Κυριακή 25 Οκτώβρη. Δεν ήταν, εν τέλει, ο «λαός» που κοινοβουλευτικοποίησε τα βοθρολύματα; Γιατί να υποδεικνύουμε την δράση κάποιου μυστηριώδους και νεφελώδους «συστήματος Χ» πίσω απ’ αυτήν την ιστορία;
Οι mainstream «αφηγήσεις» καταφεύγουν (επιφανειακά…) στις ευθύνες των ψηφοφόρων όταν πρέπει να κρύψουν τις λειτουργίες των παρακρατικών μηχανισμών και κυκλωμάτων· για να απομακρυνθούν απ’ αυτές όταν θέλουν να τους κολακέψουν χαρακτηρίζοντάς τους «παιδιά»: παρασέρνονται… Σύμφωνα μ’ αυτές τις «αφηγήσεις» μερικές εκατοντάδες χιλιάδες υπήκοοι «παρασύρθηκαν» ψηφίζοντας τα βοθρολύματα εξαιτίας της «κρίσης», των «μνημονίων», κλπ. Συμφέροντα δεν είχαν…
Και ο ρατσισμός των μικροαστών; Το γεγονός ότι τα βοθρολύματα επεδείκνυαν την βία τους κατά των μεταναστών απ’ το 2012 και μετά, και το ότι επιδεικνύοντάς την κέρδιζαν διαρκώς «καρδιές και μυαλά», δεν εμπίπτει στα απόνερα ούτε της «κρίσης», ούτε των «μνημονίων»! Ο ρατσισμός στο ελλαδιστάν έρχεται χρονικά από πολύ παλιότερα, απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ’90, εναντίον των βαλκάνιων και ακόμα εντονότερα των αλβανών μεταναστών / εργατών. Όμως ακόμα και τότε αυτή η βρωμιά του μικροαστικού βούρκου, έβγαινε μεν απ’ τα συμφέροντα και τις ιδεολογίες της κοινωνικής βάσης, νομιμοποιούνταν όμως (και, άρα, διευκολυνόταν) απ’ τους κρατικούς θεσμούς: πόσα δικαστήρια καταδίκασαν δολοφόνους αλβανών εργατών και πόσα τους αθώωσαν υπό τα χειροκροτήματα του «λαού»; Πόσοι μπάτσοι άσκησαν βία χωρίς καμμιά συνέπεια σε βάρος αυτής της πολιτικά απαγορευμένης εργατικής τάξης; Η απάντηση είναι γνωστή.
Εν τέλει ο ρατσισμός, που ήταν ένα απ’ τα ελκυστικότερα χαρακτηριστικά (αν όχι το ελκυστικότερο) των βοθρολυμάτων στη διάρκεια της ένδοξης κοινοβουλευτικοποίησής τους, αφενός περιλαμβάνεται σε μια ιδεολογική και συμφεροντολογική ατζέντα πολύ μεγαλύτερη και παλιότερη απ’ τα «μνημόνια»· αφετέρου αποτελούσε πάντα ένα υλικό «διαλόγου» του «λαού» με τους κρατικούς θεσμούς. Έτσι ώστε και εκεί να μπορούν να κρυφτούν οι δομές εξουσίας πίσω απ’ το λαϊκό φρόνημα…
Ένα παράδειγμα αφορά την στοχοποίηση των μεταναστών εργατών απ’ το πακιστάν. Ως τις αρχές της δεκαετίες του ’00 κάθε μικροαστός ρατσιστής που ήθελε να αποδείξει ότι δεν είναι τέτοιος, θα έβγαζε μπροστά την γνώμη του για τους εργάτες από το πακιστάν («είναι ήσυχοι και εργατικοί») σε αντιδιαστολή με τους εργάτες από την αλβανία («είναι κλέφτες και κακοποιοί»). Η πρώτη «καλή κουβέντα» ήταν το πλυντήριο του αντι-αλβανικού ρατσισμού· ο οποίος «έδενε» πάντα με τα «εθνικά θέματα», την «βόρεια ήπειρο που είναι κουκλίτσα αληθινή», και τα υπόλοιπα…
Ξαφνικά, λίγο πριν τους ολυμπιακούς του 2004, οι μετανάστες απ’ το πακιστάν στοχοποιήθηκαν, απ’ τα «πάνω». Σαν ύποπτοι τρομοκρατίας, σαν ύποπτοι συμπάθειας προς τους τζιχαντιστές, σαν μουσουλμάνοι, σαν ασύμβατοι με τον σπουδαίο ελληνικό πολιτισμό. Αυτή η δουλειά, το επαναλαμβάνουμε ξεκίνησε απ’ τα πάνω. Από το επίσημο κράτος… Έγινε, στη συνέχεια, ευμενώς δεκτή απ’ την κοινωνική ρατσιστική βάση, ειδικά απ’ την στιγμή που οι αλβανοί εργάτες και οι οικογένειες τους άρχισαν να γίνονται δυσδιάκριτοι (ή οπλισμένοι, σαν στρατιώτες των ντόπιων κυκλωμάτων του οργανωμένου εγκλήματος) – υπήρχε ένα «κενό μίσους» για τους ντόπιους ρατσιστές. Δεν πρέπει να ξεχαστεί ωστόσο αυτό το «απο πάνω»: η βάση της στοχοποίησης δεν είχε σχέση με την αλλαγή συμπεριφοράς των ήσυχων και εργατικών ασιατών μεταναστών, με κάτι δηλαδή που οι μικροαστοί θα μπορούσαν να επικαλεστούν μέσα απ’ τις περιορισμένες κοινωνικές εμπειρίες τους, αλλά με την εξωτερική, ιμπεριαλιστική πολιτική του ελληνικού κράτους και την συμμαχία με τις ηπα και την αγγλία στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας».