#05 - 02/2016
Ο άνθρωπος γίνεται, κατά μία έννοια, το σεξουαλικό όργανο του κόσμου των μηχανών, όπως η μέλισσα στον φυτικό κόσμο, επιτρέποντας του να αναπαραχθεί
και να αναπτύξει νέες μορφές. Ο μηχανικός κόσμος ανταποκρίνεται στην αγάπη του ανθρώπου ικανοποιώντας τις επιθυμίες του, παρέχοντάς του πλούτο.
Marshall McLuhan, 1964
Οι άνθρωποι είναι τα σεξουαλικά όργανα της τεχνολογίας.
Kevin Kelly, πρώτος αρχισυντάκτης του Wired, 2007
Καλώς ήλθατε στο Μέλλον, μια από τις αγαπημένες μας παιδικές χαρές. Μας αρέσει να ανακατευόμαστε μ’ αυτό, όπως μαρτυρούν οι πολυάριθμες ουτοπίες και δυστοπίες μας. Και όπως με την “ζωή μετά θάνατο”, ο καθένας το φαντάζεται όπως θέλει μιας και κανείς δεν έχει βρεθεί εκεί... Πολλές από τις προτεινόμενες εκδοχές του μέλλοντος περιλαμβάνουν ρομπότ. Το παρόν επίσης διαθέτει ρομπότ, αλλά στο Μέλλον λέγεται ότι θα είναι πολλά περισσότερα. Είναι αυτό καλό ή κακό; Δεν έχουμε αποφασίσει ακόμη...
Η βιομηχανία σήμερα χρησιμοποιεί συστηματικά τα ρομπότ, λατρεύοντας τα πλεονεκτήματά τους: δεν κουράζονται ποτέ, δεν χρειάζονται συνταξιοδοτικά προγράμματα, ούτε απεργούν. Η τάση αυτή προκαλεί, όμως, ένα συγκεκριμένο άγχος: τι θα συμβεί στην καταναλωτική βάση, εάν τα ρομπότ αντικαταστήσουν όλους τους ανθρώπους εργάτες; Ποιος θα αγοράζει όλα αυτά τα πράγματα που τα ρομπότ θα φτιάχνουν τόσο φτηνά και χωρίς τέλος; Ακόμη και οι φαινομενικά αβλαβείς χρήσης των ρομπότ μπορεί να έχουν τα μειονεκτήματά τους.
Παρόλα αυτά, συνεχίζουμε να σπρώχνουμε τις καταστάσεις· είναι κι αυτό απόρροια του έξυπνου εγκεφάλου μας. Ο Ήφαιστος είχε κατασκευάσει τεχνητές βοηθούς, αλλά δεν μπόρεσε να αντισταθεί και τις έφτιαξε με την μορφή πανέμορφων χρυσών υπηρετριών, μια παρέα θελκτικών κοριτσιών μόνο γι’ αυτόν. Ο Πυγμαλιώνας σκάλισε ένα γυναικείο άγαλμα από ελεφαντόδοντο και μετά το ερωτεύτηκε. Είμαστε για τα καλά σε αυτή την κατεύθυνση: η ταινία “The Stepford Wives” φωτίζει σαν φάρος και στην πρόσφατη ταινία “Her” ο πρωταγωνιστής μεθάει από την συμπονετική πλην όμως τεχνητή φωνή του λειτουργικού συστήματος του τηλεφώνου του...
Ακόμη πιο πέρα, σχεδόν στα όρια, υπάρχουν άνθρωποι σήμερα που ονειρεύονται ρομποτικές πόρνες, ολοκληρωμένες με αυτοκαθαριζόμενα συστήματα υγιεινής. Εάν η προοπτική να βρεθείς κολλημένος επώδυνα εξαιτίας κάποιας δυσλειτουργίας, σε κρατάει από το να δοκιμάσεις ένα prostibot [στμ: prostitute-robot, ρομπότ-πόρνη] με ολοκληρωμένο σώμα, θα μπορούσες να δοκιμάσεις μια συσκευή απομακρυσμένου φιλήματος που μεταφέρει την αίσθηση του φιλιού της αγαπημένης σου στα χείλη σου, μέσω απτικών feedbacks και του κατάλληλου εξοπλισμού που θυμίζει αυγό (αρκεί να κλείσεις τα μάτια σου). Ή μπορείς να περιπλανηθείς στον αναδυόμενο κόσμο των “teledildonics” - δηλαδή των εξ αποστάσεως ελεγχόμενων δονητών. Κούνα τους μοχλούς της παιχνιδομηχανής και δες τα αποτελέσματα στην οθόνη. Χωρίς μικρόβια! Περιμένετε η Google ή το Skype να συμπεριλάβουν κάτι τέτοιο...
Μπορεί το εξ αποστάσεως sex on demand να αλλάξει τις ανθρώπινες σχέσεις; Θα αλλάξει την ανθρώπινη φύση; Τι είναι η ανθρώπινη φύση, έτσι κι αλλιώς; Αυτή είναι μια ερώτηση που τα ρομπότ - τόσο τα πραγματικά όσο και τα φανταστικά - μας πιέζουν να σκεφτούμε.
Το απόσπασμα αυτό είναι από ένα editorial των New York Times (Δεκέμβριος 2014) με τίτλο Είναι οι άνθρωποι απαραίτητοι; της Margaret Atwood [1Η Margaret Atwood είναι γνωστή καναδή ποιήτρια, λογοτέχνης και δοκιμιογράφος. Το 2004 εμπνεύστηκε και συμμετείχε στην ομάδα που ανέπτυξε την ρομποτική τεχνολογία γραφής εξ αποστάσεως LongPen, με αρχικό σκοπό να μπορούν οι συγγραφείς να υπογράφουν τα βιβλία τους χωρίς να χρειάζεται η φυσική παρουσία. Σήμερα η τεχνολογία LongPen έχει εκτεταμένη εφαρμογή, ιδίως σε τραπεζικές και εμπορικές δραστηριότητες.]. Αφορμή του άρθρου αποτέλεσε η έναρξη του προγράμματος SPARC, που είναι μια κοινοπραξία μεταξύ της Ε.Ε. και 180 εταιρειών και ιδρυμάτων, με στόχο την διατήρηση κι ενίσχυση της ευρωπαϊκής πρωτοκαθεδρίας στην παγκόσμια ρομποτική αγορά. Την ίδια ώρα στη Νότια Κορέα, η κυβέρνηση έχει θέσει στόχο μέχρι το 2020 κάθε νοικοκυριό να διαθέτει οικιακό ρομπότ - στο ρόλο υπηρέτριας, με ρήτρα απαγόρευσης σεξουαλικών επαφών - ενώ το αμερικανικό Πεντάγωνο έχει συνάψει συμφωνία με την εταιρεία RealDoll που κατασκευάζει sexbots, για την προμήθεια τροποποιημένων ρομπότ, προκειμένου να εξοικειωθούν οι στρατιώτες με την παροχή πρώτων βοηθειών στο πεδίο της μάχης (και γιατί όχι, για την οργάνωση ρομποτικών joy divisions ίσως).
Μπορεί το μέλλον, μολονότι ρομποτικό να είναι ανοιχτό, όπως υποστηρίζει η Atwood, αλλά οπωσδήποτε θα ξεχειλίζει από υπερβάλλουσα λιμπιντική ενέργεια, όπως εξάλλου καταδεικνύουν ήδη οι νέες τεχνολογίες και το νέο βιοπληροφορικό παράδειγμα. Δεν είναι μόνο το internet, που υπάρχει βασικά για την διακίνηση πορνογραφικού / ερωτικού υλικού όπως δείχνουν τα στατιστικά του κι είχε με θράσος διακηρύξει εγκαίρως η κριτική· ταυτόχρονα, ένα πληθωρικό όσο κι αλλοπρόσαλλο σύμπαν εταιρειών, εφευρετών, καλλιτεχνών, επιστημόνων, μελλοντολόγων κι απατεώνων έχει βαλθεί να επέμβει αποφασιστικά στην σεξουαλικότητα, στις σχέσεις μεταξύ έμβιων όντων και μεταξύ έμβιων και μηχανών, με πρώτη ύλη το σώμα και τις μεταλλάξεις του. Η δραστηριότητα αυτή, που ξεκινάει από την απλή παραγωγή σεξουαλικού περιεχομένου με ψηφιακά μέσα και φτάνει μέχρι το biohacking, τα ρομπότ ως σεξουαλικών “συντρόφων” και το cyborg-sex, είναι τόσο θορυβώδης ώστε να συσκοτίζονται τελικά τόσο οι διακυβεύσεις όσο και η ιστορικότητα του αντικειμένου - το Θέαμα ποτέ δεν στερούνταν ρητών σκοπιμοτήτων! Γιατί, η σχέση της τεχνολογίας με την σεξουαλικότητα ούτε καινούρια είναι, ούτε αφορούσε ποτέ στενά την “απόλαυση”, ούτε είχε σαν στόχο μόνο την “απελευθέρωση της φαντασίας” και του σώματος από τα στενά όρια των συμβατικών και κομφορμιστικών σεξουαλικών σχέσεων. Προκειμένου να καταδείξουμε την σχέση αυτή, πριν επιστρέψουμε στο παρόν, θα επιχειρήσουμε μια ιστορική αναδρομή, όχι όμως στα εδάφη της θεωρίας, της επιστήμης ή των εφαρμογών της, αλλά εστιάζοντας περισσότερο στην λογοτεχνία, τις εικαστικές τέχνες και τον κινηματογράφο. Κι αυτό γιατί τέτοια δημιουργήματα, σε ορισμένες περιπτώσεις, αναπαριστούν κι αποκαλύπτουν με πιο εμφατικό τρόπο αυτό που είναι διάχυτη γενική κοινωνική συνθήκη.
Σκηνή από το video clip “All is full of love” της Bjork, του 1997, που θα μπορούσε να θεωρηθεί καλλιτεχνική επιτομή της τεχνολογικοποιημένης σεξουαλικότητας. Η “σχέση” δεν είναι μεταξύ “ενισχυμένων” ανθρώπινων σωμάτων, ούτε καν μεταξύ σώματος και μηχανής, αλλά μεταξύ δύο ανθρωπόμορφων ρομπότ. Με background τον αποστειρωμένο χώρο συναρμολόγησης, δύο ρομπότ ανταλλάσουν παθιασμένα φιλιά· ταυτόχρονα, ρομποτικές μηχανές συνεχίζουν την συναρμολόγηση. Ένας οπτικοποιημένος ύμνος στην αυτο-αναπαραγωγική ικανότητα της τεχνολογίας. Το συγκεκριμένο video clip έχει θέση μόνιμου εκθέματος στο μουσείο μοντέρνας τέχνης της Νέας Υόρκης.
Μολονότι η έννοια του cyborg είναι σχετικά σύγχρονη, ο υβριδισμός ανθρώπου-μηχανής μόνο πρόσφατος δεν είναι, τουλάχιστον σαν καλλιτεχνική επινόηση, επιδίωξη και πρωτόλειος πειραματισμός. Η σχετική φιλολογία εγκαινιάστηκε ήδη από το 1748 όταν εκδόθηκε το έργο L'homme Machine (ο άνθρωπος μηχανή) του γάλλου Offray de La Mettrie, όπου ο ανθρώπινος οργανισμός ερμηνεύεται με πρότυπο τον μηχανισμό του ρολογιού. Ο 17ος κι ο 18ος αιώνας ήταν γεμάτος από αυτόματα, ανθρωπόμορφες συσκευές επίδειξης των τεχνολογικών δυνατοτήτων και περίτεχνα μηχανικά παιχνίδια, τα οποία αποτέλεσαν τα πρωτότυπα των πρώτων μηχανών της βιομηχανικής επανάστασης κι εγκαινίασαν την εικονογραφία του ρομπότ και του cyborg. Δεν είναι τυχαίο ότι το σώμα που πρωταγωνιστεί στα περισσότερα αυτόματα, το σώμα που μηχανοποιείται και επιδεικνύεται πανηγυρικά ως σύμφυρμα τεχνολογίας και βιολογίας, είναι το γυναικείο. Από τότε ως σήμερα ο ίδιος μύθος υπονοείται διαρκώς: της κατασκευής του τέλειου θηλυκού αυτόματου/ρομπότ/cyborg που θα εκπληρώνει τις “γυναικείες αρετές” της απαράμιλλης ομορφιάς, της ολοκληρωτικής αφοσίωσης και της απόλυτης υποταγής· η βιο-μηχανική θηλυκή συσκευή που θα εκπληρώνει στο ακέραιο και τα δύο καθήκοντα, της υπηρέτριας και της ερωμένης. Τουλάχιστον σε εκείνα τα πρώτα βιοτεχνολογικά φαντάσματα, ήταν ολοφάνερο αυτό που σήμερα αποκρύβεται επιμελώς: ότι η διασταύρωση σώματος και μηχανής παγιδεύει κι εγκλωβίζει το σώμα αφού προϋποθέτει τον ασφυκτικό περιορισμό και την βάναυση μεταλλαγή του· η μηχανή υποτάσσει το σώμα, δεν το απελευθερώνει.
Αργότερα, όταν η Mary Shelley έγραφε το Φρανκεστάιν ή ο Σύγχρονος Προμηθέας (1818) δεν είχε στο μυαλό της απλά μια σκοτεινή γοτθική ιστορία τρόμου, αλλά - μεταξύ άλλων - ένα σχόλιο πάνω στην μοντερνικότητα και την πρωτόγνωρη επέκταση της βιομηχανίας που είχε σημαδέψει την εποχή της. Η νουβέλα της Shelley είναι μια επιβλητική όσο και πρώιμη μαρτυρία τεχνο-ερωτισμού, καθώς όλη η ιστορία αναπτύσσεται γύρω από το τρίπτυχο σεξουαλικότητα-τεχνολογία-φόβος. Από την “γέννηση” του τέρατος με “αφύσικες” επιστημονικές μεθόδους, μέχρι τον φόβο μήπως το τέρας τελικά αναπαραχθεί έξω από τον έλεγχο του κατασκευαστή / “πατέρα” του. Το τέρας, αυτή η συρραφή μελών από νεκρά σώματα που όμως ενεργοποιείται κι αποκτά συνείδηση και θέληση χάρη στην τεχνολογία, προκαλεί το τρόμο όχι μόνο με την αποκρουστική εμφάνισή του, αλλά και με την σεξουαλικότητα που εκπέμπει: ο Φρανκεστάιν τρομάζει όταν το τέρας εκδηλώνει την επιθυμία να βρει “ταίρι”· το πλήθος έλκεται αλλά τελικά τρομοκρατείται όταν το τέρας επιχειρεί να γίνει “επιθυμητό”. Η ερωτική επιθυμία εκ μέρους του ανθρωπόμορφου τεχνητού όντος φαίνεται, εδώ, απαράδεκτη· όχι, όμως, ένα ενδεχόμενο αδιανόητο.
Τον 19ο αιώνα οι αναφορές στην σεξουαλικότητα είχαν ήδη τεχνολογικοποιηθεί σε σημαντικό βαθμό· η “μείωση της πίεσης” ή η “βαλβίδα εκτόνωσης” ήταν συνηθισμένες εκφράσεις σχετικές με τις επιθυμίες και τις σεξουαλικές πρακτικές, βγαλμένες από τον τρόπο λειτουργίας των μηχανών. Η λογοτεχνία εκείνης της εποχής είχε αρχίσει συστηματικά πλέον να αποδίδει στην τεχνολογία ιδιαίτερα σεξουαλικά χαρακτηριστικά, συνδυάζοντάς τα συχνά με την βία. Όταν ο Φρόυντ αναζητούσε μια μεταφορά για να περιγράψει αυτό που θεωρούσε ότι ήταν ο έλεγχος του ego πάνω στο id και την λίμπιντο, η πιο πρόσφορη που βρήκε ήταν αυτή της ατμομηχανής. Η σχέση εντέλει τεχνολογίας και σεξουαλικότητας, συνδυασμένη μάλιστα με φόβο και βία, μόνο σύγχρονη δεν είναι. Επιπλέον η ιστορικότητα αυτής της σχέσης είναι σε πολλά σημεία αποκαλυπτική όλου αυτού του σύγχρονου φάσματος πρακτικών, επιδιώξεων και φαντασιώσεων που ονομάζουμε κωδικά cyborg-sex.
Πώς συνέβαλλαν τα cyborgs στην παγίωση της ναζιστικής εξουσίας; Και, πώς συνδέεται η cyborg-σεξουαλικότητα με τον απολυταρχισμό; Τέτοια ερωτήματα φαντάζουν οπωσδήποτε εξωγήινα, αν εξεταστούν μες στο στενό πλαίσιο της μοντέρνας φιλολογίας περί βιο-τεχνολογικής μετάλλαξης των σωμάτων, αλλά οι απαντήσεις έχουν άμεση συνάφεια αφενός με την ιστορική διαδρομή που επένδυσε σεξουαλικές ιδιότητες στην τεχνολογία κι αφετέρου με τις κρυφές (ακόμη κι από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές!) απολήξεις του σύγχρονου τεχνο-φετιχισμού με την σεξουαλικότητα. Γιατί το cyborg - ως υβρίδιο μηχανής κι ανθρώπου κι όχι αυστηρά με την έννοια του κυβερνητικού μηχανισμού - δεν είναι η πρώτη φορά στην εποχή μας που στοιχειώνει τις, ατομικές και συλλογικές, φαντασιώσεις. Αυτή η αναπαράσταση του “νέου ανθρώπου” ως σύνθεση οργανικών και τεχνολογικών στοιχείων είχε επανεμφανιστεί στο παρελθόν, παίζοντας έναν σημαντικό ρόλο στην κουλτούρα της Δημοκρατίας της Βαΐμάρης [2Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης ήταν το γερμανικό κράτος που διαδέχτηκε την ηττημένη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου γερμανική αυτοκρατορία και διαλύθηκε όταν οι ναζί ανέβηκαν στην εξουσία. Μολονότι κατέπνιξε αποτελεσματικά την εξέγερση των σπαρτακιστών, τον Γενάρη του ’19, αποδείχτηκε εξαιρετικά εύθραυστη και προσωρινή, ένα σύντομο ενδιάμεσο στάδιο σοσιαλδημοκρατίας και φιλελευθερισμού πριν την εγκαθίδρυση του ναζιστικού καθεστώτος. Η σύντομη διάρκεια της ζωής της, μόλις 14 χρόνια, σημαδεύτηκε από ταραχώδεις πολιτικοκοινωνικές διεργασίες τόσο στα αριστερά όσο και στα δεξιά, διαρκείς συγκρούσεις στο δρόμο, μια έντονη και πρωτοποριακή καλλιτεχνική κίνηση, αλλά και μια οξύτατη οικονομική κρίση.]. Κατά ένα μέρος, εκείνο το πλάσμα της Βαϊμάρης που μπορούμε να ονομάσουμε πρωτο-cyborg ήταν ένδειξη της φοβισμένης απόκρισης στην τεράστια καταστροφή που προκάλεσε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος - η πρώτη μηχανοποιημένη πολεμική σύρραξη στην Ευρώπη - αλλά ταυτόχρονα ήταν η φιγούρα που πάνω της ένα μεγάλο μέρος της καλλιτεχνικής και πολιτικής πρωτοπορίας πρόβαλλε είτε τις ουτοπικές ελπίδες της, είτε τις δυστοπικές ανησυχίες της. Τρεις είναι οι στιγμές που αξίζουν την προσοχή στην ιστορία αυτής της φιγούρας. Η πρώτη είναι η εμφάνιση ενός είδους cyborg στο έργο του αριστερού βερολινέζου ντανταϊστή Raoul Hausmann, το 1920. Η δεύτερη είναι το 1926, όταν το cyborg εμφανίζεται με πρωταγωνιστικό ρόλο στο Metropolis, την διφορούμενη αλλά ουσιαστικά αντιδραστική ταινία του Fritz Lang. Η τρίτη είναι το 1933, όταν το cyborg αναδύεται ως βασικό στοιχείο στο έργο Ο Τροποποιημένος Κόσμος του δεξιού ριζοσπάστη Ernst Jünger, ένα έργο προπαγανδιστικό υπέρ του απολυταρχισμού και την τεχνολογικής νεωτερικότητας. Για να προλάβουμε παρανοήσεις, ας διευκρινίσουμε ότι όρος ανάλογος του cyborg δεν υπάρχει καν στην γερμανική γλώσσα - σήμερα, πόσο μάλλον στον μεσοπόλεμο. Επιπλέον, αποτελεί εν γνώσει μας αναχρονισμό (δικαιολογημένο, όπως θα εξηγήσουμε) η αναφορά σε cyborgs την εποχή του μεσοπολέμου· η έννοια προέκυψε μετά την συγκρότηση της κυβερνητικής και διάφορες ανιστόρητες σοφιστείες που την επεκτείνουν άκριτα στο παρελθόν αποτελούν φτηνές απόπειρες νομιμοποίησής της στο παρόν. Αλλά αν έχουμε υπόψη ότι το cyborg είναι ταυτόχρονα υπαρκτή και νοητή κατασκευή, πλάσμα της φαντασίας και της πραγματικότητας (και των πειραματισμών στο ενδιάμεσο) τότε έχουμε κάθε δίκιο, όπως θα φανεί και στη συνέχεια, να ισχυριζόμαστε ότι το cyborg πράγματι υπήρξε ως σύλληψη σε μία πρόδρομη μορφή στην μεσοπολεμική Γερμανία, αν όχι στην γλώσσα ή την επιστημονική δραστηριότητα, οπωσδήποτε στην καλλιτεχνική παραγωγή και την πολιτικοκοινωνική κριτική. Μπορεί λοιπόν το cyborg να είναι επινόηση του 1960, αλλά η σύλληψή του δεν έγινε στο κενό, έχει ιστορικές ρίζες όχι μόνο στην επιστήμη και την τεχνολογία, αλλά επίσης στη φιλοσοφία, την πολιτική, την τέχνη και την μαζική κουλτούρα· αυτές ακριβώς τις ρίζες εξετάζουμε.
Festival Dada, 1920, του Raoul Hausmann.
Στη σύντομη διάρκεια της ζωής της, η Βαϊμάρη υπήρξε εργαστήριο έντονων κοινωνικών, πολιτικών και καλλιτεχνικών διεργασιών. Ένα από τα ρεύματα που ξεχώρισαν ήταν αυτό του ντανταϊσμού [3Γεννημένο μέσα από έναν πόλεμο που έφερε το τέλος της γερμανικής μοναρχίας και μια επανάσταση που ηττήθηκε, δρώντας σε συνθήκες καθημερινής κοινωνικής και πολιτικής βίας, το κίνημα του ντανταϊσμού ήταν ένα βαθιά πολιτικό και κριτικό κίνημα. Βασικές του θέσεις ήταν αφενός ότι η επαναστατική ορμή του ‘18-‘19 είχε σβήσει κι αφετέρου, παρά την γενική φιλελευθεροποίηση μετά τον πόλεμο, ότι οι δυνάμεις της απολυταρχίας που είχαν οδηγήσει στην καταστροφή, δεν είχαν ηττηθεί, αλλά οπισθοχωρήσει προσωρινά κι ενεργητικά δούλευαν στο παρασκήνιο για να αναλάβουν ξανά την εξουσία. Οι στόχοι εναντίον των οποίων στρεφόταν συστηματικά ο ντανταϊσμός ήταν ο γερμανικός μιλιταρισμός κι εθνικισμός, αλλά κι ο μικροαστισμός που αντιμετωπιζόταν ως κύρια πηγή τροφοδότησης του απολυταρχισμού.], με επιρροή που έφτασε μέχρι τους καταστασιακούς. Από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της βερολινέζικης σκηνής και μέλος της πιο αναρχικής τάσης του ρεύματος, ήταν ο Raoul Hausmann, ο οποίος ήταν αυτός που εμπνεύστηκε μια φιγούρα που παραπέμπει σε cyborg. Στο έργο του, αυτή η πρωτο-cyborg φιγούρα συμβολίζει ταυτόχρονα την ένταση της εξελισσόμενης τεχνολογικής αναδιάρθρωσης, τις νέες κοινωνικές φιγούρες που σχηματοποιούνται μέσω αυτής, αλλά και την ίδια την τεχνολογία σαν εργαλείο κυριαρχίας. Στον Σιδερένιο Χίντεμπουργκ (σχέδιο του1920) ο Hausmann παρουσιάζει τον ομώνυμο στρατάρχη, βασικό εκπρόσωπο του γερμανικού συντηρητισμού και του μιλιταριστικού πνεύματος, ως μια τερατώδη μαριονέτα, μισή ανθρώπινη και μισή μηχανική. Με το σώμα ανοιγμένο στη μέση κι εκτεθειμένα μεταλλικά κι οργανικά μέρη, ένα μεγάφωνο και στρατιωτικά μετάλλια στη θέση των γεννητικών οργάνων κι ένα σπαθί στο χέρι που συνδέεται με τα οπίσθιά του, ο στρατάρχης μετατρέπεται σε σύμβολο μιας βίαιης, επιθετικής και σεξουαλικά δυσλειτουργικής απολυταρχικής εξουσίας. Στο φωτομοντάζ Festival Dada, o Hausmann χρησιμοποιεί τον τεχνο-οργανισμό ως ειρωνική αναπαράσταση του μικροαστού, με τους καθωσπρέπει κι υποτακτικούς τρόπους του. Φορώντας κοστούμι και καθισμένο σε πολυθρόνα, το κυκλοφορικό σύστημα του πλάσματος εκτίθεται έξω από το σώμα του· μέσω ενός περίπλοκου συστήματος σωληνώσεων και γραναζιών, το κυκλοφορικό είναι συνδεδεμένο με ένα πιεσόμετρο, μια βαλβίδα ασφαλείας κι έναν προτζέκτορα που έχουν αντικαταστήσει το κεφάλι του, δείχνοντας ότι ο εγκέφαλος του μικροαστού-cyborg δεν περιέχει σκέψεις, αλλά κλισέ, στερεότυπα πατροπαράδοτης “σοφίας” που ανακυκλώνονται μηχανικά και προβάλλονται άκριτα. Στο έργο του Hausmann, το πρωτο-cyborg μετατρέπεται σε μια αλληγορία της ακαμψίας και του κομφορμισμού που χαρακτηρίζουν την απολυταρχική προσωπικότητα και σε κριτική της στερεοτυπικής σκέψης που χαρακτηρίζουν τόσο τον εθνικισμό, όσο και τον μικροαστισμό.
Μερικά χρόνια αργότερα, την ώρα που οι ναζί αναρριχούνταν στην εξουσία, η φιγούρα που εμπνεύστηκε ο Hausmann θα βρεθεί στρατευμένη σε μια άλλη, αντίθετη υπόθεση: από αλληγορική καρικατούρα εναντίον του απολυταρχισμού στα χέρια της αριστερής κριτικής, εκείνο το cyborg πρόπλασμα θα βρεθεί στην υπηρεσία της προπαγάνδας υπέρ του τεχνολογικού ολοκληρωτισμού και κατά συνέπεια της ναζιστικής εξουσίας. Καθώς η Δημοκρατία της Βαϊμάρης έμπαινε σε φάση αποσύνθεσης, η ριζοσπαστική δεξιά υιοθετούσε όλο και περισσότερο το θέαμα της τεχνολογικής προόδου και μέσα σ’ αυτό το νέο πλαίσιο, το ανθρωπο-μηχανικό υβρίδιο έκανε την επανεμφάνισή του. Σε αντίθεση με το τεχνολογικοποιημένο πλάσμα μιας δεκαετίας πίσω, η νέα cyborg φιγούρα δεν προκαλεί κανέναν προβληματισμό - παρουσιάζεται σαν θετική κι απαραίτητη, ακριβώς όπως η τεχνολογία παρουσιάζεται σαν μια θετική κι απαραίτητη δύναμη. Μεταξύ των διανοούμενων του ολοκληρωτισμού αυτός που ασχολήθηκε περισσότερο με το ζήτημα της τεχνολογίας ήταν ο Ernst Jünger, που άσκησε μάλιστα μεγάλη επίδραση στους ναζί. Με το έργο του, δοκίμια κι εκδόσεις στις οποίες εφάρμοζε την τεχνική του φωτομοντάζ (την οποία οικειοποιήθηκε από τους ντανταϊστές) ο Jünger είχε στόχο την καλλιέργεια μιας γερμανικής “νέας συνείδησης”, ανεπτυγμένης πάνω στο δίπολο τεχνολογία-απολυταρχία, που θα “γλύτωνε” την κοινωνία από το χάος στο οποίο την είχε παρασύρει η Βαϊμάρη. Η συμβολή του στο να εγκαταλείψουν οι ναζί τις αρχικές, αφελείς αντι-τεχνολογικές θέσεις τους και να υιοθετήσουν ένα πιο σκληρό τεχνο-ολοκληρωτικό πρόγραμμα ήταν αποφασιστική. Στο έργο του Ο Εργάτης, ο Jünger περιγράφει τον “νέο άνθρωπο” - που δεν είναι πια υποκείμενο αλλά “τύπος” - με σχεδόν cyborg χαρακτηριστικά. Το ανθρώπινο πρόσωπο έχει χαθεί πίσω από μάσκα και οι στολές, ομοιόμορφες κι αυστηρές, είναι στην πραγματικότητα μηχανικές επεκτάσεις του σώματος. Ο εργάτης-cyborg του Jünger χαρακτηρίζεται από μια σκληρή ομοιομορφία κι είναι άμεσα αντικαταστάσιμος, επιτρέποντας έτσι στο cyborg να “απελευθερωθεί” από τα ιδιαίτερα, ατομικά χαρακτηριστικά και να γίνει τμήμα μια μεγαλύτερης ιεραρχικά δομημένης ολότητας. Η βιο-μηχανική αυτή ολότητα, που ο Jünger ονόμαζε “οργανική κατασκευή”, είχε τον ρόλο της υπέρτατης αρχής. Ο Jünger παρουσίασε με ακόμη πιο παραστατικό τρόπο τις ιδέες του στο τελευταίο και πιο φιλόδοξο βιβλίο του με την τεχνική του φωτομοντάζ. Ο Τροποποιημένος Κόσμος είναι ένα εικονογραφημένο ευαγγέλιο του τεχνο-ολοκληρωτισμού, με το cyborg να πρωταγωνιστεί σε μαζική κλίμακα ως εργάτης, στρατιώτης ή αστυνομικός. Φυσικά, από αυτή την εφιαλτική δυστοπία, στο πλάι του νέου τύπου εργάτη, δεν λείπει η “νέα γυναίκα”, η οποία χάνει σταδιακά τα ατομικά χαρακτηριστικά της μέσω της ολοένα μεγαλύτερης ανάμειξής της με την τεχνολογία και παρουσιάζεται να προσφεύγει μαζικά και συντεταγμένα στα καταστήματα ομορφιάς, προκειμένου να είναι σε θέση να εκπληρώσει την αποστολή της ως σεξουαλικού προσαρτήματος και αναπαραγωγικής μηχανής.
Σελίδα από τον Τροποποιημένο Κόσμο. Παρουσιάζει το "κλισέ της ομορφιάς" (την Γκρέτα Γκάρμπο) το οποίο είναι ήδη προϊόν μαζικής αναπαραγωγής μέσω της βιομηχανίας του κινηματογράφου και την αντίστοιχη μαζική αναπαραγωγή (και σταδιακή εξάλειψη των ατομικών χαρακτηριστικών) της “νέας γυναίκας”.
Ανάμεσα σε αυτά τα δύο πρόδρομα cyborgs του μεσοπολέμου, ένα του Hausmann κι ένα του Jünger, στέκεται σαν γέφυρα κι ενοποιητικό στοιχείο των δύο αντιτιθέμενων άκρων, η ταινία Metropolis. Η ταινία αφηγείται την ιστορία μιας μελλοντικής πόλης, με απολυταρχικό καθεστώς και υψηλή τεχνολογική ανάπτυξη, διαιρεμένης αυστηρά σε δύο τάξεις, τους εργάτες και την κυρίαρχη τάξη, η οποία παραλίγο να καταστραφεί εξαιτίας της ταξικής σύγκρουσης, αλλά τελικά επιβιώνει, κρατώντας ανέπαφη την ταξική δομή της. Στην ταινία, οι εργάτες ζουν μια ανυπόφορη ζωή, σαν αναλώσιμα εξαρτήματα των μηχανών, αλλά η κατάσταση φαίνεται να αλλάζει όταν εμφανίζεται η Μαρία. Η πρωταγωνίστρια είναι μια χαρισματική γυναίκα, που κάνει κήρυγμα στους εργάτες, οι οποίοι έχουν παθιαστεί μαζί της. Στο κήρυγμά της η Μαρία, περιγράφοντας την δυστυχισμένη ζωή των εργατών, μιλάει για την “αέναη διαπάλη” ανάμεσα στο “μυαλό” που διευθύνει και τα “χέρια” που εκτελούν, μια αντιπαράθεση που καταλήγει σε αδιέξοδη σύγκρουση, εκτός κι αν η “καρδιά”, που θα εμφανιστεί με την μορφή ενός “σωτήρα” / διαμεσολαβητή, παρέμβει και φέρει την ισορροπία ανάμεσα στα δύο αντιτιθέμενα μέρη. Στην ουσία η Μαρία κηρύττει την παθητικότητα και δεν απειλεί την απολυταρχική δομή της πόλης, αλλά ο αφέντης μαζί με τον επιστήμονα, που είναι το δεξί του χέρι, ανησυχούν για αυτά τα κηρύγματα έξω από τον αυστηρό έλεγχο τους. Αποφασίζουν λοιπόν να εξαφανίσουν την Μαρία και να εμφανίσουν στη θέση της ένα πιστό αντίγραφό της, ένα cyborg που θα εκτρέψει το μήνυμα της πραγματικής Μαρίας και θα σπείρει την αταξία, προκειμένου να επιβεβαιωθεί στο τέλος η απόλυτη εξουσία τους πάνω στην πόλη. Πράγματι, ο επιστήμονας απαγάγει την Μαρία, την καθηλώνει και την συνδέει σε μια σειρά περίπλοκων μηχανών οι οποίες απομυζούν την ουσία της και την μεταγγίζουν σε ένα ρομπότ. Η ρέπλικα αυτή, με σημερινούς όρους, είναι ουσιαστικά ένα cyborg, πλήρως μηχανικό αλλά με ενσωματωμένη την προσωπικότητα της αυθεντικής Μαρίας. Η διαφορά της Μαρίας-cyborg από την αρχική αγνή και μαρτυρική πρωταγωνίστρια, είναι η αχαλίνωτη σεξουαλικότητα που εκπέμπει. Σε μία από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές της ταινίας, ο αφέντης και ο επιστήμονας θέλοντας να δοκιμάσουν τις ικανότητες του αντιγράφου-ρομπότ, το στέλνουν σε ένα κλαμπ. Εκεί αποκαλύπτεται ότι όχι μόνο διαθέτει την φυσική γοητεία της αρχικής Μαρίας κι ασκεί έντονη έλξη, αλλά εκδηλώνοντας ανοιχτά την σεξουαλικότητα της, έχει την επικίνδυνη ικανότητα να χειραγωγεί το κοινό της. Πράγματι, το cyborg-Μαρία εκτελεί έναν ερωτικό χορό, σύμφωνα με τις οδηγίες των κυρίων της προκειμένου να την δοκιμάσουν, και προκαλεί στο κοινό μαζική υστερία. Η αρχική Μαρία, η γλυκιά Παρθένος των υποτακτικών εργατών, συμπονετική και ασεξουαλική, μετατρέπεται μέσω της τεχνολογικής τροποποίησής της σε μια ανεξέλεγκτη cyborg-πόρνη. Στην εξέλιξη της ιστορίας, το σεξουαλικό όσο και αγχωτικό θέαμα που προσφέρει το ρομπότ/cyborg προκαλεί τέτοια έξαψη και οργή στους εργάτες, ώστε τελικά εξεγείρονται με καταστροφικές συνέπειες, αλλά στο τέλος η Μαρία, που έχει δραπετεύσει, μαζί με τον γιο του αφέντη φέρνουν τον πολυπόθητο “συμβιβασμό” ανάμεσα στο “μυαλό” και τα “χέρια” [4Το φινάλε είναι τόσο δραματικό, ώστε το βασικό συμπέρασμα περνάει σε δεύτερη μοίρα: παρά τον συμβιβασμό τίποτε δεν άλλαξε και το νέο κράτος δεν διαφέρει καθόλου από το προηγούμενο απολυταρχικό καθεστώς!].
Metropolis: πάνω, οι μηχανές μεταφέρουν την προσωπικότητα της Μαρίας στο ρομπότ - κάτω, ο ερωτικός χορός του cyborg που προκαλεί μαζική υστερία.
Μες σε διάστημα δεκατριών μόλις χρόνων, από το 1920 ως το 1933, μια χαρακτηριστική επινόηση του Hausmann, ο μηχανοποιημένος άνθρωπος, μετατρέπεται από όργανο κριτικής στον απολυταρχισμό, σε απόλυτα λειτουργικό στοιχείο της προπαγάνδας υπέρ του ολοκληρωτισμού. Στο ενδιάμεσο, μια κινηματογραφική ταινία παρουσιάζει ένα ανθρωπόμορφο ρομπότ με εγκατεστημένη την προσωπικότητα ενός φυσικού προσώπου και κυρίαρχο χαρακτηριστικό της λειτουργίας του την σεξουαλικότητα, ένα sex-cyborg εννιά δεκαετίες πριν την εποχή μας. Αυτή η οικειοποίηση του “αριστερού” τεχνο-οργανισμού πρώτα από την μαζική κουλτούρα, με την μορφή της σεξουαλικής μηχανής και στην συνέχεια από την ακροδεξιά, με τη μορφή του υποταγμένου-μαζικού-εργάτη-cyborg, είναι μία ακολουθία που πρέπει να συγκρατήσουμε, επιστρέφοντας στην εποχή μας· ίσως αποδειχτεί εξαιρετικά επίκαιρη. Επιπλέον, κάνει φερέγγυο τον αναχρονισμό που επιχειρήσαμε: αν εντοπίζονται στοιχεία του cyborg στην προ της επινόησής του εποχή είναι επειδή σχετίζεται βαθιά με τον ολοκληρωτισμό.
Στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, η διασταύρωση τεχνολογίας και σεξουαλικότητας μέσω της προβολής σεξουαλικών ιδιοτήτων στις μηχανές έφτασε σε τέτοιο βαθμό ώστε να αποτελεί πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της μαζικής κουλτούρας. Για τον μέσο δυτικό άνθρωπο, οι μηχανές είχαν ενανθρωπιστεί, αφού είχαν πρώτα σεξουαλικοποιηθεί· έγιναν “αρρενωπές”, “όμορφες”, “ερωτικές”, “ποθητές”. Η επιτομή αυτού του τεχνο-ερωτισμού είναι αδιαμφισβήτητα το αυτοκίνητο, το διαμάντι στο στέμμα του βιομηχανικού καπιταλισμού. Στην ταινία Crash (1996) του καναδού David Cronenberg, βασισμένη στην ομώνυμη νουβέλα του J. G. Ballard του 1973, οι πρωταγωνιστές βιώνουν την σεξουαλική έλξη και ολοκλήρωση μόνο σε συνάρτηση με το αυτοκίνητο και μάλιστα στην πιο ακραία κατάσταση: την ώρα σοβαρών αυτοκινητιστικών δυστυχημάτων μετά από συγκρούσεις, καθώς το σώμα τραυματίζεται βάναυσα κι ακρωτηριάζεται. Εξίσου θελκτικό με ισχυρή σεξουαλική έλξη παρουσιάζεται το παραμορφωμένο από τις εγχειρίσεις σώμα, με τους μεταλλικούς νάρθηκες, τις λάμες και τις αφύσικες ουλές να παραπέμπουν στο μέταλλο του αυτοκινήτου και τις πτυχώσεις του. Ενώ φαίνεται ότι αυτές οι μετά-το-όριο σεξουαλικές πρακτικές ανήκουν στην κατηγορία του “αφύσικου” και της εξαίρεσης, μια δραματοποιημένη περίπτωση τεχνο-φετιχισμού, στην πραγματικότητα η υπέρμετρη βία και ο πόνος είναι αποτελέσματα της επιθυμίας για ένωση με την μηχανή και ταυτόχρονα τα μέσα εκπλήρωσής της· είναι η ακραία εκδοχή της εκπλήρωσης των επιθυμιών του μέσου πρωτοκοσμικού ανθρώπου σε σχέση με το αυτοκίνητό του. Ο σκηνοθέτης σχολιάζοντας την ταινία, είχε περιγράψει το αυτοκίνητο σαν μια “μια κινητή κρεβατοκάμαρα”, ένα τεχνολογικό σύμβολο της σεξουαλικής επίδοσης που καθορίζει κεντρικά τις μοντέρνες σχέσεις. “Έχουμε ήδη εντάξει το αυτοκίνητο στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον χρόνο, τον χώρο, την απόσταση και την σεξουαλικότητα. Το να θέλει κάποιος να ενωθεί μ’ αυτό κυριολεκτικά, μ’ έναν πιο σωματικό τρόπο, φαίνεται μια καλή μεταφορά. Υπάρχει μια ισχυρή επιθυμία να διαχυθούμε μέσα στην τεχνολογία”. Ο Ballard απ’ την μεριά του, σχολιάζοντας το μέλλον των σεξουαλικών σχέσεων, είχε πει πως “το οργανικό σεξ, σώμα με σώμα, δέρμα πάνω στο δέρμα, γίνεται όλο και λιγότερο δυνατό... Εκεί που κατευθυνόμαστε είναι μια ολοκληρωμένη νέα τάξη σεξουαλικών φαντασιώσεων, που περιλαμβάνει άλλου τύπου εμπειρίες, όπως αυτοκινητιστικές συγκρούσεις ή πτήσεις με αεριωθούμενα, ό,τι έχει να κάνει με όλο το φάσμα των νέων τεχνολογιών”. Καλώς ήλθατε στην σεξουαλική χειραφέτηση του 21ου αιώνα!
Ένα πανκ cyborg: το 1978 εμφανίστηκε στις σελίδες του περιοδικού Cannibale ένας χαρακτηριστικός αντι-ήρωας της δεκαετίας του ’80. Ο Ranxerox ήταν η σύγχρονη εκδοχή του Φρανκεστάιν. Φτιαγμένος από κομμάτια φωτοτυπικών xerox (τότε ήταν τεχνολογική εταιρεία αιχμής) και μόνιμος σύντροφος της ανήλικης Lubna, δύο μόνο δυνάμεις κυβερνούσαν τον ρομποτικό του βίο: η βία και η σεξουαλικότητα.
Σήμερα, στην εποχή του βιοπληροφοριακού παραδείγματος πλέον, έχει διανυθεί τόσος δρόμος που οι μηχανές σαν φορείς σεξουαλικότητας κι αναπαραστάσεις αντικειμένων επιθυμίας έχουν μαστορευτεί τόσο λεπτομερειακά (η συμβολή της διαφήμισης, για παράδειγμα, θα απαιτούσε από μόνη της ειδική αναφορά), ώστε τα μυαλά των θρεμμένων από το θέαμα πρωτοκοσμικών υπηκόων να είναι ώριμα να υποδεχτούν και να αποδεχτούν κάθε είδους μετάλλαξη κι επέμβαση πάνω στο σώμα. Η επιθυμία για “ενισχυμένη” και τεχνολογικά διαμορφωμένη σεξουαλικότητα, που να ξεπερνά τους “περιορισμούς” του σώματος, δεν είναι επινόηση της ψηφιακής εποχής μας. Έχει τα ειδικά χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν στην περίπτωσή της, αλλά κουβαλά ταυτόχρονα μια γκάμα χαρακτηριστικών που είχαν διαμορφωθεί στο παρελθόν, στη σφαίρα μορφών τέχνης και στην μαζική κουλτούρα, σε μια πορεία που ξεκινά από τις φαντασιώσεις για τα “αυτόματα” και φτάνει μέχρι την λατρεία του αυτοκινήτου και το cyborg του Metropolis. Η σκληρότητα και οι υπερφυσικές ικανότητες, όταν η τεχνολογική φαντασίωση έχει αρσενικά χαρακτηριστικά· η γοητεία, η υποτακτικότητα και οι σεξουαλικές επιδεξιότητες, στην ανάλογη θηλυκή περίπτωση· ο ασφυκτικός περιορισμός του σώματος στις μηχανικές προεκτάσεις και οι βάναυσες επεμβάσεις πάνω του, ουσιαστικά η μετατροπή του σώματος σε ανοιχτό πεδίο ανάπτυξης τεχνολογικών εφαρμογών· η παραγωγή πόνου και βίας σαν σταθερή συνισταμένη της διασταύρωσης του έμβιου με το μηχανικό· η λατρεία της τεχνολογίας σαν δύναμης που θα «απελευθερώσει» από την σάρκα και θα οδηγήσει σε ένα μετα-ανθρώπινο επίπεδο· όλα αυτά τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την cyborg-σεξουαλικότητα, είναι προϊόντα της ιστορικής διαδρομής της σχέσης του σώματος με την τεχνολογία και της απόπειρας υπαγωγής του πρώτου στην δεύτερη.
Παρά το ιστορικό βάθος όμως της σχέσης τεχνολογίας και σεξουαλικότητας και παρά την συνέχεια που υφίσταται μεταξύ μηχανολογικού παρελθόντος και πληροφορικού παρόντος, υπάρχει μια σύγχρονη συνθήκη που αλλάζει ριζικά τα πράγματα: αυτό που χτες (το ιστορικό χτες) ήταν τάση κι επιδίωξη ή πειραματισμός και πρόβλεψη, έχει πάψει να “κυοφορείται” κι είναι σήμερα σκληρή πραγματικότητα, με απολύτως υλικές και πρακτικές εκδηλώσεις. Η επιθυμία “διάχυσης μες στην τεχνολογία” και σεξουαλικής «ενίσχυσης» μέσω διασταύρωσης με τις μηχανές δεν αποτελεί πλέον αντικείμενο της fiction δημιουργίας, αλλά της βιομηχανικής παραγωγής, του εμπορίου και της μαζικής κουλτούρας. Η σειρά των ήδη εφαρμόσιμων cyber-sex τεχνολογιών σίγουρα θα προκαλέσει έκπληξη στους αμύητους που παραμένουν προσκολλημένοι στους τρόπους του εκπολιτισμένου homo sapiens. Ξεκινώντας από το μυαλό και τις αισθήσεις, η - νέα στο πεδίο της σεξουαλικότητας - νευροχημεία δουλεύει ήδη πάνω στο μεγάλο φάσμα των αναστολών που περιορίζουν την σεξουαλική δραστηριότητα. Άγχος, ντροπή, ενοχές, κατάθλιψη κι άλλες ανασταλτικές ψυχοσυναισθηματικές συνθήκες έχουν μπει στο στόχαστρο είτε νέων φαρμάκων, είτε προσαρμόσιμων cyborg εμφυτευμάτων που δρουν νευρολογικά και προκαλούν ή εντείνουν την λίμπιντο. Στη βιολογία και την ιατρική, με τις γονιδιακές θεραπείες, τις 3D βιο-εκτυπώσεις ιστών κι οργάνων ως τις εξελιγμένες χειρουργικές επεμβάσεις, το σώμα μετατρέπεται σε εύπλαστη βιολογική ύλη. Στο πεδίο των τεχνολογικών εφαρμογών πάνω στο διαδίκτυο και την εικονική πραγματικότητα, διάφορες συσκευές και applications οριοθετούν ήδη το πλαίσιο της ψηφιακής, εξ αποστάσεως σεξουαλικότητας. Όπως για παράδειγμα οι συσκευές teledildonics που αναφέρει η Atwood στην εισαγωγή και για τους μυημένους είναι ότι τα smartphones για τους υπόλοιπους. Πρόκειται για συσκευές που εφαρμόζουν στα γεννητικά όργανα, συνδέονται μέσω υπολογιστή με το διαδίκτυο και μέσω του κατάλληλου λογισμικού επιτρέπουν την εικονική σεξουαλική επαφή, πρακτικά τον αμοιβαίο αυνανισμό με ηλεκτρονική μεσολάβηση.
“Σύντομα θα είμαστε σε θέση να αλλάζουμε σχετικά εύκολα σχεδόν όλα τα χαρακτηριστικά του βιολογικού εαυτού μας. Το χρώμα του δέρματος, το φύλο και η ηλικία θα μεταφερθούν από τον γενετικό καθορισμό στην προσωπική επιλογή... Νευρολογικά, θα είμαστε σε θέση να μετατρέψουμε κάθε μέρος του σώματος σε επέκταση των γεννητικών οργάνων μας. Ερεθισμός από τα ακροδάχτυλα, την μύτη, την παλάμη, οτιδήποτε - θα είμαστε σε θέση να επανασχεδιάσουμε το σεξουαλικό σώμα με όποιο τρόπο θελήσουμε.” Αυτή η οργασμική πρόβλεψη των επικείμενων εξελίξεων - πηγή είναι ο ιστότοπος futureofsex.net - είναι ενδεικτική της έντασης και του εύρους των πειραματισμών γύρω από το cyborg-sex: μια αντεστραμμένη σεξουαλική χειραφέτηση, που είναι στην πραγματικότητα ακραίος τεχνοφετιχισμός με στόχο την ολοκληρωτική τεχνολογική μεσολάβηση της επιθυμίας και του σώματος. Από τον ίδιο ιστότοπο προέρχεται και το επόμενο εκτενές απόσπασμα, πιο συγκεκριμένο και “ρεαλιστικό”. Ο τίτλος του άρθρου είναι “ενισχυτικές επεμβάσεις στην κρεβατοκάμαρα: το biohacking και το αναπόφευκτο του cyborg sex”:
Θελήσατε ποτέ να αναβαθμίσετε το σώμα σας; Να κάνετε βελτιώσεις ενάντια στους βιολογικούς περιορισμούς; Να χτίσετε μια καλύτερη βερσιόν του εαυτού σας; Τι θα λέγατε να ενισχύσετε την σεξουαλική ζωή σας;
Το biohacking είναι μια επαναστατική επιστημονική πρακτική, τόσο πρωτοποριακή όσο και τρομακτική. Προσεγγίζοντας το ανθρώπινο σώμα μ’ έναν χακερίστικο τρόπο, περιλαμβάνει μια μεγάλη ποικιλία πρακτικών, από cyborg ενισχύσεις μέχρι επεμβάσεις στα γονίδια και βιολογικές μεταλλάξεις.
Οι grinders [στμ.: οι αλεστές], όπως αυτο-χαρακτηρίζονται, είναι μια κοινότητα νεωτεριστών που κινούνται στο περιθώριο κι έχουν στόχο να γίνουν οι πρώτοι cyborgs στην ιστορία. Υποστηρίζουν μια ανοιχτή, αναβαθμισμένη κουλτούρα και δρουν σ’ ένα παράξενο πεδίο που συνδυάζει σωματικές τροποποιήσεις, τεχνο-φετιχισμό και οικιακά χειρουργεία. Και κάποιες από τις προόδους που έχουν αρχίσει να κάνουν είναι πράγματι καταπληκτικές, ώστε κάποια στιγμή ίσως να κάνουμε ακόμη και cyborg σεξ.
[...]
Παρουσιάζοντας το Lovetron9000
Ο Rich Lee είναι ένας biohacker που τράβηξε την προσοχή του τύπου το 2013 όταν τοποθέτησε χειρουργικά στα αυτιά του μαγνήτες νεοδυμίου. Με τελικό στόχο να υποκαταστήσει την μειούμενη όρασή του, στοχεύει να συνδέσει τα εμφυτεύματα του με έναν ανιχνευτή στο υπερηχητικό φάσμα. Με την παραγωγή τόνων που θα υποδεικνύουν τις αποστάσεις από τα αντικείμενα, ο Lee θέλει τελικά να μάθει να “βλέπει” μέσω ηχοεντοπισμού. Όπως πολλοί grinders, ο Lee στράφηκε στο biohacking εξαιτίας της επιθυμίας του να ξεπεράσει μια αναπηρία, αλλά έχει πλέον προχωρήσει στις βελτιώσεις.
Ο Lee υπόσχεται τώρα ότι το νέο εμφύτευμα που αναπτύσσει - το Lovetron9000 - θα αλλάξει ριζικά την φύση του σεξ. Μιλώντας στο “future of sex” σχετικά με την έρευνά του, ο Lee τονίζει τα πλεονεκτήματα του cyborg sex και μιλάει για αυτά που μας επιφυλάσσει το biohacking στην κρεβατοκάμαρα και πώς το Lovetron9000 θα αναβαθμίσει το πέος. Ο Lee εμπνεύστηκε το εμφύτευμα το 2011, επηρεασμένος από την κλασσική επιστημονική φαντασία... Εμφυτευμένο μέσα σε ένα στρώμα λίπους, το Lovetron9000 έχει έναν μικρό κινητήρα για να προκαλεί δονήσεις στο πέος. Η μπαταρία φορτίζεται επαγωγικά, απαιτώντας μόνο έναν ειδικό φορτιστή τοποθετημένο στο πόδι... Μια εκδοχή με ανάγλυφες επιφάνειες ετοιμάζεται, η οποία, ισχυρίζεται ο Lee, είναι “πολύ αλλόκοτη” κι όλα αυτά για την απόλαυση του/της παρτενέρ σας.
Παρόλο που ακροβατεί στο όριο του σοκ, η κοινωνία έχει εγκλιματιστεί σταδιακά με την προοπτική του biohacking εδώ και καιρό. Η πανταχού παρουσία του smartphone μαζί με τις wearable τεχνολογίες έχουν ήδη αρχίσει να σβήνουν την διάκριση μεταξύ μηχανής και προσώπου. Αλλά ενώ ένα smartphone μπορεί να μην είναι τόσο τρομακτικό όσο ένα cyber εμφύτευμα πέους, έχουμε ήδη ενσωματώσει την τεχνολογία τόσο βαθιά στις ζωές μας, ώστε οι διαφορές να είναι αμελητέες.
Kiiroo Onyx + Kiiroo Pearl: αντίστοιχο με το προηγούμενο, μόνο που προορίζεται για ζευγάρια. Το κάθε ήμισυ του ζευγαριού φοράει την συσκευή που αναλογεί, συνδέονται στο διαδίκτυο κι επιδίδονται σε εικονική συνεύρεση. (Κι όταν αυτά τα βίντεο αρχίσουν να “διαρρέουν” στον κυβερνοχώρο; Πρώτα θα είναι “σκάνδαλο”, μετά “κανονικότητα” και στο τέλος θα καταλήξουν μπανάλ...)
Lovelife Krush: προορίζεται για γυναικεία χρήση και σε συνδυασμό με το κατάλληλο smartphone app “συμβάλλει στην εκγύμναση του γυναικείου κόλπου” (έτσι δηλώνει η κατασκευάστρια εταιρεία). Η ίδια φίρμα κυκλοφορεί κι άλλα gadgets που συνδέονται μεταξύ τους κι όλα μαζί προορίζονται για virtual καταστάσεις.
Little bird: Είναι μια συσκευή που συγχρονίζεται με e-books ερωτικού περιεχομένου και συνδέεται μέσω bluetooth με το κατάλληλο app του smartphone. Καθώς η χρήστρια διαβάζει μπορεί να ενεργοποιήσει την συσκευή με tap ή ακόμη και φύσημα στην οθόνη.
Της κόστος της ανάμειξης
Το να μπεις κάτω από το νυστέρι μπορεί να φαίνεται ένα δραστικό βήμα σε κάποιους, αλλά ο Lee ισχυρίζεται ότι η διαδικασία δεν θα είναι υπερβολικά επεμβατική. Όπως συμβαίνει και με άλλα biohacking εμφυτεύματα, σκοπεύει οι επεμβάσεις να γίνονται από καλλιτέχνες που δουλεύουν πάνω στο σώμα, παρά από χειρούργους.
[...]
Πάντως, η ζωή του grinder δεν είναι σίγουρα επιλογή για τον καθένα, ειδικά για αυτούς με αδύναμα στομάχια. Κεντρική στο diy biohacking πανκ ήθος είναι μια σχεδόν μαζοχιστική προσέγγιση του σώματος σαν πεδίο δοκιμής των νέων τεχνολογιών. Τυπικά, τα εμφυτεύματα αυτά τοποθετούνται χωρίς αναισθησία, αν και αυτό έχει να κάνει λιγότερο με κάποια επώδυνη τελετουργία και περισσότερο με την νομική προστασία των υπεύθυνων. Η χειρουργική επέμβαση χωρίς ιατρική άδεια είναι αδίκημα και η απουσία αναισθησίας επιτρέπει στο biohacking να κατατάσσεται στις αισθητικές επεμβάσεις παρά στις ιατρικές πρακτικές.
Το να παραμείνουν τέτοιες επεμβάσεις στα χέρια των πρακτικών εξυπηρετεί κι έναν άλλο σκοπό: να κρατηθούν φτηνές. “Αν αναμειχθούν οι χειρούργοι, το κόστος θα εκτοξευτεί και τότε μόνο οι πλούσιοι θα αποκτήσουν το Lovethron9000” λέει ο Lee. Η ευκολία στην πρόσβαση είναι θεμελιακή, καθώς ο Lee οραματίζεται ένα μέλλον όπου τα εμφυτεύματα θα είναι κοινότοπα: “Το να κάνεις σεξ με ένα cyborg θα είναι υπέροχο. Φανταστείτε το σεξ, αλλά με βαθιές, αφύσικες κι ερεθιστικές προκλήσεις. Το cyborg θα είναι σαν δονητής κι εραστής ταυτόχρονα. Το ερώτημα είναι: μετά από κάτι τέτοιο θα είσαι διαθέσιμος να επιστρέψεις στο σεξ με μη-cyborgs; Όχι δεν θα ικανοποιείσαι πλέον από τους ανθρώπους. Game over άνθρωποι!”
Παράξενοι ορίζοντες
Ο Lee σχεδιάζει να αναπτύξει κι άλλα ακόμη σεξουαλικά βιοχακαρίσματα, μεταξύ αυτών κι ένα για τις γυναίκες. Εμφυτευμένη στο αιδοίο, η συσκευή θα προκαλεί πίεση παραγόμενη από ηλεκτρομαγνήτες τοποθετημένους στις δυο πλευρές της κλειτορίδας. “Ενθαρρύνω τους γνωστούς μου να με σταματήσουν πριν πάθει κανένας ζημιά” αστειεύεται ο Lee.
Ο Lee δεν είναι ο μονός που προσπαθεί να βελτιώσει το σεξ. Μια εταιρεία με το όνομα Sweet Peaches Probiotics προκάλεσε πολλές αντιπαραθέσεις πρόσφατα με την είσοδό της στο παιχνίδι του biohacking. Το σχέδιο της να αναπτύξει ένα διατροφικό συμπλήρωμα που θα επιτρέπει στις γυναίκες να χακάρουν την μυρωδιά των γεννητικών τους οργάνων ώστε να μυρίζουν σαν φρούτα, προκάλεσε εξίσου ενθουσιασμό και οργή.
Ο Lee μας επιβεβαίωσε ότι υπάρχουν κι άλλοι grinders με αντίστοιχα σχέδια σε ανάπτυξη. Αναφέρθηκε συγκεκριμένα σε “τρελά βιολογικά πράγματα που θα αλλάζουν την γεύση του σπέρματος ή θα εξαφανίσουν τον φυσιολογικό χρόνο που χρειάζεται ο άντρας ανάμεσα στους οργασμούς”.
Αλλά θα έχουν αυτές οι νέες τεχνολογίες θετική επίδραση στη σεξουαλική ζωή μας; Σύμφωνα με τον Lee, το μέλλον του biohacking κυμαίνεται από σκοτεινό ως λαμπρό κι εξαρτάται από το πώς θα το προσλάβουμε. “Μπορώ να φανταστώ ανθρώπους με εμφυτεύματα στη σπονδυλική στήλη που θα χρησιμοποιούν την πρόκληση σεξουαλικού ερεθισμού σαν επιβράβευση όταν καταφέρνουν να φέρουν βόλτα τα καθημερινά πράγματα. Μπορώ επίσης να φανταστώ ζηλιάρηδες ή καταπιεστικούς εραστές που θα βάζουν passwords στις συσκευές των συντρόφων τους σαν ένα είδος ζώνης αγνότητας. Ή ίσως η εκκλησία να μας ζητήσει να πάρουμε όρκο εγκράτειας κι αποχής, οπότε οι συσκευές θα ρυθμιστούν ώστε να διαταράσσουν τα σήματα σεξουαλικής απόλαυσης. Υπάρχουν όλων των ειδών οι παράξενοι ορίζοντες να εξερευνήσουμε.”
Αν υπάρχει κάτι που αξίζει περισσότερης προσοχής στο παραπάνω απόσπασμα δεν είναι τόσο ο εξτρεμισμός των πειραματισμών που κάποιοι “πρωτοπόροι” φαντάζονται και δοκιμάζουν, όσο τα δύο παρακάτω. Πρώτον, η προσέγγιση κι αντιμετώπιση του σώματος σαν ένα κατακερματισμένο σύνολο οργάνων και επιμέρους τμημάτων, που αντιστοιχούν σε διαφορετικά σετ εμφυτευμάτων και παρεμβάσεων. Με τον τρόπο αυτό, σε συνδυασμό με την ευαγγελιζόμενη “ευκολία πρόσβασης” στις νέες τεχνολογίες, το σώμα μετατρέπεται σε ένα εργοστάσιο αποσυναρμολόγησης / επανασυναρμολόγησης. Δεύτερον, η “φιλοσοφία” της διάχυσης και της κοινωνικοποίησης που διαπνέει τέτοιες πρακτικές. Κι αν ομάδες σαν τους “grinders” αναπτύσσονται σε μεθοριακές περιοχές, πίσω από αυτούς, με λιγότερο σοκαριστικούς τρόπους, υπάρχει και δρα ένα πλήθος εργαστηρίων, ερευνητικών κέντρων, επιστημονικών οργανώσεων κι εταιρειών με προσανατολισμό στην πληροφορική, την χημεία, την ιατρική ή ακόμη και την βιομηχανία του σεξ, που δουλεύει συστηματικά πάνω στο ζήτημα της τεχνολογικής μετάλλαξης της σεξουαλικότητας. Από τα ενισχυτικά χημικά σκευάσματα μέχρι τα apps που καταγράφουν, μετρούν και ρυθμίζουν τις σεξουαλικές συνήθειες, το sex cyborg είναι εδώ. Αυτή είναι μία κρίσιμη ποιοτική διαφορά - διαφορά εννόησης της τεχνολογίας, και διαφορά του σχετίζεσθαι με την τεχνολογία - από το παρελθόν: σήμερα η τεχνολογικοποίηση της σεξουαλικότητας - κι αντίστροφα: η σεξουαλικοποίηση της τεχνολογίας - είναι διάχυτη κοινωνική ρουτίνα, κοινοτοπία, καθιερωμένη πρακτική. Επιπλέον, επειδή στην σύγχρονη κοινωνία η σεξουαλικότητα, όπως και τους προηγούμενους αιώνες της ιστορίας, εξακολουθεί να είναι ζήτημα ταμπού, μία γενικευμένη τεχνολογικοποίηση εδώ λειτουργεί σαν πολιορκητικός κριός παντού. Μια κοινωνία που έχει εξοικειωθεί - ή έστω κάνει άλματα προς αυτή την εξοικείωση - με το cyborg- sex, πώς και γιατί να αντιδράσει, για παράδειγμα, στην φιγούρα του cyborg-εργάτη ή του ολοκληρωτικού, πανοπτικού cyber ελέγχου;
Η ανάπτυξη της τεχνολογίας κι η επέκταση της μηχανοποίησης γέννησε στις πρώτες βιομηχανικές κοινωνίες το φόβο των ενδεχόμενων συνεπειών, που στην οριακή έκφραση του είχε σαν αντικείμενο την τεχνολογία που ξεφεύγει από τον έλεγχο κι αναπτύσσεται ενάντια στους αφέντες της. Είναι ο φόβος που πρωταγωνιστεί στην δυσοίωνη και μακάβρια αφήγηση της Mary Shelley για το τερατώδες τέκνο της τεχνολογίας που αποκτά συνείδηση του εαυτού του. Αντεστραμμένη η φοβία αυτή, μετατρέπεται σε μεταφυσική λατρεία κι είναι αυτή που υπονοείται στα δύο αποσπάσματα που παραθέτουμε στην αρχή του κειμένου: η τεχνολογία έχει αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να έχει ωριμάσει σεξουαλικά και να αναπαράγεται από μόνη της, έχοντας μετατρέψει τον άνθρωπο σε απλό γεννητικό όργανο. Μια τεχνο-μεταφυσική με την τεχνολογία στο ρόλο του “υπέρτατου όντος”. Αυτό το φετιχιστικό δίπολο φόβου / λατρείας με τις σεξουαλικές συνδηλώσεις του δεν είναι σήμερα που εμφανίζεται πρώτη φορά. Ούτε είναι σήμερα η πρώτη φορά που οι τεχνολογικές δυνατότητες αποθεώνονται, επειδή υποτίθεται θα μας “απελευθερώσουν” από την φυλακή της σάρκας και τους περιορισμούς του σώματος ή θα μας οδηγήσουν στην τεχνολογική γη της επαγγελίας. Τέτοια φαινόμενα ανήκουν ιστορικά στο φάσμα του ολοκληρωτισμού. Όταν ο Ernst Jünger, αυτός ο προάγγελος του ναζισμού, προπαγάνδιζε στον μεσοπόλεμο υπέρ του “νέου ανθρώπου”, των cyborg-εργατών και της επικυρίαρχης τεχνολογίας, το κοινωνικό μοντέλο που περιέγραφε ήταν αυτό του τεχνο-φασισμού. Σήμερα, θα διαπίστωνε ότι αυτό το μοντέλο είναι επικείμενο όσο ποτέ άλλοτε.
Harry Tuttle
1. Η Margaret Atwood είναι γνωστή καναδή ποιήτρια, λογοτέχνης και δοκιμιογράφος. Το 2004 εμπνεύστηκε και συμμετείχε στην ομάδα που ανέπτυξε την ρομποτική τεχνολογία γραφής εξ αποστάσεως LongPen, με αρχικό σκοπό να μπορούν οι συγγραφείς να υπογράφουν τα βιβλία τους χωρίς να χρειάζεται η φυσική παρουσία. Σήμερα η τεχνολογία LongPen έχει εκτεταμένη εφαρμογή, ιδίως σε τραπεζικές και εμπορικές δραστηριότητες.
[ επιστροφή ]
2. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης ήταν το γερμανικό κράτος που διαδέχτηκε την ηττημένη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου γερμανική αυτοκρατορία και διαλύθηκε όταν οι ναζί ανέβηκαν στην εξουσία. Μολονότι κατέπνιξε αποτελεσματικά την εξέγερση των σπαρτακιστών, τον Γενάρη του ’19, αποδείχτηκε εξαιρετικά εύθραυστη και προσωρινή, ένα σύντομο ενδιάμεσο στάδιο σοσιαλδημοκρατίας και φιλελευθερισμού πριν την εγκαθίδρυση του ναζιστικού καθεστώτος. Η σύντομη διάρκεια της ζωής της, μόλις 14 χρόνια, σημαδεύτηκε από ταραχώδεις πολιτικοκοινωνικές διεργασίες τόσο στα αριστερά όσο και στα δεξιά, διαρκείς συγκρούσεις στο δρόμο, μια έντονη και πρωτοποριακή καλλιτεχνική κίνηση, αλλά και μια οξύτατη οικονομική κρίση.
[ επιστροφή ]
3. Γεννημένο μέσα από έναν πόλεμο που έφερε το τέλος της γερμανικής μοναρχίας και μια επανάσταση που ηττήθηκε, δρώντας σε συνθήκες καθημερινής κοινωνικής και πολιτικής βίας, το κίνημα του ντανταϊσμού ήταν ένα βαθιά πολιτικό και κριτικό κίνημα. Βασικές του θέσεις ήταν αφενός ότι η επαναστατική ορμή του ‘18-‘19 είχε σβήσει κι αφετέρου, παρά την γενική φιλελευθεροποίηση μετά τον πόλεμο, ότι οι δυνάμεις της απολυταρχίας που είχαν οδηγήσει στην καταστροφή, δεν είχαν ηττηθεί, αλλά οπισθοχωρήσει προσωρινά κι ενεργητικά δούλευαν στο παρασκήνιο για να αναλάβουν ξανά την εξουσία. Οι στόχοι εναντίον των οποίων στρεφόταν συστηματικά ο ντανταϊσμός ήταν ο γερμανικός μιλιταρισμός κι εθνικισμός, αλλά κι ο μικροαστισμός που αντιμετωπιζόταν ως κύρια πηγή τροφοδότησης του απολυταρχισμού.
[ επιστροφή ]
4. Το φινάλε είναι τόσο δραματικό, ώστε το βασικό συμπέρασμα περνάει σε δεύτερη μοίρα: παρά τον συμβιβασμό τίποτε δεν άλλαξε και το νέο κράτος δεν διαφέρει καθόλου από το προηγούμενο απολυταρχικό καθεστώς!
[ επιστροφή ]