Θα προσπεράσουμε το (ελπίζουμε προσωρινό) γεγονός ότι η καινούργια κυβέρνηση εξακολουθεί να συμπεριφέρεται σαν αντιπολίτευση - σα να μην το έχουν πιστέψει τα στελέχη της, ή να μην ξέρουν από καλούς διπλωματικούς τρόπους. Υποθέτουμε ότι όπως έγινε η περιβόητη “βίαιη πολιτική ωρίμανση” απ’ το 2012 ως τώρα, θα γίνει άλλη μια “βίαη πολιτική ωρίμανση” απ’ τις κυβερνητικές καρέκλες πια. (Βίαιη ωρίμανση χτες, βίαιη ωρίμανση σήμερα, σαν μπανάνες chiquita πάει το πράγμα).
Εκείνο που θεωρούμε άξια λόγου γεγονότα είναι τα εξής. Κατ’ αρχήν τα περί “διαγραφής μεγάλου μέρους του χρέους” έχουν ... διαγραφεί απ’ το λεξιλόγιο. Προσαρμογή. Αντίθετα ο θόρυβος γίνεται γι’ αυτό που στο προηγούμενο τεύχος περιγράφαμε σαν την παγίδα όπου έπεσε η Κουμουνδούρου. Παραφράζοντας τον Γκράμσι σε βαθμό κακουργήματος, θα λέγαμε: το παλιό (πρόγραμμα /μνημόνιο) δεν έχει τελειώσει, το καινούργιο (πρόγραμμα / μνημόνιο) δεν έχει αρχίσει, ενδιάμεσα παρατηρούνται μελοδραματισμοί... Κάτι η απειρία, κάτι ο νεανικός ενθουσιασμός, κάτι ο επαναστατικός οίστρος, κάτι ο greek way, το - λύσιμο - αυτού - του - κόμπου εμφανίζεται σαν επιθωρησιακό νούμερο.
...
‘Ισως χρειαστεί να κάνει η επαναστατική κυβέρνηση την καρδιά της πέτρα. Να ρίξει τα μούτρα της και να μιλήσει με την τρόικα για μια έσχατη φορά, ένα ύστατο χαίρε, (ας είναι και μέσω skype), να γίνει αυτή η ρημάδα η τελευταία αξιολόγηση, σαν απολογισμός ας πούμε ή σαν bachelor ... να μην πάρει τα 7,5 δισ. της δόσης (για να δείξει ανωτερότητα), και να τα μεταφέρει σαν μπάνκα στο “καινούργιο μεσοπρόθεσμο”. Θα χρειαστούν. Περιμένει κόσμος...
Από σκόρπια μισόλογα προκύπτει πως οι βασικές ιδέες που έχει να εκθέσει το επιτελείο της Κουμουνδούρου, άπαξ και βγει απ’ την παγίδα, είναι συμβατές (συμβατότατες) με την γενική ιδέα διαχείρισης της κρίσης, επί το ανθρωπιστικότερο. Αλλά ακόμα κι αν ο στόχος γίνει απλά ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί αντί για πλεονασματικοί, ο βραχνάς των κρατικών εσόδων και των των κρατικών εξόδων θα είναι πανταχού παρών.
Σε γενικές γραμμές έχουμε εμπιστοσύνη στον συ.ριζ.α. (και στους φασίστες συμμάχους του), με την έννοια ότι για την αριστερά του κράτους και του κεφάλαιου πρόκειται... Υπάρχει μόνο ένα θεματάκι που θέλει πολύ μεγάλη προσοχή, και το λέμε επειδή συχνά οι νεοφώτιστοι το αγνοούν: δεν έχουν κατατροπώσει τους αντιπάλους τους (το 60% των ψηφοφόρων ψήφισαν αλλιώς) και δεν έχουν κατατροπώσει ούτε τους δικούς τους οπαδούς και ψηφοφόρους. Η επαναστατική κυβέρνηση κάθεται πάνω σε μια μάζα πολιτικοποιημένης συγκινησιακής πανούκλας, που νοιώθει (με τους βαρουφάκιους λεκτικούς τσαμπουκάδες...) “εθνικά υπερήφανη”, αλλά έχει το ένα της μάτι στα ατμ: δεν θέλει και πολλά για να πανικοβληθεί (αυτή η μάζα), αφού μικροαστική ήταν στις 24 και στις 25 Γενάρη, μικροαστική είναι κι απ’ τις 26 και μετά. Η μάζα σερφάρει και στο internet, όπου οι φήμες δεν προέρχονται υποχρεωτικά απ’ την ολιγαρχία.
Αυτό σημαίνει, για να γυρίσουμε στην αρχή (και να τελειώνουμε) ότι άμα η συγκεκριμένη υπερομάδα με τις φαιορόζ φανέλες κάνει γκέλες και προκαλεί εκνευρισμό, δεν θα την περιμένουν είτε οι οπαδοί είτε οι αντίπαλοι της στο αεροδρόμιο, όπως στο φεύγα· θα την περιμένουν στις τράπεζες. Κι αυτό δεν είναι καλό, ε;
...
Αυτά γράφαμε αμέσως μετά τις εκλογές, στις αρχές Φλεβάρη (Sarajevo 92) ανάμεσα σε πολλά άλλα, που μας έχουν απασχολήσει τα δύο τελευταία χρόνια σχετικά με την κυβερνοαριστέρα. Το θέαμα της δήθεν διαπραγμάτευσης απ’ τα τέλη του Γενάρη ως σχεδόν τα τέλη Φλεβάρη, είχε, πράγματι, πολύ μελόδραμα. Και κατάληξη συζητήσιμη... Είναι πολλοί βέβαια εκείνοι που τώρα κατηγορούν την φαιορόζ κυβέρνηση ότι συνθηκολόγησε...
Εμείς δεν θα το κάνουμε αυτό. Και δεν θα το κάνουμε επειδή εδώ και καιρό έχουμε εντοπίσει συστηματικές συνέχειες μεταξύ εναλλασσόμενων κυβερνήσεων, για παράδειγμα μεταξύ της προηγούμενης και της τωρινής, στις οποίες κανείς δεν δίνει σημασία. Για μας, αντίθετα, είναι ιδιαίτερα σημαντικές επειδή δείχνουν την πραγματική κίνηση του ελληνικού συμπλέγματος κράτους / κεφάλαιου / παρακράτους, έτσι ώστε να υπάρχει ελάχιστο περιθώριο για εκπλήξεις ή “προδομένες προσδοκίες”. Αυτές τις τελευταίες τις αφήνουμε για όσους, λίγους ή πολλούς, βολεύονται να νοιώθουν θύματα.
Δεν επιχαίρουμε, λοιπόν, για την επιβεβαίωση εξελίξεων που ήταν έγκαιρα προβλέψιμες· προβλέψιμες για όποιον, φυσικά, έχει το κουράγιο να ασχολείται με την πραγματικότητα όπως είναι κι όχι όπως θα ήθελε να είναι. [1Πληθαίνουν διάφοροι που, εκ των υστέρων, διαπιστώνουν ότι η φαιορόζ κυβέρνηση δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο πέρα απ’ το να υποχωρήσει απ’ τις φοβερές και τρομερές υποσχέσεις της. Και επειδή οι εκ των υστέρων “εξηγήσεις” είναι εύκολες και πουλιούνται με το μέτρο, ειδικά από ανθρώπους ή και ομάδες ανθρώπων που πριν πίστευαν, παρίσταναν ότι πιστεύουν ή και θεωρούσαν εφικτές τις κυβερνοαριστερές μεγαλοστομίες, μπορεί κανείς να διαβάσει σαν “εξήγηση - της - αποτυχίας” οτιδήποτε. Όμως το ζήτημα είναι απλό: όταν οι φοβερές και τρομερές ελληνικές ποδοσφαιρικές ομάδες ετοιμάζονται να κάνουν καριέρα στο ευρωπαϊκό ποδοσφαιροθέαμα, οι οπαδοί τους πιστεύουν, παριστάνουν ότι πιστεύουν ή και θεωρούν εφικτό το να τσακίσουν κάθε αντίπαλό τους. Μετά; Υπάρχει μια πολύ ριζική σύνθεση, στα πάμπολλα ελληνικά μυαλά, μεταξύ του επαρχιωτισμού τους (που 101 φορές στις 100 σημαίνει υποτίμηση κάθε άλλου, και ειδικά των “αντιπάλων”) και του αντίστροφού του, του κόμπλεξ ανωτερότητας. Συνεπώς το σωστό δεν είναι ότι η φαιορόζ κυβέρνηση πέτυχε ή απέτυχε αλλά το ότι είναι ελληνική. Έλληνες, επίσης, είναι οι επικριτές της.] Η φαιορόζ “αντιμνημονιακή” κυβέρνηση επιδιώκει ορισμένα πράγματα, μέσα στα όρια της περίφημης “ευελιξίας” του πολιτικού δανεισμού: μια πιθανή (προς συζήτηση) μείωση του απαιτούμενου πρωτογενούς πλεονάσματος (που σχετίζεται άμεσα με επιπλέον διευκολύνσεις στην πληρωμή των δόσεων και των τόκων των δανείων) και μια πιθανή αναθέωρηση ορισμένων όρων του. Μόνο που αυτά οι πάνκακοι δανειστές φαίνονταν διατεθειμένοι να τα συζητήσουν εξ αρχής! Έτσι ώστε μετά από σχεδόν ένα μήνα θεατρινισμών, βερμπαλισμών, πύρινων διακηρύξεων, “εθνικής υπερηφάνειας” και λαϊκού “αντιγερμανισμού”, η φαιορόζ κυβέρνηση κατάφερε να βάλει τα χεράκια της και να βγάλει τα ματάκια της εκεί που θεωρούσε ότι έχει πλεονέκτημα: στη δημαγωγία. Αν οι όποιες επιτυχίες της (εντός ή εκτός εισαγωγικών) κριθούν μόνες τους, έχουν την αξία τους - πάντα με όρους κράτους / κεφάλαιου. Αν όμως συγκριθούν με το θέαμα της υποτιθέμενης “σκληρής διαπραγμάτευσής” δείχνουν ελάχιστες· κι αν συγκριθούν με την επί χρόνια (και προεκλογική) ρητορική της κυβερνοαριστεράς δείχνουν αμελητέες. Πρόκειται για κατόρθωμα!
Πριν λίγο καιρό, ένα μήνα πριν τις εκλογές, (Sarajevo 91, Γενάρης 2015, το έξυπνο πουλί απ’ τη μύτη πιάνεται) υποστηρίζαμε
...Ο συ.ριζ.α. είναι ένα κόμμα που ΔΕΝ έχει αξιόπιστους τακτικιστές. Ανθρώπους, δηλαδή, που “να το έχουν” με τους ελιγμούς κόντρα στους ελιγμούς των αντιπάλων τους... Όμως εάν δεν έχεις ικανότητες, ευελιξία και πλουραλισμό τακτικών έναντι αντιπάλων κλάσης Α εθνικής, με φορ που σέρνονται και χαφ που είναι για γέλια αλλά με ικανό (βαθυκρατικό) προπονητικό team, πώς θα τα καταφέρεις στο champion league; Προφανώς, το να σε κολακεύουν οι οπαδοί σου και οι δικοί σου δημοσιογράφοι για το “πόσο καλά τα κατάφερες να ρίξεις την κυβέρνηση με αφορμή την εκλογή προέδρου” είναι ελάχιστης σημασίας. Το μέτρο της επιτυχίας ενός τακτικιστή δεν είναι να παρανοεί ή να συκοφαντεί την τακτική των αντιπάλων του, αλλά να την στριμώχνει αποτελεσματικά...
Ήταν μόνο η ανικανότητα (εν μέρει αναμενόμενη από ανθρώπους που δεν έχουν καμία κυβερνητική εμπειρία) που σε συνδυασμό με την δήθεν άγια αποστολή “σωτηρίας του έθνους” οδήγησε στην επιλογή ενός εξαιρετικά απολίτικου και, επιπλέον, τεράστιου ψώνιου, για την θέση του υπ.οικ., δηλαδή του κύριου “σκληρού διαπραγματευτή”; Ήταν μόνο η ανικανότητα στο συνδυασμό της με τον “αριστερό λαϊκισμό” που έκανε ακόμα και τον πιο “φιλικό” υπ.οικ. του eurogroup, τον αδελφό κύπριο (δεξιό βέβαια...), να δηλώνει: δεν καταλαβαίνουμε τι θέλει η ελλάδα; Ήταν μόνο η έπαρση του πολιτικού - οχήματος - ειδικού - σκοπού, που από περίπτερο έγινε σούπερ μάρκετ, που έθρεψε την ανερμάτιστη και αλαζονική ελληνική ρητορική της υποτιθέμενης “σκληρής διαπραγμάτευσης”;
Ίσως...
Σύντομα πάντως αυτός ο μήνας εθνικής ευφορίας, απ’ τις 27 Γενάρη μέχρι σχεδόν το τέλος του Φλεβάρη, θα είναι μια μακρινή ανάμνηση, αν δεν ξεχαστεί εντελώς: τα προϊόντα του θεάματος υπόκεινται στους νόμους του, κι ένας απ’ αυτούς είναι ο κανόνας της γρήγορης λήθης, της εναλλαγής των εντυπώσεων. Οι καινούργιες συμφωνίες, οι καινούργιοι έλεγχοι, οι καινούργιες ιδέες για την “διόρθωση” του ελληνικού κράτους / κεφάλαιου (ένας νταλκάς ηλικίας σχεδόν 180 χρόνων...) και οι καινούργιες τριβές θα μπουν στην ημερήσια διάταξη. Εν τω μεταξύ, το πολιτικό προσωπικό / βιτρίνα που (θα) έχει την ευθύνη να μαζεύει τα “εύγε” και τα “αίσχος”, έχει ξεκινήσει την καριέρα του όπως όλα τα προηγούμενα, με έναν αυθεντικά ελληνικό τρόπο: λόγια παχιά και θεωρίες, αλλά στην πράξη μας γαμάνε οι θεσμοί - όπως είπε κάποτε ο ποιητής, μιλώντας όχι για τους κυβερνήτες αλλά για τους “επαναστάτες” του καιρού του.
Όμως, ας είμαστε δίκαιοι. Αν πρόκειται να κριθεί το προσωπικό της φαιορόζ κυβέρνησης, δεν θα πρέπει να είναι επειδή θα πετύχει “λίγα”. Επιφανειακά, στα λόγια, το “λαϊκό αίτημα” εδώ και 5 χρόνια είναι “να γίνει κάτι”, αφήνοντας ασαφές τι ακριβώς θα μπορούσε να είναι αυτό το “κάτι”. Επιπλέον, καθ’ οδόν προς το γκουβέρνο, τα στελέχη της κυβερνοαριστεράς συνάντησαν πολλούς που έλεγαν και ξανάλεγαν “μωρέ και το 10% όσων τάζετε να κάνετε, εγώ θα είμαι ευχαριστημένος”. Ενόσω η κυβερνοαριστερά υποσχόταν να κουρέψει γερά το δημόσιο χρέος, ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων της είχε προληπτικά κουρέψει σχεδόν γουλί τις δικές της υποσχέσεις... Μόνο που αυτό το “ευχάριστο 10% των υποσχέσεων”, ακριβώς επειδή είναι τόσο μικρό και σεμνό, αφήνει να διαφανεί το υπονοούμενο: δεν είναι ένα 10% ίδιο για όλους... Ο καθένας θα ήθελε να δει λύση στα δικά του προβλήματα, και όχι άλλων. Ο καθένας θα ήθελε να γίνουν πράξη το 10% των κυβερνοαριστερών υποσχέσεων που τον αφορούν, και όχι οποιοδήποτε 10%...
Το ποιούς θα ικανοποιήσει και ποιούς όχι η φαιορόζ κυβέρνηση μπορούμε από τώρα να το προεκτιμήσουμε, σε γενικές γραμμές. Ωστόσο, αν μπορέσει να αποδείξει ότι “κάνει κάτι”, ότι “κάνει κάτι” με το 10% των υποσχέσεών της, θα έχει δικαίωμα να πει πως είναι συνεπής στις απαιτήσεις του λαού. Και τότε ίσως θα πρέπει να γίνει αντικείμενο κριτικής αυτός ο ίδιος ο λαός.
ταξικά συμφέροντα
Μια έρευνα της εταιρείας public issue για λογαριασμό της “εφ.συν” το φθινόπωρο του 2014, έδειξε ότι στο δείγμα των ερωτώμενων η ερώτηση “εάν ο συ.ριζ.α. είναι κοντά στα συμφέροντα της μεσαίας τάξης” συγκέντρωνε τις περισσότερες καταφατικές απαντήσεις (37%). Λίγες ημέρες πριν τις εκλογές της 25ης Γενάρη, ο πρόεδρος του κόμματος έλεγε:
... Ο κ. Σαμαράς θεωρεί τους παραδοσιακούς, συντηρητικούς ψηφοφόρους, τους ψηφοφόρους της μεσαίας τάξης δική του ιδιοκτησία, αλλά θα διαψευστεί όμως οικτρά... Οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, οι αγρότες, οι βιοτέχνες όλοι όσοι λεηλατήθηκαν από την πιο βάναυση πολιτική της τρόικα δεν είναι πρόβατα στο μαντρί. Βρέθηκαν στο παρελθόν ως επί το πλείστον στη κάλπη της ΝΔ, αλλά τώρα ετοιμάζονται να κάνουν το μεγάλο βήμα και θα εκπλήξουν πολλούς την άλλη Κυριακή... Αυτοί οι ψηφόφοροι τώρα ενώνουν την οργή αλλά και την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον με τον συ.ριζ.α. Έρχονται μαζί μας διαπερνώντας τις διαχωριστικές γραμμές κατακερματίζοντας τις διαχωριστικές γραμμές του παρελθόντος, έρχονται μαζί μας όχι από ιδεολογία αλλά από ανάγκη...
Τι είναι αυτή η περιβόητη “μεσαία τάξη” στην ελλάδα; Μπορεί να υπάρχουν οικονομικά κριτήρια λιγότερο ή περισσότερο σχετικά. Σαν αυτόνομοι εργάτες υποστηρίζουμε πάντως ότι πρόκειται (στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της) για τους νεόπλουτους μικροαστούς των δεκαετιών της ευδαιμονίας, απ’ τις αρχές των ‘90s ως και το 2010. Και θα χρησιμοποιούσαμε για την περίπτωση έναν παλιό, πασοκικής προέλευσης όρο: μικρο-μεσαίοι. Σαν “μεσαία τάξη” θα συνυπολογίζαμε, λοιπόν, μικροαστούς και μεσοαστούς, όχι μόνο επειδή οι δεύτεροι είναι η εκδοχή της “οικονομικής ανόδου” των πρώτων, άρα το ιδεώδες τους, αλλά και επειδή ιδεολογικά, πολιτιστικά, ηθικά, αισθητικά πρόκειται για ένα ενιαίο κοινωνικά σώμα, που χωράει το ίδιο καλά τους δημόσιους υπαλλήλους ή ελεύθερους επαγγελματίες “γονείς” και τα πολυπτυχιούχα “παιδιά” τους, τα αγροτοαφεντικά και τους σουβλατζήδες, τους επιχειρηματίες με 20, ή 50 εργάτες και τους start up αυτοαπασχολούμενους... Τελευταίο αλλά σημαντικό: αυτό το κοινωνικό στρώμα / μίγμα έχει την ιδεολογική ηγεμονία και πάνω στο μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης εργατικής τάξης, όχι μόνο τις πιο παραδοσιακής αλλά και σε εκείνα τα τμήματά της που έχουν μια κάποια ειδίκευση (πτυχία, μεταπτυχία, κλπ).
Αυτοί οι μικρο-μεσαίοι, μαζί με τους ιδεολογικά κατεχόμενους σύγχρονους ντόπιους εργάτες / εργάτριες, αποτελούν το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του “εκλογικού σώματος”. Έτσι ώστε δεν μπορεί να νοηθεί κόμμα εξουσίας που να μην εκπροσωπεί τα δικά τους συμφέροντα. Όσοι / όσες μάλιστα θυμούνται τις “ηρωϊκές” δεκαετίες του ‘90 και του ‘00, δεν θα έχουν ξεχάσει τις ατελείωτες πολιτικο/εκλογικές φλυαρίες, σύμφωνα με τις οποίες η “μεσαία τάξη”, που τοποθετούνταν όχι μόνο στο κέντρο της κοινωνικής ιεραρχίας αλλά και στο κέντρο του ιδεολογικού φάσματος, αποτελούσε σχεδόν τον μοναδικό ψηφοθηρικό στόχο κάθε κόμματος που σεβόταν τον εαυτό του και τις εξουσιαστικές του δυνατότητες. Στα πόδια των μικρομεσαίων σφάζονταν όλοι, στην εκπροσώπησή τους ορκίζονταν όλοι. Έτσι ώστε να γεννηθεί και μια εξελιγμένη ιδέα: ότι τα 2 βασικά κυβερνητικά κόμματα αποτελούν στην πραγματικότητα φράξιες ενός και του αυτού κόμματος, και πως από κει και πέρα υπάρχουν μικροί κομματικοί σχηματισμοί, που απλά είναι η διακόσμηση της δημοκρατίας. Η δική μας άποψη ήταν ακόμα πιο προχωρημένη: όλα τα κόμματα αποτελούσαν φράξιες των μηχανισμών της προσοδικής “δημοκρατίας”... Πάντως η “μεσαία τάξη”, οι μικρομεσαίοι, δεν είχαν ανησυχίες ταξινόμησης.
Δύο ζητήματα μπορούν να θεωρηθούν σίγουρα, και δεν έχουν μόνο ιστορική αξία: πρώτον ότι αυτό το “φούσκωμα της μεσαίας τάξης” (σε μεγάλο ποσοστό μέσω δανείων...) έγινε συγχρονικά σ’ όλον τον αναπτυγμένο καπιταλιστικά κόσμο. Και δεύτερον, ειδικά στην ελλάδα (ίσως κι αλλού) οι μικρο-μεσαίοι δεν ήταν και δεν έγιναν ποτέ αστική τάξη με την ιστορική έννοια του όρου· δεν κάλυψαν, σαν να λέμε, το μεγάλο ιδεο-κοινωνικο-πολιτικό κενό που έχει ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός από τότε που διαμορφώθηκε σε κράτος. Δεν είχαν, ούτε υιοθέτησαν ποτέ οτιδήποτε θα μπορούσε να ονομαστεί “αστική κουλτούρα”, “αστική συμπεριφορά”, ή “αστικός φιλελευθερισμός” - πάντα με την ιστορική έννοια, που πιθανότατα είναι ξεπερασμένη παγκόσμια. Ενώ η μάζα των μικρο-μεσαίων έγινε πράγματι ο βασικός κορμός της εξουσίας, παρέμειναν άμεσα ή έμμεσα αρθρωμένοι στις πολιτικές προσόδους· είναι κάτι που το έχουμε υποστηρίξει απ’ αυτές εδώ τις σελίδες πολλές φορές και με πολλές αφορμές. Και γι’ αυτό η μάζα των μικρομεσαίων, ειδικά στην περίοδο της οικονομικής της ακμής, ήταν πάντα ισχυρά καχύποπτη έως ανοικτά εχθρική απέναντι σε οτιδήποτε “μύριζε” αντι-προσοδικούς μετασχηματισμούς (στο κράτος, στη δημόσια διοίκηση, στο “επιχειρείν” και στους όρους κερδοφορίας των αφεντικών), έστω για να προσαρμοστεί με καθυστέρηση το ελλαδιστάν στα διεθνή καπιταλιστικά στάνταρ. Τρεις τουλάχιστον πρωθυπουργοί, δύο “κεντροαριστεροί” και ένας “κεντροδεξιός”, εκλέχτηκαν μέσα σε μια σχεδόν 20ετία με σημαία τον περιβόητο “εκσυγχρονισμό” (του ελληνικού κράτους και κεφάλαιου) αλλά έσπασαν τα μούτρα τους πάνω στη δύναμη των ίδιων των ψηφοφόρων τους και των άμεσα ή έμμεσα προσοδικών συμφερόντων τους. Αξίζει να θυμίσουμε την μάλλον απεγνωσμένη διαπίστωση του ενός (Σημίτης) για την ύπαρξη δύο ελλάδων (στη συσκευασία της μιας...) και τις συνέπειες που υπέστη ένας άλλος (Καραμανλής ο Β) που τόλμησε να μιλήσει, μεταξύ μπύρας και σαλάτας, για 5 νταβατζήδες που ελέγχουν τη χώρα: μόνο τα αχαμνά του δεν είδε, σε dvd, το πανελλήνιο...
Πριν η περίφημη “μεσαία τάξη”, σε ικανό μέρος της, διαλέξει το άρμα της κυβερνοαριστεράς, είχε επιδείξει σταθερά και επίμονα εδώ και πάνω από 30 χρόνια, τα βασικά χαρακτηριστικά της πολιτικής της συμπεριφοράς.
α) Δεν έχει, δεν θέλει να έχει, δεν μπορεί να έχει γενικό σχέδιο “οδήγησης” του ντόπιου καπιταλισμού, στο βαθμό που για οποιονδήποτε λόγο (π.χ.: η χρεωκοπία του προηγούμενου μοντέλου) θα χρειαζόταν κάτι τέτοιο. Αντίθετα
β) Αντιδρά ισχυρά (και διαλυτικά) απέναντι σε οποιοδήποτε τέτοιο σχέδιο, εάν κάποια τμήματα της, κάποιες κατηγορίες μικρο-μεσαίων, θεωρήσουν ότι θίγονται τα στενά εννοημένα συμφέροντά τους, έστω και κοντοπρόθεσμα.
γ) Μέσα σ’ αυτήν την “μεσαία τάξη” δεν υπάρχει κάποια ηγεμονική μερίδα, τέτοια που να μπορεί να επιβληθεί στους υπόλοιπους ιδεολογικά, μεθοδολογικά, πολιτικά, για μια ικανή διάρκεια χρόνου. Αντίθετα
δ) Εκείνα που μπορούν να θεωρηθούν σα “γενικά συμφέροντα” των μικρομεσαίων δεν είναι τίποτα άλλο απ’ το άθροισμα των επιμέρους ειδικών (επιχειρηματικών, επαγγελματικών, οικογενειακών, τοπικών) συμφερόντων τους· ακόμα κι αν ένα τέτοιο άθροισμα σημαίνει παράθεση μικρότερων ή μεγαλύτερων αντιθέσεων. Ενδεικτικά παραδείγματα: οι μικρομεσαίοι είναι αναφανδόν υπέρμαχοι ενός δημόσιου ποιοτικού συστήματος υγείας· ταυτόχρονα είναι ακόμα πιο φανατικά υπέρ του να βγάζουν τα παιδιά τους-γιατροί όσο περισσότερα λεφτά γίνεται... Ή: οι μικρομεσαίοι διαμαρτύρονται για την χρεωκοπία των ασφαλιστικών ταμείων (στη λεηλασία των οποίων συμμετείχαν συχνά και οι διοικήσεις τους)· ταυτόχρονα απορρίπτουν μετά βδελυγμίας την πιθανότητα να πληρώσουν για την ασφάλιση των μεταναστών / μεταναστριών που τους υπηρετούν, μόνιμα ή περιστασιακά· ή, ακόμα, και των εργατών που δουλεύουν στα μαγαζιά τους. Συνεπώς
ε) Η πιο καθαρή έκφραση ικανοποίησης των “γενικών συμφερόντων” των μικρομεσαίων, είναι η μορφή / κράτος. Εάν αυτό είναι “απλόχερο”, τότε λιγότερο ή περισσότερο όλοι είναι ευχαριστημένοι: άλλοι απ’ τις απολαβές, άλλοι απ’ τις προσδοκίες. Ταυτόχρονα
στ) Η εξίσου καθαρή έκφραση ικανοποίησης των “γενικών συμφερόντων” των μικρομεσαίων είναι η ιδιωτική απέχθεια προς την χρηματοδότηση της μορφής / κράτος: φορολογία. Επειδή αυτή η πατερναλιστική καπιταλιστική μορφή οφείλει πάντα περισσότερα στα “παιδιά” της απ’ όσα τους δίνει, λίγα ή πολλά, δεν υπάρχει θέμα αμοιβαιότητας υποχρεώσεων. Οπότε
ζ) Η ιδεολογία και η πολιτικο/συναισθηματική αλήθεια των μικρομεσαίων κινείται, σαν εκκρεμές, ανάμεσα σε έναν (ακόμα και σκληρό) κρατισμό, που σχετίζεται με την απόλαυση των πολιτικών προσόδων, και έναν (εξίσου σκληρό) αντικρατισμό, που σχετίζεται με την απόρριψη οποιουδήποτε “γενικού σχεδίου” καπιταλιστικής διεύθυνσης, εάν αυτό συνεπάγεται οποιουδήποτε είδους “υποχρεώσεις / δεσμεύσεις”. Πως μπορεί να ονομαστεί αυτή σύνθεση των δύο αντιθέτων (και όλων των ενδιάμεσων); Καιροσκοπισμός.
Περιληπτικά όλα αυτά, δεν λέμε κάτι καινούργιο. Το επίκαιρο (για εμάς) ερώτημα είναι: άλλαξε κάτι σ’ αυτό το μακρόχρονο modus operandi της “μεσαίας τάξης” στην ελλάδα μετά το 2010; ‘Αλλαξε κάτι σ’ αυτό όταν μεγάλο μέρος της κατέλαβε το “άδειο πουκάμισο” συ.ριζ.α.; Εν τέλει: ένα κόμμα των μικρομεσαίων μπορεί να πάει κόντρα στα συμφέροντά τους και στην, ας την πούμε έτσι, πολιτική ηθική τους;
Πάνω ένα σκίτσο που δημοσιεύτηκε στα καθεστωτικά “νέα”, προκαλώντας οργισμένες αντιδράσεις του τότε (αντιπολιτευόμενου) συ.ριζ.α., της τότε (αντιπολιτευόμενης) “αυγής” και άλλων, για σεξισμό. “Ντροπιασμένο για όλη του τη ζωή” θεώρησε τον σκιτσογράφο η Κουμουνδούρου (τότε). Κάτω ένα σκίτσο στην κυβερνητική πλέον “αυγή”... Το στρατευμένο “αντιμνημονιακό” χιούμορ τραβάει ζόρια, αλλά ακόμα μεγαλύτερα ζόρια τραβάει ο λαϊκισμός. (Υπάρχει και μια παροιμία που ξεκινάει με το “από τότε που φτιάχτηκε η συγγνώμη...”)
(μια παρένθεση) η ρωγμή: g700 και Δεκέμβρης του ‘08
Ενόσω η Αθήνα (και όχι μόνο) καιγόταν μετά την δολοφονία του Αλ. Γρηγορόπουλου, και άσχετα απ’ το πως ζούσαμε και καταλαβαίναμε εμείς εδώ εκείνη την έκρηξη, με μια ομοφωνία που έφτανε στα όρια της μονοτονίας, όλα τα ρεπορτάζ μη ελλήνων δημοσιογράφων στα media τους μιλούσαν γι’ αυτό: εξέγερση της μεσαίας τάξης στην ελλάδα - εξαιτίας της κρίσης!!! Κρίση; Ποιά κρίση, στην ελλάδα, τον Δεκέμβρη του 2008; Ούτε καν η Lehman Brothers δεν είχε χρεωκοπήσει!
Αυτό που είχαμε διαπιστώσει τότε, άμεσα και πέρα από κάθε αμφιβολία [2Και φυσικά θεωρήσαμε σωστό να μην αναφέρουμε, παρά μόνο υπαινικτικά, στο αφιέρωμα στην εξέγερση του Δεκέμβρη, Sarajevo νο 25, Γενάρης 2009, the spirit of rebellion.] ήταν η παγερή αδιαφορία των μικρομεσαίων για την δημόσια τάξη σαν αυτό που καταλαβαίνουν άμεσα: προστασία της ιδιωτικής περιουσίας γενικά. Η ιδεολογική, συναισθηματική και “ηθικολογική” σχέση των μικρομεσαίων με την δημόσια τάξη σαν προστασία της ιδιωτικής περιουσίας γενικά είναι ταυτόσημη με την ύπαρξή τους την ίδια. Μ’ αυτήν την έννοια ακόμα και η μικρότερη καταστροφή στο κέντρο της ΑΘήνας στη διάρκεια οδομαχιών μπορούσε να τους πουληθεί (και τους πουλιόταν) σαν ύψιστος κίνδυνος, σαν ύψιστη προσβολή στο αξιακό τους σύστημα. Ο συμβολισμός των “επεισοδίων στο κέντρο”, ακόμα και χιλιόμετρα μακριά από την δική τους περιουσία, λειτουργούσε σαν ισχυρή απειλή.
Κι όμως. Προς μεγάλη έκπληξη [3Του Sarajevo φυσικά! Που λόγω μισθωτής σκλαβιάς συνέβαινε τα πρωϊνά να “διαβάζει” την “επιρροή της εξέγερσης” στις συμπεριφορές και τις ερωτήσεις πολλών μελών της ελληνικής “μεσαίας τάξης”...] εκείνες τις τελευταίες εβδομάδες του 2008 πολύ μεγάλο μέρος των ελλήνων μικρομεσαίων, μπορεί το μεγαλύτερο, αδιαφορούσε απόλυτα για οποιαδήποτε καταστροφή· αρκεί να μην ήταν της δικής του προσωπικής ή οικογενειακής περιουσίας: του δικού αυτοκινήτου, του δικού του μαγαζιού. Με αφορμή την δολοφονία ενός 15χρονου αναρχικού, τον οποίο οι μικρομεσαίοι μπορούσαν να θεωρήσουν εύκολα σαν δικό τους παιδί, έμοιαζαν σα να λύνουν το συμβόλαιό τους με τον πιο σκληρό πυρήνα του “γενικού συμφέροντός” τους, το κατασταλτικό τμήμα του κράτους, περιοριζόμενοι στην φροντίδα των αποκλειστικά δικών τους, ατομικών / οικογενειακών συμφερόντων.
Εντυπωσιακή μεταβολή μέσα σε 23 χρόνια. Όταν τον Νοέμβρη του 1985 δολοφονήθηκε ένας άλλος 15χρονος στα Εξάρχεια, ο Μιχάλης Καλτέζας, εργατικής / μικροαστικής οικογενειακής καταγωγής εκείνος, ο χορός των μικροαστών (της πλειοψηφίας του) ήταν χορός βρυκολάκων· και είχε ένα motto: τι ήθελε το κωλόπαιδο τέτοια ώρα εκεί; Το 1985 η μάζα των μικρομεσαίων ήταν ακόμα αρκετά συντηρητική σε ότι αφορά τα ήθη της διασκέδασης και του ελεύθερου χρόνου των παιδιών της· μπορούσε να πιστεύει ακόμα στην αυστηρή οικογενειακή ηθική· και, κατά συνέπεια, ήταν το “κωλόπαιδο” και όχι ο μπάτσος που έφταιγε για την δολοφονία. Εικοσιτρία χρόνια μετά, η μάζα των μικρομεσαίων είχε χαλαρώσει αισθητά σε σχέση με το τι επιτρέπεται και τι δεν επιτρέπεται να κάνουν τα παιδιά της· ένας 15χρονος στα Εξάρχεια ήταν ο.κ.· και ο δολοφόνος μπάτσος ήταν δολοφόνος μπάτσος.
Ήταν όμως μόνο η δολοφονία σαν τέτοια που έσκιζε το γενικό συμβόλαιο (επιμένουμε: το γενικό...) των μικρομεσαίων με τον κατασταλτικό βραχίονα του εκφραστή του “γενικού συμφέροντός” τους; Ή μήπως είχαν αρχίσει να αμφιβάλλουν εάν αυτός (το κράτος) λειτουργεί ικανοποιητικά, σαν εκφραστής του “γενικού συμφέροντός” τους; Πράγματι, αυτό! Κι όχι μόνο στον στενό τομέα της δημόσιας τάξης. [4Όπου οι ιδιωτικές εταιρείες security ήταν επί πολλά χρόνια το “καινούργιο παράδειγμα”.] Αλλά κυρίως σ’ εκείνο το ευαίσθητο ζήτημα στο οποίο το κεϋνσιανό / σόσιαλ κράτος είχε παίξει κεντρικό ρόλο για δεκαετίες και για γενιές, ανεξάρτητα από “δεξιές” ή “αριστερές” κυβερνήσεις, δημιουργώντας μια ισχυρή παράδοση: την εγγύηση του μέλλοντος. “Στην εγγύηση του μέλλοντος των παιδιών μας”.
Τι υποστηρίζουμε έτσι, απροειδοποίητα και αναδρομικά; Στα τέλη του 2008 η “γενιά των 700 ευρώ” ήταν η πιο διάσημη έκφραση ενός no future για τους μικρομεσαίους, ενός no future για το οποίο (κι αν ψάξετε ηλεκτρονικά τα σχετικά ντοκουμέντα θα το επιβεβαιώσετε) το κράτος έπρεπε να κάνει κάτι αποτελεσματικό. Και δεν έκανε. Αν και αυτό δεν ήταν ελληνική αποκλειστικότητα, οι ντόπιοι μικρομεσαίοι δεν το ήξεραν. Αν κι αυτό το no furure ήταν εκδήλωση του καπιταλιστικού “μπουκώματος” που εγκυμονούσε ήδη την κατάρρευση των διευθετήσεων που είχαν φέρει μια ισορροπία μεταξύ “προσφοράς” και “ζήτησης” για 2 δεκαετίες τουλάχιστον (και, φυσικά, την μεγάλη διόγκωση της “μεσαίας τάξης” σ’ όλον τον αναπτυγμένο καπιταλιστικά κόσμο), και πάλι οι ντόπιοι μικρομεσαίοι δεν το ήξεραν. Ήξεραν όμως, διαισθάνονταν μάλλον, αυτό: το αγαπημένο τους κράτος δεν ήταν συνεπές απέναντί τους, και ειδικά απέναντι στα παιδιά τους. Και, επιπλέον, οι μπάτσοι δολοφόνησαν ένα απ’ αυτά. Ε, γαία πυρί μιχθήτω!
Όμως το σοκ του Δεκεμβρη του ‘08 δεν άλλαξε τις βασικές “κατευθυντήριες γραμμές” της (και πολιτικής / εκλογικής) συμπεριφοράς των μικρομεσαίων. Όταν κάποιος τους είπε (ή αυτοί έτσι άκουσαν) ότι “λεφτά υπάρχουν”, λιγότερο από ένα χρόνο μετά, όρμηξαν. Πού; Δεν ρώτησαν. Κρατικά ταμεία; Νομαρχιακά ταμεία; Ταμεία δήμων; Αδιάφορο. Λέγοντας κάποιος (ή εννοώντας αυτοί) πως “λεφτά υπάρχουν” σήμαινε μέλλον υπάρχει.
Η μεταφυσική στις δόξες της!!!
η “μεσαία τάξη” θυμώνει για τα καλά
Τον Δεκέμβρη του 2008 οι μικρομεσαίοι ένοιωθαν αποξενωμένοι απ’ την γενική (αστυνομική) “ηθική” τους, αλλά ήταν αβέβαιοι ακόμα για το αν και πόσες προσοδικές ελπίδες υπήρχαν μπροστά τους. Απ’ τον Μάη του 2010, ενάμισυ χρόνο μετά, άρχισαν να βλέπουν πια το no future να αφορά τους ίδιους. Όχι μόνο τα παιδιά τους αλλά και οι ίδιοι θα έπρεπε να “πληρώσουν για το πάρτυ που τελείωσε”. Αδύνατο να το παραδεχτείς, αδύνατο να το συγχωρήσεις. Σε ποιούς; Μα στους μοναδικούς υπαίτιους. Στους κυβερνήτες.
Όποιος περίμενε ότι τα ιδεολογικά και πολιτικά ήθη των μικρομεσαίων θα αλλάξουν μπροστά στο φάσμα μιας τέτοιας μεγα-διάψευσης (και πως θα γινόταν αυτό; μέσα από ατομική ή συλλογική αυτοκριτική για τις μεθόδους τους τα χρόνια της ευδαιμονίας;) έκανε λάθος. Δεν άλλαξαν. Σκλήρυναν. Και έχασαν προς στιγμήν (με την έννοια του ιστορικού χρόνου) τον προσανατολισμό τους. Αλλάλιασαν. “Τρελλάθηκαν”. Το θυμικό τους έγινε η κύρια (συνήθως η μοναδική) “διέπουσα αρχή” της δημόσιας (άρα και της πολιτικής) συμπεριφοράς τους. Και, φυσικά, οι επιτήδιοι της πολιτικής απάτης έσπευσαν όχι απλά να τους δικαιολογήσουν αλλά να τους αγιάσουν: αγανακτισμένοι.
Έχουμε γράψει στο παρελθόν, όταν το ζήτημα “έκαιγε”, για το τι σημαίνει η πολιτικοποίηση των συγκινήσεων. Παραμένει κατά την γνώμη μας η πιο άθλια αλλά και η πιο συνεπής έκφραση της ιδεολογικής ηγεμονίας των μικρομεσαίων στην ελλάδα. Η αθλιότητά της είναι πρώτα και κύρια αντι-εργατική· αφού (επιμένουμε!!) ο βασικός στόχος της κρίσης αλλά και της διαχείρισής της ήταν και είναι η υποτίμηση, άμεση και έμμεση, της εργασίας και της σύγχρονης εργατικής ζωής. Η συνέπεια της πολιτικοποίησης των συγκινήσεων είναι, όμως, ταξικά προσδιορισμένη: προφανώς, ο καλύτερος αντιπερισπασμός μέσα στην κρίση, είναι να “ξεχαστεί” το πως και από ποιούς / ποιές παράγεται πραγματικά ο κοινωνικός πλούτος. Τι καλύτερο λοιπόν, γι’ αυτό το σκοπό, απ’ το να είμαστε όλοι “θυμωμένοι” (: εργάτες και αφεντικά μαζί), ε;
Προς στιγμήν (;) φάνηκε ότι αυτή η περιβόητη “μεσαία τάξη”, αυτός ο άλλοτε συμπαγής σκελετός των πάντων, διαλυόταν. Και από υλική άποψη αυτό ακριβώς συνέβαινε: ένα μέρος προλεταριοποιήθηκε, ένα άλλο μέρος εξασφάλισε την θέση του, αυξάνοντας μάλιστα την σχετική του απόσταση απ’ τους εκπεσώντες. Αλλά είναι αρκετή, για τις συνειδήσεις, η “υλική άποψη”; Όχι, δεν είναι! Ειδικά εάν εμφανίζεται “ζωντανός” (ή “πιθανός” σαν τέτοιος) κάποιος ενοποιητικός ιστός, σε σχέση πάντα με το κράτος.
Οι μικρομεσαίοι σκίστηκαν σαν “τακτική” στα δύο, ακολουθώντας δύο αντίθετες κατευθύνσεις, που όμως στην “αγανάκτιση” ήταν μαζί, και έμελλε να ξαναβρεθούν μαζί στις αρχές του 2015 (περισσότερα σε χωριστή αναφορά). Ένα μέρος τους τράβηξε προς την “πολιτική του μίσους”, χειροποίητου ή/και μεσολαβημένου: τα φασιστοβοθρολύματα. Ένα άλλο μέρος τους τράβηξε προς την “πολιτική της ελπίδας για την εξουσία”: τον συ.ριζ.α. Αυτά έγιναν την άνοιξη του 2012. Και δεν είναι μυστικό πως πολλοί από δαύτους (τους μικρομεσαίους) ταλανίστηκαν τι απ’ τα δύο να διαλέξουν. Η πολιτική του μίσους τους θύμισε (και τους επιβεβαίωνε) ότι έχουν πάντα ένα αξιοποιήσιμο κομμάτι “εξουσίας”, τοις μετρητοίς, στο παρόν: σα συμμορία, στις παρυφές του κράτους, και με τις ανεπίσημες ευλογίες του. Η πολιτική της ελπίδας της εξουσίας, απ’ την άλλη, τους υποσχόταν ξανά προσοδικό μερίδιο σε κάποιο ασαφές μέλλον. Ασαφές μεν, μέλλον δε.
Τι συνέβη την άνοιξη του 2012; Τα βοθρολύματα ήταν η πιο ακραία, και γι’ αυτό πιο καθαρή έκφραση της ιδιωτικότητας των μικρομεσαίων συμφερόντων, και της ανασύνθεσής της στην πιο on demand εκδοχή “κράτους”, αυτήν του παρακράτους και του υπόκοσμου. Οι μικρομεσαίοι δεν ήταν καθόλου ξένοι ούτε απέναντι στο οργανωμένο έγκλημα ούτε απέναντι στο λειτουργικό παρακράτος: τα χρόνια της ευδαιμονίας είχαν “πολύ” και απ’ τα δύο, και καθόλου ερήμην τους. Το αντίθετο: όταν για παράδειγμα πήγαιναν στα κάτεργα / κωλόμπαρα / παράγκες που γέμισαν την ελληνική επαρχία, ήξεραν ακριβώς όχι μόνο “τι έκαναν”, αλλά και τους σωματέμπορους: ήταν φίλοι τους. Και οι νταβάδες στα μαγαζιά της διασκέδασης ήταν φίλοι τους. Και οι νταραβεριτζήδες “έξυπνων” ή “χαζών” drugs επίσης. Τα βοθρολύματα ήταν (και είναι) η “δύναμη του κακού"· και οι μικρομεσαίοι γίνονται πολύ κακοί (“με το δίκιο τους” λένε...) όταν αγανακτούν... Από την άλλη μεριά, ο κομψός, μισο-γιάπικος μισο-Αντρεϊκός (χάρη στην επιμελή κατασκευή του νυν πρωθυπουργού) συ.ριζ.α., το άδειο ροζ πουκάμισο της πλατείας Κουμουδούρου, ήταν η “δύναμη του καλού”: χωρίς καμία ιδιαίτερη αξία σαν “πρόγραμμα”, με απεριόριστη κατανόηση σε κάθε μικρομεσαίο δράμα, και με clean face.
Έστω. Αλλά ποιό ήταν το συμφέρον; Το ίδιο όπως πριν: η νομή του κράτους. Οι δύο επιλογές, με τα υπόγεια μικρομεσαία τούνελ να τα συνδέουν (απ’ την άποψη των ψηφοφόρων), ήταν οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, του προσοδισμού. Τα βοθρολύματα, που ανάμεσα στις αρχές του 2012 και στο φθινόπωρο του 2013, ανέβαζαν την “ελκυστικότητά” τους σαν ο πυρετός ενός (πράγματι) άρρωστου συλλογικού κοινωνικού σώματος, του σώματος των μικρομεσαίων, ήταν η δυνατότητα της νομής της “σκοτεινής” πλευράς του κράτους. Δυνατότητα που εξακολουθεί να ισχύει, μαζί με τις προοπτικές της, χωρίς υποχρεωτικά “κοινοβουλευτική έκφραση”. Ο συ.ριζ.α., που δεν είχε την ίδια “εκτίναξη” μετά τις διπλές εκλογές της άνοιξης του 2012, ήταν η δυνατότητα της νομής της “φωτισμένης” πλευράς της εξουσίας.
Λοιπόν: αυτός, με το παχνιδιάρικο στυλ, θα κάνει το μπαρούτι, εσύ θα κάνεις τον ηγούμενο Γαβριήλ, κι εγώ θα δώσω την συνέντευξη τύπου μετά. Εντάξει;
Υποθέτουμε ότι πιθανοί αναγνώστες / αναγνώστριες που ανήκουν στην αριστερά ή την άκρα αριστερά θα έχουν γίνει έξαλλοι. “Τι είναι αυτές οι μαλακίες;” θα πρέπει να λένε. “Δεν υπήρξαν λοιπόν ούτε τρόικα, ούτε μνημόνια, ούτε γερμανικός οδοστρωτήρας, ούτε λιτότητα, φτώχια, ανεργία; Δεν είναι αυτά αρκετά για να προκαλέσουν ένα ρεύμα ελπίδας - προς - μια - πρώτη - φορά - αριστερά;”
Πρώτη φορά αριστερά; Όχι δα!! Αυτά ας τα πουλήσουν αλλού, σε τίποτα αμνήμονες ή σε εκείνους κι εκείνες που λόγω ηλικίας δεν ξέρουν. Το πασοκ του 1981 ήταν δέκα και είκοσι φορές πιο αριστερό απ’ τον συ.ριζ.α. του 2012 ή του 2015. Ασφαλώς ήταν διαφορετική η εποχή, οι τοπικοί και οι διεθνείς ιδεολογικοί και πολιτικοί συσχετισμοί, η κοινωνική κίνηση, ο εργατικός ανταγωνισμός - αλλά δεν θα πετάξουμε την ιστορία και τα κριτήρια στα σκυλιά, επειδή αυτό βολεύει τον μεταμοντέρνο ιστορικισμό! Ακόμα κι εκείνος ο δεξιός (“ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός” λεγόταν το δόγμα του) Καραμανλής ο Α, έβγαλε το ελλαδιστάν απ’ το στρατιωτικό σκέλος του νατο το καλοκαίρι του 1974, και για 6 χρόνια (ως τον Οκτώβρη του 1980), στην όξυνση του “ψυχρού πολέμου” - μήπως ο ψεκασμένος φασίστας / συνεταίρος της Κουμουνδούρου, νυν υπ.αμ., ετοιμάζει κάτι παρόμοιο; Αλλά και τότε (θα πει κάποιος) ήταν άλλα τα δεδομένα. Σωστά. Όχι “ευκολότερα”, πάντως.
Πρώτη φορά αριστερά λοιπόν; Όχι σ’ εμάς αυτά τα παραμυθάκια. Ο συ.ριζ.α. είναι ό,τι πιο δεξιό θα μπορούσε να αυτοαποκαλείται “αριστέρα”, και μάλιστα “ριζοσπαστική”, στους μεταμοντέρνους καιρούς μας. Όχι άδικα, όμως. Εκφράζει ό,τι πιο “αριστερό” θα μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό της η “μεσαία τάξη”, οι μικρομεσαίοι στην ελλάδα, χωρίς να αυτοκτονήσουν: τις αναμνήσεις τους, τη νοσταλγία τους για μια “σοσιαλδημοκρατία” που πέτυχε τον εκδημοκρατισμό των πολιτικών προσόδων. Είναι κάτι σαν την απελπισμένη, μάταιη ελπίδα κάθε οικογενειάρχη, ύστερα από μια θύελλα γεγονότων που βγάζουν στην επιφάνεια τους σκελετούς του υπόγειου των καθωσπρέπει σχέσεων: τα πράγματα μπορούν να γίνουν όπως πριν· σχεδόν...
Προφανώς υπάρχει και φτώχια και ανεργία - αλλά ο συ.ριζ.α. δεν είναι κόμμα εργατών! Δεν υποστηρίζει καν κάτι τέτοιο, και καλά κάνει. Το περιβόητο “πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης”, που η διανοητική και πολιτική φτώχια των μικρομεσαίων έκανε να μοιάζει σαν το “συμβόλαιο με το λαό” [5Το “συμβόλαιο με το λαό” ήταν μια πολυσέλιδη μπροσούρα, με λεπτομερή περιγραφή όλων των βασικών νόμων και των μέτρων που θα έπαιρνε σαν κυβέρνηση το πασοκ, που μοιράστηκε πλατιά πριν τις εκλογές του 1981.], ήταν μια διαταξική υπόσχεση, που ακόμα και στην εκφορά της έδειχνε την πιθανή πλαστότητά της. Σαν φαιορόζ κυβέρνηση, μέσα σε πραγματικά και όχι φαντασιακά περιθώρια, οι υποσχέσεις του “προγράμματος της Θεσσαλονίκης” διατάσσονται κατά προτεραιότητα. Η ρύθμιση των “κόκκινων δανείων” προς τις τράπεζες προηγείται κατά πολύ της επαναφοράς του βασικού μισθού στα 751 ευρώ. [6Επ’ ευκαιρία να αναγνωρίσουμε το λάθος μας στο προηγούμενο τεύχος: πράγματι, 751 ήταν ο μικτός βασικός μισθός και όχι ο καθαρός. Παρασυρθήκαμε επειδή είχαμε κατά νου τον βασικό μισθό κλαδικών συμβάσεων, που όμως δεν ήταν ο βασικός μισθός του ανειδίκευτου.] Η ρύθμιση των 100 δόσεων για χρέη στο δημόσιο ή τις εφορίες προηγείται κατά πολύ της επαναφοράς του αφορολόγητου στις 12.000 ευρώ (μάλλον έχει εξαφανιστεί αυτό το τελευταίο).
Με το διαταξικό “πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης” οι μικρομεσαίοι υποστηρικτές του συ.ριζ.α. (και το κόμμα το ίδιο) ήθελαν τις ψήφους και της σύγχρονης εργατικής τάξης. Μετά τις εκλογές δεν τις χρειάζονται. Μετά τις εκλογές, και υπό πραγματικές συνθήκες, προηγούνται τα συμφέροντα των μικρομεσαίων. Επιπλέον, επειδή τα εργατικά συμφέροντα είναι ασύμβατα σε γενικές γραμμές με εκείνα των μικρομεσαίων, η σημαία της “επαναφοράς του κατώτατου μισθού...” κατέβηκε στο “mail Βαρουφάκη” στο εξής ύψος:
...
Η Ελλάδα δεσμεύεται να: μεταβεί σε μια “έξυπνη” (smart) νέα προσέγγιση στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας με ισορροπία μεταξύ ευελιξίας και δικαιοσύνης. Αυτό περιλαμβάνει την φιλοδοξία για εξορθολογισμό και σε βάθος χρόνου την αύξηση του κατώτατου μισθού με ένα τρόπο που θα διαφυλάξει την ανταγωνιστικότητα και τις προοπτικές της απασχόλησης. Η έκταση και ο χρόνος των αλλαγών στον κατώτατο μισθό θα γίνουν με διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους και τους Ευρωπαϊκούς και διεθνούς θεσμούς, συμπεριλαμβανομένου και του ILO, ενώ θα ληφθούν υπόψη οι συμβουλές ενός νέου ανεξάρτητου σώματος (independent body) για το αν οι αλλαγές στους μισθούς είναι σε συνάρτηση με τις εξελίξεις στην παραγωγή και την ανταγωνιστικότητα.
...
should we stay or should we go?
Στα χρόνια της ευδαιμονίας ο νεοπλουτισμός των ελλήνων μικρομεσαίων βασίστηκε σε τρεις έως τέσσερεις βάσεις. Πρώτα και κύρια στην άγρια εκμετάλλευση της δουλειάς (και της ζωής) των εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών και μεταναστριών, που αργά αλλά σταθερά άρχισε να επεκτείνεται (όχι στην ίδια ένταση) και προς ντόπιους εργάτες / εργάτριες, σε διάφορες “κοινωνικά υποτιμημένες” δουλειές. Δεύτερον, στο οργανωμένο έγκλημα και τις απολαβές του, ένα μέρος των οποίων διανέμονταν ευρύτερα. Τρίτον, στις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις. Και τέταρτον, μετά την υιοθέτηση του ευρώ, στον φτηνό δανεισμό.
Η βία της εκμετάλλευσης των μεταναστών / μεταναστριών ήταν και είναι ανείπωτη. Ξέρουμε, στην πραγματικότητα, ελάχιστα για αυτήν την άλλη εργατική τάξη που με τα δάκρυα και το αίμα της φτιάχτηκε το “ελληνικό θαύμα” που αναπολούν τα τελευταία χρόνια οι ντόπιοι μικρομεσαίοι. Κάθε προσωπική εξομολόγηση αυτών των ανδρών και γυναικών είναι μια εξιστόρηση του ταξικού τρόμου που τους επέβαλλε όχι το 1% ή το 0.1% της ελληνικής κοινωνίας, αλλά το 70% και το 80%. Αν η πεντάχρονη ιστορία της πτώσης ενός μέρους των ντόπιων μικρομεσαίων έχει και αυτοκτονίες, η τριαντάχρονη ιστορία της ανόδου τους είναι μια ιστορία δολοφονιών κάθε είδους, με κάθε μέσο, φυσικών, ηθικών, συναισθηματικών φόνων, σ’ όλη την ελληνική καπιταλιστική επικράτεια.
Όπως τα προηγούμενα κόμματα της εξουσίας, έτσι και ο συ.ριζ.α. ανέβηκε στο γκουβέρνο στις πλάτες ενός πολύ μεγάλου τμήματος των μικρομεσαίων. Της “μεσαίας τάξης”. Είναι εκπρόσωπός τους, είναι υπηρέτης τους. Αυτό είναι πασίγνωστο εδώ και τρία χρόνια, και κανένας “επαναστάτης”, “ριζοσπάστης” ή και “κομμουνιστής” μέσα ή γύρω απ’ τον συ.ριζ.α. δεν είχε καμία αντίρρηση επ’ αυτού. Αντίθετα τα μέλη και οι συνιστώσες το ευχαριστήθηκαν: ανήκουν σ’ αυτά ακριβώς τα κοινωνικά στρώματα.
Όμως ποιά είναι η καλύτερη υπεράσπιση των μικρομεσαίων και των συμφερόντων τους για το παρόν και, ακόμα καλύτερα για το μέλλον; Οι έλληνες μικρομεσαίοι (και όχι μόνον αυτοί άλλωστε) έχουν μπλέξει σε μια κατάσταση σύνθετη (η καπιταλιστική κρίση / αναδιάρθρωση) με βασικές παραμέτρους που δεν μπορούν να καταλάβουν, και δεν πρόκειται ποτέ να καταλάβουν, αφού για να γίνει αυτό θα πρέπει να “προδώσουν” την ταξική τους θέση. Μοιάζουν με εκείνα τα κινούμετρα σκίτσα που τρέχουν για ώρα σε σταθερό έδαφος, και ύστερα συνεχίζουν να τρέχουν στο κενό, μέχρι να πέσουν. Οι βασικές παράμετροι που αγνοούν αντικαθίστανται εύκολα από φαντάσματα.
Οι ίδιοι, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, ξέρουν ένα μόνο πράγμα: τη νομή του κράτους, σε διάφορα επίπεδα και κλίμακες. Κατά συνέπεια, το μόνο μέλλον που μπορούν να φανταστούν, είναι κάτι που θα μοιάζει με το παρελθόν. Όχι, βέβαια, το πιο μακρινό παρελθόν της πληθωριστικής δραχμής, των περιορισμών στην εξαγωγή συναλλάγματος (του δολάριου, τότε), των φτηνών scoda και lada, του “μη βαριοκτυπάς τις χάντρες, η δουλειά κάνει τους άντρες, το γιαπί, το πηλοφόρι, το μυστρί...” Αλλά το σχετικά πιο πρόσφατο, πιο ένδοξο, πιο λαμπερό. Που εάν μπορούσαν να το περιγράψουν ακριβώς με νομισματικούς όρους, ξεκίνησε απ’ την περιβόητη “βαλκανική ζώνη της δραχμής” (δηλαδή την οικονομική και κοινωνική κατάρρευση των υπόλοιπων βαλκανικών κρατών και την ελληνική “οικονομική διείσδυση” - λεηλασία - στην καμένη γη τους) και προχώρησε στη συμμετοχή στη “ζώνη του ευρώ”.
Όμως τέτοιο ευδαιμονικό remake δεν υπάρχει για τους μικρομεσαίους. Όχι επειδή τα “μνημόνια” διαδέχονται το ένα το άλλο, ούτε επειδή τους προδίδουν οι πολιτικοί / κυβερνητικοί υπηρέτες τους. Αλλά επειδή εκείνη η καπιταλιστική περίοδος δεν πρόκειται να επαναληφθεί. Συνεπώς οι έλληνες μικρομεσαίοι στέκουν σα χαμένοι. Μήπως ο νομισματικός εθνικισμός είναι ένα φάρμακο με άσχημη γεύση, αλλά ωστόσο φάρμακο; Μήπως αν ταμπουρωθούν στα εθνικά τους σύνορα (επεκτείνοντάς τα με πρώτη ευκαιρία, με τις κατάλληλες συμμαχίες πάντα) υπάρχει ελπίδα; Ή μήπως κάτι τέτοιο θα ήταν επικίνδυνο και αναποτελεσματικό, οπότε πρέπει να πετύχουν οπωσδήποτε το 10%, όλα τα 10%, ευκαιρίας δοθείσης - και να ξεχάσουν όλα τα υπόλοιπα;
Οι πολύ - πολύ - πολύ αριστεροί εκφραστές της αγωνίας τους (όπως και οι “μετα”φασίστες...) τους ταΐζουν με μισές αλήθειες και ολόκληρα ψέματα. Βολικά φαντάσματα. Για παράδειγμα (περσινό...):
...
Εδώ να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Η έξοδος από το ευρώ και η ρήξη με την ΕΕ εντάσσεται σε μια ταξική στρατηγική, για την προστασία από τον ανταγωνισμό από κεφάλαια υψηλότερης παραγωγικότητας. Αποτελεί μηχανισμό προστασίας της εγχώριας παραγωγικής βάσης από την αθρόα εισβολή εισαγόμενων προϊόντων. Τα εισαγόμενα προϊόντα, όταν είναι φτηνότερα, επειδή προέρχονται από χώρες με φθηνότερη εργασία ή/και αυξημένη παραγωγικότητα, λειτουργούν ως μοχλός πίεσης για τη μείωση του κόστους εργασίας (μείωση πραγματικού μισθού) και για καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις που ενισχύουν την εκμετάλλευση των εργαζομένων. Τα σταθερά νομίσματα, οι σταθερές ισοτιμίες και οι νομισματικές ενώσεις, σε συνθήκη διεθνοποίησης του κεφαλαίου λειτουργούν ως μηχανισμοί επιβολής λιτότητας, και νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων. Επομένως, η ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής δεν θα πρέπει να ιδωθεί ως απλώς ένα νέο-προστατευτικό βήμα παρεμπόδισης εισαγωγών και της προστασίας της εγχώριας παραγωγικής βάσης. Η ανάκτηση ελέγχου στη νομισματική πολιτική εντάσσεται στην προοπτική του μεγαλύτερου δημοκρατικού ελέγχου στην οικονομική πολιτική και της προστασίας κοινωνικών κατακτήσεων και εναλλακτικών μορφών οργάνωσης της παραγωγής, απέναντι στην βία της καπιταλιστικής διεθνοποίησης.
...