#24 - 06/2022
Πόσο καλά γνωρίζει άραγε ένας φυσικός τη φύση και τα μυστικά της; Σε ποιο βάθος άραγε έχει κατανοήσει ένας βιολόγος τα φαινόμενα της ζωής και τις μύχιες διαδρομές που αυτή ακολουθεί; Αφελή ερωτήματα, εκ πρώτης όψεως. Αν η φύση είναι το αντικείμενο μελέτης του φυσικού και αν ο βιολόγος είναι ο καθ’ ύλην ειδικός σε θέματα που αφορούν στους έμβιους οργανισμούς, πώς είναι δυνατό να μην κατέχουν τις σχετικές γνώσεις, έστω κι αν αυτές είναι πάντα κατά συνθήκη και υπό αίρεση, μέσα στα πλαίσια της γενικής ασάφειας και αβεβαιότητας που κατατρύχουν κάθε γνωσιολογικό εγχείρημα; Τουλάχιστον, λέει ο «κοινός νους» (που λατρεύουν να επικαλούνται όσοι τρέμουν μπροστά την πολυπλοκότητα των ανθρωπίνων πραγμάτων), ακόμα και αν δεν κατέχουν κάποια βαθιά, απόλυτη γνώση, ξέρουν ωστόσο περισσότερα από έναν οποιονδήποτε απλό άνθρωπο. Τα συγκαταβατικά χαμόγελα και οι εξυπνακίστικες ειρωνείες που τόσο πρόθυμα επιστρατεύουν οι σύγχρονοι ιππότες του «ορθού λόγου» απέναντι σε τέτοιες ανίερες ερωτήσεις κόβονται ωστόσο απότομα όταν τεθούν κάποια πολύ απλά ερωτήματα. Τι ακριβώς είναι η φύση και τι η ζωή; Άπαξ και μπει κανείς σε τέτοια Σατουρνάλια της σκέψης, οι ρόλοι του αφελούς και του μύστη μπορεί ξαφνικά να αναστραφούν και ο (υποτίθεται) ειδικός να μην έχει να προσφέρει τίποτα άλλο στη συζήτηση παρά κακοχωνεμένες κοινοτοπίες.
Η σειρά των ερωτημάτων μπορεί ωστόσο να προχωρήσει ακόμα παραπέρα. Αν ο ορισμός του τι συνιστά φύση και ζωή είναι ένα ζήτημα κατεξοχήν φιλοσοφικό (άρα και πολιτικό), θα μπορούσε να ισχύει κάτι τέτοιο ακόμα και για τον ορισμό της ίδιας της φυσικής και της βιολογίας ως εξειδικευμένων κλάδων γνώσης; Με άλλα λόγια, πόσο καλά γνωρίζει άραγε ο φυσικός τη φυσική του και ο βιολόγος τη βιολογία του; Το ερώτημα δεν αφορά πλέον μόνο στο αντικείμενο του κάθε ειδικού, αλλά στην ίδια την επιστήμη του, στις μεθοδολογικές αρχές της και στα εννοιολογικά εργαλεία της με τα οποία φιλοδοξεί να συλλάβει αυτό το αντικείμενο. Τέτοιες διερωτήσεις μοιάζουν επιτηδευμένα προβοκατόρικες μόνο στα αυτιά και στα μάτια όσων έχουν υποκύψει, εκόντες άκοντες, σε έναν πεζοδρομιακό θετικισμό του συρμού που τοποθετεί την επιστήμη σε κάποιον βωμό και το πτώμα του οποίου δεν λέει να αποσυντεθεί εδώ και δύο αιώνες· ένας θετικισμός που εύκολα θα μπορούσε να διαβαστεί και ως η εσωτερίκευση της αποξένωσης απέναντι στα αντικείμενα και στις διαδικασίες παραγωγής της γνώσης – κάτι που ταυτόχρονα σηματοδοτεί και μια εσωτερίκευση των μηχανισμών εξουσίας.
Για του λόγου το αληθές, μπορεί να αναλογιστεί κανείς το πώς, ακριβώς η ίδια συζήτηση, μεταφερμένη σε ένα άλλο, πιο «τετριμμένο» και πεζό πεδίο, δεν δημιουργεί καθόλου άβολες αντιδράσεις ούτε εξαρτημένα αντανακλαστικά. Πόσο καλά γνωρίζει ένας ποδοσφαιριστής από ποδόσφαιρο; Είναι αυτός όντως ο καθ’ ύλην «ειδικός» ή μήπως είναι απλά ένα τμήμα ενός συστήματος που αποτελείται από προπονητές, γιατρούς, διατροφολόγους, μάνατζερ και οπαδούς, όπου ο καθένας έχει τις δικές του (θεμιτές) αξιώσεις γνώσης και που όλοι μαζί λειτουργούν για να παραγάγουν αυτό που λέγεται ποδοσφαιρικό θέαμα;
Κι εν τέλει, μπορεί κάποιος από αυτούς να ισχυριστεί ότι γνωρίζει περισσότερα από έναν ακαδημαϊκό που έχει μελετήσει την κοινωνιολογία του αθλητισμού και γνωρίζει το πλέγμα των κοινωνικών και οικονομικών πιέσεων που ωθούν τους ποδοσφαιριστές να γίνονται υπερ-αθλητές τα τελευταία χρόνια; Πόσο μικρόνοη μπορεί να φαίνεται τώρα η αξίωση ενός ποδοσφαιριστή ότι «μόνο αυτός ξέρει από ποδόσφαιρο» μπροστά σε όλο αυτό το φάσμα σχέσεων και γνώσεων χωρίς το οποίο ο ίδιος δεν θα ήταν τίποτα περισσότερο παρά κάποιος που επιμένει να «παλιμπαιδίζει» κλωτσώντας μια μπάλα σε κάποια αλάνα; Γιατί επομένως οι αξιώσεις ορισμένων επιστημόνων ότι μόνο αυτοί ξέρουν τα της επιστήμης τους γίνονται απροβλημάτιστα αποδεκτές και όχι μόνο δεν τυγχάνουν κάποιας ειρωνικής μεταχείρισης, αλλά παραμένουν απρόσβλητες ακόμα και από την παραμικρή προσπάθεια κριτικής;
Ο σκοπός αυτού του κειμένου δεν είναι να προβεί σε κάποια ψυχο-κοινωνική ανατομία του σύγχρονου θετικισμού και των όψιμων (ακόμα και «αριστερών αντι-συνωμοσιολόγων») υπερασπιστών του. Θα περιοριστούμε σε κάτι πιο απλό: στην εξιστόρηση της ανάδυσης της γενετικής ως ειδικού επιστημονικού κλάδου και στις συνθήκες μέσα στις οποίες αυτή γεννήθηκε. Πρόκειται φυσικά για «πληροφορίες» που, στα επίσημα εγχειρίδια των σπουδαστών βιολογίας και ιατρικής, βρίσκουν μία θέση ως υποσημειώσεις ανεκδοτολογικού ενδιαφέροντος στο τέλος των κεφαλαίων. Και όταν αυτό συμβαίνει, συνήθως αυτές οι ιστορικές αναφορές έχουν τη μορφή μιας αφήγησης που νομοτελειακά οδηγεί στη σταδιακή ανακάλυψη της αλήθειας μέσα από τις ηρωικές προσπάθειες των ερευνητών οι οποίοι μόνο ως σταυροφόροι της επιστημονικής αντικειμενικότητας πρέπει να αντιμετωπίζονται. Το αποτέλεσμα; Ένας πτυχιούχος βιολόγος / γιατρός νομίζει ότι έχει μάθει και γνωρίζει τη (μία και μοναδική) γενετική επιστήμη, όταν επί της ουσίας αυτό που έχει διδαχτεί δεν είναι κάτι άλλο πάρα ένα ιστορικό στιγμιότυπο εντός μιας μακράς διαδικασίας μέσα στην οποία οι νοηματικές μεταπτώσεις επιστημονικών εννοιών και οι μετατοπίσεις των κοινωνικών διακυβευμάτων συμβαίνουν πολύ συχνότερα απ’ όσο ο ίδιος θα μπορούσε να διανοηθεί και μάλιστα πολλές φορές συμβαδίζουν.
Με βάση μια συμβατική αφήγηση, θα περίμενε, λοιπόν, κανείς ότι η ιστορία της γενετικής ξεκινάει με την ανακάλυψη των γονιδίων [1Ιστορίες της γενετικής μπορεί να βρει κανείς στα παρακάτω: 1) Life's greatest secret: The story of the race to crack the genetic code, M. Cobb, Basic Books, 2) Who wrote the book of life?: a history of the genetic code, L. Kay, Stanford University Press, 3) A cultural history of heredity, Müller-Wille S. και Rheinberger H., The University of Chicago Press. Το πρώτο δίνει μια κάπως τυπική ιστορία της γενετικής, χωρίς ιδιαίτερες αναφορές στο ευρύτερο κοινωνικο-πολιτικό περιβάλλον. Αυτό το κενό καλύπτεται από το τελευταίο βιβλίο των Müller-Wille και Rheinberger. Το βιβλίο της Kay αναφέρεται κυρίως στις προσπάθειες σπασίματος του γενετικού κώδικα και δεν πάει παραπίσω στον χρόνο, στις συνθήκες που προετοίμασαν τη γένεση της γενετικής.]. Ωστόσο, ένα ιδιάζον χαρακτηριστικό αυτού του κλάδου είναι ότι ο ίδιος γεννήθηκε πριν το κατεξοχήν αντικείμενό του (τα γονίδια) και ότι για δεκαετίες ολόκληρες επιβίωσε και αναπτύχθηκε χωρίς κάποιο απτό και υλικό σημείο αναφοράς. Ήταν κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα που ουσιαστικά ξεβλάστησε και ωρίμασε, λίγο μετά από την ανάδυση της ίδιας της βιολογίας ως ξεχωριστής, ειδικής επιστήμης γύρω στα 1800.
Εφόσον τα γονίδια απομονώθηκαν (εργαστηριακά και εννοιολογικά) μόλις στα μισά του 20ου αιώνα, πάνω σε ποια βάση στηρίχτηκε η πρώιμη γενετική; Το βασικό ζήτημα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει (αλλά και να δημιουργήσει ως ένα βαθμό) ήταν αυτό της κληρονομικότητας, του τρόπου δηλαδή με τον οποίο γίνεται η μεταβίβαση ορισμένων βιολογικών χαρακτηριστικών εντός των μελών ενός είδους ή ακόμα και μεταξύ ειδών (αν μιλάμε για την εξέλιξή τους). Από καθαρά επιστημονική άποψη (που δεν υπάρχει τέτοια, αλλά μπορεί να γίνει αποδεκτή για αναλυτικούς λόγους), καθοριστική σημασία προς αυτή την κατεύθυνση έπαιξαν οι προβληματισμοί που κωδικοποιήθηκαν πιο ευκρινώς στο έργο δύο ανθρώπων. Πρώτον, σε αυτό του Δαρβίνου, ο οποίος δημοσίευσε το 1859 την Καταγωγή των Ειδών. Ο Δαρβίνος προφανώς δεν γνώριζε το παραμικρό περί γονιδίων κι έτσι δεν μπορούσε να μιλήσει με μεγάλη ακρίβεια για κάποιον υλικό φορέα της κληρονομικότητας. Το σημαντικό, ωστόσο, ήταν ότι εισήγαγε την ιδέα πως ιστορία δεν έχουν μόνο οι άνθρωποι, αλλά όλοι οι έμβιοι οργανισμοί. Τα είδη δεν είναι επομένως προκαθορισμένα ούτε διαχωρίζονται με αυστηρά όρια, αλλά βρίσκονται σε μια διαδικασία διαρκών μεταλλάξεων, μεταβιβάζοντας, ενίοτε ατελώς, ορισμένα χαρακτηριστικά τους από γενιά σε γενιά. Αν όλοι οι οργανισμοί έχουν την ιστορία τους, από την άλλη, ίσως και η ανθρώπινη ιστορία να έχει τελικά πολλή «φύση» μέσα της, υπό τη μορφή πάγιων και αναλλοίωτων χαρακτηριστικών. Αυτό ήταν το εννοιολογικό βήμα που έκανε ο δεύτερος ήρωας της εποχής εκείνης. Ήδη από το 1865 ο Galton δήλωνε ότι «οι άνθρωποι είμαστε απλώς αναμεταδότες μιας φύσης που έχουμε παραλάβει και που δεν έχουμε τη δύναμη να μεταβάλουμε».
Αυτό ήταν το γενικότερο πλαίσιο μέσα στο οποίο άρχισαν και οι πρώτες αναδιφήσεις στα ενδότερα του κυττάρου προς ανεύρεση ενός υλικού φορέα της κληρονομικότητας. Ο Virchow ήταν από τους πρώτους (το 1858) που διατύπωσε την υπόθεση ότι ο πυρήνας των κυττάρων παίζει κάποιον κρίσιμο ρόλο κατά τη διαίρεση και την αναπαραγωγή τους. Ο όρος χρωμοσώματα προτάθηκε αρχικά από τον Waldeyer το 1888 για να περιγράψει εκείνα τα «πυρηνικά σωματίδια» που αναδιπλασιάζονται πριν τον αναδιπλασιασμό του ίδιου του κυττάρου. Προς το τέλος του 19ου αιώνα είχε αρχίσει να γίνεται πλέον γενικά αποδεκτό ότι κάθε οργανισμός αποτελείται από μια πλειάδα κυττάρων τα οποία διαιρούνται και πολλαπλασιάζονται συνεχώς. Ο Boveri είχε υποδείξει πειραματικά το 1889 ότι η μορφή ενός οργανισμού καθορίζεται κατά κύριο λόγο από τον πυρήνα του κυττάρου. Την ίδια χρονιά ο Hugo de Vries πρότεινε τη λειτουργική διάκριση μεταξύ πυρήνα και κυτταροπλάσματος: η βασική λειτουργία του πυρήνα είναι η μετάδοση/μεταβίβαση των χαρακτηριστικών ενώ αυτή του κυτταροπλάσματος είναι η ανάπτυξη. Ο πυρήνας φέρει τα λεγόμενα pangene τα οποία παραμένουν ανενεργά όσο βρίσκονται μέσα στον πυρήνα και ενεργοποιούνται όταν βρεθούν στο κυτταρόπλασμα. Ο όρος pangene που επέλεξε να χρησιμοποιήσει ο de Vries ήταν δάνειο από τη θεωρία της πανγένεσης (pangenesis) του Δαρβίνου, ο οποίος είχε υποθέσει ότι κάθε οργανισμούς φέρει στους αναπαραγωγικούς του αδένες κάποια μικροσκοπικά σωματίδια (τα gemmule) που είναι υπεύθυνα για τα φαινόμενα της κληρονομικότητας.
Το στόχαστρο της γενετικής εστίαζε επομένως όλο και περισσότερο στον πυρήνα των κυττάρων. Μια επιπλέον ώθηση προς την τελική «ανακάλυψη» των γονιδίων έδωσε η προσπάθεια μετατροπής της γενετικής σε αυστηρά πειραματική επιστήμη μέσω της χρήσης μοντέλων – οργανισμών στις αρχές του 20ου αιώνα, με τη γνωστή φρουτόμυγα (Drosophila melanogaster) να είναι ο πρώτος ήρωας (ή θύμα) αυτής της περιπέτειας – αργότερα θα επιστρατεύονταν και άλλοι οργανισμοί, όπως τα ποντίκια ή ακόμα και μικρο-οργανισμοί. Ο λόγος για τον οποίο είχαν τέτοια βαρύτητα αυτοί οι οργανισμοί ήταν επειδή μπορούσαν να αναπαραχθούν σε καθαρές γενεαλογικές γραμμές με γνωστά και σταθερά χαρακτηριστικά και είχαν ταχείς ρυθμούς αναπαραγωγής ώστε τυχόν μεταλλάξεις να μπορούν να παρατηρηθούν εντός λογικών χρονικών διαστημάτων. Αυτό με τη σειρά του επέτρεψε στους γενετιστές να εφαρμόσουν πιο αυστηρά πειραματικά πρωτόκολλα κατά τη μελέτη των φαινομένων κληρονομικότητας. Τα πειράματα των Sutton και Boveri το 1902 έπεισαν τελικά μεγάλο μέρος της επιστημονικής κοινότητας ότι τα χρωμοσώματα είναι ο υλικός φορέας της κληρονομικότητας. Η γενετική ως λέξη προτάθηκε μόλις το 1906 από τον βιολόγο William Bateson (πατέρα του ανθρωπολόγου Gregory Bateson) και η λέξη «γονίδιο» ακολούθησε λίγο αργότερα, το 1909, κατόπιν πρότασης του Wilhelm Johannsen. Τα γονίδια δεν είχαν αποκτήσει πλέον μόνο μια υλική διάσταση (ακόμα κι αν η ακριβής τους σύσταση δεν ήταν ακόμα γνωστή), αλλά είχαν γίνει ένα εργαλείο, ένα αντικείμενο χειρισμών. Μέσα από το πρίσμα της γενετικής, ο δαρβινισμός γνώρισε μια νέα άνθηση την ίδια εκείνη περίοδο, επανερμηνευόμενος τώρα πάνω σε μια γενετική βάση όπου την πρωτοκαθεδρία είχαν τα γονίδια και όχι τα gemmule του Δαρβίνου.
Από τη στιγμή που είχε γίνει καθολικά αποδεκτό ότι τα γονίδια κατοικούν μέσα στα χρωμοσώματα του πυρήνα, το επόμενο στάδιο ήταν να εξακριβωθεί η επακριβής τους σύσταση. Για τους περισσότερους βιολόγους του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, αποτελούσε κάτι σαν αξίωμα ότι τα γονίδια θα έπρεπε να αποτελούνται από πρωτεΐνες, εφόσον αυτές είχαν να επιδείξουν πολύ μεγαλύτερη ποικιλομορφία σε σχέση με τις βάσεις του DNA και τη βαρετή επαναληψιμότητά του - τα χρωμοσώματα, εκτός από DNA, περιέχουν και πρωτεΐνες, κάτι που ήταν από τότε γνωστό. Ήταν ο αμερικάνος Oswald Avery που με τα πειράματά του πάνω σε καλλιέργειες πνευμονιόκοκκου τις δεκαετίες του 1930 και του 1940 έδειξε ότι το DNA είναι η «μεταμορφωτική αρχή (transforming principle)», δηλαδή εκείνη η ουσία που μπορεί να μεταμορφώσει μια καλλιέργεια αβλαβούς πνευμονιόκοκκου σε βλαβερή. Το 1953 οι Watson και Crick θα δημοσιεύσουν τα πορίσματά τους πάνω στη δομή (της διπλής έλικας) του DNA, χωρίς όμως να εξηγήσουν πώς γίνεται η μετάφραση των γονιδίων σε πρωτεΐνες. Σε αυτές τους τις δημοσιεύσεις περιλαμβάνεται και ένα γνωστό απόσπασμα, που θεωρείται ως μία από τις πρώτες απόπειρες να ιδωθεί το DNA ως «κώδικας» και «πληροφορία»:
«Η ραχοκοκαλιά του μοντέλου μας επιδεικνύει μια απόλυτη κανονικότητα, αλλά οποιαδήποτε ακολουθία ζευγών βάσεων μπορεί να ταιριάξει σε αυτή τη δομή. Συνεπώς, είναι δυνατό να ταιριάξουν πάρα πολλοί συνδυασμοί μέσα σε ένα μακρύ μόριο κι επομένως φαίνεται πιθανό η ακριβής ακολουθία των βάσεων να είναι και ο κώδικας που φέρει τη γενετική πληροφορία.»
Το σπάσιμο του γενετικού κώδικα θα γινόταν τελικά εφικτό τη δεκαετία του 1960, μέσα από τη δουλειά των Nirenberg και Matthaei, οι οποίοι έδειξαν ότι τριπλέτες βάσεων του DNA αντιστοιχούν σε αμινοξέα [2Για αυτό το πιο σύγχρονο κομμάτι της ιστορίας της γενετικής και για τις σχέσεις που ανέπτυξε με την κυβερνητική, βλ. γενετική / κυβερνητική: ένας λευκός γάμος, Cyborg, τ. 7.].
Είναι αμφίβολο αν τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές υπάρχει έστω κι ένας φοιτητής στις σχολές βιολογίας και ιατρικής (ή και απόφοιτος τους) που να γνωρίζει έστω τους βασικούς σταθμούς μέσα από τους οποίους πέρασε η γενετική για να φτάσει στη σημερινή της μορφή, έτσι όπως συνοπτικά εκτέθηκαν παραπάνω. Η συνήθης δικαιολόγηση για αυτή την έλλειψη ιστορικής συνείδησης εκ μέρους των επιστημόνων και των ειδικών κατά κανόνα περιστρέφεται γύρω από παραλλαγές που θεωρήματος ότι η ιστορία αποτελεί κάτι το εξωτερικό ως προς τον πυρήνα κάθε επιστήμης και τις αλήθειες που αυτή παράγει. Ναι μεν μπορεί να έχει κάποιο ενδιαφέρον για όσους αρέσκονται σε τέτοιες ιστορικές αναδιφήσεις, αλλά σημασία έχει να κατανοήσεις τις βασικές έννοιες και εργαλεία της επιστήμης σου, κάτι που είναι εφικτό (αν δεν διευκολύνεται κιόλας) χωρίς την ιστορική βάσανο και τα βαρίδια της. Όσο αφελής κι αν φαντάζει μια τέτοια θέση από κοινωνιολογική και επιστημολογική άποψη, δεν θα έπρεπε παρά ταύτα να αποκλειστεί η δυνατότητα απόκτησης ενός βαθμού (ακόμα και αρκετά υψηλού) εργαλειακής κατανόησης ενός οποιουδήποτε τεχνο-επιστημονικού κλάδου, παραμένοντας αυστηρά σε τεχνικά και μόνο πλαίσια. Με τον ίδιο τρόπο που ένας ποδοσφαιριστής μπορεί να είναι μεγάλος αρτίστας της μπάλας χωρίς να γνωρίζει το παραμικρό για τις κοινωνικές και πολιτικές σημασίες του αθλητισμού, έτσι κι ένας ειδικός μπορεί να είναι εξαιρετικός στο τεχνικό κομμάτι της δουλειάς του, χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα για το πώς γεννήθηκε ο κλάδος του – επομένως και χωρίς την παραμικρή ιδέα για το πού πηγαίνει ή ποιες είναι οι ευρύτερες διασυνδέσεις του με άλλες πλευρές του κοινωνικού.
Τα παράδειγμα της γενετικής είναι και πάλι χρήσιμο εδώ. Όπως αναφέρθηκε ήδη, η γενετική γεννήθηκε σε μια προσπάθεια να απαντηθεί το πρόβλημα της κληρονομικότητας. Το επόμενο ερώτημα που μπορεί να ανακύψει σε αυτό το σημείο αφορά στην ίδια την έννοια της κληρονομικότητας. Γιατί αυτή άρχισε να γίνεται αντιληπτή ως πρόβλημα κατά τον 19ο αιώνα και όχι νωρίτερα; Υπήρχε καν μια τέτοια ή παραπλήσια έννοια;
Όπως είναι αναμενόμενο, τα ζητήματα αναπαραγωγής (φυτών, ζώων και ανθρώπων) έχουν βρεθεί στο επίκεντρο του προβληματισμού σχεδόν κάθε ανθρώπινης κοινωνίας. Για ένα μεγάλο μέρος των νομαδικών, προ-αγροτικών και προ-κτηνοτροφικών πληθυσμών, η αναπαραγωγική δύναμη, η ικανότητα δημιουργίας νέας ζωής ήταν αποκλειστικό προνόμιο των γυναικών. Επρόκειτο για μια αντίληψη που σταδιακά διαβρώθηκε και έχασε το βάρος της, χωρίς όμως ποτέ να απαλειφθεί ο ρόλος της γυναίκας. Σε κατοπινές, σαφώς πιο πατριαρχικές κοινωνίες, αυτός ο ρόλος υποβαθμίστηκε αισθητά για να αποδοθεί μεγαλύτερη σημασία στην ανδρική δύναμη του σπέρματος. Η αριστοτελική αντίληψη αποτελεί ένα κλασσικό τέτοιο παράδειγμα. Σύμφωνα με αυτήν, για τη δημιουργία μιας νέας ζωής συμβάλλουν τόσο ο άνδρας όσο και η γυναίκα, με τη γυναίκα να προσφέρει την πρώτη ύλη και τον άνδρα τη μορφή που θα πάρει το νέο πλάσμα. Η διαφορά αυτή ήταν κρίσιμη, εφόσον εδώ δεν είχαμε να κάνουμε απλώς με έναν καταμερισμό ίσων ρόλων. Εντός του αριστοτελικού συστήματος περί φύσης, η ύλη έμοιαζε περισσότερο με μια αδρανή, εύπλαστη και άμορφη πρώτη ουσία. Μόνο η έννοια της (προερχόμενης από τον άνδρα) μορφής είχε τη δύναμη να της προσδώσει σχήμα και να τη συγκροτήσει σε μια εύτακτη μονάδα.
Μέχρι τις απαρχές της νεωτερικότητας (χοντρικά μέχρι τον 15ο και 16ο αιώνα) οι βασικές αντιλήψεις πάνω στο ζήτημα της αναπαραγωγής δεν θα άλλαζαν ιδιαίτερα στις δυτικές κοινωνίες. Μια βασική συνιστώσα αυτού του συμπλέγματος ιδεών ήταν και το ότι η φύση διαθέτει μια εξέχουσα δημιουργική δύναμη. Τα όντα μπορούν να μεταμορφώνονται ριζικά (π.χ., η κάμπια σε πεταλούδα) ή ακόμα και να προέρχονται από όντα διαφορετικού είδους (π.χ., τα σκουλήκια να «γεννιούνται» μέσα από ένα πτώμα σε αποσύνθεση). Η έννοια των αυστηρά οριοθετημένων ειδών που το καθένα ακολουθεί τη δική του γενεαλογική γραμμή ήταν όχι απλώς ανύπαρκτη, αλλά και ενάντια προς τα άμεσα εμπειρικά δεδομένα. Η φύση ήταν έκφυλη και βρισκόταν σε έναν συνεχή οργασμό δημιουργίας και μεταστοιχειώσεων. Ως αποτέλεσμα, ήταν απούσα και κάποια σοβαρή θεωρία περί κληρονομικότητας. Παρότι κάποια σχετικά φαινόμενα είχαν όντως παρατηρηθεί και αναγνωριστεί, το ειδικό τους βάρος μέσα στις γενικότερες θεωρίες της αναπαραγωγής ήταν εξαιρετικά ισχνό. Τα φαινόμενα της κληρονομικότητας δεν είχαν την απαραίτητη σταθερότητα και κανονικότητα για να αξίζουν κάποια ιδιαίτερη προσοχή. Οι όποιες ομοιότητες παρατηρούνταν μεταξύ προγόνων και απογόνων αποδίδονταν με φυσικό τρόπο στο κοινό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωναν αμφότεροι. Το βασικό ζήτημα επομένως ήταν αυτό της γένεσης – δημιουργίας (generation) και όχι αυτό της κληρονομικότητας.
Μπαίνοντας τώρα στον 17ο και 18ο αιώνα οι σχετικές συζητήσεις συνέχισαν να περιστρέφονται σε μεγάλο βαθμό γύρω από το πρόβλημα της αναπαραγωγής. Αφού πρώτα έγινε αποδεκτό ότι όλα τα θηλυκά μέλη ενός είδους διαθέτουν αυγά, το επόμενο ζήτημα που απασχόλησε εντατικά τα μυαλά της εποχής εκείνης ήταν αυτό της πρωτοκαθεδρίας. Ποιο υλικό στοιχείο είναι αυτό που συμβάλλει περισσότερο στη δημιουργία ενός οργανισμού: τα αυγά, με βάση τις ωο-κεντρικές (ovist) θεωρίες, ή το σπέρμα, με βάση τις σπερμο-κεντρικές (spermist); Εξίσου έντονες ήταν και οι διαμάχες πάνω στο θέμα της προ-ύπαρξης (preexistence) και προ-διαμόρφωσης (preformation) των έμβιων όντων, δηλαδή του κατά πόσον οι βασικές δομές και λειτουργίες ενός οργανισμού είναι ήδη σχηματισμένες εν σπέρματι (κυριολεκτικά) και όχι ως αποτέλεσμα κάποιας οντογενετικής εξέλιξης. Ο Leeuwenhoek είχε παρατηρήσει από το 1679 τα σπερματοζωάρια στο μικροσκόπιο. Εντυπωσιασμένος από την κινητικότητα τους, θεωρούσε ότι αποτελούν ήδη επί της ουσίας πλήρεις οργανισμούς σε σμίκρύνση. Σε κάθε περίπτωση πάντως, εξακολουθούσε να είναι εντυπωσιακά απούσα κάποια διερώτηση σχετικά με ζητήματα βιολογικής κληρονομικότητας. Τα άμεσα δεδομένα της εμπειρίας απλούστατα δεν προσέφεραν ενδείξεις ότι ένα τέτοιο θέμα ήταν άξιο πιο διεξοδικής μελέτης.
Παρότι η έννοια της βιολογικής κληρονομικότητας ήταν ακόμα ανύπαρκτη, ήταν εκείνη την εποχή που έκαναν την εμφάνισή τους κάποια πρόδρομα φαινόμενα που προετοίμασαν το έδαφος, τόσο σε ιδεολογικό επίπεδο όσο και σε πιο πρακτικό και τεχνικό. Η επαφή των ευρωπαίων με άλλους, ριζικά διαφορετικούς πολιτισμούς, οι οποίοι είχαν ανθίσει σε ένα τελείως διαφορετικό φυσικό περιβάλλον και εξαφανίζονταν μπροστά στα μάτια τους (και συχνά από τα χέρια τους) δημιουργούσε σταδιακά την αίσθηση ότι ακόμα και η ίδια η φύση μπορεί να έχει ιστορία και να υπόκειται σε εξελικτικές διαδικασίες – άρα και ότι η ιστορία είναι δυνατό να καθυποταχτεί μέσω της καθυπόταξης της φύσης. Αυτή η αντίληψη ότι τόσο η φύση όσο και η ιστορία οφείλουν να βαρυγκομούν κάτω από το ανθρώπινο μαστίγιο χάραξε βέβαια ολόκληρη τη νεωτερικότητα και μία εκδοχή της εξέβαλε αργότερα στην ευγονική, τον πρόδρομο της γενετικής.
Σε ένα πιο πρακτικό επίπεδο τώρα, το ζήτημα της μεταβίβασης σταθερών βιολογικών χαρακτηριστικών από γενιά σε γενιά απέκτησε μια ιδιαίτερη σημασία κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Ο λόγος ήταν οι ανάγκες των εκτροφέων (όπως του περίφημου Bakewell), ιδιαιτέρως στη Βρετανία και στην κεντρική Ευρώπη, που στρέφονταν πλέον σε όλο και πιο μαζικές μεθόδους παραγωγής κρέατος και μαλλιού. Για να επιτύχουν υψηλές αποδόσεις, πειραματίστηκαν με τη λογική των διασταυρώσεων, η οποία όμως με τη σειρά της, για να είναι καταρχήν εφικτή, απαιτούσε μια μετατόπιση του εστιακού σημείου των εκτροφέων. Αντί να επικεντρώνονται στα μεμονωμένα μέλη ενός κοπαδιού, που ούτως ή άλλως ήταν σχετικά μικρό και δεν προσέφερε πολλές δυνατότητες διασταυρώσεων, έπρεπε τώρα να μεταβούν σε μια λογική μεγάλων πληθυσμών και επιλεκτικής αναπαραγωγής. Αυτές οι πρακτικές ήταν βέβαια μέσα στο ρεπερτόριο και των μικρότερων παραγωγών, αλλά αρκετά πιο οριοθετημένες – σε ένα μικρό κοπάδι κάθε νέο μέλος μετράει σημαντικά και δεν «απορρίπτεται» εύκολα. Οι έρευνες του Μέντελ κατά τον 19ο αιώνα πάνω στα χαρακτηριστικά των μπιζελιών θα εκκινούσαν ακριβώς από την ανάγκη των μοναστηριών (από τους μεγαλύτερους κατόχους γης και ζώων) για διερεύνηση των δυνατοτήτων αύξησης της αγρο-κτηνοτροφικής παραγωγής.
Αυτή η απεστίαση από το άτομο και η επανεστίαση του φακού προς τα μεγάλα μεγέθη βρήκε την αντίστοιχη έκφρασή της ακόμα και στο «καθαρά» επιστημονικό πεδίο. Ο 18ος αιώνας ήταν ο αιώνας του Λινναίου. Ο Λινναίος είναι κατά βάση γνωστός για το σύστημα ταξινόμησης των ειδών που εισηγήθηκε και που σε μεγάλο βαθμό ακολουθείται ως σήμερα. Αυτό όμως που σχεδόν ποτέ δεν γίνεται αντιληπτό είναι το μέγεθος της εννοιολογικής μετατόπισης που απαιτούσε ένα τέτοιο ταξινομικό εγχείρημα. Για να είναι δυνατή η ταξινόμηση των ειδών, έπρεπε πρώτα να γίνει αποδεκτό ότι υφίστανται ευκρινείς διαχωριστικές γραμμές μεταξύ τους. Κάτι που από την άλλη προϋπέθετε ότι η άναρχη και έκφυλη φύση των προηγούμενων αιώνων όφειλε τώρα να αποτινάξει από πάνω της αντιλήψεις περί αυθόρμητης γένεσης και μεταστοιχειώσεων. Κάθε είδος, αντιθέτως, έπρεπε να αναπαράγεται με μια σταθερότητα και στη βάση φαινομένων κανονικότητας – με βάση «νόμους» της αναπαραγωγής. Η βασική εννοιολογική μονάδα έγινε πια το είδος και όχι το άτομο και οι μηχανισμοί αναπαραγωγής του είδους έγιναν το κατεξοχήν πρόβλημα της βιολογίας που συστάθηκε ως επιστήμη γύρω στο 1800 ακριβώς πάνω σε αυτό το πρόβλημα.
Προς το τέλος του 18ου αιώνα επομένως έχει ήδη δημιουργηθεί μια μαγιά για την ανάδυση της βιολογικής κληρονομικότητας. Αν όμως μπορούμε να μιλάμε για βιολογική κληρονομικότητα, αυτό σημαίνει ότι υπήρχαν και άλλοι τύποι κληρονομικότητας. Για την ακρίβεια, η έννοια της κληρονομικότητας είχε καταρχάς πολιτικές και κοινωνικές σημασίες και μόνο κατόπιν (από τον 18ο αιώνα και μετά) μεταγράφηκε σε βιολογικά συμφραζόμενα [3Δεν πρόκειται για σπάνιο φαινόμενο. Η ίδια η έννοια του (φυσικού) «νόμου» είχε αρχικά πολιτικές και κοινωνικές σημασίες (και νομικές, όπως άλλωστε δηλώνει και η λέξη) και αργότερα βρήκε μια θέση στη φυσική και στις θετικές επιστήμες. Στην αρχαία ελληνική γραμματεία μάλιστα, ο νόμος σήμαινε κυρίως την κοινωνική σύμβαση, τα κοινωνικά ήθη κι έθιμα και συχνά γινόταν αντιληπτός ως αντίθετος προς τη φύση (ιδιαίτερα από τους σοφιστές). Αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση.]. Τα κληρονομικά ζητήματα ανέκαθεν σχετίζονταν με τους κανόνες που ρυθμίζουν την κατανομή της περιουσίας, του κύρους και των προνομίων ενός νεκρού προς τους διαδόχους του. Αυτά ήταν τα στοιχεία που μεταβίβαζε στους (όχι απαραίτητα βιολογικούς, με τη σημερινή σημασία) απογόνους του. Ειδικά για τη μεσαιωνική Ευρώπη, τέτοια ζητήματα απέκτησαν επείγουσα σημασία από ένα σημείο και πέρα, ιδιαίτερα για την τάξη των ευγενών. Για να σπάσει τα δικαιώματα μεταβίβασης των ευγενών και να καταστήσει τα περιουσιακά τους στοιχεία απαλλοτριώσιμα, η εκκλησία είχε προχωρήσει στη θέσπιση αυστηρών κανόνων συγγένειας και επομένως σχετικών απαγορεύσεων και ταμπού «αιμομιξίας». Ως απάντηση και αμυντική κίνηση απέναντι στις ορέξεις της εκκλησίας, οι ευγενείς υιοθέτησαν την αυστηρά πατρογραμμική μεταβίβαση ώστε να μην προκύπτει πολυδιάσπαση της περιουσίας τους. Ταυτόχρονα όμως επιδόθηκαν με εμμονή στην αναζήτηση της καταγωγής τους και στην κατασκευή περίπλοκων γενεαλογικών δέντρων ώστε να απορρίπτουν τυχόν αιτιάσεις και αξιώσεις της εκκλησίας. Η ενασχόληση με την κληρονομικότητα και τα γενεαλογικά δέντρα επομένως, μέσα στα ανθρώπινα πλαίσια, υπήρξε ενασχόληση των ανωτέρων τάξεων για πολιτικούς λόγους πολύ πριν αυτή βρει το δρόμο της ως ιδεολογία του συρμού στις θεωρίες της ευγονικής.
Εκτός του νομικού πεδίου πάντως, υπήρξε κι ένας ακόμα τομέας όπου το επίθετο «κληρονομικός» έβρισκε κάπως πιο συστηματική χρήση. Αυτός ήταν ο τομέας των κληρονομικών ασθενειών, οι οποίες είχαν όντως παρατηρηθεί, αλλά έπαιζαν μικρό ρόλο στις συζητήσεις μεταξύ των γιατρών (οι οποίοι είχαν να αντιμετωπίσουν πολύ σοβαρότερες ασθένειες από την άποψη της διάδοσής τους). Αυτό θα άλλαζε τον 18ο αιώνα, όταν πια εμφανίζεται μεταξύ των Γάλλων γιατρών και ο όρος «κληρονομικότητα» ως ουσιαστικό. Το ενδιαφέρον των συγκεκριμένων γιατρών ωστόσο δεν ήταν καθαρά ιατρικό. Σε πρώτη φάση, κατά τον 18ο αιώνα, επιστράτευσαν την έννοια της κληρονομικότητας για να προσφέρουν μια εξήγηση για αυτό που οι ίδιοι, ως αστοί, αντιλαμβάνονταν ως πλαδαρότητα της αριστοκρατικής τάξης που μαστιζόταν από τέτοιες κληρονομικές ασθένειες. Τον 19ο αιώνα, όταν πια οι αριστοκρατικές τάξεις είχαν επί της ουσίας ηττηθεί, η «κληρονομικότητα» θα στραφεί εκ μέρους των αστών γιατρών κατά των εργατικών τάξεων. Ο λόγος που αυτές ζούνε σε τέτοιες άθλιες συνθήκες και προσβάλλονται συνεχώς από ασθένειες έπρεπε να οφείλεται σε κάτι που μεταβιβάζουν στα παιδιά τους. Μπαίνει κανείς στον πειρασμό να σκεφτεί ότι η αστική τάξη απαλλοτρίωσε προς όφελός της ένα εννοιολογικό πλαίσιο που είχαν αναπτύξει οι αριστοκρατικές τάξεις (περί κληρονομικότητας και γενεαλογικών δέντρων) για να το στρέψει καταρχάς εναντίον τους και στη συνέχεια κατά του νέου, επικίνδυνου αντιπάλου της. Και ήταν ένα όπλο που αποδείχτηκε εξαιρετικά αποτελεσματικό σε βάθος χρόνου.
Οι Watson και Crick
Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, όταν ο Δαρβίνος εισηγήθηκε την επιστημονική υπόθεση ότι και τα είδη έχουν μια δυναμική ιστορία και όταν ο Galton διατύπωνε τη θέση ότι υπάρχει κάτι που μεταβιβάζεται βιολογικά από γενιά σε γενιά με βάση κάποιους «νόμους», χωρίς τα μεμονωμένα άτομα να έχουν κάποιον έλεγχο πάνω στη διαδικασία μεταβίβασης, το έδαφος ήταν ήδη έτοιμο από καιρό να δεχτεί τέτοιες αντιλήψεις που βασίζονταν στην έννοια της βιολογικής κληρονομικότητας. Το 1883 ο Galton εισηγείται και τη λέξη «ευγονική» για να σηματοδοτήσει την επιστήμη της βελτίωσης των ειδών στη βάση της κληρονομικότητας. Όταν γίνεται σήμερα κάποια αναφορά στη λέξη «ευγονική» (δικαίως) ανακινούνται αμυντικά αντανακλαστικά. Το πρόβλημα, από την άλλη, με μια τέτοια αντίδραση, αν αυτή μείνει σε ένα καθαρά συναισθηματικό επίπεδο, είναι ότι μπορεί να οδηγήσει σε ορισμένες ιστορικά στρεβλές αναγνώσεις της ευγονικής. Η βασικότερη από αυτές βλέπει την ευγονική ως ένα ιστορικό παράδοξο, ως το κατασκεύασμα κάποιων άρρωστων, ίσως και περιθωριακών μυαλών που συγκεντρωθήκανε (μόνο) στη ναζιστική γερμανία για να εφαρμόσουν τα νοσηρά σχέδιά τους.
Στην πραγματικότητα, η ευγονική ήταν ένα πολύ ευρύτερο πολιτικό και επιστημονικό ρεύμα με βαθιές ρίζες στο ευρωπαϊκό φαντασιακό και με απολήξεις σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα [4Είχε απήχηση ακόμα και σε αρκετούς αριστερούς. Ήταν ο γνωστός Κάουτσκυ αυτός που είχε προτείνει ότι η «φυσική επιλογή» πρέπει επιτέλους να αντικατασταθεί από την «τεχνητή επιλογή». Για τους περισσότερους αριστερούς βέβαια, η αρνητική ευγονική (αυτή που είχε στο ρεπερτόριό της στειρώσεις και αφανισμούς) ήταν εκτός συζήτησης. Αυτό που τους ενδιέφερε περισσότερο ήταν η θετική ευγονική, δηλαδή η δημιουργία εκείνων των συνθηκών που θα επιτρέπουν στην εργατική τάξη να αναβαθμιστεί και να συμβάλλει και αυτή στην υγεία του έθνους. Η ρητορική περί υγείας (άνωθεν ορισμένης και καθοδηγούμενης, βέβαια) ήταν αυτονόητη.]. Αυτές τις ρίζες κατάφερε να τις απλώσει σε τέτοια έκταση αναπτυσσόμενη στο κλίμα του τέλους του 19ου αιώνα, όταν κυριαρχούσαν οι προβληματισμοί περί της κληρονομικότητας (εννοημένης πλέον βιολογικά), περί της υγείας των εθνών, περί της δυνατότητάς τους να επιβιώσουν στο μέλλον και περί της δυνατότητας να χτιστεί ένα μέλλον για τις επόμενες γενιές [5Η λέξη «γενιά» (generation) τότε άρχισε να αποκτάει τη σημερινή της σημασία που αναφέρεται στα μέλη ενός είδους που ζούνε την ίδια χρονική-ιστορική στιγμή. Προηγουμένως είχε την έννοια της «δημιουργίας».] στη βάση επιστημονικών προτύπων. Επρόκειτο για ένα ουτοπικό όραμα των φιλελεύθερων αστών σχετικά με τις δυνατότητες σχεδιασμού του μέλλοντος που μπροστά του η εγελο-μαρξιστική θεοδικία, που κατά καιρούς έχει κατηγορηθεί (σε ένα βαθμό, δίκαια) ως θρησκευτική σωτηριολογία, μοιάζει πολύ προσγειωμένη και ρεαλιστική [6Το γεγονός ότι το ισχυρά ουτοπικό στοιχείο που ενυπάρχει σε διάφορες εκδοχές του φιλελευθερισμού περνάει κατά κανόνα απαρατήρητο και ασχολίαστο απ’ εκείνους που κατά τ’ άλλα εμφανίζονται υπερβολικά πρόθυμοι να επιρρίψουν στον μαρξισμό την κατηγορία ότι συνιστά επίγεια θρησκεία υποδεικνύει ότι αυτό που επί της ουσίας τους ενοχλεί είναι το εξεγερσιακό δυναμικό που φέρει και όχι τόσο οι όποιες μεταφυσικές τάσεις του. Ακριβώς όπως γίνονται ευαίσθητοι στο θέμα των προσφύγων μόνο όταν αυτοί έχουν το σωστό χρώμα δέρματος, μαλλιών και ματιών, επιστρατεύοντας θεωρίες πολιτισμικού ρατσισμού, μη έχοντας συνείδηση ότι δεν λένε τίποτα το καινοφανές. Οι ίδιοι νομίζουν ότι αναπαράγουν απλώς την τελευταία λέξη στο πεδίο της ηθικής φιλοσοφίας – αφού κατέχουν και θέσεις σε πανεπιστήμια, κάτι θα ξέρουν, σωστά; Στην πραγματικότητα απλώς αναμασούν το φορτίου του λευκού ανθρώπου στις πολιτισμικές του εκδοχές, δηλαδή θεωρίες τουλάχιστον 150 χρόνων. ].
Προφανώς, μια τέτοια εμμονή με τον σχεδιασμό του μέλλοντος υποκρύπτει στο βάθος μια αβεβαιότητα και αγωνία για την έκβαση αυτού του μέλλοντος. Οι πηγές αυτής της αγωνίας ήταν πολλαπλές [7Για τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκε η ευγονική, βλ. Η εποχή των αυτοκρατοριών 1875 - 1914, E. Hobsbawm, μτφρ. Κ. Σκλαβενίτη, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Σκοτεινή ήπειρος. Ο ευρωπαϊκός 20ο αιώνας, M. Mazower, μτφρ. Κ. Κουρεμένος, εκδ. Αλεξάνδρεια, Η επιδίωξη της ισχύος. Ευρώπη 1815 – 1914, R. Evans, μτφρ. Ε. Αστερίου, εκδ. Αλεξάνδρεια.]. Πρώτον, σημαντικό ρόλο έπαιξε το γεγονός ότι η αποικιοκρατία βρισκόταν στο απόγειό της και ότι, για πολλές εθνοκρατικές οντότητες, αυτή ήταν η εποχή που κατάφεραν να αποκρυσταλλωθούν τελικά σε μια πιο σταθερή μορφή. Μέσα σε ένα τέτοιο πολιτικό περιβάλλον ακραίων γεωπολιτικών ανταγωνισμών, η ρητορική περί της «ταυτότητας του έθνους» κατείχε κεντρική θέση, εξωτερικευόμενη συχνά σε έναν ακραίο εθνικισμό ή ακόμα και σε έναν ρατσισμό (που τότε έκανε τα πρώτα του βήματα στις βιολογικές του εκδοχές). Οι ευρωπαίοι ανέκαθεν διαπνέονταν φυσικά από ένα αίσθημα ανωτερότητας απέναντι στους λαούς που κατακτούσαν και υποδούλωναν. Ωστόσο, η εκλογίκευση της ευρωπαϊκής βαρβαρότητας δεν γινόταν στη βάση βιολογικών εννοιών. Το «φορτίο του λευκού», που όφειλε να εκπολιτίσει τους βαρβάρους ακόμα και διά της βίας, ήταν πολιτισμικού και τεχνολογικού τύπου. Οι «άλλοι», οι «βάρβαροι» δεν ήταν εκ φύσεως κατώτεροι, αλλά απλά καθυστερημένοι στην κούρσα της τεχνολογικής προόδου. Οι αντιλήψεις περί βιολογικής (και όχι πολιτισμικής) κατωτερότητας έγιναν του συρμού ακριβώς στο τέλος του 19ου αιώνα, σε μια προσπάθεια σκλήρυνσης των εθνικών ταυτοτήτων. Ακόμα και η ίδια η ιστορία, ως εξειδικευμένος επιστημονικός κλάδος, αναπτύχθηκε στη διάρκεια του 19ου αιώνα, έχοντας, από τη μία, τη φιλοδοξία να είναι αυστηρά «αντικειμενική», αλλά, από την άλλη, κεντρικός της στόχος ήταν να αποδώσει μια ταυτότητα στα διαμορφούμενα έθνη-κράτη [8Βλ. Η ιστοριογραφία στον 20ο αιώνα, G. Iggers, μτφρ. Π Ματάλας, εκδ. Νεφέλη.]. Το ότι τα είδη και οι έμβιοι οργανισμοί απέκτησαν ιστορία δια χειρός Δαρβίνου λίγο αφότου τα ανθρώπινα έθνη-κράτη απέκτησαν και αυτά ιστορία δια χειρός Ράνκε (ένας από τους θεμελιωτές της σύγχρονης ιστορίας) μάλλον δεν είναι ιστορική σύμπτωση.
Η αμφιβολία των εθνών-κρατών για ό,τι τα περιέβαλλε συνοδευόταν όμως και από μια αμφιβολία για το εσωτερικό τους. Όλος ο 19ος αιώνας ήταν για την ευρώπη ένας αιώνας κρίσεων, τόσο πολιτικών όσο και οικονομικών. Και ταυτόχρονα ο αιώνας ανάδυσης της εργατικής τάξης ως ενός συνειδητού, δυναμικού κοινωνικού σώματος που δεν μπορούσε να αγνοείται. Η απάντηση της αστικής τάξης ήταν διπλή. Από τη μία, όφειλε να δικαιολογήσει τις εμφανείς κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες σε μια προσπάθεια να περισώσει τη δική της ιδεολογία περί ισονομίας. Η έννοια της βιολογικής κατωτερότητας (οι εργάτες παρομοιάζονταν συχνά με πιθήκους, ακριβώς όπως οι αφρικανοί και οι ιθαγενείς της αμερικής) επιστρατεύτηκε επανειλημμένα για αυτόν τον σκοπό: ο λόγος που οι εργατικές τάξεις παραμένουν εξαθλιωμένες είναι η εγγενής τους ανεπάρκεια. Το άλλο σκέλος της απάντησης της φιλελεύθερης αστικής τάξης αφορούσε στον ενισχυμένο ρόλο που έπρεπε να αναλάβει το κράτος στη διαμόρφωση του έθνους. Το κράτος πρόνοιας, που τότε άρχισε να στήνεται, δεν ήταν μόνο μια παραχώρηση προς τα αιτήματα των εργατικών τάξεων. Ήταν και μια τέτοια παραχώρηση· μόνο όμως στο βαθμό που απαλλοτρίωνε ένα σημαντικό κομμάτι της αυτονομίας των εργατών. Το κράτος πρόνοιας όφειλε να διασφαλίζει την υγεία του έθνους, παράγοντας φυλετικά εύρωστους απογόνους, δεδομένης και της ανάγκης του κράτους για πολυπληθείς στρατούς κληρωτών. Επομένως, αυτό όχι μόνο μπορούσε, αλλά και έπρεπε να παρεμβαίνει στην ιδιωτική ζωή των υπηκόων του, ακόμα στις σεξουαλικές τους επιλογές [9Αυτή ήταν μια αντίληψη η οποία έβρισκε σύμφωνους και πολλούς αριστερούς.]. Η εμμονή με την άθληση και την καλή υγεία ανάγεται σε εκείνη την πρωτο-ηρωική εποχή του κράτους πρόνοιας που δεν έχανε ευκαιρία να χτίζει γήπεδα, να προωθεί την ποδηλασία και να εξωθεί τους υπηκόους να ξεχυθούν στις παραλίες.
Αυτή η κατά βάση τεχνοκρατική αντίληψη για την «επιστημονική διαχείριση» της κοινωνίας βρισκόταν σε συνεχή διάλογο με τις εξελίξεις στη βιολογία και στη γενετική. Η διαδρομή των επιρροών μεταξύ κοινωνικών αντιλήψεων και δαρβινισμού δεν ήταν μονόδρομη, από τις πρώτες στον δεύτερο. Η πολεμική αντίληψη για την κοινωνία ως ένα σύνολο ανταγωνιζόμενων ατόμων εκφράστηκε και ως ημι-βιολογική αλήθεια στην ιδέα ότι η «φυσική επιλογή» προκρίνει όσα άτομα είναι ισχυρότερα μέσα στη φύση. Και το παιχνίδι των αντανακλάσεων δεν τελείωσε εδώ, καθώς ο δαρβινισμός επέστρεψε στην κοινωνική του εκδοχή για να προσδώσει μια βιολογική χροιά στον υποτιθέμενα αρχέγονο κοινωνικό ανταγωνισμό.
Ένας άλλος δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ ευγονικής – γενετικής και ευρύτερων κοινωνικών πρακτικών υπήρξε και στον τομέα της γραφειοκρατικής οργάνωσης: ζώων και ανθρώπων. Εκείνοι οι γενετιστές που στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα χρειάζονταν καθαρές γενεαλογικές γραμμές πειραματόζωων για τα πειράματά τους είχαν κάποιους πιο ταπεινούς προγόνους. Αυτοί ήταν οι γνωστοί εκτροφείς που έχουν ήδη αναφερθεί παραπάνω. Λόγω της μετάβασης προς έναν σχεδόν βιομηχανικό τρόπο αγροκτηνοτροφικής παραγωγής (ειδικά όσον αφορά στην επεξεργασία των αγροκτηνοτροφικών προϊόντων) οι εκτροφείς ήταν οι πρώτοι που χρειάζονταν και είχαν καταφέρει να αναπτύξουν σταθερές και «προτυποποιημένες» γραμμές παραγωγής πρώτων υλών – μπορεί να φανταστεί κανείς τυχόν προβλήματα που ενδεχομένως να προκαλούσαν παρτίδες μαλλιού διαφορετικής ποιότητας στα μηχανήματα των κλωστοϋφαντουργείων. Μέρος της δουλειάς τους ήταν και η κατάρτιση καταλόγων με γενεαλογικά και στατιστικά στοιχεία, όπως ακριβώς θα έκαναν αργότερα και οι γενετιστές. Η ανάγκη, επομένως, για «καθαρές» και «σταθερές» γενεαλογικές γραμμές των γενετιστών υπήρξε ομόλογη προς την ανάγκη για «καθαρές» και διακριτές εισόδους στις γραμμές της βιομηχανικής παραγωγής που έπαιζαν όλο και μεγαλύτερο οικονομικό ρόλο. Η «καθαρότητα» που απαιτεί η γενετική συγγενεύει με την ευρυθμία που επιτάσσει ο ταιηλορισμός.
Συνοψίζοντας, μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι, πρώτον, το πρόβλημα της βιολογικής κληρονομικότητας και η γενετική ως η επιστήμη που θα το επέλυε αναδύθηκαν ως τομείς άξιοι μελέτης την ίδια εποχή που τέθηκε μετ’ επιτάσεως το πρόβλημα των εθνικών ταυτοτήτων. Η γενετική προσέφερε ένα πλαίσιο κατανόησης του προβλήματος της ταυτότητας, έχοντας ταυτόχρονα το πλεονέκτημα να διαθέτει μια επιστημονική νομιμοφάνεια. Δεύτερον, ως μια επιστήμη των μεγάλων πληθυσμών και του ατομικού βιολογικού προκαθορισμού – με άλλα λόγια, τα άτομα μπορεί να προκαθορίζονται, αλλά παραμένει ανοιχτό το ενδεχόμενο παρεμβάσεων σε μεγάλη κλίμακα, μέσω της προώθησης των καταλληλότερων και της απόρριψης των ανεπιθύμητων υποκειμένων - βρισκόταν σε συγχρονία με το ευρύτερο κοινωνικό φαντασιακό της επιστημονικής διαχείρισης των κοινωνικών ζητημάτων, κυρίως μέσω επεμβάσεων του κράτους πρόνοιας. Τρίτον, το πνεύμα της επιστημονικής διαχείρισης θα γινόταν τελικά κυρίαρχο όχι μόνο στον τομέα της κοινωνικής αναπαραγωγής, αλλά και σε αυτόν της παραγωγής. Η γενετική θα ακολουθούσε τις ίδιες ιδέες περί καθαρότητας που ήταν αναγκαίες και για την οικονομική λειτουργία των δυτικών κοινωνιών κατά τη 2η βιομηχανική επανάσταση. Όλο αυτό το χαρμάνι ιδεολογικών προκαταλήψεων, οικονομικών απαιτήσεων και πολιτικών πιέσεων τροφοδότησε μια γενικευμένη αγχώδη διαταραχή της αστικής τάξης κατά το τέλος του 19ου αιώνα, εξωθώντας τη σε μια κοσμοαντίληψη που έβλεπε στον ανηλεή ανταγωνισμό την κινητήρια δύναμη της ιστορίας – και στην ευγονική ένα πρότυπο διαχείρισης των φυγόκεντρων τάσεων εντός της κοινωνίας [10Από τα παραπάνω δεν θα έπρεπε να βγει το συμπέρασμα ότι η ευγονική ταυτιζόταν με τη γενετική. Ως τομείς υπήρξαν διακριτοί· αλλά όχι σαφώς διακριτοί. Πολλοί γενετιστές υπήρξαν και ευγονιστές, αν και όχι πάντα υπέρμαχοι της αρνητικής ευγονικής, όπως π.χ. ο Julian Huxley, που αν και οπαδός της ευγονικής, είχε προβάλει σθεναρή αντίσταση απέναντι στη «φυλετική βιολογία» που γινόταν της μόδας στη ναζιστική γερμανία. Εν πάση περιπτώσει, το σημαντικό εδώ είναι ότι η γενετική και η ευγονική, ακόμα κι αν δεν ταυτίζονταν πλήρως, μοιράζονταν ένα κοινό ιδεολογικό υπόβαθρο και γεννήθηκαν μέσα στις ίδιες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες. ].
Μέσα σε αυτή την οιονεί πολεμική αντίληψη για τη φύση και την τεχνοκρατική κατανόηση της κοινωνικής ζωής είναι λοιπόν που γεννήθηκε η γενετική [11Υπήρξαν βέβαια και τότε φωνές αντίδρασης απέναντι στην παράνοια της ευγονικής. Παραθέτουμε παρακάτω στο πρωτότυπο δύο αποσπάσματα από το βιβλίο του G. K. Chesterton, Eugenics and Other Evils: An Argument Against the Scientifically Organized State, τα οποία «παραδόξως» δεν φαίνεται να έχουν χάσει το παραμικρό από την επικαιρότητά τους:
«Most Eugenists are Euphemists. I mean merely that short words startle them, while long words soothe them. And they are utterly incapable of translating the one into the other, however obviously they mean the same thing. Say to them "The persuasive and even coercive powers of the citizen should enable him to make sure that the burden of longevity in the previous generation does not become disproportionate and intolerable, especially to the females"; say this to them and they will sway slightly to and fro like babies sent to sleep in cradles. Say to them "Murder your mother," and they sit up quite suddenly. Yet the two sentences, in cold logic, are exactly the same. Say to them "It is not improbable that a period may arrive when the narrow if once useful distinction between the anthropoid homo and the other animals, which has been modified on so many moral points, may be modified also even in regard to the important question of the extension of human diet"; say this to them, and beauty born of murmuring sound will pass into their face. But say to them, in a simple, manly, hearty way "Let's eat a man!" and their surprise is quite surprising. Yet the sentences say just the same thing.
...
He [Mr. Wells] said the doctor should no longer be a mere plasterer of paltry maladies, but should be, in his own words, "the health adviser of the community." The same can be expressed with even more point and simplicity in the proverb that prevention is better than cure. Commenting on this, I said that it amounted to treating all people who are well as if they were ill. This the writer admitted to be true, only adding that everyone is ill. To which I rejoin that if everyone is ill the health adviser is ill too, and therefore cannot know how to cure that minimum of illness. This is the fundamental fallacy in the whole business of preventive medicine. Prevention is not better than cure. Cutting off a man's head is not better than curing his headache; it is not even better than failing to cure it. And it is the same if a man is in revolt, even a morbid revolt. Taking the heart out of him by slavery is not better than leaving the heart in him, even if you leave it a broken heart. Prevention is not only not better than cure; prevention is even worse than disease. Prevention means being an invalid for life, with the extra exasperation of being quite well.»
Βλ. https://www.gutenberg.org/files/25308/25308-h/25308-h.htm και https://librivox.org/eugenics-by-chesterton/ ]. Σημαίνει αυτό ότι η γενετική είναι μια ψευδής επιστήμη; Το ερώτημα, έτσι διατυπωμένο, είναι παραπλανητικό. Δεν πρόκειται απλά ή μόνο για την αλήθεια ή το ψεύδος μιας επιστήμης, εν προκειμένω της γενετικής. Το ζήτημα δεν εξαντλείται απλώς στο αν υπάρχουν τα γονίδια ή όχι [12Αξίζει εδώ να σημειωθεί πάντως ότι εντός των βιοεπιστημονικών κύκλων διατυπώνονται πλέον ανοιχτά ενστάσεις όσον αφορά στη χρησιμότητα της έννοιας «γονίδιο». Ορισμένοι από τους εμπλεκόμενους επιστήμονες έχουν εκφράσει μάλιστα την άποψη ότι ίσως θα έπρεπε να εγκαταλειφθεί (ή να περιοριστεί δραστικά) η χρήση αυτής της λέξης. Βλ. From Mendel to epigenetics: History of genetics, J. Gayon, Comptes Rendus Biologies, 2016.] και στο κατά πόσο προκαθορίζουν τις ανθρώπινες συμπεριφορές (στην πραγματικότητα, κατά πολύ λιγότερο απ’ ό,τι κατά κανόνα παρουσιάζεται), αλλά στο τι νοηματικά φορτία κουβαλάνε. Το γεγονός ότι το γονίδιο αντιμετωπίζεται πλέον ως μια καθαρή επιστημονική έννοια με κανέναν τρόπο δεν συνεπάγεται ότι βρίσκεται εκτός της ιστορίας, ότι έχει απαλλαγεί από τις κοινωνικές δυνάμεις που το γέννησαν. Μια απλή υπενθύμιση αρκεί σε αυτό το σημείο. Αν οι γονιδιακές θεραπείες θεωρούνται ως το μέλλον της ιατρικής και των θεραπευτικών τεχνικών, αυτό είναι δυνατό μόνο στον βαθμό που η ασθένεια γίνεται αντιληπτή ως παρέκκλιση ενός μηχανισμού από κάποιες νόρμες που μπορεί να διορθωθεί με έξωθεν παρεμβάσεις και όχι ως μια ανισορροπία απέναντι σε ένα περιβάλλον που συνεχώς δημιουργεί πιέσεις. Δεν είναι το περιβάλλον νοσογόνο, αλλά το ίδιο το υποκείμενο στον πυρήνα του που φέρει το στίγμα της ασθένειας. Από αυτή την άποψη, η σύγχρονή γενετική συνεχίζει επάξια το ρόλο που κάποτε κλήθηκε να παίξει η ευγονική, έστω κι αν πλέον, για προφανείς λόγους πολιτικής ορθότητας, πρέπει να εκφράζεται με πιο εύσχημο και διακριτικό τρόπο.
Separatrix
1 - Ιστορίες της γενετικής μπορεί να βρει κανείς στα παρακάτω: 1) Life's greatest secret: The story of the race to crack the genetic code, M. Cobb, Basic Books, 2) Who wrote the book of life?: a history of the genetic code, L. Kay, Stanford University Press, 3) A cultural history of heredity, Müller-Wille S. και Rheinberger H., The University of Chicago Press. Το πρώτο δίνει μια κάπως τυπική ιστορία της γενετικής, χωρίς ιδιαίτερες αναφορές στο ευρύτερο κοινωνικο-πολιτικό περιβάλλον. Αυτό το κενό καλύπτεται από το τελευταίο βιβλίο των Müller-Wille και Rheinberger. Το βιβλίο της Kay αναφέρεται κυρίως στις προσπάθειες σπασίματος του γενετικού κώδικα και δεν πάει παραπίσω στον χρόνο, στις συνθήκες που προετοίμασαν τη γένεση της γενετικής.
[ επιστροφή]
2 - Για αυτό το πιο σύγχρονο κομμάτι της ιστορίας της γενετικής και για τις σχέσεις που ανέπτυξε με την κυβερνητική, βλ. γενετική / κυβερνητική: ένας λευκός γάμος, Cyborg, τ. 7.
[ επιστροφή]
3 - Δεν πρόκειται για σπάνιο φαινόμενο. Η ίδια η έννοια του (φυσικού) «νόμου» είχε αρχικά πολιτικές και κοινωνικές σημασίες (και νομικές, όπως άλλωστε δηλώνει και η λέξη) και αργότερα βρήκε μια θέση στη φυσική και στις θετικές επιστήμες. Στην αρχαία ελληνική γραμματεία μάλιστα, ο νόμος σήμαινε κυρίως την κοινωνική σύμβαση, τα κοινωνικά ήθη κι έθιμα και συχνά γινόταν αντιληπτός ως αντίθετος προς τη φύση (ιδιαίτερα από τους σοφιστές). Αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση.
[ επιστροφή]
4 - Είχε απήχηση ακόμα και σε αρκετούς αριστερούς. Ήταν ο γνωστός Κάουτσκυ αυτός που είχε προτείνει ότι η «φυσική επιλογή» πρέπει επιτέλους να αντικατασταθεί από την «τεχνητή επιλογή». Για τους περισσότερους αριστερούς βέβαια, η αρνητική ευγονική (αυτή που είχε στο ρεπερτόριό της στειρώσεις και αφανισμούς) ήταν εκτός συζήτησης. Αυτό που τους ενδιέφερε περισσότερο ήταν η θετική ευγονική, δηλαδή η δημιουργία εκείνων των συνθηκών που θα επιτρέπουν στην εργατική τάξη να αναβαθμιστεί και να συμβάλλει και αυτή στην υγεία του έθνους. Η ρητορική περί υγείας (άνωθεν ορισμένης και καθοδηγούμενης, βέβαια) ήταν αυτονόητη.
[ επιστροφή]
5 - Η λέξη «γενιά» (generation) τότε άρχισε να αποκτάει τη σημερινή της σημασία που αναφέρεται στα μέλη ενός είδους που ζούνε την ίδια χρονική-ιστορική στιγμή. Προηγουμένως είχε την έννοια της «δημιουργίας».
[ επιστροφή]
6 - Το γεγονός ότι το ισχυρά ουτοπικό στοιχείο που ενυπάρχει σε διάφορες εκδοχές του φιλελευθερισμού περνάει κατά κανόνα απαρατήρητο και ασχολίαστο απ’ εκείνους που κατά τ’ άλλα εμφανίζονται υπερβολικά πρόθυμοι να επιρρίψουν στον μαρξισμό την κατηγορία ότι συνιστά επίγεια θρησκεία υποδεικνύει ότι αυτό που επί της ουσίας τους ενοχλεί είναι το εξεγερσιακό δυναμικό που φέρει και όχι τόσο οι όποιες μεταφυσικές τάσεις του. Ακριβώς όπως γίνονται ευαίσθητοι στο θέμα των προσφύγων μόνο όταν αυτοί έχουν το σωστό χρώμα δέρματος, μαλλιών και ματιών, επιστρατεύοντας θεωρίες πολιτισμικού ρατσισμού, μη έχοντας συνείδηση ότι δεν λένε τίποτα το καινοφανές. Οι ίδιοι νομίζουν ότι αναπαράγουν απλώς την τελευταία λέξη στο πεδίο της ηθικής φιλοσοφίας – αφού κατέχουν και θέσεις σε πανεπιστήμια, κάτι θα ξέρουν, σωστά; Στην πραγματικότητα απλώς αναμασούν το φορτίου του λευκού ανθρώπου στις πολιτισμικές του εκδοχές, δηλαδή θεωρίες τουλάχιστον 150 χρόνων.
[ επιστροφή]
7 - Για τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκε η ευγονική, βλ. Η εποχή των αυτοκρατοριών 1875 - 1914, E. Hobsbawm, μτφρ. Κ. Σκλαβενίτη, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Σκοτεινή ήπειρος. Ο ευρωπαϊκός 20ο αιώνας, M. Mazower, μτφρ. Κ. Κουρεμένος, εκδ. Αλεξάνδρεια, Η επιδίωξη της ισχύος. Ευρώπη 1815 – 1914, R. Evans, μτφρ. Ε. Αστερίου, εκδ. Αλεξάνδρεια.
[ επιστροφή]
8 - Βλ. Η ιστοριογραφία στον 20ο αιώνα, G. Iggers, μτφρ. Π Ματάλας, εκδ. Νεφέλη.
[ επιστροφή]
9 - Αυτή ήταν μια αντίληψη η οποία έβρισκε σύμφωνους και πολλούς αριστερούς.
[ επιστροφή]
10 - Από τα παραπάνω δεν θα έπρεπε να βγει το συμπέρασμα ότι η ευγονική ταυτιζόταν με τη γενετική. Ως τομείς υπήρξαν διακριτοί· αλλά όχι σαφώς διακριτοί. Πολλοί γενετιστές υπήρξαν και ευγονιστές, αν και όχι πάντα υπέρμαχοι της αρνητικής ευγονικής, όπως π.χ. ο Julian Huxley, που αν και οπαδός της ευγονικής, είχε προβάλει σθεναρή αντίσταση απέναντι στη «φυλετική βιολογία» που γινόταν της μόδας στη ναζιστική γερμανία. Εν πάση περιπτώσει, το σημαντικό εδώ είναι ότι η γενετική και η ευγονική, ακόμα κι αν δεν ταυτίζονταν πλήρως, μοιράζονταν ένα κοινό ιδεολογικό υπόβαθρο και γεννήθηκαν μέσα στις ίδιες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες.
[ επιστροφή]
11 - Υπήρξαν βέβαια και τότε φωνές αντίδρασης απέναντι στην παράνοια της ευγονικής. Παραθέτουμε παρακάτω στο πρωτότυπο δύο αποσπάσματα από το βιβλίο του G. K. Chesterton, Eugenics and Other Evils: An Argument Against the Scientifically Organized State, τα οποία «παραδόξως» δεν φαίνεται να έχουν χάσει το παραμικρό από την επικαιρότητά τους:
«Most Eugenists are Euphemists. I mean merely that short words startle them, while long words soothe them. And they are utterly incapable of translating the one into the other, however obviously they mean the same thing. Say to them "The persuasive and even coercive powers of the citizen should enable him to make sure that the burden of longevity in the previous generation does not become disproportionate and intolerable, especially to the females"; say this to them and they will sway slightly to and fro like babies sent to sleep in cradles. Say to them "Murder your mother," and they sit up quite suddenly. Yet the two sentences, in cold logic, are exactly the same. Say to them "It is not improbable that a period may arrive when the narrow if once useful distinction between the anthropoid homo and the other animals, which has been modified on so many moral points, may be modified also even in regard to the important question of the extension of human diet"; say this to them, and beauty born of murmuring sound will pass into their face. But say to them, in a simple, manly, hearty way "Let's eat a man!" and their surprise is quite surprising. Yet the sentences say just the same thing.
...
He [Mr. Wells] said the doctor should no longer be a mere plasterer of paltry maladies, but should be, in his own words, "the health adviser of the community." The same can be expressed with even more point and simplicity in the proverb that prevention is better than cure. Commenting on this, I said that it amounted to treating all people who are well as if they were ill. This the writer admitted to be true, only adding that everyone is ill. To which I rejoin that if everyone is ill the health adviser is ill too, and therefore cannot know how to cure that minimum of illness. This is the fundamental fallacy in the whole business of preventive medicine. Prevention is not better than cure. Cutting off a man's head is not better than curing his headache; it is not even better than failing to cure it. And it is the same if a man is in revolt, even a morbid revolt. Taking the heart out of him by slavery is not better than leaving the heart in him, even if you leave it a broken heart. Prevention is not only not better than cure; prevention is even worse than disease. Prevention means being an invalid for life, with the extra exasperation of being quite well.»
Βλ. https://www.gutenberg.org/files/25308/25308-h/25308-h.htm και https://librivox.org/eugenics-by-chesterton/
[ επιστροφή]
12 - Αξίζει εδώ να σημειωθεί πάντως ότι εντός των βιοεπιστημονικών κύκλων διατυπώνονται πλέον ανοιχτά ενστάσεις όσον αφορά στη χρησιμότητα της έννοιας «γονίδιο». Ορισμένοι από τους εμπλεκόμενους επιστήμονες έχουν εκφράσει μάλιστα την άποψη ότι ίσως θα έπρεπε να εγκαταλειφθεί (ή να περιοριστεί δραστικά) η χρήση αυτής της λέξης. Βλ. From Mendel to epigenetics: History of genetics, J. Gayon, Comptes Rendus Biologies, 2016.
[ επιστροφή]