#12 - 06/2018
«Αποκάλυψη! Η Λουφτβάφε βομβαρδίζει το Λονδίνο». Ένα τέτοιο πρωτοσέλιδο σε βρετανική εφημερίδα, την εποχή του δευτέρου παγκοσμίου θα ήταν οπωσδήποτε αδιανόητο· ο πόλεμος τότε ήταν η άμεσα βιωμένη πραγματικότητα με όρους σκληρής υλικότητας. Οπωσδήποτε, υπήρχαν εξελίξεις, επιχειρήσεις και γεγονότα καλά κρυμμένα κι άγνωστα για τη μάζα του πληθυσμού, όπως υπήρχε κι άφθονη προπαγάνδα που στρέβλωνε την πραγματικότητα. Αλλά ο ίδιος ο πόλεμος, το γεγονός ότι στην Ευρώπη και στη συνέχεια σχεδόν σε όλο τον πλανήτη, οι κοινωνίες κινητοποιήθηκαν κι ενεπλάκησαν σε μία θανάσιμη αναμέτρηση, δεν ήταν υπόθεση της δημοσιογραφικής κάλυψης προκειμένου να τεκμηριωθεί ότι συμβαίνει.
Σήμερα όμως, πρωτοσέλιδοι τίτλοι του είδους «50 εκατομμύρια προφίλ του Facebook υποκλάπηκαν από την Cambridge Analytica στη μεγαλύτερη διαρροή δεδομένων ποτέ» ή «Η μεγάλη βρετανική ληστεία του Brexit: πώς έγινε πειρατεία στην δημοκρατία μας» διεκδικούν κάλλιστα τον χαρακτηρισμό της «αποκάλυψης», χωρίς να παραβιάζουν την κοινή λογική και την στοιχειώδη αντίληψη του τι συμβαίνει στον κόσμο. Πρόκειται όντως για αποκαλυπτική δημοσιογραφία. Επειδή η πλειοψηφία στις δυτικές κοινωνίες αρνείται πεισματικά να αναγνωρίσει την σκληρή πραγματικότητα του εξελισσόμενου τέταρτου παγκοσμίου πολέμου κι επειδή η γενικευμένη ψηφιακή μεσολάβηση εξακολουθεί να προσφέρει σε αφθονία την καταπραϋντική ψευδαίσθηση μιας κάποιος κανονικότητας, ο κυβερνοπόλεμος (ή cyber warfare, αν προτιμάτε τον πιο αυθεντικό όρο) μαίνεται στον κυβερνοχώρο με έναν τρόπο αδιόρατο, σαν μια τεράστια υπεκφυγή, μεταμφιεσμένος πότε σε αθλιότητα των social media, πότε σε κακουργηματικές έως πραξικοπηματικές πρακτικές αδίστακτων εταιρειών και πότε σε πανουργία των troll factories (κατά προτίμηση ρωσικών), αλλά ποτέ, μα ποτέ, σαν αυτό που πράγματι είναι: κομμάτι του παγκόσμιου πολέμου· η πέμπτη διάσταση του μοντέρνου πεδίου μάχης που έχει να κάνει κεντρικά με τον «χειρισμό της συμπεριφοράς» του πληθυσμού σε μεγάλη κλίμακα.
Υπάρχουν δύο εκδοχές της ίδιας ιστορίας. Η μία είναι αυτή που ξεκινά στις 17 Μαρτίου 2018, όταν ταυτόχρονα δημοσιεύματα στoν Guardian και τους New York Times αποκαλύπτουν ότι η εταιρεία Cambridge Analytica είχε υποκλέψει 50 εκατομμύρια προφίλ χρηστών του Facebook, προκειμένου να ενισχύσει, με ψυχολογικές μεθόδους μαύρης προπαγάνδας και πλύσης εγκεφάλου, τις καμπάνιες του Leave EU στο βρετανικό δημοψήφισμα και του Τραμπ στις αμερικανικές εκλογές. Η εκδοχή αυτή περιλαμβάνει τον απαραίτητο διεθνή σάλο για το πόσο απροστάτευτα είναι τα προσωπικά δεδομένα στο internet, τις κλασσικές καταγγελίες για ανάμειξη του ρωσικού παράγοντα, έναν Ζuckerberg να σέρνεται στις επιτροπές του Κογκρέσο και τώρα του ευρωκοινοβουλίου προκειμένου να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, νέους κανονισμούς και ρυθμίσεις για προστασία των προσωπικών δεδομένων, πτώχευση της εταιρείας-πέτρας του σκανδάλου… και κάπου εδώ η ιστορία ξεθυμαίνει.
Η δεύτερη εκδοχή ανήκει στην θεματολογία του πολέμου (κι αποτελεί συνέχεια ενός άλλου διαδικτυακού «σκανδάλου», των fake news, για το οποίο ήδη έχουμε γράψει: don’t believe the hype: social media και μαύρη προπαγάνδα, cyborg #8). Ξεκινά αρκετά χρόνια πριν, με πρωταγωνιστές τους μηχανισμούς του βαθέος κράτους σε ΗΠΑ και Βρετανία που βγαίνουν από το μισοσκόταδο του παρασκηνίου κι αναλαμβάνουν, λόγω της κρίσης και των εξελισσόμενων συγκρούσεων, τις άμεσες ευθύνες της πολεμικής διαχείρισης. Για λόγους που δεν είναι του παρόντος κειμένου να αναλυθούν, η αναδίπλωση των δύο στενά συμμαχικών καπιταλισμών περιλάμβανε αφενός την πλήρη αποδέσμευση της Βρετανίας από το ευρωπαϊκό μπλοκ κι έξοδο από την ΕΕ και την ανάληψη της αμερικανικής προεδρίας από μία βιτρίνα πίσω από την οποία θα γινόταν εφικτή η απαγκίστρωση από στρατηγικές του παρελθόντος που κρίθηκαν αποτυχημένες. Αν αυτοί ήταν οι άμεσοι πολιτικοί στόχοι, υπήρχε ταυτόχρονα μια δεύτερη, πιο κοινωνική, επιδίωξη: το ακροδεξιό και ρατσιστικό ρεύμα των μικροαστών φασιστών να γίνει εκτός από πλειοψηφικό, που ήταν ήδη, και τυπικά ηγεμονικό, με στερεή και αδιαμφισβήτητη πολιτική εκπροσώπηση σε όλη την κλίμακα του κράτους.
Όπως συμβαίνει ήδη εδώ και χρόνια με τις μπίζνες του πολέμου, η δουλειά έσπασε σε εργολαβίες κι έγινε outsourcing. Αυτό που ξέρουμε σίγουρα, είναι ότι ένα κομμάτι της δόθηκε σε μια βρετανική εταιρεία, την SCL, που ήταν βγαλμένη και στελεχωμένη απευθείας μέσα από το βρετανικό βαθύ στρατιωτικό κατεστημένο. Οι περγαμηνές της εταιρείας ήταν λαμπρές. Μέσω «στρατηγικών που στοχεύουν σε συγκεκριμένες συμπεριφορές» (σύμφωνα με το site της) είχε παρουσία και δράση σε όλα τα ανοιχτά μέτωπα του πλανήτη, από την Μέση Ανατολή ως την κεντρική Ασία κι από την Αφρική ως την ανατολική Ευρώπη, με μεγάλη εμπειρία και υψηλή επιχειρησιακή ετοιμότητα σε αυτό το πεδίο που στην σύγχρονη στρατιωτική ορολογία χαρακτηρίζεται ως «psyops» (psychological operations: επιχειρήσεις ψυχολογικού πολέμου) ή «information operations». Σε όλες τις περιπτώσεις, η SCL - διαφημίζοντας η ίδια για τον εαυτό της ότι «βρίσκεται στην πρωτοπορία του cyber warfare» - εφάρμοζε τεχνικές που είχαν αναπτυχθεί στα στρατιωτικά εργαστήρια κι αφορούσαν από τα βασανιστήρια και τις μεθόδους ανάκρισης μέχρι την διασπορά ψευδών ειδήσεων, την προπαγάνδα και την χειραγώγηση σε μαζική κλίμακα. Με λίγα λόγια, πρόκειται για μία εταιρεία-παράρτημα του αγγλοσαξονικού στρατιωτικού κατεστημένου, η οποία είχε προσθέσει πρόσφατα στα πεδία δράσης της τα big data και την ανάλυσή τους. Και τι προκύπτει άραγε όταν μια εταιρεία με τέτοιο background και τέτοια εργαλεία στη διάθεσή της, αποκτά πρόσβαση σε μια αχανή δεξαμενή προσωπικών δεδομένων; Το ανάλογο μιας πυρηνικής βόμβας, σε ψηφιακή εκδοχή ή για να ακριβολογούμε, μια εκτεταμένη, καλοσχεδιασμένη και με επιμέλεια εκτελεσμένη επιχείρηση κυβερνοπολέμου, η μεγαλύτερη του είδους της μέχρι σήμερα…
Στην Βρετανία, το σχέδιο λειτούργησε υποδειγματικά και η επιλογή της εξόδου από την ΕΕ επικυρώθηκε πανηγυρικά και δημοκρατικά, αναδεικνύοντας τον απόπατο της βρετανικής πολιτικής σκηνής σε πρωταγωνιστή της μετα-ευρωπαϊκής Αλβιόνας. Στις ΗΠΑ φαίνεται ότι η αρχική επιλογή των μηχανισμών ήταν η προώθηση του Ted Cruz, ο οποίος πράγματι από αουτσάιντερ εξελίχτηκε σε φαβορί, σημειώνοντας μερικές παντελώς αναπάντεχες νίκες σε προκριματικές εκλογές. Όμως, για λόγους που αγνοούμε, η δυναμική του ξεφούσκωσε, ώσπου εντέλει αποσύρθηκε από την κούρσα και την θέση του πήρε ο Τραμπ. Επίσης δεν γνωρίζουμε όλους τους λόγους για τους οποίους το βαθύ αμερικανικό κράτος επέλεξε ένα τόσο ψόφιο κουνάβι για βιτρίνα του, ξέρουμε όμως σίγουρα ότι ήταν τόσο κούφιος, και τόσο νάρκισσος, ώστε να ακολουθεί κατά γράμμα τις αλγοριθμικές προσταγές που του όριζαν οι ψηφιακοί ινστρούχτορές του. Κι έτσι για πρώτη φορά, ο κυβερνοχώρος έβγαλε πρόεδρο, έναν «τέλεια καιροσκοπικό αλγόριθμο… του οποίου κάθε μήνυμα σχεδόν ήταν προϊόν των data».
Η ψυχομετρία, ή ψυχογραφία όπως αναφέρεται κάποιες φορές, εστιάζει στην μέτρηση ψυχολογικών χαρακτηριστικών και την ποσοτικοποίηση της προσωπικότητας. Την δεκαετία του ’80, δύο ομάδες ψυχολόγων ανέπτυξαν ένα μοντέλο που υποτίθεται ότι μπορούσε να εκτιμήσει και να κατατάξει τους ανθρώπους στη βάση πέντε χαρακτηριστικών της προσωπικότητάς τους, γνωστά ως «Big Five» (τα μεγάλα πέντε). Αυτά είναι: η ανοιχτότητα (πόσο ανοιχτός είσαι σε νέες εμπειρίες;)· η ευσυνειδησία / επιμέλεια (πόσο τελειομανής είσαι;)· η εξωστρέφεια (πόσο κοινωνικός είσαι;)· η συγκαταβατικότητα (πόσο συναινετικός και συνεργάσιμος είσαι;)· και ο νευρωτισμός (ταράζεσαι εύκολα;). Με βάση αυτές τις πέντε διαστάσεις (είναι γνωστές και ως OCEAN, ένα ακρωνύμιο από τους πέντε αγγλικούς όρους: openness, conscientiousness, extroversion, agreeableness, neuroticism) οι ψυχομέτρες ισχυρίζονται ότι μπορούν να κάνουν μια σχετικά ακριβή τεκμηρίωση του ανθρώπου που έχουν απέναντί τους. Αυτό περιλαμβάνει τις ανάγκες και τους φόβους του και το πώς ενδέχεται να συμπεριφερθεί σε συγκεκριμένες περιστάσεις. Το μοντέλο των «Big Five» έγινε η στάνταρ τεχνική της ψυχομετρίας. Αλλά για πολύ καιρό, το πρόβλημα με αυτή την προσέγγιση ήταν η συλλογή των δεδομένων, επειδή περιελάμβανε την συμπλήρωση ενός περίπλοκου, εξαιρετικά προσωπικού ερωτηματολογίου. Αλλά μετά ήρθε το internet. Και το Facebook. Και ο Kosinski, ένας πολωνός μεταπτυχιακός φοιτητής του Cambridge.
Ο Michal Kosinski ήταν φοιτητής στην Βαρσοβία όταν έγινε αποδεκτός, το 2008, από το Cambridge για να κάνει το διδακτορικό του στο Κέντρο Ψυχομετρίας, ένα από τα παλιότερα ιδρύματα αυτού του είδους παγκοσμίως. Ο Kosinski ξεκίνησε να συνεργάζεται με τον συμφοιτητή του David Stillwell (ο οποίος είναι τώρα λέκτορας στην Judge Business School του Cambridge) στο φτιάξιμο μιας μικρής εφαρμογής στο Facebook· ο Stillwell είχε ήδη έναν περίπου χρόνο που δούλευε πάνω στην εφαρμογή, από τότε ακόμη που το Facebook δεν ήταν το μεγαθήριο της εποχής μας. Η εφαρμογή τους με το όνομα MyPersonality καλούσε τους χρήστες να συμπληρώσουν διάφορα ψυχομετρικά ερωτηματολόγια που περιελάμβαναν μια πληθώρα ψυχολογικών ερωτήσεων από το big - five - ερωτηματολόγιο («Πανικοβάλλεσαι εύκολα;», «Αντιπαρατίθεσαι με άλλους;»…) Με βάση την αξιολόγηση, οι χρήστες λάμβαναν ένα «προφίλ προσωπικότητας» - τις τιμές με βάση το μοντέλο Big Five· επίσης καλούνταν να δώσουν την συναίνεσή τους προκειμένου οι ερευνητές να αποκτήσουν πρόσβαση στο προφίλ τους στο Facebook.
Ο Kosinski περίμενε ότι η ανταπόκριση θα περιοριζόταν σε λίγες δεκάδες γνωστούς από την σχολή που θα συμπλήρωναν το ερωτηματολόγιο, αλλά πριν περάσει πολύ καιρός, εκατοντάδες, χιλιάδες και μετά εκατομμύρια ανθρώπων άρχισαν να αποκαλύπτουν τις πιο μύχιες πεποιθήσεις τους. Ξαφνικά, οι δύο υποψήφιοι διδάκτορες βρέθηκαν να κατέχουν το μεγαλύτερο σετ δεδομένων που είχε ποτέ συλλεχτεί και το οποίο συνδύαζε ψυχομετρικά αποτελέσματα και προφίλ του Facebook.
Η προσέγγιση που ακολούθησε ο Kosinski και οι συνεργάτες του τα επόμενα χρόνια, ήταν στην πραγματικότητα πολύ απλή. Πρώτα, έδιναν στα υποκείμενα της έρευνας ένα ερωτηματολόγιο με τη μορφή του online κουίζ. Από τις απαντήσεις, οι ψυχομέτρες υπολόγιζαν τις προσωπικές τιμές των Big Five των συμμετεχόντων. Η ομάδα του Kosinski στη συνέχεια συνέκρινε τα αποτελέσματα με κάθε είδους ψηφιακά δεδομένα των υποκειμένων: σε τι έκαναν «like», τα σχόλια που μοιράζονταν ή αναρτούσαν στο Facebook, ή τι φύλο, ηλικία και τόπο κατοικίας δήλωναν, για παράδειγμα. Αυτή η προσέγγιση επέτρεπε στους ερευνητές να συνδέουν τα σημεία και να βγάζουν συσχετισμούς.
Οι ψυχομέτρες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ιδιαίτερα αξιόπιστες συνεπαγωγές μπορούσαν να εξαχθούν από απλές ψηφιακές ενέργειες. Για παράδειγμα, άνδρες που έκαναν «like» στην μάρκα καλλυντικών MAC ήταν ελαφρώς πιο πιθανόν να είναι ομοφυλόφιλοι· μια από τις καλύτερες ενδείξεις ετεροφυλοφιλίας ήταν τα «like» στους Wu-Tang Clan. Οι ακόλουθοι της Lady Gaga ήταν κατά πάσα πιθανότητα κοινωνικοί, ενώ όσοι έκαναν «like» σε θέματα φιλοσοφίας είχαν την τάση να είναι εσωστρεφείς. Ενώ κάθε κομμάτι μιας τέτοιας πληροφορίας είναι πολύ αδύναμο για να στηρίξει αξιόπιστες εκτιμήσεις, όταν δεκάδες, εκατοντάδες ή ακόμη και χιλιάδες ξεχωριστά σημεία πληροφοριών συνδυάζονται, οι παραγόμενες εκτιμήσεις θεωρήθηκε ότι τείνουν εξαιρετικά ακριβείς.
Ο Kosinski και η ομάδα του συνέχισαν ακατάπαυστα να δουλεύουν πάνω στα μοντέλα τους. Το 2012, ο Kosinski ισχυρίστηκε ότι με βάση 68 κατά μέσο όρο «likes» στο Facebook από έναν χρήστη, μπορούσε να εξαχθεί συμπέρασμα για το χρώμα του δέρματος (με 95% ακρίβεια), τον σεξουαλικό προσανατολισμό (με 88% ακρίβεια) και την προτίμηση στο Δημοκρατικό ή το Ρεπουμπλικανικό κόμμα (με 85% ακρίβεια). Αλλά δεν τελείωνε εκεί. Ευφυΐα, θρησκευτικές επιλογές, όπως επίσης το κάπνισμα και η χρήση αλκοόλ και ναρκωτικών, όλα μπορούσαν να προσδιοριστούν. Από τα data ήταν ακόμη δυνατόν να συναχθεί μέχρι και το αν οι γονείς κάποιου ήταν χωρισμένοι.
Η δύναμη του μοντέλου φανερωνόταν από την αντίστροφη εφαρμογή του: μπορούσαν μεν να εξαχθούν συμπεράσματα για την προσωπικότητα του ατόμου με βάση τα data του, αλλά επίσης, η ανάλυση των data μπορούσε να προβλέψει απαντήσεις και στάσεις του ατόμου. Πριν περάσει καιρός, ο Kosinski ήταν σε θέση να αξιολογήσει ένα πρόσωπο καλύτερα από κάθε άλλον ερευνητή στην σχολή, στη βάση μόλις 10 «likes» στο Facebook. Εβδομήντα «likes» ήταν αρκετά για συμπεράσματα που ξεπερνούσαν αυτά που οι φίλοι του προσώπου γνώριζαν· 150 ξεπερνούσαν αυτά που γνώριζαν οι γονείς του· και 300 «likes» αυτά που γνώριζε ο/η σύντροφός του/της. Ακόμη περισσότερα «likes» μπορούσαν να ξεπεράσουν ακόμη κι αυτά που το πρόσωπο νόμιζε ότι ήξερε για τον εαυτό του.
Αλλά πλέον η έρευνα δεν είχε να κάνει μόνο με τα «likes» ή ακόμη και το Facebook: ο Kosinski και η ομάδα του μπορούσαν πλέον να εξάγουν τις τιμές των Big Five στηριζόμενοι αποκλειστικά στο πόσες φωτογραφίες προφίλ έχει ένα άτομο στο Facebook ή στο πόσες επαφές έχει (μια καλή ένδειξη του βαθμού κοινωνικότητας). Όμως αποκαλύπτουμε πράγματα για τον εαυτό μας ακόμη κι όταν δεν είμαστε online. Για παράδειγμα, οι αισθητήρες κίνησης στα τηλέφωνά αποκαλύπτουν πόσο γρήγορα κινούμαστε και πόσο μακριά ταξιδεύουμε (δεδομένα που οι ερευνητές συσχετίζονται με τον βαθμό κοινωνικότητας και την συναισθηματική αστάθεια). Τα smartphones, ήταν το συμπέρασμα , είναι ένα τεράστιο ψυχολογικό ερωτηματολόγιο που συμπληρώνουμε διαρκώς, τόσο συνειδητά όσο κι ασυνείδητα.
Πάνω από όλα όμως - κι εδώ είναι το κλειδί - το πράγμα δουλεύει κι ανάποδα: όχι μόνο μπορεί να φτιαχτεί το ψυχολογικό προφίλ του ατόμου από τα data που παράγει, αλλά τα data μπορούν να χρησιμοποιηθούν κι αντίστροφα αναζητώντας συγκεκριμένα προφίλ: όλοι οι αγχωμένοι πατεράδες, όλοι οι θυμωμένοι εσωστρεφείς, όλοι οι ατίθασοι έφηβοι - ή ίσως ακόμη και όλοι οι αναποφάσιστοι ψηφοφόροι. Ουσιαστικά, αυτό που είχε εφεύρει ο Kosinski ήταν ένα είδος μηχανής αναζήτησης προσώπων.
Η δημοσίευση της έρευνας προκάλεσε τρομερή εντύπωση, ήταν πρωτότυπη, ασυνήθιστη κι είχε εμφανείς δυνατότητες. Για ποιους; Οι μυστικές υπηρεσίες και τα στρατιωτικά ερευνητικά κέντρα έκαναν ουρά για να συναντήσουν τον Kosinski και το Κέντρο Ψυχομετρίας οργάνωσε τακτικές επιδείξεις για χάρη τους. Για παράδειγμα, στα πλαίσια μια τέτοιας επίδειξης προς τις μυστικές υπηρεσίες, παρουσιάστηκε ένα συγκεκριμένο τεστ με το όνομα «είσαι ό,τι σου αρέσει». Κι έδειχνε μερικά παράξενα μοτίβα· για παράδειγμα, άνθρωποι που έκαναν «like» στα σχόλια «μισώ το Ισραήλ» στο Facebook, έτειναν επίσης να τους αρέσουν τα παπούτσια Nike και οι σοκολάτες KitKats. Η συγκεκριμένη έρευνα είχε το παρατσούκλι «επιχείρηση KitKats». Το αποτέλεσμα αυτών των επιδείξεων ήταν οι οργανισμοί που χρηματοδοτούν έρευνες για λογαριασμό των μυστικών υπηρεσιών να πέσουν με τα μούτρα στην δουλειά των Stillwell και Kosinski.
Το αμυντικό και στρατιωτικό κατεστημένο ήταν το πρώτο που είδε τις δυνατότητες. Η Boeing, ένας από τους μεγαλύτερους εργολάβους των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων, χρηματοδότησε το διδακτορικό του Kosinski και η DARPA, η μυστικοπαθής υπηρεσία εξελιγμένων στρατιωτικών σχεδίων, αναφέρεται σε τουλάχιστον δύο ακαδημαϊκές εργασίες ως υποστηρίκτρια της δουλειάς του. Αλλά όταν το 2013 έγινε η πρώτη μεγάλη δημοσίευση σχετικά με την έρευνα, ήταν κι άλλοι που είδαν επίσης τις δυνατότητες. Ανάμεσά τους και μια βρετανική εταιρεία με το όνομα SCL.
«Information Operations [στα ελληνικά ο όρος θα μπορούσε να αποδοθεί ως «επιχειρήσεις πληροφοριών ή πληροφορικές επιχειρήσεις] είναι η συνδυασμένη εφαρμογή του ηλεκτρονικού πολέμου, των επιχειρήσεων ηλεκτρονικών δικτύων, των ψυχολογικών επιχειρήσεων (psyops), της εξαπάτησης με στρατιωτικά μέσα και των επιχειρήσεων ασφαλείας, με στόχο την άσκηση επιρροής, την διαταραχή, την διάβρωση ή/και τον σφετερισμό/οιειοποίηση αντίπαλων ατόμων και αυτοματοποιημένων διαδικασιών απόφασης, ενώ ταυτόχρονα προστατεύονται τα δικά μας». Αυτός είναι ο επίσημος ορισμός των information operations, όπως περιλαμβάνεται στα εγχειρίδια των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων και παρατίθεται στη wikipedia.
Τεχνικές που συστηματοποιήθηκαν κι αναπτύχθηκαν την εποχή του ψυχρού πολέμου, όταν η στρατιωτική σύγκρουση ανάμεσα στα δύο αντίπαλα μπλοκ εξελίχτηκε πλαγίως, συγκαλυμμένα και μέσω αντιπροσώπων, οι I.O. αναβαθμίστηκαν κι εξελίχτηκαν ακόμη περισσότερο στον 21ο αιώνα, στο βαθμό που τα ηλεκτρονικά δίκτυα και η γενικευμένη πληροφοριοποίηση πρόσθεσαν ένα ακόμη πεδίο πολεμικής αντιπαράθεσης. Επειδή είναι από τη φύση τους επιχειρήσεις που διεξάγονται στο σκοτάδι και η αποτελεσματικότητά τους έχει σαν προϋπόθεση την απόκρυψη των πραγματικών ιθυνόντων πίσω από αυτές κι επιπλέον, επειδή συγκαταλέγονται μεταξύ των πιο επαίσχυντων πρακτικών της πολεμικής μεθοδολογίας, είναι τεχνικά δύσκολο να αναληφθεί η οργάνωση κι εκτέλεσή τους από τον «επίσημο» στρατό ή τις μυστικές υπηρεσίες· η βρώμικη δουλειά, καλό είναι να μπορεί πάντα να χρεώνεται σε άλλους. Στις μέρες μας, το πρόβλημα επιλύθηκε με τον ίδιο τρόπο που ο καπιταλισμός αντιμετώπισε σειρά άλλων ζητημάτων: μέσω outsourcing. Έτσι, εταιρείες στήθηκαν με στρατιωτικά κονδύλια, προικίστηκαν με στρατιωτική τεχνογνωσία και στελεχώθηκαν με εν αποστρατεία στελέχη, με στόχο να αναλάβουν αυτές την εκτέλεση των information operations, στα πλαίσια ενός ακήρυχτου, αλλά υπαρκτού κι εξελισσόμενου κυβερνοπολέμου. Δεν πρόκειται για απλά για «ιδιωτικοποίηση» των στρατιωτικών επιχειρήσεων, όπως συμβαίνει κατά κόρον με τις μισθοφορικές εταιρείες, αλλά για κάτι περισσότερο: πρόκειται για ένα είδος διεστραμμένης κοινωνικοποίησης του πολέμου. Επιπλέον, τέτοιες εταιρείες απαντούν και σε ένα ακόμη πρακτικό πρόβλημα, αυτό της προσέλκυσης του κατάλληλου ανθρώπινου δυναμικού. Πολλοί nerds θα είχαν αντιρρήσεις να δουλέψουν για την CIA ή τον βρετανικό Royal Army, αλλά δύσκολα θα αρνούνταν μια καλοπληρωμένη εταιρική θέση με αντικείμενο, ας πούμε, την «ανάλυση των ψηφιακών ιχνών της ισλαμικής τρομοκρατίας».
Μία τέτοια ακριβώς εταιρεία ήταν η SCL (Strategic Communication Laboratories). Η SCL ιδρύθηκε στην Βρετανία το 1990, βγαλμένη και στελεχωμένη απευθείας μέσα από το βρετανικό βαθύ στρατοβιομηχανικό κατεστημένο. Για παράδειγμα, διευθυντής του τμήματος αμυντικών επιχειρήσεων της εταιρείας ήταν ο Steve Tatham, ο οποίος είχε διατελέσει επικεφαλής των ψυχολογικών επιχειρήσεων των βρετανικών δυνάμεων στο Αφγανιστάν. Η SCL αναπτύχθηκε σαν μια ιδιωτική εργολαβική εταιρεία με δραστηριότητα τόσο στο στρατιωτικό τομέα όσο και στις εκλογές. Το στρατιωτικό σκέλος της εταιρείας είχε συμβόλαια τόσο με το αμερικανικό, όσο και με το βρετανικό υπουργείο άμυνας, μεταξύ άλλων. Η ειδικότητά της ήταν οι «ψυχολογικές επιχειρήσεις»-psyops, δηλαδή η χειραγώγηση μέσω «πληροφοριακής επικυριαρχίας», ένα σετ τεχνικών που περιλαμβάνουν διασπορά φημών, παραπληροφόρηση και κατασκευή ψεύτικων ειδήσεων. Μέσω στρατηγικών χειραγώγησης είχε συμμετάσχει στο Αφγανιστάν και το Πακιστάν στην καταστολή της «τζιχαντιστικής βίας» και στο περιορισμό «της στρατολόγησης από εξτρεμιστικές ομάδες»· είχε αναλάβει ρόλο πολιτικού συμβούλου σε κράτη της υποσαχάριας Αφρικής, της νοτιοανατολικής Ασίας και της νότιας Αμερικής, στον τομέα της κρατικής ασφάλειας· είχε οργανώσει «ψυχολογικές επιχειρήσεις» για λογαριασμό του βρετανικού στρατού· είχε συμβόλαιο με το βρετανικό υπουργείο άμυνας για διεξαγωγή «αντι-εξτρεμιστικών» επιχειρήσεων στην Μέση Ανατολή· είχε συμβόλαια για εκστρατείες επηρεασμού του πληθυσμού υπέρ του ΝΑΤΟ σε Αφγανιστάν και τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ· είχε εμπλακεί στις εκλογές τουλάχιστον 200 αναπτυσσόμενων χωρών, οργανώνοντας εκστρατείες χειραγώγησης της κοινής γνώμης, ενώ σε άλλες είχε στήσει ολοκληρωμένα ηλεκτρονικά συστήματα παρακολούθησης και καταγραφής του πληθυσμού.
Πρώην υπάλληλοι της εταιρείας, που άρχισαν να τοποθετούνται δημόσια μετά την 17η Μαρτίου και τις αποκαλύψεις, μιλούν για «μια ιδιωτική» κι επιπλέον «βρώμικη MI6»· ενώ οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες τυπικά ελέγχονται από κάποια κοινοβουλευτική επιτροπή και κάποιος εισαγγελέας εγκρίνει τις ενέργειές της, η SCL είχε το ελεύθερο να δρα ανεξέλεγκτα. Το παρακάτω απόσπασμα συνέντευξης ενός πρώην υπαλλήλου της εταιρείας στον Observer είναι χαρακτηριστικό:
«…Πριν γίνουμε αυτή η σκοτεινή, δυστοπική εταιρεία δεδομένων που πρόσφερε στον κόσμο τον Τραμπ, ήμαστε απλά μια φίρμα ψυχολογικού πολέμου.» Έτσι το ονομάζατε, τον ρωτάω. Ψυχολογικό πόλεμο; «Εντελώς. Αυτό ήταν. Psyops. Psychological operations - η ίδια μέθοδος που χρησιμοποιεί ο στρατός για να επηρεάσει συμπεριφορές σε μαζική κλίμακα. Αυτό εννοούν όταν λένε να κερδίσουν καρδιές και μυαλά. Κάναμε το ίδιο για να κερδίσουμε εκλογές σε αναπτυσσόμενες χώρες όπου δεν ισχύουν ιδιαίτεροι κανόνες…».
Με λίγα λόγια, η SCL ήταν ένα κανονικό, ετοιμοπόλεμο παράρτημα του βρετανικού στρατιωτικού κατεστημένου, στην συνέχεια και του αμερικανικού, του οποίου η μεθοδολογία ήταν βγαλμένη αυτούσια από τα manuals των information operations. Η εταιρεία αυτή ανέλαβε το 2013 το μεγαλύτερο πρότζεκτ της τριαντάχρονης ιστορίας της, να δουλέψει πάνω στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές. Στη συνέχεια, προστέθηκε μία ακόμη ανάλογη εργολαβία, στο βρετανικό δημοψήφισμα με το ερώτημα της εξόδου από την ΕΕ. Αυτή η ιδιωτική εταιρεία πολέμου, λοιπόν, όταν οι μηχανισμοί του σκληρού κρατικού πυρήνα σε ΗΠΑ και Βρετανία ετοιμάζονταν για την μεγάλη αναδίπλωση, βρέθηκε εκεί σε ένα ρόλο κλειδί· με όλα τα εργαλεία του κυβερνοπολέμου που είχε στη διάθεσή της.
Ένας νεαρός καναδός nerd, διάνοια στην ανάλυση δεδομένων και την πρόβλεψη τάσεων, δοκιμασμένος στις παρασκηνιακές ίντριγκες της βρετανικής πολιτικής σκηνής και με μεγάλες ιδέες γύρω από τα big data και την χρησιμότητά τους. Ένας πρώην τραπεζίτης και νυν αρχισυντάκτης του πιο σκληροπυρηνικού ακροδεξιού ειδησεογραφικού site των ΗΠΑ, σε ιερή αποστολή να κάνει τον αμερικανικό, λευκό, μικροαστικό φασισμό ηγεμονική πολιτική δύναμη. Κι ένας αμερικανός μεγιστάνας της ψηφιακής οικονομίας, επικεφαλής hedge fund, παλιός πρωτοπόρος των νέων τεχνολογιών και βασικός χρηματοδότης των πιο ακροδεξιών φραξιών του ρεπουμπλικανικού κόμματος. Οι τρεις τους θα μπορούσαν να είναι μυθιστορηματικοί ήρωες στα βιβλία του Τζον Λε Καρέ ή την νουβέλα του Νόρμαν Σπίνραντ, «ο τελευταίος παγκόσμιος πόλεμος». Πρόκειται όμως για πραγματικά πρόσωπα. Ο πρώτος είναι ο Chris Wylie, ο οποίος συνέλαβε, έστησε, οργάνωσε και διεύθυνε την λειτουργία της Cambridge Analytica κι εσχάτως επιχειρεί να ξεπλυθεί, εμφανιζόμενος στα διεθνή μήντια ως μετανοημένος· είναι ο whistleblower που αποκάλυψε σε βάθος την ιστορία της Cambridge Analytica στον Guardian και τους New York Times. Ο δεύτερος είναι ο Steve Bannon, τότε αρχισυντάκτης του ακροδεξιού ειδησεογραφικού site Breitbart και στη συνέχεια στρατηγικός σύμβουλος του προέδρου Τραμπ· στο ενδιάμεσο ήταν ο άνθρωπος που έφερε την SCL στις ΗΠΑ, ανέλαβε την καθοδήγησή της και χρημάτισε αντιπρόεδρός της Cambridge Analytica. Ο τρίτος είναι ο δισεκατομμυριούχος Robert Mercer, ιδιοκτήτης του hedge fund Renaissance Technologies, από τους μεγαλύτερους δωρητές του ρεπουμπλικανικού κόμματος, ο μεγαλύτερος χρηματοδότης της προεκλογικής καμπάνιας του Τραμπ, στενός φίλος του βρετανού Φάρατζ, χρηματοδότης της καμπάνιας υπέρ του Brexit (μέσω παροχής υπηρεσιών ανάλυσης big data) και ιδιοκτήτης της Cambridge Analytica.
Ο Chris Wylie
«Ήμουν ο gay χορτοφάγος καναδός που κατά κάποιο τρόπο κατέληξε να δημιουργήσει για λογαριασμό του Steve Bannon ένα εργαλείο ψυχολογικού πολέμου που γαμούσε τα μυαλά». Με αυτή ακριβώς την φράση, συνόψισε ο Chris Wylie τον ρόλο του στην ιστορία της Cambridge Analytica. Στην ηλικία των 24, ενώ έκανε ακόμη το μεταπτυχιακό του με θέμα την πρόβλεψη των τάσεων της μόδας, ο Wylie είχε ήδη φτιάξει όνομα, δουλεύοντας ως αναλυτής δεδομένων για λογαριασμό του βρετανικού κόμματος των LibDem (φιλελεύθεροι δημοκράτες), όταν προσλήφθηκε από την SCL ως διευθυντής έρευνας για όλες τις επιχειρήσεις του ομίλου. Η μεγάλη πρόκληση που είχε να αντιμετωπίσει ήταν η πρόθεση της SCL να ανοίξει τις δουλειές της στην Αμερική, εν όψει των προεδρικών εκλογών, ένα σχέδιο για το οποίο η εταιρεία συνεργαζόταν ήδη με τον Steve Bannon, μέσω της νεοσύστατης Cambridge Analytica. Η απάντηση που άρχισε να διαμορφώνει ο Wylie, επηρεασμένος από την ψυχομετρική έρευνα του Kosinski που τότε είχε δημοσιευτεί, ήταν να συνδυάσει τα big data με τα social media, εφαρμόζοντας την πολεμική μεθοδολογία των information operations που έτσι κι αλλιώς διέτρεχε όλη την γκάμα δραστηριοτήτων της SCL.
Το φθινόπωρο του 2013, ο Wylie συνάντησε τον Bannon, όταν ο δεύτερος ήταν ακόμη διευθυντής του Breitbart, το οποίο είχε φέρει στο Λονδίνο προκειμένου να βοηθήσει τον Φάρατζ στην καμπάνια υπέρ του Brexit. Στη συνέντευξη που έδωσε ο Wylie στον Observer (18/3/2018), η περιγραφή που κάνει ο ίδιος είναι παραστατική κι αρκετά διαφωτιστική για το κλίμα και τις προθέσεις:
Τι άνθρωπος ήταν ο Bannon; «Έξυπνος» απαντάει ο Wylie. «Ενδιαφέρων τύπος. Με πραγματικό ενδιαφέρον για τις ιδέες. Είναι ο μόνος straight άνδρας με τον οποίο έχω μιλήσει για την διατομική φεμινιστική θεωρία. Είδε αμέσως τον συσχετισμό με την καταπίεση που αισθάνονται οι συντηρητικοί, νεαροί, λευκοί άνδρες».
Η συνάντηση του Wylie με τον Bannon ήταν σαν τη στιγμή που πέφτει πετρέλαιο σε μια φλόγα που τρεμοπαίζει. Ο Wylie είχε μια θεωρία να αποδείξει. Εκείνη την στιγμή, το θέμα είχε ακόμη τις διαστάσεις ενός θεωρητικού προβλήματος. Η πολιτική είναι σαν την μόδα, είπε στον Bannon.
«Ο Bannon το έπιασε με την μία. Πίστευε ακράδαντα στο δόγμα του Andrew Breitbart ότι η πολιτική εκπορεύεται από την κουλτούρα, επομένως για να αλλάξεις την πολιτική πρέπει να αλλάξεις την κουλτούρα. Και οι τάσεις της μόδας είναι μια χρήσιμη αναλογία για αυτό. Ο Τραμπ είναι σαν ένα ζευγάρι Uggs ή Crocs. Πώς θα κάνεις τους ανθρώπους να πάνε από εκεί που σκέφτονται ‘χάλια, εντελώς άσχημα’ στο να τα φοράνε πλέον όλοι; Αυτό τον τρόπο ήταν που έψαχνε».
Ήταν ο Bannon που έβαλε στο παιχνίδι τους Mercers: τον Robert Mercer - διευθύνοντα σύμβουλο του επενδυτικού κεφαλαίου Renaissance Technologies, που ξοδεύει τα δισεκατομμύρια του για να προωθήσει μια δεξιά ατζέντα, χρηματοδοτώντας το Ρεπουμπλικανικό κόμμα και τους υποψηφίους του - και την κόρη του Rebekah. Ο Nix [διευθύνων σύμβουλος της SCL] και ο Wylie ταξίδεψαν στην Νέα Υόρκη για να συναντήσουν τους Mercers στο διαμέρισμα της Rebekah στο Μανχάταν. «Με γούσταρε με την μία. ‘Χρειαζόμαστε περισσότερους ανθρώπους του τύπου σου στην πλευρά μας’ έλεγε συνέχεια». Του τύπου σου; Δηλαδή; «Τους ομοφυλόφιλους. Γούσταρε τους ομοφυλόφιλους. Το ίδιο και ο Bannon. Μας έβλεπε σαν πρώιμους υποστηρικτές των ιδεών του. Θεωρούσε ότι αν καταφέρεις να πείσεις τους ομοφυλόφιλους, τότε όλοι θα ακολουθήσουν. Αυτός είναι ο λόγος που είχε τέτοιο κόλλημα με τον Milo [Yiannopoulos]».
Το σχέδιο που ο Wylie πρότεινε στους Bannon και Mercer είχε αρχίσει να γίνεται πιο συγκεκριμένο. Να μαζέψει τα προφίλ στο Facebook εκατομμυρίων ανθρώπων στις ΗΠΑ και να χρησιμοποιήσει τα προσωπικά και ιδιωτικά στοιχεία ώστε να φτιάξει πολυσύνθετα ψυχολογικά και πολιτικά προφίλ. Στη συνέχεια, να στοχεύσει τους χρήστες με εξατομικευμένες «διαφημίσεις» σχεδιασμένες να δουλεύουν ειδικά πάνω στα συγκεκριμένα ψυχολογικά προφίλ τους. Αυτό που εκκρεμούσε ήταν να πειστεί ο Mercer ότι ένα τέτοιο σχέδιο ήταν υλοποιήσιμο, προκειμένου να ρίξει τα λεφτά του. Και το πιο πειστικό επιχείρημα ήταν η ίδια η δουλειά της Cambridge Analytica. Το 2013 ένα από τα πρώτα συμβόλαια που ανέλαβε η CA ήταν στο Τρινιντάντ. Ενώ η πάγια τακτική της SCL μέχρι τότε ήταν να παίρνει κυβερνητικά συμβόλαια για κάποια δουλειά της πλάκας, συνήθως στον τομέα της υγείας, που λειτουργούσε σαν προκάλυμμα για να στηθούν οι εκλογές, στην περίπτωση του Τρινιντάντ, η CA διαπραγματεύτηκε απευθείας με το συμβούλιο ασφαλείας της χώρας. Η συμφωνία περιλάμβανε την ανάπτυξη ενός προγράμματος ηλεκτρονικής μικρο-στόχευσης των πολιτών και το σχέδιο ήταν να καταγράψει η CA όλες τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και να προχωρήσει σε ψηφιακή επεξεργασία των ηχογραφήσεων, με στόχο να φτιάξει μια εθνική αστυνομική βάση δεδομένων, συμπληρωμένης με την βαθμολόγηση της προδιάθεσης κάθε πολίτη να διαπράξει εγκληματικές ενέργειες. Το σχέδιο που προτάθηκε ήταν ουσιαστικά το Minority Report· η προληπτική καταστολή του εγκλήματος στο επίπεδο της σκέψης. Το Τρινιντάντ ήταν το πρώτο πρότζεκτ της Cambridge Analytica με την χρήση big data πριν η εταιρεία εξαγοραστεί από τον Mercer· και ήταν ακριβώς αυτό το μοντέλο που αγόρασε.
Με την εταιρεία στημένη και το σχέδιο έτοιμο, αυτό που έλειπε ήταν το κρισιμότερο: να συλλεχθούν τα data. Η κλίμακα στην οποία θα έπρεπε να γίνει αυτή η συγκομιδή ήταν ασύλληπτη, αφού ο στόχος ήταν το ψυχογραφικό, ψηφιακό φακέλωμα ολόκληρου του εκλογικού σώματος - πρακτικά κάθε ενηλίκου - σε ΗΠΑ και Βρετανία. Αλλά τα εκατομμύρια του Mercer επέτρεψαν πλέον στην Cambridge Analytica να ρίξει πολλά λεφτά στο ακανθώδες πρόβλημα της απόκτησης των προσωπικών δεδομένων.
Αρχικά, η Cambridge Analytica προσέγγισε τον Kosinski και την ομάδα του στο Κέντρο Ψυχομετρίας. Εξάλλου, αυτός ήταν που είχε αναπτύξει την μεθοδολογία που συνδύαζε το μοντέλο OCEAN με τα προσωπικά data, είχε τις πιο εξελιγμένες τεχνικές στην κατασκευή ψυχομετρικών προφίλ κι επιπλέον, είχε στη διάθεσή του μια τεράστια, ίσως την μεγαλύτερη, βάση προσωπικών δεδομένων, αυτή που είχε συλλεχθεί μέσω του MyPersonality. Πράγματι, έγιναν διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην SCL / CA και τον Kosinski, οι οποίες όμως δεν κατέληξαν σε συμφωνία. Ο Kosinski ισχυρίζεται ότι αρχικά έδειξε ενδιαφέρον, αλλά έκανε πίσω όταν διαπίστωσε πόσο σκοτεινές ήταν οι δουλειές της εταιρείας. Λίγο φτηνή δικαιολογία βέβαια, από έναν άνθρωπο που ούτε η δική του δουλειά διεκδικούσε δάφνες ηθικότητας και που η ρουτίνα του περιελάμβανε τακτική συνεργασία με τις μυστικές και στρατιωτικές υπηρεσίες. Επίσης, η πραγματικότητα είναι ότι οι διαπραγματεύσεις είχαν φτάσει μέχρι την τιμή των 500.000 δολαρίων, στην οποία ο Kosinski θα πουλούσε την βάση δεδομένων, αλλά ισχύει ότι στο τέλος, για κάποιο λόγο, αρνήθηκε να συμφωνήσει. Όταν οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν, ένας άλλος ψυχολόγος του Κέντρου Ψυχομετρίας, ο Aleksandr Kogan, πρόσφερε μια λύση που στους ακαδημαϊκούς κύκλους θεωρείται πολύ έως πάρα πολύ ανήθικη. Προσφέρθηκε να αντιγράψει την έρευνα του Kosinski και της ομάδας του και να τους αποκλείσει από την τελική συμφωνία. Στην Cambridge Analytica, η πρόταση αυτή φάνηκε κι αποδείχτηκε ως η τέλεια λύση.
Ο Kogan πράγματι αντέγραψε βήμα-βήμα όλη την πορεία του MyPersonality: έβαλε αγγελίες για άτομα που θα ήθελαν να πληρωθούν προκειμένου να πάρουν μέρος σε ένα κουίζ προσωπικότητας στο Mechanical Turk και το Qualtrics της Amazon. Στα ψιλά γράμματα του κουίζ του Kogan, που είχε το όνομα thisismydigitallife, υπήρχε η πρόβλεψη ότι οι συμμετέχοντες έδιναν την άδεια πρόσβασης στα προφίλ τους στο Facebook (τυπικά νόμιμο). Αλλά όχι μόνο στα δικά τους, αλλά και των φίλων τους επίσης, εν αγνοία τους. Κατά μέσο όρο, κάθε «σπορέας» - τα άτομα που έκαναν το κουίζ, περίπου 320.000 στο σύνολο - χωρίς να το γνωρίζει άνοιγε το παράθυρο πρόσβασης στα προφίλ άλλων 160 ατόμων, τα οποία δεν είχαν ιδέα ούτε υποπτεύονταν τι συνέβαινε.
Η εταιρεία αγόρασε επίσης (νόμιμα) καταναλωτικές βάσεις δεδομένων - για τα πάντα, από συνδρομές σε περιοδικά, μέχρι αεροπορικά ταξίδια - και μ’ έναν μοναδικό τρόπο συνδύασε αυτά τα δεδομένα με τα ψυχογραφικά data και τους φακέλους των ψηφοφόρων. Συνταίριαξε όλες αυτές τις πληροφορίες με τις διευθύνσεις των ανθρώπων, τα τηλεφωνικά τους νούμερα, μέχρι και με τις διευθύνσεις των email τους. «Ο στόχος ήταν να συλλάβουμε κάθε διάσταση του πληροφορικού περιβάλλοντος των ψηφοφόρων. Στη συνέχεια, όλα αυτά τα προσωπικά data επέτρεψαν στην CA να κατασκευάσει εξατομικευμένα μηνύματα» (από συνέντευξη ενός πρώην υπαλλήλου της CA).
Τον Νοέμβριο του 2015, η πιο ακραία από τις δύο εκστρατείες υπέρ του Brexit - η LeaveEU που υποστηριζόταν από Φάρατζ - ανακοίνωσε ότι προσέλαβε μια εταιρεία των Big Data προκειμένου να υποστηρίξει την ψηφιακή της καμπάνια: την Cambridge Analytica. Λίγους μήνες αργότερα, ο Τραμπ είχε τουιτάρει, κάπως κρυπτικά, «σύντομα θα με φωνάζετε κύριο Brexit». Το μήνυμα έμοιαζε σκέτος εξυπνακισμός - κάτι που ισχύει εξάλλου με τα περισσότερα μηνύματα του Τραμπ - αλλά είχαν αρχίσει ήδη να παρατηρούνται τρομερές ομοιότητες ανάμεσα στην προεκλογική εκστρατεία του υποψήφιου αμερικανού προέδρου κι αυτής της ακροδεξιάς καμπάνιας για το Brexit. Ομοιότητες όχι τόσο στο περιεχόμενο, αναμενόμενες εξάλλου, όσο στην μεθοδολογία και τις πρακτικές. Εκείνη την στιγμή, δύσκολα κάποιος θα πρόσεχε μια μικρή λεπτομέρεια. Ότι ο Τραμπ είχε μόλις προσλάβει μια εταιρεία πολιτικού μάρκετινγκ, την ίδια που έτρεχε την ακροδεξιά καμπάνια του Brexit. Η Cambridge Analytica, αφού «φυτεύτηκε» στις ΗΠΑ από μια εταιρεία παράρτημα του βρετανικού στρατιωτικού κατεστημένου, είχε επαναπατριστεί σε αγγλικό έδαφος για να υποστηρίξει τους ακροδεξιούς ρατσιστές του Φάρατζ, κι από εκεί επέστρεφε ενισχυμένη στις ΗΠΑ και τη ν υπηρεσία του Τραμπ και του «Make America Great Again». Αν ήταν στρατιωτικός ελιγμός, θα μιλούσαμε για κυκλωτική κίνηση.
Μέχρι τότε, η ψηφιακή καμπάνια του Τραμπ ήταν υποτυπώδης. Υπεύθυνος ήταν ένας επιχειρηματίας του μάρκετινγκ κι αποτυχημένος δημιουργός strart-up εταιρειών, ο οποίος είχε στήσει ένα στοιχειώδες website για τον Τραμπ, κόστους 1.500 δολαρίων. Ο 70χρονος Τραμπ ήταν κι εξακολουθεί να είναι άσχετος με την τεχνολογία· η προσωπική βοηθός του είχε αποκαλύψει κάποτε ότι δεν υπάρχει υπολογιστής στο γραφείο του και δεν ξέρει καν να στέλνει emails. Η ίδια τον είχε πείσει να πάρει ένα smartphone, από το οποίο τουιτάρει τώρα ακατάπαυστα. Η Χίλαρι Κλίντον από την άλλη, στηριζόταν γερά στην κληρονομιά του πρώτου «προέδρου των social media» Μπαράκ Ομπάμα. Είχε λίστες με τις ηλεκτρονικές διευθύνσεις όλων των μελών του Δημοκρατικού Κόμματος, δούλευε με πρωτοπόρους αναλυτές των Big Data κι είχε την υποστήριξη της Google και της DreamWorks. Όταν ανακοινώθηκε τον Ιούνιο του 2016 ότι ο Τραμπ είχε προσλάβει την Cambridge Analytica, το κατεστημένο στην Ουάσιγκτον απλά ανασήκωσε την μύτη. Τύποι από το εξωτερικό που δεν καταλαβαίνουν την χώρα και τους ανθρώπους της; Σοβαρά;
Τον Σεπτέμβριο του 2016, μόλις λίγες εβδομάδες πριν τις αμερικανικές εκλογές, ο Alexander Nix, διευθύνων σύμβουλος της Cambridge Analytica, είχε πάρει μέρος σε ένα τακτικό διεθνές συνέδριο, την σύνοδο Concordia, η οποία είναι κάτι σαν μινιατούρα του παγκόσμιου οικονομικού φόρουμ. Στη σύνοδο αυτή, σε μια στιγμή που απέχει ακόμη πολύ από το «σκάνδαλο των κλεμμένων data» κι ενώ η Cambridge Analytica έχει αποκτήσει την φήμη σχεδόν «μάγων της επικοινωνίας», o Nix έκανε μια αναλυτική παρουσίαση των δυνατοτήτων της εταιρείας του. «Στο Cambridge» λέει στην ομιλία του «καταφέραμε να σχηματίσουμε ένα μοντέλο που προβλέπει την προσωπικότητα καθενός ενήλικα των ΗΠΑ». Η αίθουσα έχει γοητευτεί. Σύμφωνα με τον Nix, η επιτυχία του μάρκετινγκ της Cambridge Analytica στηρίζεται στον συνδυασμό τριών παραγόντων: επιστήμη της συμπεριφοράς με βάση το μοντέλο OCEAN, Big Data ανάλυση και στοχευμένη διαφήμιση. Η στοχευμένη διαφήμιση είναι προσωποποιημένη διαφήμιση, επικεντρωμένη όσο το δυνατό περισσότερο στην προσωπικότητα κάθε ξεχωριστού καταναλωτή. Ο Nix εξηγεί πώς το κατάφερε η εταιρεία του. Πρώτον, η Cambridge Analytica αγοράζει προσωπικά δεδομένα από μία γκάμα διαφορετικών πηγών, όπως τα μητρώα ακίνητης περιουσίας, αγοραστική κίνηση, πιστωτικές κάρτες, συμμετοχή σε συλλόγους, συνδρομές σε περιοδικά, συμμετοχή σε εκκλησιαστικές ενορίες. Ο Nix παρουσιάζει τα logos εταιρειών εμπορίας δεδομένων όπως η Acxiom και η Experian που δραστηριοποιούνται παγκόσμια - στις ΗΠΑ, σχεδόν όλα τα προσωπικά δεδομένα είναι προς πώληση. Για παράδειγμα, εάν θέλεις να μάθεις που μένουν οι γυναίκες εβραϊκής καταγωγής, μπορείς απλά να αγοράσεις αυτή την πληροφορία, περιλαμβανομένων των τηλεφωνικών αριθμών. Στη συνέχεια, η Cambridge Analytica συνδυάζει τα δεδομένα αυτά με τους εκλογικούς καταλόγους του Ρεπουμπλικανικού κόμματος και online δεδομένα και κατασκευάζει ένα προφίλ προσωπικότητας με βάση τα Big Five. Ξαφνικά, τα ψηφιακά ίχνη γίνονται πραγματικοί άνθρωποι με φόβους, ανάγκες, ενδιαφέροντα και διευθύνσεις κατοικίας. Η μεθοδολογία είναι ίδια με αυτή που είχε αναπτύξει κάποτε ο Kosinski. «Έχουμε φτιάξει το προφίλ προσωπικότητας κάθε ενηλίκου στις ΗΠΑ - 220 εκατομμύρια άνθρωποι» κομπάζει ο Nix.
Ο Nix συνεχίζει την παρουσίαση κα πίσω του ανάβει μια οθόνη. «Αυτό είναι ο ηλεκτρονικός πίνακας ελέγχου που ετοιμάσαμε για την καμπάνια του Cruz». Ένα πάνελ με ψηφιακά όργανα εμφανίζεται. Στα αριστερά υπάρχουν διαγράμματα· στα δεξιά, ένας χάρτης της Αϊόβα, όπου ο Cruz έκανε την έκπληξη και κέρδισε έναν μεγάλο αριθμό ψήφων στα προκριματικά. Και πάνω στον χάρτη βρίσκονται εκατοντάδες χιλιάδες μικρές κόκκινες και γαλάζιες κουκίδες. Ο Nix περιορίζει τα κριτήρια: «Ρεπουμπλικάνοι» - οι γαλάζιες κουκίδες εξαφανίζονται· «αναποφάσιστοι» - περισσότερες κουκίδες χάνονται· «άνδρες»… κι έτσι συνεχίζει. Τελικά, μένει μόνο μία κουκίδα που αντιστοιχεί σε ένα όνομα, με ηλικία, διεύθυνση, ενδιαφέροντα, προσωπικές και πολιτικές προδιαθέσεις. Με ποιο τρόπο τώρα η Cambridge Analytica στοχεύει αυτό το συγκεκριμένο πρόσωπο με το κατάλληλο πολιτικό μήνυμα;
Ο Nix εξηγεί τώρα πώς οι ψυχογραφικά κατηγοριοποιημένοι ψηφοφόροι μπορούν να αντιμετωπιστούν διαφορετικά, φέρνοντας το παράδειγμα του δικαιώματος κατοχής όπλων, την 2η τροποποίηση του συντάγματος: «Για ένα υψηλά νευρωτικό κι αγχωτικό κοινό, ταιριάζει το θέμα της απειλής εισβολής λωποδυτών - και η ασφάλεια που προσφέρει ένα όπλο». Μια εικόνα στα αριστερά δείχνει το χέρι ενός εισβολέα να σπάει ένα παράθυρο. Η δεξιά εικόνα δείχνει ένα άντρα κι ένα παιδί να στέκονται σε ένα λιβάδι στο ηλιοβασίλεμα· και οι δύο κρατούν όπλα και πυροβολούν πάπιες: «Αντίστοιχα, για ένα κοινό πιο παραδοσιακό και δεκτικό, ταιριάζει αυτή η εικόνα: άνθρωποι που νοιάζονται για τις παραδόσεις και τις συνήθειες και την οικογένεια».
Πάνω και κάτω: από την παρουσίαση που έκανε ο Alexander Nix στην σύνοδο Concordia, για την Cambridge Analytica και τις τεχνικές της.
Οι απίστευτες αντιφάσεις του Τραμπ, η τόσο πολύ κριτικαρισμένη ασυνέπειά του, και η συνακόλουθη σειρά συγκρουόμενων μηνυμάτων, ξαφνικά μετατρέπονται στο μεγαλύτερο πλεονέκτημά του: ένα διαφορετικό μήνυμα για κάθε ψηφοφόρο. Η αντίληψη ότι ο Τραμπ συμπεριφέρεται σαν ένας τέλεια καιροσκοπικός αλγόριθμος ακολουθώντας τις αντιδράσεις του κοινού, αρχίζει πλέον κι αποκτάει κυριολεκτικό περιεχόμενο.
«Σχεδόν κάθε μήνυμα που εξέπεμπε ο Τραμπ ήταν προϊόν των data» είχε πει σε μια συνέντευξη ο Nix. Την ημέρα του τρίτου προεδρικού ντιμπέιτ μεταξύ Τραμπ και Κλίντον, η ομάδα του Τραμπ δοκίμασε 175.000 διαφορετικές διαφημιστικές εκδοχές των επιχειρημάτων του μέσω του Facebook, προκειμένου να καταλήξει στην κατάλληλη για κάθε διαφορετική ομάδα. Τα μηνύματα διέφεραν κατά το μεγαλύτερο μέρος σε μικροσκοπικό επίπεδο, με τέτοιο τρόπο ώστε να ασκήσουν την μεγαλύτερη δυνατή ψυχολογική επίδραση: διαφορετικοί τίτλοι, χρώματα, λεζάντες, θέσεις των βίντεο και των φωτογραφιών. Η προσαρμογή και η τελειοποίηση έφτανε μέχρι το επίπεδο ακόμη και της μικρότερης ομάδας, εξήγησε ο Nix στην ίδια συνέντευξη. «Μπορούμε να απευθυνθούμε σε χωριά ή συγκροτήματα κατοικιών με έναν στοχευμένο τρόπο. Ακόμη και σε μεμονωμένους ψηφοφόρους.»
Στην εκλογική περιφέρεια Little Haiti του Μαϊάμι, για παράδειγμα, η καμπάνια του Τραμπ προώθησε στους ντόπιους ειδήσεις σχετικά με την αποτυχία του Ιδρύματος Κλίντον μετά τον σεισμό στην Αϊτή, με στόχο να τους αποτρέψει από το να ψηφίσουν την Χίλαρι Κλίντον. Αυτός εξάλλου ήταν ένας από τους στόχους: να κρατήσουν τους εν δυνάμει ψηφοφόρους της Κλίντον (που περιλάμβαναν διστακτικούς αριστερούς, αφρο-αμερικανούς και νεαρές γυναίκες) μακριά από τις κάλπες, να «καταστείλουν» την ψήφο τους, όπως το έθεσε ένας παράγοντας της καμπάνιας στο Bloomberg, λίγες εβδομάδες πριν τις εκλογές. Αυτές οι «μαύρες αναρτήσεις» - σπονσοναρισμένες διαφημίσεις που έμοιαζαν με ειδήσεις στο news feed του Facebook, τις οποίες μπορούσαν να δουν μόνο χρήστες με συγκεκριμένα προφίλ - περιελάμβαναν βίντεο που στόχευαν τους αφρο-αμερικανούς, στα οποία η Κλίντον αναφερόταν στους μαύρους άνδρες ως αρπακτικά, για παράδειγμα.
Οι μέθοδοι που εφαρμόστηκαν ήταν ριζοσπαστικές. Από τον Ιούλιο του 2016 οι ψηφοθήρες του Τραμπ είχαν εφοδιαστεί με ένα app με το οποίο μπορούσαν να διαπιστώσουν τις πολιτικές πεποιθήσεις και τον τύπο προσωπικότητας των ενοίκων ενός σπιτιού. Ήταν το ίδιο app που είχε χρησιμοποιηθεί στην καμπάνια του Brexit. Οι άνθρωποι του Τραμπ χτυπούσαν τα κουδούνια μόνο των σπιτιών που το app χαρακτήριζε ως δεκτικών στα μηνύματα του υποψηφίου προέδρου. Οι ψηφοθήρες έφταναν προετοιμασμένοι με οδηγίες για συζητήσεις κομμένες και ραμμένες στα μέτρα του ενοίκου του σπιτιού. Απ’ την μεριά τους, οι ψηφοθήρες τροφοδοτούσαν το app με τις αντιδράσεις που συναντούσαν και τα νέα data επέστρεφαν πίσω στο ηλεκτρονικό αρχηγείο της καμπάνιας του Τραμπ.
Παρόλα αυτά, τέτοιες μέθοδοι δεν είναι εντελώς καινούριες. Οι Δημοκρατικοί έκαναν αντίστοιχα πράγματα, αν και δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι στηρίχτηκαν σε ψυχομετρική κατασκευή προφίλ. Η Cambridge Analytica, πάντως, χώρισε τον αμερικανικό πληθυσμό σε 32 τύπους προσωπικότητας και επικέντρωσε σε 17 πολιτείες. Κι όπως ακριβώς ο Kosinski είχε συμπεράνει ότι οι άνδρες που τους αρέσουν τα καλλυντικά MAC είναι ελαφρώς πιθανότερο να είναι gay, η εταιρεία ανακάλυψε ότι η προτίμηση σε αυτοκίνητα φτιαγμένα στις ΗΠΑ ήταν εξαιρετική ένδειξη ενός πιθανού ψηφοφόρου του Τραμπ. Μεταξύ άλλων, τα νέα ευρήματα έδειχναν ποια ακριβώς μηνύματα του Τραμπ δούλευαν καλύτερα και πού. Η απόφαση να εστιάσει στο Μίσιγκαν και το Γουισκόνσιν τις τελευταίες εβδομάδες της προεκλογικής εκστρατείας λήφθηκε αποκλειστικά στην βάση της ανάλυσης των data. Ο υποψήφιος πρόεδρος είχε γίνει το τέλειο όργανο εφαρμογής ενός μοντέλου big data.
Πάνω και κάτω: παράδειγμα ερωτήσεων σε online ψυχογραφικά κουίζ της Cambridge Analytica, που «έπαιξαν» κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Τραμπ.
Το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος υπέρ του Brexit και στη συνέχεια η εκλογική νίκη του Τραμπ, έδωσαν μεγάλη ώθηση στην Cambridge Analytica. Ο Steve Bannon ανέλαβε στρατηγικός σύμβουλος του Τραμπ, ενώ ο Michael Flynn, ο πρώτος που διορίστηκε στη θέση του συμβούλου εθνικής ασφαλείας, είχε διατελέσει σύμβουλος της SCL με αντικείμενο τις δοσοληψίες με το Πεντάγωνο και τα συμβόλαια με τις διάφορες υπηρεσίες του στρατοβιομηχανικού συμπλέγματος. Η ίδια η Cambridge Analytica είδε τις δουλειές της να ανοίγουν. Στις ΗΠΑ ξεκίνησε διαπραγματεύσεις, με άγνωστο αντικείμενο, με την «υπηρεσία πολύ-επίπεδων εκτιμήσεων» του υπουργείου άμυνας, μια υπηρεσία που δουλειά της είναι να διεξάγει ψυχολογικές και κοινωνιολογικές έρευνες στις χώρες που δρα ο αμερικανικός στρατός. Στην Βρετανία, ήταν σε εξέλιξη συζητήσεις με την κυβέρνηση της Theresa May, προκειμένου να ανανεωθούν κι επεκταθούν τα συμβόλαια της SCL με το υπουργείο άμυνας, το οποίο εξάλλου ήταν «πελάτης» τουλάχιστον για μια δεκαετία. Ο Alexander Nix, ο προβεβλημένος ceo της CA, είχε ανακοινώσει σε διάφορες συνεντεύξεις τύπου ότι η εταιρεία είχε δεχτεί ήδη παραγγελίες (με τι αντικείμενο;) από την Ελβετία, την Γερμανία και την Αυστραλία, ενώ το διεθνές πελατολόγιο της εταιρείας συνεχώς διευρυνόταν.
Όλα αυτά μέχρι την 17η Μαρτίου 2018 και τα κοινά δημοσιεύματα σε Observer (του ομίλου Guardian) και New York Times που «έκαιγαν» την Cambridge Analytica. Η ιστορία είναι τόσο βρώμικη, ώστε ακόμη και η «αποκάλυψή» της να μοιάζει και η ίδια με κεφάλαιο κάποιας psyop. Ενώ υπήρχαν από πολύ καιρό πριν, ήδη από το 2015, ντοκουμενταρισμένα δημοσιεύματα για την δράση της Cambridge Analytica - για την γιγαντιαία πειρατεία των προσωπικών δεδομένων, για τις εκστρατείες των fake news, για το ηλεκτρονικό φακέλωμα των ψηφοφόρων, για την συντονισμένη επιχείρηση χειραγώγησης - χρειάστηκε να βγει στην φως της δημοσιότητας η «ψυχή» του εγχειρήματος, ο άνθρωπος που εμπνεύστηκε κι οργάνωσε την information operation, με χαρτιά και ντοκουμέντα, προκειμένου «να βγει στην σέντρα» η CA. Αναλογιστείτε αυτό σε σχέση με τον whistleblower Chris Wylie: η Chelsea Manning που έβγαλε στη φόρα τα ντοκουμέντα για τις φρικαλεότητες του αμερικανικού στρατού σε Ιράκ κι Αφγανιστάν καταδικάστηκε σε 35 χρόνια φυλακής με την κατηγορία της κατασκοπείας. Ο Edward Snowden, που αποκάλυψε άκρως απόρρητα προγράμματα της NSA, αντιμετωπίστηκε σαν προδότης, είναι φυγόδικος και ζει αυτοεξόριστος στην Μόσχα. Ο Wylie; «Τον τρώνε οι ενοχές», αυτές είναι οι συνέπειες που πληρώνει, ίσως επιβραβευτεί με ένα βαρύ συμβόλαιο σε κάποια εταιρεία της ηλεκτρονικής οικονομίας και τώρα απολαμβάνει την διασημότητα. Κάτι σάπιο υπάρχει εδώ…
Δεν ξέρουμε ακριβώς τους λόγους που χρειάστηκε μια τέτοια δημοσιογραφική εκστρατεία αποκαθήλωσης της Cambridge Analytica, αλλά βάσιμες υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε, στο βαθμό που οι εσωτερικοί ανταγωνισμοί στους μηχανισμούς είναι δεδομένοι και δεν συμφωνούν όλες οι φράξιες στις επιχειρούμενες αναδιαρθρώσεις. Είναι ενδεικτικό ότι ο Observer κάλυψε την ιστορία σαν πραξικόπημα και μια τέτοια καταγγελία για την «αρχαιότερη δημοκρατία» δεν είναι μικρή.
Η πρώτη αντίδραση της Cambridge Analytica ήταν η αναμενόμενη. Χρέωσε όλη την ευθύνη στον διευθύνοντα σύμβουλο, τον οποίο εκπαραθύρωσε. Όταν έγινε φανερό ότι ένας αποδιοπομπαίος τράγος δεν θα φέρει την «κάθαρση», ο όμιλος SCL ανήγγειλε στις αρχές Μαΐου την κήρυξη πτώχευσης της Cambridge Analytica και της SCL Elections, αφήνοντας όμως στην άκρη όλες τις υπόλοιπες θυγατρικές και τα παραρτήματα που είχαν εμπλακεί στην ιστορία. Πόσο εφικτό και ρεαλιστικό είναι όμως να διαλύεται μια εταιρεία βιτρίνα του στρατιωτικού κατεστημένου, μια ετοιμοπόλεμη μονάδα ουσιαστικά, στην οποία έχει επενδυθεί τόση τεχνογνωσία και κουβαλάει την εμπειρία επιχειρησιακής δράσης πολλών χρόνων, την ώρα που ο πόλεμος έχει ξεσπάσει; Δεν είναι! Η πτώχευση δεν είναι παρά μια κίνηση παραπλάνησης.
Πράγματι έτσι συνέβη. Λίγες μέρες πριν την αίτηση για πτώχευση, στελέχη της SCL έστησαν μία νέα εταιρεία, υποτίθεται ανεξάρτητη από το όμιλο, στην οποία άρχισαν να μεταβιβάζονται περιουσιακά στοιχεία της Cambridge Analytica. Ανάμεσα σε αυτούς που την έστησαν, περιλαμβάνεται ο πρώην ceo Alexander Nix, αλλά και η Rebekah Mercer μεταξύ των διευθυντών.
Και το όνομα της νέας εταιρείας: Emerdata. Συγκρατείστε το για μελλοντικές αναφορές.
Harry Tuttle