Σάββατο 18 Αυγούστου. Ο ρώσος υπ.εξ. Lavrov έμοιαζε αυστηρά και συγκρατημένα αισιόδοξος απ’ την Άγκυρα, τις προάλλες:
Η χρήση των εθνικών νομισμάτων στο μεταξύ μας εμπόριο είναι εδώ και χρόνια ένα καθήκον που έχουν αναλάβει οι πρόεδροι της ρωσίας και της τουρκίας… Ιδανικά προχωράει αυτή η διαδικασία στις εμπορικές σχέσεις μας με το ιράν. Πέρα απ’ την τουρκία και το ιράν έχουμε κανονίσει και ήδη κάνουμε πληρωμές στα εθνικά νομίσματα με την λαϊκή δημοκρατία της κίνας.
Είμαι σίγουρος ότι η σοβαρή κατάχρηση του ρόλου του αμερικανικού δολαρίου σαν παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος θα καταλήξει κάποια στιγμή στην αποδυνάμωση και στον τερματισμό του ρόλου του.
Πόσο εύκολη είναι όμως η «αποδολαριοποίηση» του διεθνούς εμπορίου; Από πρώτη ματιά μοιάζει απλή διαδικασία. Σαν υποδομή εκείνο που χρειάζεται είναι απλά μια τράπεζα που δεν κάνει δουλειές με δολάρια ή με αμερικανικά υποκείμενα (άτομα, επιχειρήσεις, κράτος). Κατ’ αυτόν τον τρόπο η αμερικανική fed (που είναι, ας το πούμε έτσι, «ιδιοκτήτρια του δολαρίου») δεν μπορεί να παρέμβει με κάποια «ποινή» – το πιθανότερο είναι να μην μπορεί να εντοπίσει καν την συναλλαγή.
Αλλά αυτή είναι μια υπερβολικά απλή περιγραφή. Τα «εθνικά νομίσματα» που θα ανταλλάσσονται μεταξύ τους στο διασυνοριακό εμπόριο δύο κρατών δεν αρκεί να έχουν μεταξύ τους σταθερή σχέση / ισοτιμία· πρέπει να έχουν ανάλογη σταθερότητα ανταλλαγής με άλλα εθνικά νομίσματα για εμπόριο με άλλα κράτη. Μ’ άλλα λόγια ένας αριθμός ικανός εθνικών νομισμάτων θα πρέπει να έχουν συμφωνήσει σε σταθερές ισοτιμίες μεταξύ τους. Διαφορετικά, μπορεί μεν να γίνονται τέτοιες πληρωμές, αλλά θα περιορίζονται σε ποσότητες (του ενός ή του άλλου εθνικού νομίσματος) που μπορούν να γυρίσουν πίσω στην «ιδιοκτησία» του δημιουργού τους· και όχι να «μπουν στην άκρη» για καιρό ή/και να χρησιμοποιηθούν για εμπόριο με τρίτους.
Αυτός είναι ο λόγος που από τότε που άρχισε να αναπτύσσεται το (καπιταλιστικό) διεθνές εμπόριο υπήρχε πάντα ένα αποδεκτό απ’ όλους «μέτρο της ανταλλακτικής αξίας» των εθνικών νομισμάτων. Στις δεκαετίες της ηγεμονίας της μεγάλης βρετανίας αυτό το αποδεκτό μέτρο ήταν η χρυσή λίρα αγγλίας· που αποτελούσε, ταυτόχρονα, το νόμισμα διεθνούς χρήσης αλλά και το αποθεματικό νόμισμα.
Εναλλακτικά, μέτρο της ανταλλακτικής αξίας των εθνικών νομισμάτων έχει υπάρξει το χρυσάφι. Συγκεκριμένα τα αποθέματα χρυσού που είχε στα υπόγειά της κάθε κεντρική τράπεζα / εκδότρια νομίσματος. Ο «κανόνας του χρυσού» εγκαταλείφθηκε επίσημα μετά τον β παγκόσμιο πόλεμο, όταν «μέτρο» έγινε το αμερικανικό δολάριο. Το οποίο ωστόσο ήταν προσδεδεμένο με σταθερή τιμή με τον χρυσό (35 δολάρια η ουγγιά) ως τις αρχές της δεκαετίας του ’70. Τότε, έχοντας μπροστά της τα τεράστια κόστη του πολέμου στο βιετνάμ, η κυβέρνηση Νίξον αποσύνδεσε το δολάριο απ’ τον χρυσό, για να μπορεί να τυπώνει κατά βούληση (πληθωριστικά) δολάρια. (Το γεγονός ότι σήμερα μια ουγγιά χρυσού «κάνει» 1175 δολάρια σημαίνει ότι αυτά τα 1175 δολάρια «ισοδυναμούν», έχουν την ίδια ανταλλακτική αξία με τα 35 δολάρια του 1971….)
Για να παραμείνει, μετά απ’ αυτήν την «απελευθέρωσή του απ’ τον χρυσό» το (πληθωριστικό) δολάριο νόμισμα διεθνούς χρήσης, η Ουάσιγκτον το «έδεσε» (εν μέρει δια της βίας, εν μέρει με την πειθώ) με την τιμή του πετρελαίου απ’ την σαουδική αραβία και τα πέριξ. Αφού η τιμολόγηση του στρατηγικού εμπορεύματος πετρέλαιο γινόταν σε δολάρια, κάθε κράτος έπρεπε να διαθέτει τέτοια. Λογικά και όλα τα υπόλοιπα βασικά εμπορεύματα τιμολογούνταν σε δολάρια.
Έτσι, το 2017, το δολάριο είχε μερίδιο 62,7% της παγκόσμιας κυκλοφορίας (διεθνών) νομισμάτων, και το ευρώ 20,15%.