Spirit
η επιστροφή των καλών πνευμάτων
Φαίνεται πως είναι (θα είναι) δύσκολο να στήσουμε τον κόσμο ξανά με τα πόδια κάτω και το κεφάλι επάνω. Ακόμα χειρότερα, αυτό το “κεφάλι” γίνεται (και θα γίνεται) σε μεγάλο βαθμό μηχανή• το ίδιο και τα πόδια ή, το πιθανότερο, τα νεύρα των ποδιών. Φαίνεται ότι η ιδεολογική θωράκιση του καινούργιου καπιταλιστικού παραδείγματος είναι τόσο ελκυστική, ώστε να την υιοθετούν ακόμα και διάφοροι που (υποτίθεται) ότι θέλουν να την τρυπήσουν. Αλλά δεν θα τα παρατήσουμε• απ’ την “ταπεινή” (ε;;;;) εργατική θέση μας.
Το απόσπασμα "cognitive capitalism" προέρχεται από ένα κείμενο του ακαδημαϊκού Νίκου Σμυρναίου (του πανεπιστήμιου της Τουλούζης) με τίτλο Πολιτική Οικονομία του Διαδικτυακού Ολιγοπωλίου : από την ψηφιακή επανάσταση στον γνωσιακό καπιταλισμό, απ’ το blog ephemeron (υπότιτλος: παρατηρώντας την βιομηχανία του εφήμερου) και συστήνεται σαν εισήγηση στην εκδήλωση του Digital Liberation Network στο θέατρο Εμπρός, στις 4 Απριλίου 2014. Καλή η ενασχόληση με τέτοιες δύσκολες πλευρές του καπιταλιστικού παρόντος και μέλλοντος• καλύτερο και χρησιμότερο να έχουν αντίλογο κούριερ (ή γραμματίνες, ή καθαριστές τζαμιών...).
Ο τονισμός δικός μας.
το ανιστόρητο παραμύθι της “άυλης” εργασίας
Το ένα απ’ τα δύο πόδια της μεταμοντέρνας (υποτιθέμενης) κριτικής στον σύγχρονο καπιταλισμό είναι το (υποτιθέμενο) πέρασμα απ’ την “υλική” εργασία στην “άυλη”. Που, κατά τους υποστηρικτές αυτής της άποψης, σχετίζεται με τις “πληροφορίες” και τις “υπηρεσίες”· ως εάν είτε οι πληροφορίες είτε οι υπηρεσίες να ήταν κάτι άγνωστο στον καπιταλιστικό 20ο αιώνα. Μια τέτοια δήθεν μετάβαση απ’ την ύλη στην μη-ύλη σερβίρεται σαν κάτι εντυπωσιακό και καινοφανές. Μόνο που, άσχετα αν το συνειδητοποιούν ή όχι η υποστηρικτές του θεωρήματος περί “άυλης” εργασίας, αυτό το θεώρημα περιέχει αναγκαστικά ένα δηλητηριώδες πολιτικό υπονοούμενο: το ξεπέρασμα του (καπιταλιστικού) υλισμού· άρα το ξεπέρασμα (ή την μεγάλη σχετικοποίηση) της κριτικής ακρίβειας και ευστοχίας του ιστορικού, διαλεκτικού υλισμού.
Έχουμε εκθέσει ήδη την αστοχία (στην καλύτερη των περιπτώσεων...) τέτοιων ισχυρισμών. [1Sarajevo νο 67, Νοέμβρης 2012, “άυλος” καπιταλισμός;] “Άυλη” εργασία δεν υπάρχει· και η διανοητική εργασία, σε όλες τις ιστορικές της μορφές, ήταν πάντα υλική, υλικότατη. Όπως υλικότατες είναι οι αισθήσεις μας, τα εγκεφαλικά μας κύτταρα, οι νευρώνες, κλπ. Ούτε “άυλος” καπιταλισμός υπάρχει, ούτε “άυλος” κόσμος. Υπάρχει άφθονη ύλη (και ενέργεια...) κι εκεί που οι οπτικές (και γενικά αισθητηριακές) δυνατότητες του είδους μας δεν φτάνουν· φτάνει όμως και παραφτάνει η καπιταλιστική τεχνολογία.
Εκείνο, επιπλέον, που έχει υπάρξει είναι μια παράξενη (και από την άποψη της ταξικής διαστρωμάτωσης διαγώνια) εκστρατεία, ήδη απ’ την δεκαετία του 1980, να ονομαστούν “μετα-υλικά” (ή “μετα-υλιστικά”) μια σειρά αιτήματα που δεν αφορούσαν τους μισθούς ή τις σχέσεις εργασίας (άρα την τότε εργατική τάξη) αλλά ζητήματα όπως η ποιότητα ζωής, τα δικαιώματα διάφορων σεξουαλικοτήτων, κλπ. Αιτήματα των οποίων η κοινωνική προέλευση εντοπιζόταν όχι στην εργατική τάξη αλλά στα μεσοστρώματα των πόλεων, μετά τα ‘70s.
Μπορεί να χλευάσει κανείς απεριόριστα την “μετα-υλικότητα” σαν έννοια. Δεν πρέπει όμως να λαθέψουμε στο ότι αυτή η ολοφάνερα χειραγωγημένη ταξινόμηση και ονοματοδοσία (είναι, άραγε, τα σεξουαλικά γούστα και οι ερωτικές πρακτικές “μετα - υλικές”;) είχε έναν συμπληρωματικό μεν αλλά ειδικό σκοπό. Να κατασκευάσει μια διχοτομία μεταξύ “υλικών” και “μετα-υλικών” συμφερόντων, πάνω στο υπονοούμενο δίπολο παλιό - καινούργιο, έτσι ώστε να απαξιώσει (όσο κάτι τέτοιο θα ήταν δυνατόν μ’ αυτό το μέσο) όχι μόνο το παγκόσμιο προλεταριάτο και τις απαιτήσεις του σαν τέτοιες, αλλά και - κυρίως - τον εργατικό ανταγωνισμό ακόμα και σαν σκέψη.
Έχουμε τη γνώμη ότι οι σύγχρονες περί “ά-υλικότητας” δοξασίες είναι απόγονοι ή διάδοχοι εκείνης της προηγούμενης φάσης, των ρητοριών περί “μετα-υλικότητας”. Και εκείνο που ονομάζεται “γνώση” είναι πανηγυρική απόδειξη του πόσο λαθεμένες είναι οι δοξασίες της εξαΰλωσης: οι γνώσεις, σε διάφορες μορφές τους, είτε πρόκειται για γνώσεις αποκτημένες μέσω κάποιου είδους διαχωρισμένης εκπαίδευσης είτε πρόκειται για γνώσεις αποκτημένες μέσω της εμπειρίας, είναι θεμελιώδες συστατικό στοιχείο της έμβιας ζωής σαν τέτοιας· των ανθρώπινων κοινωνιών και σχέσεων σε οποιαδήποτε μορφή τους ακόμα περισσότερο· των τρόπων οργάνωσης της εργασίας (και της εκμετάλλευσής της) σ’ όλη την ιστορία του καπιταλισμού ακόμα - ακόμα πιο πολύ. Είναι ανόητο να συσχετίζεται, με οποιονδήποτε τρόπο, οποιαδήποτε γνώση με τον χαρακτηρισμό “άυλο”· εκτός εάν πρόκειται για την “γνώση του άυλου θεού”!
Είναι διαφορετικό ζήτημα το πως ο καπιταλισμός σαν εξελισσόμενο σύστημα οργανώνει, αναδιοργανώνει και εντείνει την εκμετάλλευση εκείνου που λέγεται διανοητική εργασία. Εδώ πρέπει να τονίσουμε όσο περισσότερο είναι δυνατό μέσα από ένα γραφτό: αυτό που ονομάζεται “γνωσιακή εργασία” σα να είναι κάτι πρωτοφανές, είναι εκείνο που στα σωστά του λέγεται διανοητική εργασία· και δεν είναι καθόλου πρωτοφανές. Το πραγματικά καινούργιο, το όντως καινοτόμο στην ιστορία του καπιταλισμού ΔΕΝ είναι η εκμετάλλευση της διανοητικής εργασίας· είναι η ταιηλορική οργάνωση της εκμετάλλευσης της διανοητικής εργασίας! Όμως, μιλώντας κανείς για “γνωσιακή εργασία” (και μάλιστα “άυλη”...) όχι μόνο δεν συμβάλει καθόλου στην ανάλυση αυτού του καινούργιου ταιηλορισμού (που επεκτείνεται όλο και περισσότερο...), αλλά, αντίθετα, τον μυστικοποιεί.
Ο όρος “γνωσιακός εργάτης”, εν τω μεταξύ, δεν είναι στην πραγματικότητα τόσο καινούργιος όσο νομίζουν εκείνοι που τον χρησιμοποιούν σαν την μόδα της εποχής. Ο εφευρέτης του λέγεται Peter Drucker, ήταν μάνατζερ, και παρουσίασε αυτή την έννοια το 1969 στο βιβλίο του Η εποχή της ασυνέχειας (the age of discontinuity). Η βασική θέση του Drucker (το 1969, το θυμίζουμε) ήταν ότι οι νέες βιομηχανίες θα απασχολούν [στο μέλλον] περισσότερους “γνωσιακούς εργάτες” παρά “χειρώνακτες εργάτες”. Ή, για να το πούμε χωρίς νεολογισμούς, η πρόβλεψη του Drucker ήταν ότι ο καπιταλισμός θα εκμεταλλεύεται περισσότερα κεφάλια παρά χέρια, περισσότερη διανοητική εργασία παρά χειρωνακτική. Κάνοντας μια τέτοια πρόβλεψη ο Drucker πατούσε πάνω και ανανέωνε μια παλιά αστική / καπιταλιστική ιδέα: ότι η χειρωνακτική εργασία δεν χρειάζεται σκέψη (οπότε είναι κατώτερη), ενώ η διανοητική εργασία (που είναι ανώτερη) δεν χρειάζεται (και δεν κουράζει το) σώμα. Δεν είναι δύσκολο, λοιπόν, να προσέξουμε ότι η έννοια του “γνωσιακού εργάτη” δεν προήλθε καν και καν από κάποια στέρεη εμπειρία αλλαγών στον (καπιταλιστικό) καταμερισμό εργασίας (την οποία ο Drucker δεν μπορούσε να έχει το 1969) αλλά απ’ την ανανέωση του παλιού (και θρησκευτικού!) δυϊσμού μεταξύ “σώματος” και “πνεύματος”, εν μέσω της παγκόσμιας έκρηξης των αρνήσεων, που ονομάστηκε “το παγκόσμιο ‘68”.
Εν τέλει, διαπιστώσεις του είδους “η άυλη εργασία προϋποθέτει διαφορετικές ικανότητες και δεξιότητες από την παραγωγή σε φορντικού τύπου βιομηχανίες” ξεπερνούν την κοινοτοπία και τείνουν να είναι δόλιες, ακόμα κι αν δεν είναι αυτή η συνειδητή πρόθεση. Πρώτον, επειδή (το είπαμε) “άυλη” εργασία δεν υπάρχει, ούτε είναι δυνατόν να υπάρξει. Δεύτερον, επειδή αναγνωρισμένη (σαν τέτοια) διανοητική εργασία υπήρχε άφθονη ΚΑΙ στις φορντικού τύπου βιομηχανίες (απ’ τους εργονόμους και τους σχεδιαστές της παραγωγής, μέχρι την διοίκηση και τους λογιστές, και από τους πωλητές μέχρι τους διαφημιστές). Τρίτον, επειδή οι (υποτιμημένες πολιτικά και οικονομικά) διανοητικές δυνατότητες των χειρωνακτών “ανειδίκευτων” εργατών στις αλυσίδες συναρμολόγησης αποδείχθηκαν ενάντια στο εργοστάσιο, στις ευφάνταστες και αποτελεσματικές μορφές σαμποτάζ! Μάλιστα ήταν τόσο εκρηκτική η απόδειξη αυτών των διανοητικών δυνατοτήτων, ώστε απ’ τα τέλη της δεκαετίας του ‘70 και μετά, τα αφεντικά αναγκάστηκαν (ή επέλεξαν) να τις αναγνωρίσουν, με τον τρόπο τους φυσικά: εισάγοντάς τες σαν βασικά στοιχεία της αναδιάρθρωσης (“ομάδες εργασίας”, “κύκλοι ποιότητας”, κλπ: τογιοτισμός). Εν τέλει, η “ευελιξία”, η “κινητικότητα” και η “αυτόνομη εργασία” καθόλου δεν είναι το δήθεν καινοτόμο χαρακτηριστικό του “γνωσιακού καπιταλισμού”. Δοκιμάστηκε απ’ τα μέσα της δεκαετίας του ‘70, ξαναδοκιμάστηκε στη συνέχεια, και άρχισε να καθιερώνεται στα ‘80s σ’ εκείνα τα αναδιαρθρούμενα “φορντικά εργοστάσια” που είχαν υποφέρει περισσότερο απ’ το εργατικό σαμποτάζ (τα εργοστάσια που τώρα εμφανίζονται τάχα σαν άσχετα με το θέμα), σε χειρώνακτες εργάτες, ειδικευμένους και ανειδίκευτους· στους οποίους όμως αναγνωρίστηκε ότι “σκέφτονται” και “ξέρουν”!...