Cyborg
Cyborg #27 - 06/2023

#27 - 06/2023

01001100110127 – cyborg

σαμποτάζ > Μια χρήσιμη ιστορική αναφορά, για αρχή. Η λέξη “sabotage”, στα αγγλικά μεν αλλά γαλλικής καταγωγής, έχει σχετιστεί με τα ξυλοπάπουτσα (sabot) τα οποία (σύμφωνα με τον θρύλο) οι εργάτες τον 19ο αιώνα πετούσαν στις μηχανές για να τις καταστρέψουν. Ωραίος ο θρύλος, δεν υπάρχουν καταγραφές που να τον επιβεβαιώνουν, όμως και η τεκμηριωμένη αλήθεια για τον όρο είναι ενδιαφέρουσα.

Στο βιβλίο του Syndicalism, Industrial Unionism and Sosialism, του 1913, ο σοσιαλιστής και μεταρρυθμιστής John Spargo, λέει ότι στην γαλλική της εκδοχή η λέξη sapotage γεννήθηκε στη δεκαετία του 1890, και οφείλεται στον αναρχικό Emile Pouget. Η πρώτη γραπτή εμφάνιση του όρου έχει εντοπιστεί σε μια έκθεση του Pouget και του συντρόφου του επίσης αναρχικού Paul Dellassale, το 1897, στο συνέδριο της Confederation Generale du Travail στην Τουλούζη.

Σ’ αυτήν την έκθεσή τους οι δύο αναρχικοί προτείνουν ότι τα εργατικά συνδικάτα στη γαλλία θα πρέπει, μπροστά την εντατικοποίηση της τότε μηχανοποίησης, να ακολουθήσουν μια τακτική καθυστερήσεων και λαθών που έχει δοκιμαστεί με επιτυχία απ’ τα εργατικά συνδικάτα της βρετανίας. Αυτή η τακτική ήταν δημοφιλής στη βρετανία με το όνομα Ca’ Canny, μια έκφραση της σκωτσέζικης καθομιλούμενης, που σήμαινε “σπεύδε βραδέως” ή “μη σκοτώνεσαι”.

Αναζητώντας μια έκφραση για κάτι παρόμοιο, ο Pouget έφτιαξε το ουσιαστικό sabotage, που έχει σχέση με το ρήμα saboter, που σήμαινε “κάνεις μεγάλη φασαρία περπατώντας με ξυλοπάτουτσα”. 

“Στη γαλλία, ειδικά στις αγροτικές περιοχές” γράφει ο Spargo, “ήταν από παλιά συνήθειο το να συνδέεται ο αργός, ο οκνηρός, ο απρόσεκτος εργάτης με όσους φορούσαν ξυλοπάουτσα, που ονομάζονταν “sabots”. Η φράση travaillers a coups de sabots σήμαινε “δουλεύει φορώντας ξυλοπάππουτσα” που σήμαινε περίπου “σέρνεται”, “βαριέται”, “είναι αργός και απρόσεκτος”.

Η ιδέα είναι προφανής” λέει ο Spargo. “Ο αγρότης με τα ξυλοπάπουτσα, δουλεύοντας στο ίδιο εργαστήριο με εργάτες που φορούσαν δερμάτινα παπούτσια, ήταν ο ορισμός της ραθυμίας... Έτσι, η λέξη sabotage, δηλαδή κάτι σαν “να φοράς ξυλοπάπουτσα”, θεωρήθηκε καλή μετάφραση του βρετανικού Ca’ Canny”.

Ο όρος είχε επιτυχία. Λίγο αργότερα, το 1910, ήταν σε εκτεταμένη χρήση και μεταξύ της βρετανικής εργατικής τάξης· τόσο αναγνωρισμένη ώστε να αναφερθεί σε μια τοπική εφημερίδα της εποχής σε σχέση με απεργία όχι βρετανών αλλά γάλλων σιδηροδρομικών. Μόνο που σ’ εκείνη την απεργία οι σιδηροδρομικοί έκαναν και “ζημιές”. Οπότε το sabotage πήρε ένα περισσότερο ενεργητικό και όχι παθητικό όσο τα ξυλοπάτουτσα νόημα.

Οι “κολασμένοι ρυθμοί” που επέβαλαν οι μηχανές και η “αλυσίδα συναρμολόγησης” στα εργοστάσια παρέμειναν τις επόμενες δεκαετίες του 20ου αιώνα νούμερο 1 στόχος των εργατικών αρνήσεων, περισσότερο των ανεπίσημων και υπόγειων παρά των επίσημων και συνδικαλιστικών. Η γενικευμένη έκρηξη των βιομηχανικών εργατών στη δεκαετία του 1960 σ’ όλο τον καπιταλιστικά αναπτυγμένο βορρά, στις ηπα, την ευρώπη, την ιαπωνία, αναποδογύρισε το τι ήταν και το τι δεν ήταν αποδεκτό από εργατική άποψη σαν μορφή “αντίδρασης’. Το σαμποτάζ, σε κάθε μορφή του, απ’ την σκόπιμη καθυστέρηση και τις μικροζημιές στα παραγώμενα εμπορεύματα ως τις σοβαρότερες βλάβες στη γραμμή συναρμολόγησης, την σκόπιμη συγκέντρωση ημιτελών κατασκευών μέσα στους διαδρόμους κίνησης των κλαρκ κλπ, έγινε εφιάλτης για το σύνολο των αφεντικών της βιομηχανίας για πάνω από μια δεκαετία: καθημερινός ανταρτοπόλεμος που δεν μπορούσε να τον σταματήσει καμία μισθολογική αύξηση, κανένα καλόπιασμα.

Αυτά σε διάφορους θα φανούν “παλιά”, “αδιάφορα”, έως και “αντιεπιστημονικά” - όπως παραμυθιάζονται και παραμυθιάζουν τα φερέφωνα της τεχνοκρατίας του 21ου αιώνα. Όμως τα χαρακτηριστικά, οι προδιαγραφές και οι στόχοι ακόμα και των πιο καινούργιων, καινοτόμων μηχανών οποιουδήποτε είδους, ακριβώς επειδή δεν πρόκειται για “έργα του ανθρώπινου πνεύματος” σκέτα, γενικά κι αόριστα, αλλά μόνο για εκείνα τα “έργα του ανθρώπινου πνεύματος” που μπορούν να χρηματοδοτηθούν πριν για να αξιοποιηθούν μετά καπιταλιτιστικά, είναι εχθρικά προς οτιδήποτε ζωντανό, μέσα και έξω απ’ τις δουλειές. Μπορεί να σερβίρεται με το καλύτερο περιτύλιγμα (πάντα έτσι γινόταν)· μπορεί να υμνείται απ’ τους κλακαδόρους σαν “ανθρώπινη πρόοδος” (πάντα έτσι γινόταν)· αλλά πρόκειται πάντα για υπεξαίρεση, για σφετερισμό, για κανονικοποίηση (normalisation) προς όφελος του ελέγχου και της απόδοσης. Επιπλέον πάντα είναι (και) όπλα· υπηρετούν έναν πόλεμο που είναι ταξικός, ακόμα κι αν η θιγόμενη τάξη δεν καταλαβαίνει αυτήν την γενικότητα της έννοιας “ταξικός πόλεμος” ή, ακόμα χειρότερα, δεν μπορεί να αυτο-προσδιοριστεί συλλογικά και κατ’ αντιπαράθεση.

Κι έτσι απομένουν οι απέναντι, οι εχθροί, όπως ο Buffet, να δηλώνουν: “Ναι, είναι σε εξέλιξη ταξικός πόλεμος - και η τάξης μας νικάει”.... Είναι ωμός, αλλά δεν λέει ψέματα.

Ziggy Stardust

κορυφή