#08 - 02/2017
Τον Ιούλιο του 2011 ο Sebastian Thrun, [1O Thrun είναι δημόσιο πρόσωπο από το 2005, όταν μετασχημάτισε ένα Volkswagen Touareg και κέρδισε ένα διαγωνισμό για αυτοκίνητα χωρίς οδηγούς. Σπόνσορας του διαγωνισμού ήταν το υπουργείο άμυνας των ηπα. Το 2007 ηγήθηκε του προγράμματος της google για την ανάπτυξη των αυτο-οδηγούμενων αυτοκινήτων. Επίσης, ίδρυσε το google x, το εργαστήριο στο οποίο αναπτύχθηκε το google glass και άλλα ερευνητικά projects.] ο οποίος μεταξύ άλλων είναι καθηγητής στο Standford, δημοσίευσε ένα σύντομο video στο YouTube, ανακοινώνοντας ότι αυτός και ένας συνάδελφός του, ο Peter Norvig, θα έκαναν το μάθημά τους “Εισαγωγή στην Τεχνητή Νοημοσύνη” διαθέσιμο δωρεάν μέσω του διαδικτύου. Μέχρι την έναρξη του μαθήματος, τον Οκτώβρη, 160.000 άνθρωποι από 190 χώρες είχαν εγγραφεί. Την ίδια στιγμή ο Andrew Ng, επίσης καθηγητής του Standford, έκανε ένα δικό του μάθημα, πάνω στην μηχανική μάθηση (machine learning) δωρεάν διαθέσιμο μέσω του διαδικτύου, στο οποίο εγγράφηκαν 100.000 άνθρωποι. Και τα δύο μαθήματα πραγματοποιήθηκαν για δέκα εβδομάδες. Το μάθημα του κ. Thrun ολοκληρώθηκε από 23.000 ανθρώπους και του κ. Νg από 13.000.
Τέτοια διαδικτυακά μαθήματα, με σύντομες video-διαλέξεις, ομάδες συζητήσεων για τους φοιτητές και συστήματα για την αυτοματοποιημένη βαθμολόγηση της δουλειάς τους για το μάθημα, έγιναν γνωστά ως Massive Open Online Cources (MOOCs) [μαζικά ανοικτά διαδικτυακά μαθήματα]. Το 2012 ο κ.Thrun ίδρυσε μία startup εταιρία διαδικτυακής εκπαίδευσης με το όνομα Udacity, και ο κ.Ng συν-ίδρυσε μία άλλη, με το όνομα Coursera. Τον ίδιο χρόνο το Πανεπιστήμιο Harvard και το Massachusetts Institute of Technology (MIT) διαμόρφωσαν μαζί το edX, έναν μη-κερδοσκοπικό πάροχο MOOCs, υπό την ηγεσία του Anant Agarwal, τον επικεφαλής του εργαστηρίου τεχνητής-νοημοσύνης του MIT. Κάποιοι σκέφτηκαν ότι τα MOOCs θα αντικαθιστούσαν την παραδοσιακή πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Το αρχικό hype γύρω από τα MOOCs έχει υποχωρήσει από τότε σε κάποιο βαθμό (παρόλο που εκατομμύρια φοιτητές έχουν παρακολουθήσει διαδικτυακά μαθήματα κάποιου είδους). Αλλά η έκρηξη των MOOCs σκιαγράφησε την τεράστια δυνατότητα για παράδοση της εκπαίδευσης μέσω του διαδικτύου, σε μικρού μεγέθους τεμάχια.
Το γεγονός ότι τα Udacity, Coursera και edX αναδύθηκαν μέσα από εργαστήρια Τεχνητής Νοημοσύνης, υπογραμμίζει την πεποίθηση μέσα στην κοινότητα της Τεχνητής Νοημοσύνης ότι τα εκπαιδευτικά συστήματα χρειάζονται αναμόρφωση. Ο κ.Thrun λέει ότι ίδρυσε το Udacity σαν ένα “αντίδοτο στην συνεχιζόμενη επανάσταση της Τεχνητής Νοημοσύνης” που θα απαιτεί από τους εργάτες να αποκτούν νέες ικανότητες διαμέσου της καριέρας τους. Παρομοίως, ο κ.Ng πιστεύει ότι δεδομένης της δυνατής επίδρασης της δουλειάς τους στην αγορά εργασίας, οι ερευνητές της Τεχνητής Νοημοσύνης “έχουν μία ηθική υποχρέωση να εγερθούν και να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα που δημιουργούν”· το Coursera, όπως λέει, είναι η δική του συνεισφορά. Επιπλέον, η τεχνολογία της Τεχνητής Νοημοσύνης έχει μεγάλη δυναμική στην εκπαίδευση. Η “προσαρμοστική μάθηση” - λογισμικό που συνθέτει μαθήματα ατομικά για κάθε μαθητή, παρουσιάζοντας τις έννοιες με την σειρά που θα βρει πιο εύκολο να τις καταλάβει και δίνοντάς του την δυνατότητα να δουλεύει στον δικό του ρυθμό – έμοιαζε να περιμένει στην γωνία εδώ και χρόνια. Αλλά οι νέες τεχνικές μηχανικής μάθησης μπορεί τελικά να βοηθήσουν να πραγματώσει την υπόσχεσή της.
Το παραπάνω κείμενο είναι ένα μέρος από άρθρο του Economist με τίτλο “Επανεκπαιδεύοντας την Ρίτα”. [2] Είναι συγκινητικό το γεγονός ότι όλα τα εργαστήρια τεχνητής νοημοσύνης των πιο φημισμένων πανεπιστημίων των ηπα, πήραν την ίδια ανθρωπιστική στροφή λίγο μετά το 2010, όπως περιγράφεται στο άρθρο. Ίσως τότε ήρθε η στιγμή της συνειδητοποίησης και είπαν “Ναι, πρέπει να παραδεχτούμε ότι η τεχνητή νοημοσύνη, θα κάνει τον κοσμάκη να χάσει την δουλειά του! Εμείς δημιουργήσαμε αυτό το πρόβλημα. Εμείς λοιπόν θα είμαστε αυτοί που θα το διορθώσουμε. Και θα κάνουμε άμεσες ενέργειες για αυτό, για να κοιμόμαστε στο εξής ήσυχοι.” Έτσι λοιπόν, εκείνα τα χρόνια, δημιούργησαν τους μεγάλους παρόχους μαζικών ανοικτών διαδικτυακών μαθημάτων και έκτοτε βοηθούν την ανθρωπότητα και κάνουν τον κόσμο ένα καλύτερο μέρος με περισσότερη εκπαίδευση για όλους. Οπωσδήποτε!
Τα MOOCs είναι ένα σημείο στην ιστορία μίας προσπάθειας για την διαμόρφωση μίας μορφής μαζικής (και ταυτόχρονα προσωποποιημένης) ηλεκτρονικής εκπαίδευσης. Οι πρωτοπόροι των μαζικών ανοικτών διαδικτυακών μαθημάτων, ευαγγελίζονταν στην αρχή της δημιουργίας τους, ότι έχουν σκοπό να μορφώσουν τις μάζες χωρίς διακρίσεις, ανεξαρτήτως καταγωγής και οικονομικών δυνατοτήτων. Τα MOOCs παρουσιάστηκαν ως ένας τρόπος να δοθεί πρόσβαση σε υψηλού επιπέδου εκπαίδευση, σε όσους δεν μπορούσαν να την έχουν. Όταν το είδος πρώτο-εμφανίστηκε τράβηξε πάνω του έντονο ενδιαφέρον για αρκετούς λόγους. Από την μία πλευρά επειδή η πρόσβαση ήταν “ανοικτή” μέσω του διαδικτύου, άρα μπορούσε κανείς να παρακολουθήσει δωρεάν μαθήματα και μάλιστα από τα πιο φημισμένα πανεπιστήμια του κόσμου. Και από την άλλη πλευρά, επειδή έγιναν αντιληπτά ως το αντίπαλο δέος του παραδοσιακού μοντέλου εκπαίδευσης για τον 21ο αιώνα.
Δεν μας είναι ξεκάθαρο γιατί πριν από μία πενταετία συνέβη αυτή η έκρηξη δημιουργίας MOOCs και παρόχων που τα φιλοξενούν. Το σίγουρο είναι όμως ότι έγιναν μεγάλες επενδύσεις σε αυτόν τον τομέα από κρατικούς και μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, ιδρύματα όπως το Bill & Melinda Gates Foundation και άλλα επενδυτικά κεφάλαια. [3] Ενδεχομένως, ένας λόγος είναι ότι τα μεγάλα πανεπιστημιακά ιδρύματα βρίσκονται σε αναζήτηση τρόπων να ακολουθήσουν τις τάσεις της ψηφιακής εποχής. Στο διαδίκτυο κυκλοφορούν αδέσποτες γνώσεις και οδηγίες για το οτιδήποτε, έτσι ώστε μπορούμε να μάθουμε ό,τι χρειαζόμαστε χωρίς την συμβολή των ακαδημαϊκών. Δεν θα έπρεπε λοιπόν οι οργανισμοί που παραδοσιακά είναι οι “φορείς της γνώσης”, να μπορούν να ασκήσουν κάποιον έλεγχο στο πώς πιστοποιούνται οι γνώσεις αυτές;
Πάντως, ο θόρυβος που δημιουργήθηκε γύρω από τα MOOCs σταδιακά έσβησε, όσο μάλιστα με τον καιρό έγινε ξεκάθαρο ότι ο τίτλος τους δεν εκφράζει στην πραγματικότητα αυτό που τελικά είναι. Διαπιστώθηκε ότι τα ποσοστά των εγγεγραμμένων που ολοκληρώνουν τα μαθήματα είναι πολύ μικρά, κάτω από 10%, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των φοιτητών των MOOCs είναι ήδη πτυχιούχοι, εργαζόμενοι και προέρχονται από πλούσιες χώρες. Αργότερα, οι περισσότεροι από τους παρόχους MOOCs, συμπεριλαμβανομένων των Coursera, edX και Udacity, επέβαλαν δίδακτρα, αν όχι απαραίτητα για την ίδια την πρόσβαση στα μαθήματα, τουλάχιστον για την λήψη της πιστοποίησης παρακολούθησης μετά την επιτυχημένη ολοκλήρωση του μαθήματος. Έτσι, θα μπορούσε κανείς να πει ότι πρόκειται απλώς για μία μορφή διαδικτυακών σεμιναρίων επί πληρωμή. Αλλά αυτό δεν φαίνεται να ενόχλησε κανέναν. Ούτε τους δημιουργούς τους που είχαν “τόσα όνειρα” για την ελεύθερη διαδικτυακή εκπαίδευση, ούτε όσες και όσους παρακολουθούν τα διαδικτυακά μαθήματα. Και προφανώς, δεν διαμαρτυρήθηκε κανείς για την απώλεια της δωρεάν μαζικής διαδικτυακής παιδείας...
Τα MOOCs λοιπόν δεν αποδείχτηκαν ούτε αρκετά massive, ούτε αρκετά open. Σίγουρα όμως ήταν διαδικτυακά μαθήματα. Ο τίτλος MOOCs υπήρξε μία καλή διαφήμιση. Αλλά το ζήτημα δεν ήταν απλώς η δημιουργία ενός ακόμη επιτυχημένου προϊόντος εκπαίδευσης. Μάλλον περισσότερο ήταν ένα άνοιγμα της εκπαίδευσης προς τις νέες δυνατότητες που προσφέρει προς αξιοποίηση και βελτιστοποίηση του “ανθρώπινου κεφαλαίου” ο κόσμος των data. Επίσης, λειτούργησε και ως ένας πειραματισμός πάνω σε μία μεγάλη βάση εκπαιδευόμενων για την επίδραση νέων μεθόδων εκμάθησης συγκεκριμένων θεμάτων (και όχι ολόκληρων κύκλων σπουδών) και την χρήση ψηφιακών εργαλείων αξιολόγησης των επιδόσεών τους.
Οι επιχειρηματίες της εκπαίδευσης (οι λεγόμενοι και edupreneurs) αναφέρονται σε διάφορα οφέλη που μπορούν προσφέρουν τα διαδικτυακά μαθήματα για τις επιχειρήσεις και για την ενίσχυση της τεχνολογικής ανάπτυξης. Ένα από αυτά είναι ότι οι πλατφόρμες των διαδικτυακών μαθημάτων, δίνουν την δυνατότητα συγκέντρωσης μεγάλων βάσεων δεδομένων (big data) που αφορούν τους τρόπους που μαθαίνουν οι άνθρωποι. Πρόκειται για μία τεράστια ποσότητα δεδομένων που δεν θα ήταν δυνατόν να συλλεχθούν στα πλαίσια της παραδοσιακής εκπαίδευσης. Τα δεδομένα μπορούν να αναλυθούν και να μελετηθούν προκειμένου να αναπτυχθούν οι τεχνικές της εκπαίδευσης μέσω λογισμικού και να γίνουν πιο αποδοτικές και προσωποποιημένες για κάθε εκπαιδευόμενο. Σε τέτοιο βαθμό που να μπορούν να υποκαταστήσουν έναν προσωπικό δάσκαλο ως προς την διαδικασία της παρουσίασης του εκπαιδευτικού περιεχομένου, αλλά και της αξιολόγησης των επιδόσεων.
Μάλιστα, ακριβώς αυτές οι προσωποποιημένες μέθοδοι εκμάθησης θεωρούνται ο επόμενος μεγάλος σταθμός της ηλεκτρονικής εκπαίδευσης και αφορά τόσο την πανεπιστημιακή ή επαγγελματική εκπαίδευση, όσο και την βασική, δηλαδή τα σχολεία. Η προσαρμοστική προσωποποιημένη μάθηση αναφέρεται στη χρήση τεχνολογίας (υπολογιστές ή άλλες συσκευές) με σκοπό την προσαρμογή του μαθήματος στις ανάγκες του κάθε εκπαιδευόμενου. Τέτοιες μέθοδοι προωθούνται ως πιο αποτελεσματικές για την ενίσχυση των επιδόσεων και τα τελευταία χρόνια γίνονται μεγάλες επενδύσεις προς αυτή την κατεύθυνση. [4Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το ζεύγος Mark Zuckerberg (CEO του facebook) και Priscilla Chan που ανακοίνωσαν στα τέλη του 2015 ότι θα δώσουν το 99% των μετοχών τους στο facebook - αξίας 45 δισεκατομμυρίων δολαρίων - σε μία σειρά από σκοπούς, με κυρίαρχο την ανάπτυξη λογισμικού “που κατανοεί πώς μαθαίνεις καλύτερα, και που χρειάζεται να επικεντρώσεις”. Όπως λένε οι ίδιοι: “Οι αρχικές περιοχές που θα δώσουμε έμφαση θα είναι η προσωποποιημένη μάθηση, η θεραπεία της ασθένειας, η διασύνδεση των ανθρώπων και το χτίσιμο ισχυρών κοινοτήτων”. Να υποθέσουμε ότι τα δύο τελευταία σημαίνουν περισσότερο facebook για όλους;] Η εισαγωγή της κατάλληλης τεχνολογίας και αλγορίθμων θεωρείται αναγκαία προκειμένου να μπορεί να εφαρμοστεί η προσωποποιημένη μάθηση σε μεγάλη κλίμακα. Και βέβαια το μάθημα θα “προσαρμόζεται” με βάση τα δεδομένα με τα οποία τροφοδοτεί κάθε εκπαιδευόμενη με τις ίδιες της τις ενέργειές, τους κατάλληλους αλγόριθμους μηχανικής μάθησης. Έτσι, όσον αφορά την ανάπτυξη του συγκεκριμένου πεδίου, η ανάλυση δεδομένων και η τεχνητή νοημοσύνη έχουν κεντρικό ρόλο. Οι αλληλεπιδράσεις με το λογισμικό και τα “μοτίβα” απόκτησης των γνώσεων απ’ το χρήστη της ηλεκτρονικής πλατφόρμας χρησιμοποιούνται σαν δεδομένα που εκπαιδεύουν τον αλγόριθμο μηχανικής μάθησης στις ατομικές “ιδιαιτερότητες” του χρήστη με τη δημιουργία στατιστικών μοντέλων.
Τα MOOCs έχουν κάνει μία σημαντική αρχή, όσον αφορά την χρήση τεχνολογιών ανάλυσης δεδομένων κατά την εκπαίδευση. Όπως αναφέρεται σε άρθρο του περιοδικού MIT Technology review, με τίτλο “Η κρίση στην ανώτατη εκπαίδευση”: [5]
Αυτό που συγκεκριμένα ενθουσιάζει τον Thrun [σ.σ.: ο δημιουργός του Udacity] και άλλους ειδικούς της επιστήμης των υπολογιστών σχετικά με τα ελεύθερα διαδικτυακά μαθήματα είναι ότι χάρη στην πρωτοφανή τους κλίμακα, μπορούν να παράγουν τεράστιες ποσότητες δεδομένων που απαιτούνται για αποτελεσματική μηχανική μάθηση.
Η Daphne Koller [σ.σ.: καθηγήτρια της επιστήμης των υπολογισμών στο Standford και μία από τους δημιουργούς του Coursera] αναφέρει ότι το Coursera έχει αναπτύξει το σύστημά του με μία εντατική συλλογή δεδομένων. Κάθε τι που μεταβάλλεται σε ένα μάθημα παρακολουθείται. Όταν ένας μαθητής κάνει παύση του video ή αυξάνει την ταχύτητα αναπαραγωγής του, αυτή η επιλογή συλλαμβάνεται από την βάση δεδομένων του Coursera. Το ίδιο πράγμα συμβαίνει όταν ένας φοιτητής απαντάει σε μία ερώτηση ενός quiz, αναθεωρεί μία εργασία ή γράφει κάποιο σχόλιο στο φόρουμ. Κάθε ενέργεια, ανεξαρτήτως του πόσο ασήμαντη μπορεί να είναι, αλέθεται στον μύλο της στατιστικής.
Η συγκέντρωση πληροφορίας πάνω στην συμπεριφορά των φοιτητών σε τόσο μικροσκοπικό επίπεδο λεπτομέρειας, λέει η Koller, “ανοίγει νέες λεωφόρους για την κατανόηση της μάθησης.” Κρυμμένα προηγουμένως πρότυπα στον τρόπο που οι φοιτητές πλοηγούνται και τελικά καταφέρνουν να κατέχουν σύνθετα θέματα, μπορούν να έρθουν στο φως. [..]
Το MIT και το Harvard σχεδιάζουν το edX να είναι τόσο ένα εργαλείο για έρευνα πάνω στην εκπαίδευση όσο και μία ηλεκτρονική εκπαιδευτική πλατφόρμα, λέει ο Anant Agarwal [σ.σ.: ο CEO του edX]. Οι μελετητές ήδη ξεκινούν να χρησιμοποιούν δεδομένα από το σύστημα για να ελέγξουν τις υποθέσεις τους πάνω στο πώς οι άνθρωποι μαθαίνουν, και όσο το χαρτοφυλάκιο των μαθημάτων μεγαλώνει, τόσο θα πληθαίνουν οι ευκαιρίες για έρευνα.
Η προσωποποιημένη μάθηση στην οποία μπορεί να οδηγήσει η τεχνητή νοημοσύνη με την βοήθεια της ανάλυσης δεδομένων συμπεριφοράς, προτιμήσεων και επιδόσεων κάθε εκπαιδευόμενου, μπορεί να είναι πραγματικά πιο αποτελεσματική, όσον αφορά την εκμάθηση αυτών που υποχρεούται κανείς να μάθει. Η προσαρμοστικότητα όμως αναφέρεται στον αλγόριθμο ως προς την μαθήτρια ή μήπως το ανάποδο; Ο αλγόριθμος θα κατευθύνει την μαθήτρια προς αυτά που θα πρέπει να μάθει. Επομένως, τελικά η μαθήτρια θα είναι αυτή που θα πρέπει να φτάσει την σκέψη της – με τον δικό της προσωπικό τρόπο – στο σημείο που επιχειρεί να την οδηγήσει ο αλγόριθμος. Έτσι, η προσωποποιημένη ηλεκτρονική εκπαίδευση μπορεί να έχει τόση ελευθερία, όση δίνει και ένα video game: ο κόσμος του μπορεί να μοιάζει ανοιχτός και να σου δίνει την δυνατότητα να περιπλανηθείς, όμως για να προχωρήσεις το παιχνίδι, θα πρέπει να ολοκληρώσεις συγκεκριμένα quests ή αποστολές. Όταν μπαίνει η μηχανή στην μέση της διαδικασίας του παιχνιδιού ή της μάθησης, οι κανόνες που ορίζονται είναι αυστηροί και καλά καθορισμένοι, ακόμα κι αν οι αλγόριθμοι που χρησιμοποιεί φαίνεται να τροφοδοτούνται από τις “ατομικές ιδιαιτερότητες” και να προσαρμόζονται σε αυτές. Πρόκειται για μία σχέση, στην οποία ο αλγόριθμος βρίσκεται σε θέση ισχύος – παρόλο που δίνει την εντύπωση ότι δεν υπάρχει καν, απλώς τρέχει στο background. Ένα σύστημα προσωποποιημένης μάθησης έχει τελικά ως στόχο να κάνει την μαθήτρια μετρήσιμη και ελέγξιμη από τη μηχανή με σκοπό την αύξηση της αποδοτικότητας της εκπαίδευσής της.
Στο πλαίσιο της ηλεκτρονικής προσωποποιημένης εκπαίδευσης, κάθε εκπαιδευόμενος θα έχει ένα ψηφιακό προφίλ ικανοτήτων που θα συντίθεται από πολλαπλές μεταβλητές και δεδομένα και θα καθορίζει το πώς θα συνεχίσει σε κάθε επόμενο στάδιο.
μήπως θα ήταν καλύτερα να μείνει η εκπαίδευση όπως είναι;
Απέναντι σε ένα νέο είδος εκπαίδευσης, σε ηλεκτρονική μορφή, δεν υπερασπιζόμαστε το παλιό. Εξάλλου σε αυτό το στάδιο, οι νέες μέθοδοι της εκπαίδευσης, εξελίσσουν αυτές που ήδη υπάρχουν και χτίζονται πάνω στα δικά τους θεμέλια. Από μία άποψη, ο εκσυγχρονισμός με την εισαγωγή των διαδικτυακών μαθημάτων, είναι λογικό να στηρίζεται από τα μικρότερα ή μεγαλύτερα πανεπιστήμια σε όλο τον κόσμο. Ακόμη κι αν οι τεχνολογίες που τρέχουν πίσω από τα διαδικτυακά μαθήματα δείχνουν και προς τον ριζικό μετασχηματισμό του ίδιου του επαγγέλματος του δασκάλου. [6]
Όσο γενικεύεται και εντείνεται η χρήση των νέων τεχνολογιών, τόσο περισσότερο αχρηστεύεται το παλιό μαζικό εκπαιδευτικό σύστημα, όπως διαμορφώθηκε στον 20ο αιώνα. Οι μέθοδοί του είναι πλέον απαρχαιωμένες και τα περιεχόμενα της διδασκαλίας φαίνονται όλο και περισσότερο ξεπερασμένα σ’ έναν κόσμο που οι μορφές εργασίας μεταβάλλονται διαρκώς, μέσα από την εισαγωγή μηχανών και αυτοματισμών. Ακόμη και η “διανοητική” εργασία, για την οποία υπήρχε η πεποίθηση ότι μπορεί να πραγματωθεί αποκλειστικά από το ανθρώπινο μυαλό, μηχανοποιείται σε όλο και μεγαλύτερο βάθος. Πολλές “διανοητικές διαδικασίες” (απλές ή και σύνθετες) αυτοματοποιούνται πλέον αρκετά εύκολα και διεκπεραιώνονται με μεγαλύτερη ταχύτητα και ακρίβεια με την χρήση της μηχανικής “σκέψης” των αλγορίθμων. Έτσι η καλλιέργεια των γενικότερων “διανοητικών δυνατοτήτων” που είναι αρμοδιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος, χάνει όλο και περισσότερο την σπουδαιότητά της. Ενώ αποκτά περισσότερη σημασία, η κατοχή πολύ συγκεκριμένων ικανοτήτων ή χαρακτηριστικών και η εξειδίκευση σε επιμέρους ψηφιακά εργαλεία.
Τα ακαδημαϊκά ιδρύματα όμως δεν εγκαταλείπονται. Γιατί είναι προικισμένα με μία μαγική υπόσχεση: τα χαρτιά, τις πιστοποιήσεις, τα πτυχία! Φαντάζεστε τι θα γινόταν εάν ξαφνικά το εκπαιδευτικό σύστημα δεν έδινε κανένα πτυχίο, καμία έστω βεβαίωση παρακολούθησης; Τότε θα θεωρούνταν κατά γενική αποδοχή δευτερεύον, εάν όχι ανούσιο. Η αίγλη που ακόμη συντηρεί, θα έσβηνε. Ίσως θα αντιμετωπιζόταν όπως αντιμετωπίζονται τώρα οι δημοτικές βιβλιοθήκες. Τα σχολεία και τα πανεπιστήμια απλώς θα υπήρχαν και θα απευθύνονταν σε κάποιους που θέλουν να μελετήσουν. Οι περισσότεροι δεν θα ήξεραν καν που βρίσκεται το σχολείο της γειτονιάς. Σε μία τέτοια περίπτωση λοιπόν, το εκπαιδευτικό σύστημα, θα μπορούσε να συντηρηθεί μόνο ως υποχρεωτικό. Πώς θα γινόταν όμως αντιληπτή μία υποχρεωτική εκπαίδευση που δεν δίνει διαπιστευτήρια στους εκπαιδευόμενους τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την προσωπική τους εξέλιξη; Μάλλον ως ένας καθαρά πειθαρχικός μηχανισμός...
Το εκπαιδευτικό σύστημα δεν έχει πάψει βέβαια να μοιράζει πτυχία. Καθώς όμως ξεπερνιέται το ίδιο, τα χαρτιά αυτά, όλο και περισσότερο, δεν θεωρούνται πια και κάτι το σπουδαίο. Κάποιοι ξεχασμένοι στον προηγούμενο αιώνα, διαμαρτύρονται που τα πτυχία υποβαθμίζονται και ζητούν “πτυχία με αξία”. Εξανίστανται για την γενιά των άνεργων πτυχιούχων, των επιστημόνων που δεν εργάζονται στο αντικείμενό τους και δεν έχουν απολαβές αντίστοιχες με την εκπαίδευσή τους. Κρίμα για όλους αυτούς που πίστεψαν και εξακολουθούν να πιστεύουν στο ιδανικό του πτυχιούχου επαγγελματία που γκρεμίζεται εδώ και δύο δεκαετίες.
Και βέβαια η απαξίωση των πτυχίων, δεν είναι κάτι που συμβαίνει μόνο στα μέρη μας. Ένα άρθρο του cnn με τίτλο “Χρειαζόμαστε μία επανάσταση στην ανώτατη εκπαίδευση;” [7] περιγράφει την απόκτηση ενός πτυχίου ως μία “κακή επένδυση”:
Σε κάποιες περιπτώσεις, ένα κολεγιακό δίπλωμα δεν μπορεί πια να εγγυηθεί τα δυνητικά υψηλά έσοδα δια βίου, όπως κάποτε. Ένα διαδικτυακό σύστημα κατάταξης μισθών με το όνομα PayScale.com υπολογίζει την απόδοση της επένδυσης ενός φοιτητή σε βάθος 30 ετών στα 1300 καλύτερα κολέγια σε εθνικό επίπεδο με βάση τον μέσο μισθό των αποφοίτων και το κόστος των διδάκτρων. Μία αναφορά τους που εκδόθηκε το 2012 δείχνει ότι από τα 4500 κολέγια και πανεπιστήμια στις Η.Π.Α. μόνο τα καλύτερα 800 με 850 δίνουν απόδοση της επένδυσης υψηλότερη από 4%. Με καθαρά οικονομικούς όρους, οι φοιτητές θα ήταν προτιμότερο να επενδύσουν τα χρήματα των διδάκτρων του σε μετοχές αντί για τέσσερα χρόνια σε ένα από τα πολλά εθνικά μας κολέγια.
Το EdTechXEurope είναι ένα συνέδριο που ασχολείται με τις τεχνολογίες εκπαίδευσης. Σε αυτό συμμετέχουν επενδυτές, οργανισμοί τεχνολογικής καινοτομίας και επιχειρηματίες από ευρωπαϊκές και διεθνείς εταιρίες. Το 2017 είναι ο πέμπτος χρόνος που πραγματοποιείται το συνέδριο και σε αυτό έχουν προσκληθεί 150 ομιλητές για να παρουσιάσουν τις καινοτομίες των τεχνολογιών εκπαίδευσης και τις προοπτικές για το μέλλον.
Οι ειδικοί συμφωνούν ότι το παλιό εκπαιδευτικό σύστημα δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες του σύγχρονου καπιταλισμού. Στον ψηφιακό κόσμο βλέπουν ευκαιρίες για να κατευθύνουν την εκπαίδευση του “ανθρώπινου κεφαλαίου”, έτσι ώστε να καλύπτονται οι απαιτήσεις του κεφαλαίου ως προς τα προσόντα που θέλει να έχουν οι μελλοντικοί εργάτες. Και αυτά τα “προσόντα” πάνω στα οποία θα πρέπει να εκπαιδευτούν μπορεί να αφορούν από ειδικές γνώσεις, χειρισμό συγκεκριμένων εργαλείων μέχρι και στοιχεία του χαρακτήρα. Ένα βασικό πλεονέκτημα που θεωρείται ότι προσφέρει η ψηφιακή εκπαίδευση είναι η δημιουργία μίας σύγχρονης μορφής δια βίου εκπαίδευσης που θα μπορεί να εξυπηρετεί καλύτερα τους εργοδότες να επιλέγουν το προφίλ των εργαζομένων τους με βάση τις επιμέρους ικανότητες που διαθέτουν. Αυτή η δια βίου εκπαίδευση, θα μπορεί να γίνεται στον ελεύθερο χρόνο και δεν θα χρειάζεται να ακολουθεί ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τα σεμινάρια και τα μεταπτυχιακά. Παράλληλα, παρουσιάζεται όλο και πιο επιτακτική η ευθύνη του καθενός να συντηρεί το ατομικό του κεφάλαιο στον ελεύθερο χρόνο.
Συνεχίζοντας την μεταφορά ενός ακόμη μέρους του άρθρου “Επανεκπαιδεύοντας την Ρίτα” με το οποίο ξεκινήσαμε αυτό το κείμενο, συναντάμε τις παρακάτω θέσεις των “ειδικών” όσον αφορά το ξεπέρασμα του παλιού συστήματος εκπαίδευσης και τις νέες ευκαιρίες που διαβλέπουν για τον μετασχηματισμό του εκπαιδευτικού συστήματος δια μέσου της ψηφιοποίησής του, ώστε να είναι πιο αποδοτικό για τον σύγχρονο καπιταλισμό:
[..] Ακόμη και εκτός της κοινότητας της Τεχνητής Νοημοσύνης, υπάρχει μία ευρεία συναίνεση ότι η τεχνολογική πρόοδος και η τεχνητή νοημοσύνη συγκεκριμένα, θα απαιτούν μεγάλες αλλαγές στον τρόπο που παραδίδεται η εκπαίδευση, ακριβώς όπως είχε κάνει η Βιομηχανική Επανάσταση τον 19ο αιώνα. Όσο οι εργοστασιακές δουλειές αντικαθιστούσαν τις αγροτικές, η ικανότητα εγγραφής, ανάγνωσης και αριθμητικής έγιναν πολύ πιο σημαντικές. Οι εργοδότες συνειδητοποίησαν ότι οι πιο μορφωμένοι εργάτες ήταν πιο παραγωγικοί, αλλά ήταν απρόθυμοι να τους εκπαιδεύσουν οι ίδιοι γιατί θα μπορούσαν να αποσκιρτήσουν σε κάποιον άλλον εργοδότη. Αυτό ώθησε την εισαγωγή της γενικής κρατικής εκπαίδευσης πάνω σε ένα εργοστασιακό μοντέλο, με τα σχολεία να τροφοδοτούν εργάτες με τα κατάλληλα προσόντα για δουλειά στα εργοστάσια. Η βιομηχανοποίηση επομένως μετασχημάτισε την ανάγκη για εκπαίδευση και ταυτόχρονα προσέφερε ένα μοντέλο για την παροχή της. Η εμφάνιση της τεχνητής νοημοσύνης θα μπορούσε να κάνει ξανά το ίδιο πράγμα, καθιστώντας απαραίτητο το μετασχηματισμό των εκπαιδευτικών πρακτικών και, με την προσαρμοστική μάθηση, να παρέχει ένα μοντέλο για να πραγματωθεί αυτό.
“Το παλιό σύστημα θα πρέπει να αναθεωρηθεί πολύ σοβαρά”, λέει ο Joel Mokyr του Πανεπιστημίου Northwestern. Από το 1945, σημειώνει, τα εκπαιδευτικά συστήματα έχουν ενθαρρύνει την ειδίκευση, έτσι οι φοιτητές μαθαίνουν όλο και περισσότερα για όλο και λιγότερα. Αλλά εφόσον η γνώση γίνεται απαρχαιωμένη πιο γρήγορα, το πιο σημαντικό πράγμα θα είναι να μαθαίνουμε πώς να ξανα-μαθαίνουμε, αντί να μαθαίνουμε πώς να κάνουμε ένα πράγμα πολύ καλά.[..] Στο μέλλον, όσο περισσότερα καθήκοντα θα επιδέχονται αυτοματοποίηση, τα καθήκοντα όπου οι ανθρώπινες ικανότητες θα έχουν μεγαλύτερη αξία θα αλλάζουν διαρκώς. “Θα πρέπει να συνεχίζεις να μαθαίνεις για όλη σου την ζωή - αυτό είναι εμφανές για πολύ καιρό”, λέει ο κ.Ng. “Ό,τι μαθαίνεις στο πανεπιστήμιο δεν είναι αρκετό για να προχωρήσεις τα επόμενα 40 χρόνια.”
Η εκπαίδευση θα πρέπει επομένως να είναι συνυφασμένη με ένα πλήρες εργασιακό ωράριο. “Οι άνθρωποι θα πρέπει συνεχώς να μαθαίνουν νέες ικανότητες για να παραμένουν σύγχρονοι,” λέει ο κ.Thrun. Επομένως η εταιρία του επικεντρώνει στα “νανοπτυχία” [8] τα οποία μπορούν να ολοκληρωθούν σε λίγους μήνες, παράλληλα με μία δουλειά. Οι σπουδές για ένα νανοπτυχίο, για παράδειγμα, στην επιστήμη των δεδομένων [data science] ή στον προγραμματισμό ιστοσελίδων, στοιχίζουν 200 δολάρια τον μήνα, αλλά οι φοιτητές που ολοκληρώνουν το μάθημα μέσα σε 12 μήνες παίρνουν 50% επιστροφή. [..] Κάποιες εταιρίες, όπως το Udacity, χρεώνουν ανά μάθημα· άλλες όπως το Lynda.com, που βρίσκεται στην ιδιοκτησία του LinkedIn, μία σελίδα επιχειρησιακής δικτύωσης, χρεώνουν ένα μηνιαίο ποσό για πρόσβαση σε όλα τα μαθήματα. (Δεν είναι δύσκολο να φανταστείς το LinkedIn να συγκρίνει τα σετ ικανοτήτων των χρηστών του με αυτά που απαιτούνται για να αιτηθούν μία συγκεκριμένη δουλειά – και στην συνέχεια να προσφέρει στους χρήστες μαθήματα που είναι απαραίτητα για να συμπληρώσουν τα κενά τους.) Οι χρήστες και οι ενδεχόμενοι εργοδότες κάποιες φορές το βρίσκουν δύσκολο να συμπεράνουν ποιες ικανότητες έχουν καλή αξία. Περισσότερη συνεργασία μεταξύ της κυβέρνησης, των εκπαιδευτικών παρόχων και των εργοδοτών για τις πιστοποιήσεις θα βοηθούσε.
[...] Όσο οι ικανότητες πάνω στην εργασία πηγαίνουν και έρχονται, το να έχεις συμπαγή θεμέλια σε βασικές ικανότητες ανάγνωσης και αριθμητικής θα γίνει ακόμα πιο ζωτικό. Αλλά η διδασκαλεία “λεπτών” ικανοτήτων, επίσης, γίνεται όλο και περισσότερο σημαντική. Σε μία δημοσίευση του 2013, οι James Heckman και Tim Kautz της Εθνικής Υπηρεσιάς Οικονομικής Έρευνας της Αμερικής υποστηρίζουν ότι χρειάζεται περισσότερη έμφαση σε “χαρακτηρολογικές ικανότητες” όπως η επιμονή, η κοινωνικότητα και η περιέργεια, που έχουν υψηλή αξία για τους εργοδότες και σχετίζονται στενά με την δυνατότητα των εργαζομένων να προσαρμόζονται σε νέες καταστάσεις και να αποκτούν νέες ικανότητες. Ο χαρακτήρας είναι ικανότητα, όχι χαρακτηριστικό, λένε. [...]
Αυτή η προσπάθεια που δεν προέρχεται μόνο από συγκεκριμένα πανεπιστήμια ή εταιρίες, αλλά προωθείται κεντρικά από τα κράτη του καπιταλιστικά ανεπτυγμένου κόσμου. Μια βασική επιδίωξη είναι η δημιουργία ενός πιο αποδοτικού μοντέλου εκπαίδευσης που θα διαμορφώνει τις ικανότητες της εργατικής δύναμης έτσι ώστε να εξυπηρετούνται οι ανάγκες του κεφαλαίου. Επίσης, ήδη συμβαίνει η μετάθεση της κρατικής μέριμνας για την εκπαίδευση στην ατομική υποχρέωση για συντήρηση και ανάπτυξη του γνωσιολογικού κεφαλαίου του καθενός. Θα πρέπει η κάθε μία ως επιχειρηματίας του εαυτού της να φροντίζει να ακολουθεί τις εξελίξεις και θα πρέπει να εμπεδωθεί ότι η αποτυχία είναι ατομική ευθύνη. Ακόμα, γίνεται εμφανής η προσπάθεια για την οργάνωση της αδέσποτης γνώσης που υπάρχει διαθέσιμη στο διαδίκτυο, ώστε να γίνει λειτουργική (δηλαδή κερδοφόρα) τόσο για την εκπαιδευτική αγορά όσο και για την αγορά εργασίας. Η δυνατότητα να παρουσιάζεις ικανότητες χωρίς να τις αποδεικνύεις με κάποιον τίτλο σπουδών θα έπρεπε να θεωρείται δεδομένη. Δεν θα μπορούσε όμως αυτό να παραμείνει έτσι για πολύ καιρό, γιατί η συνειδητοποίηση μιας τέτοιας δυνατότητας θα οδηγούσε στην αμφισβήτηση της αναγκαιότητας των πιστοποιήσεων, αλλά και της διάκρισης μεταξύ “ειδικευμένων” και “ανειδίκευτων”.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, επιχειρείται να κατοχυρωθεί ως προσωπική υποχρέωση του καθενός να αυτοεκπαιδεύεται και να συσσωρεύει πτυχία, ακόμη και όταν εργάζεται, ώστε η εργασία του, ως εμπόρευμα, να διατηρεί την “ανταγωνιστικότητά της”.
Η συνέλευση του game over από την κινηματική πλευρά κάνει συστηματική κριτική στο εκπαιδευτικό σύστημα και μιλάει για την παρακμή του παραδοσιακού μοντέλου από το 2010. Και με αυτή την συνειδητοποίηση: ότι το εκπαιδευτικό σύστημα και τα πτυχία που μοιράζει είναι ξεπερασμένα, θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε στην αμφισβήτηση των ψευδαισθήσεων που συνοδεύουν την συλλογή πτυχίων.
Κι όμως, παρά το εμφανές ξεπέρασμα των παλιών βεβαιοτήτων, η πίστη στην αξία των πτυχίων διατηρείται ευλαβικά. Αν ένα πτυχίο δεν είναι αρκετό, θα πάρουμε και δεύτερο και τρίτο... Μεταπτυχιακό, διδακτορικό κτλ. Και θα ελπίσουμε ότι για εμάς το μέλλον θα έχει καλύτερες προοπτικές και θα συνεχίσουμε να παλεύουμε για να επιβιώσουμε μέσα στον πληθωρισμό των πιστοποιήσεων. Έχουμε δει τις επιπτώσεις αυτής της ιδεολογίας: “παιδιά” 30 χρονών που ζουν στο σπίτι των γονιών τους για να σπουδάσουν και καταρρέουσες ψυχολογίες πτυχιούχων που έχουν “επενδύσει πολλά” αλλά δεν βρίσκουν δουλειά στο αντικείμενό τους. Ένα είδος μαζικής κοινωνικής μανιοκατάθλιψης είναι το αποτέλεσμα της πρόσδεσης των ελπίδων κοινωνικής ανόδου σ’ ένα νεκρό εκπαιδευτικό σύστημα.
Έρχονται λοιπόν οι ειδικοί να προτείνουν έναν ψηφιακό μετασχηματισμό, που θα είναι ικανός να συντηρήσει την ίδια μανιοκατάθλιψη σε ηλεκτρονική συσκευασία. Είστε φοβισμένοι; Ανησυχείτε ότι δεν θα βρείτε δουλειά ή θα απολυθείτε από την δουλειά σας; Τώρα πλέον μπορείτε να συλλέγετε δια βίου νανο-πτυχία, μικρο-μεταπτυχιακά, ακόμη και παράλληλα με την δουλειά σας! Και όχι μόνο δεν θα πρέπει να δυσανασχετείτε, αλλά θα πρέπει να σας αρέσει κιόλας. Τι καλύτερο έχετε να κάνετε στον ελεύθερό σας χρόνο, από το να χτίζετε το ψηφιακό σας προφίλ και να επενδύετε στο ατομικό σας κεφάλαιο;
Όσο δεν αμφισβητούμε την λογική που μας θέλει να είμαστε μικροί επενδυτές του ατομικού μας κεφαλαίου, θα συνεχίζουμε να πέφτουμε στην παγίδα του πληθωρισμού των πιστοποιήσεων παλιάς ή νέας μορφής. Τεχνοκράτες όπως ο Thrun γνωρίζουν ότι η δυνατότητα απόκτησης γνώσεων έχει ξεφύγει από τα όρια των campus των πανεπιστημίων. Γι αυτό και είναι κρίσιμη μία καταρχήν ανάκτηση του ελέγχου της εγκυρότητας παροχής της γνώσης από τους παραδοσιακούς της φορείς. Επιπλέον, το δια βίου κυνήγι για μία συνεχή αναβάθμιση των ικανοτήτων κυρίως όσων εργάζονται σε χώρους όπου η παραγωγή εξαρτάται και ελέγχεται από πληροφοριακές μηχανές, φαίνεται να απαντάει εν μέρη στην “πολυπόθητη” αντιστοίχηση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας. Όμως, ένα τέτοιο κυνήγι, αν και προσπαθούν να μας πείσουν ότι είναι ένας σίγουρος δρόμος προς την “ανέλιξη”, τελικά δεν παύει να είναι παρά ένας εκσυγχρονισμός του παλιού καριερισμού των 90's: πολλοί θα το προσπαθήσουν, λίγοι θα το καταφέρουν. Με μία όμως σημαντική διαφορά: ότι ολοένα και περισσότεροι το προσπαθούν και ολοένα και λιγότεροι το καταφέρνουν.
Θα μπορούσε άραγε ένα ικανό κομμάτι των “δια βίου εκπαιδευόμενων” ανά τον κόσμο να αντιμετωπίσει και να χρησιμοποιήσει τις σύγχρονες δυνατότητες απόκτησης γνώσης έξω από τα συμφέροντα των επιχειρήσεων και τις αγοράς, έξω από την στενή εννόηση του ατομικού του κεφαλαίου;
Shelley Dee
1 - O Thrun είναι δημόσιο πρόσωπο από το 2005, όταν μετασχημάτισε ένα Volkswagen Touareg και κέρδισε ένα διαγωνισμό για αυτοκίνητα χωρίς οδηγούς. Σπόνσορας του διαγωνισμού ήταν το υπουργείο άμυνας των ηπα. Το 2007 ηγήθηκε του προγράμματος της google για την ανάπτυξη των αυτο-οδηγούμενων αυτοκινήτων. Επίσης, ίδρυσε το google x, το εργαστήριο στο οποίο αναπτύχθηκε το google glass και άλλα ερευνητικά projects.
[ επιστροφή ]
2 - Re-educating Rita. Διαθέσιμο εδώ.
[ επιστροφή ]
3 - Γράφημα που παρουσιάζει τις επενδύσεις και δωρεές προς τους παρόχους MOOCs από την εφημερίδα “The Chronicle of Higher Education”. Διαθέσιμο εδώ.
[ επιστροφή ]
4 - Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το ζεύγος Mark Zuckerberg (CEO του facebook) και Priscilla Chan που ανακοίνωσαν στα τέλη του 2015 ότι θα δώσουν το 99% των μετοχών τους στο facebook - αξίας 45 δισεκατομμυρίων δολαρίων - σε μία σειρά από σκοπούς, με κυρίαρχο την ανάπτυξη λογισμικού “που κατανοεί πώς μαθαίνεις καλύτερα, και που χρειάζεται να επικεντρώσεις”. Όπως λένε οι ίδιοι: “Οι αρχικές περιοχές που θα δώσουμε έμφαση θα είναι η προσωποποιημένη μάθηση, η θεραπεία της ασθένειας, η διασύνδεση των ανθρώπων και το χτίσιμο ισχυρών κοινοτήτων”. Να υποθέσουμε ότι τα δύο τελευταία σημαίνουν περισσότερο facebook για όλους;
[ επιστροφή ]
5 - Διαθέσιμο εδώ.
[ επιστροφή ]
6 - Μπορείτε να διαβάσετε σχετικά με το θέμα το άρθρο: “Η (εν μέρει) ψηφιοποίηση του αναλογικού εκπαιδευτικού συστήματος”, στο cyborg #7.
[ επιστροφή ]
7 - Διαθέσιμο εδώ.
[ επιστροφή ]
8 - Aντίστοιχα το edX προσφέρει “micro-masters”, δηλαδή μικρο-μεταπτυχιακά.
[ επιστροφή ]