κλπ) επιστρατεύεται για την πρόκληση ψυχεδελικών υπηρεσιών.
Εδώ είναι, μην ανησυχείτε (λείπει ο Μάρτης από τη σαρακοστή;). Και δεν είναι καθόλου άχρηστο. Το 1985, σ' ένα κρατικο-ασφαλιτο-πρακτορο-μπατσικό συνέδριο στην Αμερική, όταν ένας πανεπιστημιακός που ασχολείται με την τρομοκρατία τόλμησε να υπαινιχθεί ότι τρομοκρατία μπορεί να ασκούν και τα κράτη, το κοινό του, όπως ήταν αναμενόμενο, τον αντιμετώπισε κάπως εχθρικά. Όμως ένας ανάμεσα στο κοινό, μέλος κάποιας υπηρεσίας πληροφοριών, σηκώθηκε να τον υπερασπιστεί. Ο πανεπιστημιακός αναγνώρισε στο πρόσωπο του υπερασπιστή του έναν παλιό του καθηγητή από το πανεπιστήμιο. Όταν αργότερα τον ρώτησε γιατί παράτησε το πανεπιστήμιο για να γίνει πράκτορας, η απάντηση που πήρε ήταν η εξής [7Την ιστορία την αναφέρει ο Michael Stohl, στο άρθρο του Dr. Strangeweb: or how they stopped worrying and learned to love cyber war.]:
“Ξέρεις πόσο λατρεύω τους υπολογιστές, τους αλγορίθμους, τα δεδομένα. Ποιος νομίζεις ότι διαθέτει τους μεγαλύτερους υπολογιστές, την μεγαλύτερη υπολογιστική ισχύ και την καλύτερη πρόσβαση σε δεδομένα και με αφήνει να παίζω με τέτοια παιχνίδια κάθε μέρα;”
Αν οι εκτιμήσεις για τα μεγέθη του οργανωμένου κυβερνο-εγκλήματος είναι δύσκολες, οι αντίστοιχες για τις δυνατότητες του κρατικά οργανωμένου hacking είναι ακόμα πιο ριψοκίνδυνες. Από τα λίγα που έχουν διαρρεύσει πάντως μπορούν να βγουν τουλάχιστον κάποια ασφαλή συμπεράσματα. Πρώτον, ως προς την έμφαση που δίνεται σε αυτόν τον τομέα, τα κράτη (δηλαδή οι στρατοί και οι μυστικές τους υπηρεσίες), επενδύουν συστηματικά, εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία, στην ανάπτυξη εργαλείων κυβερνο-ασφάλειας. Το αμερικάνικο κράτος, από το 2003 που άρχισε (επίσημα) να ασχολείται με την κατάστρωση μιας στρατηγικής κυβερνο-ασφάλειας, αυξάνει κάθε χρόνο τα ποσά που σπρώχνει προς τέτοιες κατευθύνσεις, έχοντας φτάσει πλέον να επενδύει περισσότερα από 3 δις δολάρια σε τέτοιες τεχνολογίες (θα υπάρχουν και μυστικά κονδύλια, υποθέτουμε). Το φίλιο βρετανικό κράτος εκτιμάται ότι ξοδεύει ένα ταπεινό μισό δις (σε λίρες, βέβαια). Δεύτερο συμπέρασμα: τα κρατικά χακερο-εργαλεία ασφάλειας δεν προορίζονται για αμυντικούς και προστατευτικούς σκοπούς. Κατασκευάζονται έχοντας εξαρχής επιθετικούς σκοπούς, είτε για κατασκοπεία είτε για τη φυσική καταστροφή και τον αποσυντονισμό ηλεκτρονικών υποδομών και συστημάτων βιομηχανικού ελέγχου (τα λεγόμενα SCADA: supervisory control and data acquisition).
...Η αίσθησή μου είναι ότι τα εργαλεία κυβερνο-ασφάλειας τείνουν προς την επίθεση πλέον. Ο Crhis Inglis, μέχρι πρότινος αναπληρωτής διευθυντής της NSA, έκανε την εξής παρατήρηση: αν φανταστούμε τον κυβερνοχώρο σαν ένα ποδοσφαιρικό ματς, τότε μετά από μόλις 20 λεπτά παιχνιδιού, το σκόρ θα ήταν 462-456, με άλλα λόγια φουλ επίθεση. Το σχόλιό του αυτό εγώ το εκλαμβάνω ως επιβεβαίωση, από τα υψηλότερα κλιμάκια, όχι μόνο της διπλής φύσης της κυβερνο-ασφάλειας, αλλά και του γεγονότος ότι η κυβερνο-επίθεση είναι ένας χώρος όπου μόνο τα κράτη μπορούν πραγματικά να παίζουν μπάλα και να παράγουν καινοτομίες.
Δια στόματος Dan Geer όλα αυτά, το 2014, στο συνέδριο Black Hat (ένα από τα μεγαλύτερα συνέδρια κυβερνο-ασφάλειας), σε μια ομιλία με τον εμφατικό τίτλο Cybersecurity as Realpolitik. Ποιος είναι αυτός ο τύπος; Ένα από τα μεγάλα κεφάλια της εταιρείας επιχειρηματικού κεφαλαίου (venture capital) In-Q-Tel, που σκοπός της είναι να χρηματοδοτεί αποκλειστικά τεχνολογίες για χρήση από την CIA. Άσχετο πάντως, μια φορά, δεν τον λες...
Ας το πούμε χωρίς περιστροφές. Αυτή τη στιγμή, ο πιο επιθετικός χάκερ, με την καλύτερη χρηματοδότηση και με τους περισσότερους υλικοτεχνικούς πόρους είναι τα ίδια τα κράτη. Το παράδειγμα του ιού Stuxnet (και παραλλαγών του, όπως οι Flame και Duqu) είναι ενδεικτικό σ’ αυτό το σημείο. Στοχεύοντας τις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις στην πόλη Natanz, ο ιός μπορούσε να μεταβάλλει απότομα τη συχνότητα περιστροφής των συστημάτων φυγοκέντρησης ουρανίου, με τελικό αποτέλεσμα την καταστροφή πολλών εξ αυτών. Όταν ανακαλύφτηκε το 2010, λόγω κάποιου λάθους στον κώδικά του που του επέτρεψε να ξεφύγει από τους αρχικούς του στόχους, οι ερευνητές που τον μελέτησαν έμειναν... άφωνοι. Η πολυπλοκότητα της κατασκευής του (που ακόμα δεν έχει γίνει πλήρως κατανοητή), των δυνατοτήτων απόκρυψης του καθώς και των (μη δημόσια προσβάσιμων) πληροφοριών που ήταν απαραίτητες για να μπορεί να εντοπίζει και να ελέγχει τα βιομηχανικά συστήματα φυγοκέντρησης της SIEMENS, δήλωναν και σε τεχνικό επίπεδο αυτό που ούτως ή άλλως ήταν προφανές και πολιτικά: επρόκειτο για έργο κρατικής υπηρεσίας. Και κατά πάσα πιθανότητα αμερικανο-ισραηλινής προέλευσης.
Η ιστορία του Stuxnet όμως έχει και μια άλλη πτυχή που περνάει απαρατήρητη συνήθως. Παρότι έχει τελικά (σχεδόν) επιβεβαιωθεί ότι η πηγή του ήταν αμερικάνικη, οι αρχικές επίσημες δηλώσεις όχι απλά αρνούνταν οποιαδήποτε εμπλοκή των Η.Π.Α., αλλά πλειοδοτούσαν σε κυβερνο-υστερία, με το αμερικανικό υπουργείο εσωτερικής ασφάλειας να δηλώνει ότι:
...πρέπει να αυξήσουμε την ταχύτητα απόκρισής μας γιατί βλέπουμε πλέον μεθόδους επίθεσης που είναι πολύ εκλεπτυσμένες και πρωτοποριακές. Από τη στιγμή που στόχος γίνονται τα συστήματα ελέγχου, τότε πλέον μιλάμε για πραγματική απώλεια ελέγχου, κάτι που αποτελεί έντονη πηγή ανησυχίας για μας [8http://www.computerworld.com/article/2508103/government-it/dhs-chief--what-we-learned-from-stuxnet.html].
Μπορεί και να ήταν απλός ελιγμός στη συγκεκριμένη περίπτωση. Γεγονός παραμένει πάντως ότι όλο και περισσότερο γίνεται λόγος, ακόμα και από επίσημα χείλη, για την εποχή του κυβερνο-πολέμου που έρχεται και την ανάγκη λήψης μέτρων. Παρόλο που την ίδια στιγμή, πιο ισορροπημένες αναλύσεις επιμένουν ότι τα εργαλεία κυβερνο-πολέμου ούτε έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν καταστροφές μεγάλης έκτασης ούτε να υποκαταστήσουν τον πραγματικό πόλεμο [9Βλ. την ανάλυση του αμερικάνικου think tank της RAND Cyberdeterrence and cyberwar.]. Τώρα εμείς μπορεί να είμαστε εξαιρετικά καχύποπτοι, αλλά υπάρχει και κάτι άλλο που εντοπίσαμε για τις σχέσεις κράτους και οργανωμένου κυβερνο-εγκλήματος [10Βλ. μια άλλη έκθεση, πάλι από την RAND, με τίτλο Markets for Cybercrime Tools and Stolen Data: Hackers' Bazaar]. Υπάρχουν κάμποσοι ειδικοί (μεταξύ των οποίων και ο Geer) που επιμένουν ότι μια λύση στο πρόβλημα της προστασίας από κυβερνο-επιθέσεις είναι το να εμπλέκονται άμεσα οι κυβερνήσεις στην εξαγορά των όποιων ψηφιακών ευπαθειών ανακαλύπτονται. Τέτοια μαύρη αγορά υπάρχει ήδη και μια ευπάθεια μπορεί να κοστολογείται μερικές δεκάδες χιλιάδες δολάρια, με την τιμή να ανεβαίνει όσο πιο άγνωστη είναι αυτή (κι επομένως δεν έχει βγει ακόμα διορθωτικό update). Για τις εταιρείας κυβερνο-ασφάλειας είναι βέβαιο ότι εμπλέκονται ήδη σε τέτοιες εξαγορές, ενώ υπάρχουν “αναφορές” και για κρατικές υπηρεσίες. Η αιτιολόγηση πίσω από μια τέτοια πρόταση είναι φυσικά ότι μια τέτοια προσέγγιση είναι μακροπρόθεσμα πιο αποτελεσματική στην έγκαιρη ανακάλυψη ευπαθειών στα ηλεκτρονικά συστήματα. Όμως επειδή η πίστη μας στις καλές προθέσεις των κρατικών υπηρεσιών δεν είναι και πολύ μεγάλη (όταν έχεις τόσες πολλές μυστικές ευπάθειες στα χέρια σου, είναι λίγο ανόητο να τις ακυρώσεις και ο πειρασμός μεγάλος να τις κρατήσεις για καβάτζα), λέμε, μήπως, (μήπως;) κρύβεται από πίσω κάτι σαν κρατικοποίηση του κυβερνο-εγκλήματος. Ίσως... Ίσως και κάτι σαν στρατηγική της κυβερνο-έντασης.
Whole Earth Catalog: το έντυπο που πάντρεψε θεωρία συστημάτων και αντικουλτούρα.
Πώς έγινε δυνατή μια τέτοια εξέλιξη; Πώς από τον λόγο περί απόλυτης ελευθερίας, πέρασε το hacking στα χέρια του εγκλήματος και του κράτους; Το άρθρο του Phrack που αναφέραμε παραπάνω, κλείνει τον επικήδειό του με λόγια σαν αυτά:
Η underground σκηνή των χάκερ έχει περάσει μέσα από μια συστηματική αποσύνθεση, πέφτοντας θύμα των περιστάσεων. Δεν υπήρχε κάποιος εγγενής λόγος για αυτό, ούτε κάποια συνωμοσία. Και δεν υπήρξε κάποιος νικητής. Ένας κατακτημένος λαός, αλλά χωρίς κατακτητή, χωρίς κάποιον εχθρό να πολεμήσει. Καμμία πιθανότητα εξέγερσης. Κατακτημένοι λόγω περιστάσεων, ίσως μοιραία.
Έχουμε λόγους να αμφιβάλλουμε ότι όντως έτσι έχουν τα πράγματα. Ο τεχνολογικός ντετερμινισμός, σαν αυτόν που ασπάζονται οι πουριτανοί, “πραγματικοί” χάκερ, όταν κάποια στιγμή καλείται να πάρει αξιολογική - πολιτική θέση (όπως αναπόφευκτα συμβαίνει), τότε έχει, θεωρητικά μιλώντας, δύο δρόμους. Στην ακραία του εκδοχή, κι αν θέλει να παραμείνει συνεπής ως ντετερμινισμός, τότε απλά σηκώνει τους ώμους και λέει “έτσι ήταν γραφτό να γίνει”. Μοιρολατρία. Επειδή λίγοι όμως έχουν την διάθεση να σηκώσουν ένα τέτοιο βάρος, η εναλλακτική που ανοίγεται, όπως έχουμε ήδη πει, είναι η αφηρημένη ηθικολογία, από τη στιγμή που αναφορές σε ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές διαδικασίες έχουν υποβιβαστεί ως τρε μπανάλ. Η ηθικολογία στην πολιτική όμως έχει τόση αξία όση οι κραυγές του ΣΥΡΙΖΑ ότι θα έσκιζε τα μνημόνια. Μπορεί να εμπνέουν προς στιγμή, αλλά γρήγορα δίνουν τη θέση τους και πάλι σε μια μοιρολατρία. Πικρή μοιρολατρία, αυτή τη φορά.
Υποστηρίζουμε λοιπόν το εξής. Το hacking, παρ' όλη την ρητορική περί ελευθερίας, ίσως είχε τελικά πιο στενούς δεσμούς μ’ αυτό εναντίον του οποίου υποτίθεται ότι στρεφόταν. Κάτι τέτοιο, ως γενικό φαινόμενο σύμμειξης χειραφετητικής ρητορικής και αντίθετης πρακτικής, δεν θα έπρεπε καταρχήν να εκπλήσσει, τουλάχιστον όχι όσους έχουν αφομοιώσει το κλασσικό μαρξιστικό μάθημα περί ιδεολογίας: κάθε ανερχόμενη τάξη, στον βαθμό που επιδιώκει να καταστεί κυρίαρχη, οφείλει να προβάλλει το δικό της συμφέρον ως καθολικό και να επιστρατεύει μια χειραφετητική ρητορική. Συμπληρώνουμε με το εξής: όσο πιο γενική, αφηρημένη και χωρίς γείωση αυτή η ρητορική, τόσο πιο αποτελεσματική ως ιδεολογία.
Πίσω στο hacking. Ο λόγος που αρκετοί βρίσκουν ελκυστικό τον εξάλογο του hacking που παρουσιάσαμε στο πρώτο μέρος έγκειται αναμφίβολα στη συνεχή επιστράτευση της έννοιας της ελευθερίας. “Η πληροφορία θέλει να είναι ελεύθερη”, “οι υπολογιστές μπορούν να σε απελευθερώσουν” είναι από τα πιο κοινά συνθήματα που κανοναρχούν οι χάκερ. Μια πιο προσεκτική εξέταση όμως δείχνει ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ειδική εννόηση της ελευθερίας. Πρώτον, πρόκειται για αυτό που ονομάζεται αρνητική έννοια της ελευθερίας, την ελευθερία από -. Ελευθερία από καταναγκασμούς που μπορεί να επιβάλλονται στο άτομο. Κι αυτός είναι ο δεύτερος πόλος εννόησης της ελευθερίας. Η επικέντρωση στο άτομο, πέρα και πάνω από κοινωνικές δεσμεύσεις, στο άτομο που φέρει από τη φυσική του κατάσταση ένα σύνολο απαράγραπτων κι απαραμείωτα προσωπικών δικαιωμάτων κι ελευθεριών. Τρίτο και τελευταίο. Όταν ο Stewart Brand (υπενθυμίζουμε, ο εκδότης του Whole Earth Catalog) έβγαζε το 1984 το κήρυγμά του περί ελευθερίας της πληροφορίας στο πρώτο συνέδριο των χάκερ, έλεγε τα εξής:
Η πληροφορία θέλει να είναι ακριβή από τη μία, ακριβώς επειδή είναι τόσο πολύτιμη. Η σωστή πληροφορία τη σωστή στιγμή μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή. Από την άλλη, η πληροφορία θέλει να είναι ελεύθερη γιατί το κόστος της παραγωγής της γίνεται όλο και μικρότερο καθώς περνάει ο χρόνος. Κι έτσι καταλήγεις με δύο αντιτιθέμενες τάσεις.
Η πληροφορία ως αξία λοιπόν που υπόκειται στους νόμους της σπανιότητας, της ζήτησης και της προσφοράς. Η πληροφορία και η ελευθερία της εν τέλει ως οικονομικά μεγέθη. Κι έτσι πίσω από τις αφηρημένες διακηρύξεις περί ελευθερίας, αχνοφαίνεται μια ειδικότερη εννόησή της ως “οικονομική”, ατομική και αρνητική ελευθερία. Αν αυτό το τρίπτυχο δεν σας θυμίζει κάτι, θα σας βοηθήσουμε. Πρόκειται για τον νεοφιλελεύθερο ορισμό της ελευθερίας και μάλιστα στην εκδοχή του εκείνη που σε πολλά σημεία ερχόταν σε αντίθεση με τον κλασσικό φιλελευθερισμό του 19ου αιώνα και που αποτυπώθηκε ιδεοτυπικά στο συνέδριο του Mont Pèlerin μετά τον Β παγκόσμιο.
Δεν είναι και τόσο περίεργο λοιπόν που εδώ πέρα βρίσκουν κοινό θεωρητικό έδαφος οι χάκερ μαζί με τον Sergey Brin της Google, τον επιχειρηματία και hedge fund manager Peter Thiel και τον εκδότη του τεχνολαγνικού Wired Kevin Kelly.
Αν η μία πηγή έμπνευσης για τους χάκερ, έστω κι άρρητα και υπόγεια, χωρίς δική τους επίγνωση, υπήρξε ο οικονομικός φιλελευθερισμός, τότε μια δεύτερη προερχόταν από τα σπλάχνα του στρατο-επιστημονικού συμπλέγματος και άκουγε στο όνομα «θεωρία συστημάτων». Κι εδώ δεν εννοούμε γενικά την υλική παραγωγή υπολογιστών ως αποτέλεσμα εφαρμογής αυτών των θεωριών, αλλά ειδικότερα έναν ολόκληρο τρόπο σκέψης. Η θεωρία συστημάτων αναπτύχθηκε κι εφαρμόστηκε για στρατιωτικούς σκοπούς με στόχο την επίτευξη όσο το δυνατόν καλύτερου ελέγχου των οπλικών συστημάτων, εντάσσοντας μέσα στο όλο κύκλωμα τεχνικο-στρατιωτικών αντικειμένων και τον ανθρώπινο παράγοντα. Μέσα από έννοιες όπως ανάδραση και ομοιόσταση επιχειρήθηκε μια ενοποίηση του τεχνικού και του ανθρώπινου και μια κοινή υπαγωγή τους σε ενιαίους κανόνες [11Για περισσότερα, βλ. το άρθρο του Game Over, System Theory.]. Για να καταστεί δυνατή μια τέτοια υπαγωγή όμως, έπρεπε και το ανθρώπινο να εννοηθεί με μηχανικούς όρους, όπως κι έγινε. Μέσα στο ενιαίο σύστημα μηχανής-ανθρώπου, η αναλογία που χρησιμοποιήθηκε για τον δεύτερο ήταν αυτή ενός σερβο-μηχανισμού. Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι ταυτόχρονα μετατοπίστηκε και η έννοια του μηχανικού προς μια πιο αντι-ιεραρχική και δικτυακή αντίληψη. Αν με τον όρο σύστημα μπορεί να εννοεί κανείς τα πάντα, είτε μηχανικά είτε βιολογικά συστήματα, κι αν η ανάδραση μπορεί να λειτουργήσει ως μηχανισμός αυτο-ρύθμισης, χωρίς την ανάγκη άμεσης εξωτερικής παρέμβασης, τότε γίνεται εύκολο το βήμα προς μια πιο ολιστική αντίληψη. Ήταν ακριβώς τέτοιες ολιστικές αντιλήψεις που βρήκαν ευήκοα ώτα στα κινήματα της αντι-κουλτούρας, επανερμηνευμένα μέσα από θεωρίες περί μιας καθολικής, παγκόσμιας αρμονίας. Επιμένουμε σε αυτό το σημείο γιατί τα όσα περιγράφουμε δεν πρόκειται για θεωρητικές ακροβασίες με σκοπό να εκβιάσουμε συμπεράσματα που να δείχνουν εκλεκτικές συγγένειες μεταξύ χάκερ και στρατο-επιστημονικού συμπλέγματος. Οι συγγένειες ήταν κάτι παραπάνω από τυπικές. Ήταν ιστορικές. Σε αντίθεση με τα ρεύματα της λεγόμενης Νέας Αριστεράς, τα κομμάτια εκείνα της αντι-κουλτούρας που επέμεναν να ασπάζονται μυστικιστικού τύπου δοξασίες υπήρξαν πιο ευεπίφορα στα καλέσματα της κυβερνητικής θεωρίας, βρίσκοντας σε αυτά ένα είδος επιστημονικής νομιμοποίησης. Και οι αντισυμβατικές φιγούρες των χάκερ που συναντούσε κανείς τη δεκαετία του 60 στα πανεπιστημιακά εργαστήρια προέρχονταν ακριβώς από τέτοιους κύκλους [12Η ιστορία των σχέσεων αντι-κουλτούρας και κυβερνο-κουλτούρας έχει από μόνη της μεγάλο ενδιαφέρον και δεν θα επεκταθούμε άλλο εδώ. Παραπέμπουμε στο βιβλίο του Fred Turner, From counterculture to cyberculture: Stewart Brand, the Whole Earth Network, and the rise of digital utopianism.].
Με όλα τα παραπάνω, δεν θέλουμε να υπονοήσουμε φυσικά ότι υπήρξε κάποια στρατηγική συμμαχία χάκερ-εγκλήματος-κρατών ούτε το ανάποδο, ότι οι χάκερ έπεσαν θύματα συνωμοσίας. Τον ρόλο της ιδεολογίας θέλουμε να τονίσουμε και το πώς αυτή μπορεί εύκολα να αναπαράγεται, ελλείψει κριτικών εργαλείων, ακόμα και από όσους έχουν τις καλύτερες των προθέσεων. Όπως επίσης να δείξουμε ότι η ιδεολογία μπορεί να λειτουργεί με ανεπαίσθητα λεπτεπίλεπτους τρόπους και σε πολλαπλά επίπεδα με διαφορετικές λειτουργίες το καθένα. Ναι, μπορεί να είναι ψευδής συνείδηση η ιδεολογία, αλλά δεν χρειάζεται και δεν πρέπει να είναι μόνο ψευδής συνείδηση. Πρέπει να περιέχει κομμάτια αλήθειας. Η δημιουργικότητα ενός χάκερ μπροστά σε έναν υπολογιστή, όπως και το αίσθημα ισχύος που μπορεί να αισθάνεται δεν είναι απλά ψευδαισθήσεις. Σε ένα πρώτο επίπεδο, και μάλιστα έντονα βιωματικό, όντως ο υπολογιστής μπορεί να “απελευθερώνει”. Αλλά ακριβώς για αυτόν τον λόγο, τα πρώτα αυτά επίπεδα αποτελούν και την εμπροσθοφυλακή της ιδεολογίας, που δεν γνωρίζει απαραίτητα, δεν πρέπει να γνωρίζει και πολλές φορές δεν θέλει να γνωρίζει πώς ακριβώς λειτουργεί η οπισθοφυλακή και προς ποιες πραγματικές κατευθύνσεις σπρώχνει. Όμως για να γνωρίσει κανείς τι κάνει η οπισθοφυλακή, δεν φτάνουν οι καλές προθέσεις. Οι καλές προθέσεις στην πολιτική συχνά – πυκνά καταλήγουν να φτιάχνουν χρήσιμους ηλίθιους. Που να αναλώνονται σε θεολογικού τύπου συζητήσεις για το πόσοι άγγελοι χωράνε στο κεφάλι μιας καρφίτσας ή για το ποιος δικαιούται να φέρει τον τίτλο του χάκερ.
Separatrix
Χάρτης της εξάπλωσης των ιών τύπου Stuxnet, από την ρωσική εταιρεία κυβερνο-ασφάλειας Kaspersky.
1 - Επιπλέον ορισμούς προς την ίδια κατεύθυνση μπορεί να βρει κανείς στην εισήγηση της εκδήλωσης του Game Over «Hackers: οι αυτόχθονες του εκπαιδευτικού συστήματος».
[ επιστροφή ]
2 - Όπως σωστά έχει επισημανθεί, δεν πρόκειται τόσο για ηθική όσο για αισθητική στάση. Βλ. https://www.cs.berkeley.edu/~bh/hacker.html
[ επιστροφή ]
3 - Από το βιβλίο του Steven Levy, Hackers: heroes of the computer revolution (1984).
[ επιστροφή ]
4 - Προσταγή (Imperative) με την έννοια του Δέοντος, του Πρέπει, όπως στην καντιανή Κατηγορική Προσταγή...
[ επιστροφή ]
5 - Αναφορά σε μια ενορχηστρωμένη επιχείρηση των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών εναντίον διαφόρων ομάδων χάκερ που έγινε το 1990.
[ επιστροφή ]
6 - Και για την περίπτωση που κάποιος έχει την εντύπωση ότι αυτά γίνονται μόνο στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, στην Κίνα και στην Αφρική, να συμπληρώσουμε με ένα ακόμα στατιστικό στοιχείο, με κίνδυνο να γίνουμε κουραστικοί: γύρω στο 20% των εμπλεκομένων με το οργανωμένο κυβερνο-έγκλημα προέρχεται από τις Η.Π.Α. Όχι από τη Δύση γενικά. Μόνο από Η.Π.Α.
[ επιστροφή ]
7 - Την ιστορία την αναφέρει ο Michael Stohl, στο άρθρο του Dr. Strangeweb: or how they stopped worrying and learned to love cyber war.
[ επιστροφή ]
8 - http://www.computerworld.com/article/2508103/government-it/dhs-chief--what-we-learned-from-stuxnet.html
[ επιστροφή ]
9 - Βλ. την ανάλυση του αμερικάνικου think tank της RAND Cyberdeterrence and cyberwar.
[ επιστροφή ]
10 - Βλ. μια άλλη έκθεση, πάλι από την RAND, με τίτλο Markets for Cybercrime Tools and Stolen Data: Hackers' Bazaar.
[ επιστροφή ]
11 -Για περισσότερα, βλ. το άρθρο του Game Over, System Theory.
[ επιστροφή ]
12 - Η ιστορία των σχέσεων αντι-κουλτούρας και κυβερνο-κουλτούρας έχει από μόνη της μεγάλο ενδιαφέρον και δεν θα επεκταθούμε άλλο εδώ. Παραπέμπουμε στο βιβλίο του Fred Turner, From counterculture to cyberculture: Stewart Brand, the Whole Earth Network, and the rise of digital utopianism.
[ επιστροφή ]