σημεία και τέρατα των καιρών:
β μέρος
Το κείμενο αυτό είναι γραπτή και πιο εκτεταμένη εκδοχή μέρους της εισήγησης που έγινε στην εκδήλωση με τίτλο κρίση, χρέος, νέος ολοκληρωτισμός και οικονομία του εγκλήματος στην Αθήνα, στις 17 Μάη, απ’ το Sarajevo. |
|
νεοκρατισμός και εργατική συνείδηση:
η ελληνική περίπτωση
Μετά την χρεωκοπία της Lehman Brothers ακολούθησε γενικός πανικός στα χρηματοπιστωτικά κυκλώματα, στις τράπεζες και στα διάφορα funds σ’ όλο τον κόσμο. Κανένας δεν δάνειζε κανέναν, αφού οι πάντες μέσα σ’ αυτό το κύκλωμα ήξεραν, για εαυτούς και αλληλούς, ότι κάθονται πάνω σ’ ένα σωρό σκουπιδιών (οι καταγραφές του λογιστικού πλούτου), οπότε η εμπιστοσύνη δανειστή προς δανειζόμενο εξαφανίστηκε.
Ύστερα από διάφορες ασκήσεις τεχνητής αναπνοής, στις αρχές του 2009, έγινε ξεκαθαρό ότι ένα μόνο είδος οφειλετών είχε απομείνει σαν “στόχος” δανεισμού, κι άρα σαν “παραγωγός” κερδών μέσω τόκου: τα κράτη και οι δημόσιοι προϋπολογισμοί. Ως τότε τα κρατικά ομόλογα, δηλαδή τα δάνεια των κρατών, βρίσκοταν έξω απ’ το κυρίως μενού της χρηματοπιστωτικής κερδοφορίας, της δημιουργικής λογιστικής, των “σύνθετων προϊόντων”, κλπ. Θεωρούνταν απ’ την άποψη του τζόγου συντηρητική επένδυση, “σίγουρη”, ένα είδος απάνεμου λιμανιού όπου μπορούσε ο καθένας να “ξεκουράσει” τον πλούτο του (και το οργανωμένο έγκλημα να τον ξεπλύνει). Αυτό σήμαινε ότι τα κρατικά δάνεια, τουλάχιστον προς τα κράτη της βόρειας αμερικής, της ευρώπης και (τα πιο σημαντικά από καπιταλιστική άποψη) της ανατολικής ασίας, είχαν πολύ χαμηλά επιτόκια. Ήταν φτηνά δάνεια επειδή τα τρελά κέρδη του χρηματοπιστωτισμού έβγαιναν αλλού.
Όμως το “αλλού” εξαφανίστηκε το φθινόπωρο του 2008, και εξαφανίστηκε για καιρό. Που θα συντηρούνταν η υψηλή χρηματοπιστωτική κερδοφορία, αναγκαία τώρα για τον επιπλέον λόγο ότι θα έπρεπε να “γράφει” γρήγορα κέρδη ώστε να κλείσουν οι τεράστιες τρύπες των λογαριασμών που είχαν αφήσει τα “τοξικά προϊόντα”; Για μερικούς μήνες το 2009 διαλέχτηκε σα “λύση” το τζογάρισμα στα χρηματιστήρια πρώτων υλών, πετρελαίου και τροφίμων. Αυτό προκάλεσε φυσικά απότομη άνοδο των τιμών, και σύντομα μια σειρά εξεγέρσεων σε διάφορες χώρες, αφού οι τιμές των πρώτων υλών των τροφίμων (στάρι, ρύζι, σόγια) καταδίκαζαν εκατομμύρια πληβείους σε πείνα. Ό,τι και να απέφερε από χρηματική άποψη αυτή η τακτική, από πολιτική άποψη ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνη.
Έμεινε έτσι η μεγάλη λίμνη των κρατικών ομολόγων, των κρατικών δανεισμών. Για να είναι προσοδοφόρα τα κρατικά ομόλογα θα έπρεπε να αυξηθούν σημαντικά τα επιτόκιά τους. Για να αυξηθούν σημαντικά τα επιτόκιά τους θα έπρεπε να γίνουν “επικίνδυνα” δάνεια... Έτσι είναι που δικαιολογείται το υψηλό επιτόκιο: είναι η (υψηλή) “αμοιβή” του δανειστή για την (υποτιθέμενα υψηλή) διακινδύνευση να μην πάρει πίσω τα λεφτά του στο τέλος. Και για να γίνουν “επικίνδυνα” τα κρατικά ομόλογα θα έπρεπε να αρχίσει η αμφισβήτηση του κατά πόσον το Χ ή το Ψ δανειζόμενο κράτος είναι σε θέση να “εξυπηρετεί το δάνειο” (να πληρώνει κανονικά του τόκους και στο τέλος το δανεικό ποσό) ως την λήξη του.
Προσοχή εδώ. Δεν θα έπρεπε συλλήβδην, όλα τα κρατικά ομόλογα να γίνουν “επικίνδυνα”! Θα έπρεπε να παραμείνουν κάποια κράτη / “ασφαλή καταφύγια” (με δάνεια χαμηλής απόδοσης μεν αλλά μεγάλης “σιγουριάς”), για να μπορούν εκεί να μεταφέρονται και να εξασφαλίζονται τμήματα του παραγόμενου απ’ τον τόκο πλούτου. Ένα είδος “ελβετίας” του χρηματοπιστωτισμού... Με έναν προσαρμοσμένο λενινισμό (!) τα χρηματοπιστωτικά κυκλώματα άρχισαν να ψάχνουν (δηλαδή να φτιάχνουν) τους “αδύναμους κρίκους” των διεθνών αλυσίδων κράτη / τράπεζες, χρηματοπιστωτισμός / οργανωμένο έγκλημα. Το κόλπο ήταν και παραμένει εξαιρετικά απλό και φανερό. Όχι μόνο μέσα απ’ την διαρκή χρηματοδότηση, άμεση ή έμμεση, αλλά και μέσα απ’ τον υψηλότοκο δανεισμό τους διάφορα καπιταλιστικά κράτη θα “έσωζαν” την κερδοφορία του χρηματοπιστωτισμού.
Κάπως έτσι μια σειρά κράτη άρχισαν να κηρύσσονται “προβληματικά”. Όχι της περιφέρειας, πια - αλλά της καπιταλιστικής καρδιάς. Τα κράτη της βαλτικής ήταν πρώτα - ακολούθησαν άλλα, και ο “αγώνας συνεχίζεται” όπως θα εξηγήσουμε πιο κάτω. Αυτά γίνονταν χοντρικά στα μέσα του 2009, τότε που για τους έλληνες όχι μόνο δεν - υπήρχε - κρίση (διότι αυτός ο πάνσοφος λαός είχε διαπιστώσει ότι “ευτυχώς, εμείς δεν έχουμε βιομηχανία”) αλλά και οποιαδήποτε σχετική αναφορά ήταν δημιούργημα των μμε (!!!!) ενόψει των εκλογών. Ώσπου ήρθε και η σειρά του ελλαδιστάν...
Μια πρώτη παρένθεση εδώ. Εάν αντιμετωπίσει κανείς τα δάνεια των κρατών αποκλειστικά σαν οικονομικές δοσοληψίες τότε η συζήτηση περί “φερεγγυότητας” ή η “μη φερεγγυότητας” των κρατών σαν δανειστών είναι η μεταφυσική της “πίστης” (όχι της θρησκευτικής αλλά της τραπεζικής) στο νιοστό βαθμό. Γενικά μιλώντας τα κράτη δεν κινδυνεύουν να πεθάνουν όπως οι ιδιώτες δανειστές, αλλά αυτό δεν απλοποιεί τα πράγματα. Η αξιοπιστία κάθε δανειζόμενου (και τα κράτη δεν είναι εξαίρεση) έχει να κάνει με το μέλλον του. Συνεπώς η μέτρηση αυτής της αξιοπιστίας είναι πάντα άσκηση μελλοντολογίας, μ’ ότι “τεχνικό” και “επιστημονικό” κι αν την ντύσει κανείς.
Υποτίθεται ότι για την πορεία των κρατικών οικονομικών υπάρχουν διάφοροι χαρακτηριστικοί δείκτες. Το χρέος και το ετήσιο έλλειμμα, υπολογισμένα πάντα σαν ποσοστά επί του περιβόητου ακαθάριστου εθνικού προϊόντος (αεπ). Έχουμε μιλήσει άλλοτε γι’ αυτό: οι πιο σοβαροί ανάμεσα στους ειδικούς των αφεντικών θεωρούν το αεπ μυθολογία. Έτσι κι αλλιώς αυτό το “ακαθάριστο εθνικό προϊόν” μετριέται με βάση τιμές και όχι με βάση αξίες· αυτό σημαίνει ότι σαν μέγεθος μπορεί να ανεβοκατεβαίνει μόνο και μόνο επειδή αλλάζουν οι τιμές. Τελικά: πως μπορεί κανείς να προβλέψει με σχετική ασφάλεια πόσο θα είναι αυτό το “ακαθάριστο εθνικό προϊόν”, δηλαδή ο παραγόμενος πλούτος, σε οποιοδήποτε κράτος, μετά από 5 ή 10 ή 20 ή 30 χρόνια - όσο διαρκούν συνήθως τα κρατικά δάνεια; Απάντηση: κανένας!
Αν, όμως, δεν μπορεί να προ-υπολογιστεί το αεπ του δανειζόμενου κράτους, που είναι ο στρατηγικός παρανομαστής όλων των υπόλοιπων δεικτών / κλασμάτων, πως μπορούν να προ-υπολογιστούν αυτοί οι ίδιοι; Απάντηση: δεν μπορούν! Φυσικά μπορεί να καταφύγει κανείς σε στατιστικές καμπύλες και σε μαθηματικές εξισώσεις προβλέψεων... Αλλά αυτή είναι μόνο η συνηθισμένη φετιχιστική ανοησία των ειδικών.
Τελικά, και σ’ αυτό το θέμα (όπως και παντού) η καπιταλιστική “οικονομία” είναι πολιτική οικονομία. Μπορεί, για παράδειγμα, ένα κράτος να δανείζεται και μάλιστα υπέρογκα· αλλά εάν καταφέρει να αυξήσει θεαματικά το αεπ του στη διάρκεια εξόφλησης των δανείων (εάν, δηλαδή, επενδύσει με βάση την Κεϋνσιανή συνταγή...) να αποδειχθεί αξιόπιστος δανειστής. Ή μπορεί να μην δανείζεται καθόλου, αλλά οι παραγωγικές διαδικασίες στην επικράτειά του να είναι σε πρωτόγονη κατάσταση, σε φάση απλής επιβίωσης. Ακόμα και ένα ελάχιστο δάνειο μπορεί εδώ να θεωρηθεί ιδιαίτερα παρακινδυνευμένο.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι η “εκτίμηση κινδύνου” στα δάνεια, και μάλιστα στα δάνεια προς κράτη, είναι μια διαδικασία ιδιοτελής και δόλια παρά “αντικειμενική”. Μεγαλύτερο ρόλο για τον καθορισμό του επιτοκίου έχει το αν οι δανειστές και οι δανειζόμενοι (ο καθένας απ’ την μεριά του) έχουν εναλλακτικές επιλογές, οι μεν πελατών οι δε χρηματοδοτών, παρά αυτή καθ’ αυτή η πετυχημένη προφητεία για το λαμπρό ή δυσοίωνο μέλλον των οφειλετών.
Καταλαβαίνει κανείς τι σημαίνουν όλα αυτά όταν είναι ανάγκη του δανειστή να βρει “κακούς” δανειζόμενους!!! Στην πράξη αυτό ακριβώς έκαναν οι τράπεζες (και όχι μόνο οι ελληνικές), στη λιανική, στα χρόνια της ευδαιμονίας και του καταναλωτικού δανεισμού. Δεν τις ενδιάφεραν οι “καλοί” πελάτες, αυτοί που πλήρωναν τις δόσεις στην ώρα τους. Τα μεγάλα κέρδη τα είχαν απ’ τους “κακούς” πελάτες, αυτούς που ξεχνούσαν να πληρώσουν έγκαιρα, ή δεν μπορούσαν! Γιατί τότε ενεργοποιούνταν τα “ψιλά γράμματα” των συμβολαίων, τα επιτόκια εκτοξεύονταν, και οι τράπεζες μπορούσαν να γράφουν στους λογαριασμούς τους υψηλές “απαιτήσεις” για αρκετό καιρό. Λογιστικές εγγραφές και φανταστικές απαιτήσεις βέβαια - κατάλληλες όμως για να δείχνουν ότι πάνε καλά... Έχουμε παρουσιάσει αναλυτικά αυτό το κόλπο στο παρελθόν (Sarajevo νο 37, Φλεβάρης 2010, plastic, fantastic debtors). Θυμίζουμε μια μικρή στοιχομυθία με τον εφευρέτη, κατά κάποιον τρόπο, των μεγάλων κερδών απ’ τα καταναλωτικά δάνεια (και τις πιστωτικές κάρτες) Andrew S. Kahr. Αντί για τον μεμονωμένο ιδιώτη κακοπληρωτή πελάτη, μπορείτε να φανταστείτε το “πιστωτικά αναξιόπιστο” κράτος:
Eρ.: Όταν ξεκινήσατε λοιπόν ανακαλύψατε ότι όταν ο πελάτης πληρώνει μια μίνιμουμ δόση κάθε μήνα μπορεί να σας αποφέρει κέρδη. Kαλά το λέω;
Aπ: Όχι, είναι λιγάκι πιο πολύπλοκο. Aυτός που πληρώνει σταθερά την ελάχιστη δόση μας δημιουργεί πρόβλημα, οπότε αν έχεις μια ομάδα ανθρώπων που έχουν τέτοια συμπεριφορά για καιρό, για ένα ή δυο χρόνια, δηλαδή πληρώνουν τακτικά τις δόσεις τους, δεν είναι και η πιο κερδοφόρα περίπτωση. Aλλά αυτοί οι κάτοχοι καρτών που μένουν πίσω, που βουλιάζουν, που πληρώνουν πρόστιμα, που κάνουν μια γερή προσπάθεια να έρθουν στα ίσια τους και μετά πάλι αρχίζουν τις καθυστερήσεις, αυτοί μάλιστα, φέρνουν κέρδος.
Eρ.: Λέτε δηλαδή ότι αν πληρώνουμε τους λογαριασμούς πιστωτικών καρτών μας σταθερά κάθε μήνα η τράπεζα δεν θα βγάλει λεφτά από εμάς;
Aπ.: Aκριβώς. Aν πάντα πληρώνουμε στην ώρα μας δεν είμαστε ιδιαίτερα κερδοφόροι πελάτες για τις πιστωτικές κάρτες.
Eρ.: Kαι πως μπορούσατε να βγάζετε κέρδη από τέτοιες (“subprime”...) πιστωτικές κάρτες;
Aπ.: Γίνεται.... Aυτές οι καθυστερήσεις σου δίνουν το δικαίωμα να ανεβάσεις το επιτόκιο 20% πάνω απ’ το αρχικό, στο σύνολο του ποσού ... Oπότε εδώ έχουμε απλά μια διαφορετική δομή κοστολόγησης, η οποία αποδείχθηκε ιδιαίτερα κερδοφόρα για εκείνους που βρήκαν έναν τρόπο να απευθυνθούν σε τέτοιους ανθρώπους, να τους πείσουν να πάρουν κάρτες, και φυσικά ήξεραν να διαχειριστούν τέτοιου είδους λογαριασμούς.
Σε κάθε περίπτωση δεν ήταν το ελλαδιστάν ο πρώτος στόχος του νέου γύρου το χρήμα γεννάει χρήμα μέσω των κρατικών χρεών, σε ευρωπαϊκό έδαφος. Ήταν ο τρίτος. Υποτίθεται πως για να συμβεί αυτό χρειάστηκε η σπάνια ειλικρίνεια του υπουργού οικονομικών της νέας (“σοσιαλιστικής”) κυβέρνησης, μετά τον Οκτώβρη του 2009, περί του πραγματικού μεγέθους του ελλείμματος: 12%, ή και παραπάνω, αντί για 6%. Ο ορισμός του “επικίνδυνου” δανειζόμενου!!! Με τέτοιες τρύπες στις τσέπες πως να είναι αξίοπιστος; [1]
Δεν ήταν ο πρώτος στόχος στην ευρώπη το κρατικό χρέος της Αθήνας, ήταν όμως ο πρώτος στόχος στην αλυσίδα της ευρωζώνης. Το να υπάρχει ένα νόμισμα αλλά δεκαεφτά διαφορετικά υπουργεία οικονομικών, δεκαεφτά διαφορετικά φτιαγμένοι προϋπολογισμοί και δεκαεφτά διαφορετικοί και διαφορετικής απόδοσης μηχανισμοί είσπραξης φόρων (τα κρατικά έσοδα που έχουν άμεση σχέση με την ύπαρξη ή μη και το μέγεθος του ελλείμματος) έχει υπάρξει η ιστορική μισοτελειωμένη κατάσταση της ενωμένης ευρώπης. Το μόνο ευρωπαϊκό κράτος / μέλος της ευρωζώνης που δεν μπορεί να κατηγορηθεί σαν υπεύθυνο για αυτήν την ημιτέλεια (που έχει αποδειχθεί πηγή προβλημάτων αλλά και ευκαιριών) είναι το γερμανικό: προσπάθησε για την “ολοκλήρωση”, και πληρώνοντας, και με θεσμικές ιδέες (π.χ. το ευρωσύνταγμα). Αλλά οι οπαδοί του έθνους / κράτους ήταν περισσότεροι και αρκετά ισχυροί, κι όχι μόνο στο ελλαδιστάν. Έτσι ώστε να επιβάλλουν (στο Παρίσι) ή να χειροκροτήσουν (στην ΑΘήνα και αλλού) μια “δημιουργική ασάφεια” σε σχέση με την πολιτική / θεσμική ολοκλήρωση των “ενωμένων ευρωπαϊκών πολιτειών”. Μια δημιουργική ασάφεια που φαίνεται σε πολλούς χρήσιμη, κυρίως προς την ακόμα μεγαλύτερη ενίσχυση του έθνους / κράτους.
Όταν τα επιτόκια μακροπρόθεσμου δανεισμού του ελληνικού κράτους έφτασαν σε τέτοιο ύψος που η πληρωμή των τόκων θα γινόταν δυσβάστακτη, η Αθήνα βγήκε απ’ την “αγορά”. Κατέφυγε στο δντ και στην ε.ε. για δανεικά και γενική περίθαλψη. [2]
Από την μια μεριά η έξοδος ενός υποψήφιου δανειστή, έστω και “επικίνδυνου” τέτοιου, από την “αγορά”, θα σήμαινε σμίκρυνσή της κατά τι· και μεταφορά της αναζήτησης υψηλής κερδοφορίας μέσω τόκων σε άλλον / άλλους κρίκο / κρίκους· πράγμα που έγινε. Απ’ την άλλη μεριά, η αλλαγή του είδους των δανειστών, απ’ την “αγορά” σε πολιτικούς θεσμούς (όπως το δντ και η ε.ε.), σήμαινε πολιτικοποίηση του κρατικού χρέους. Κι αυτό, επίσης, έγινε. Μόνο που δεν έχει αναλυθεί όπως θα έπρεπε· οι απελευθερωτές αρκούνται σε φτηνές κατάρες κι ακόμα φτηνότερες υποσχέσεις...
Η αλλαγή σχέσης, η μετατόπιση απ’ τα δάνεια / οικονομικές δοσοληψίες στα δάνεια / πολιτικές δοσοληψίες, ταιριάζει γάντι στην μετατόπιση απ’ την αγορά (σα γενική αναπαράσταση της καπιταλιστικής κοινωνίας) στο κράτος. Οπωσδήποτε δεν έγινε κατά λάθος απ’ τα ντόπια αφεντικά αυτή η μετατόπιση - και τα περί “προδοσίας” είναι παιδικά παραμυθάκια, για να μένουν τα μυαλουδάκια στη νηπιακή φάση. Ξέρουμε (και, υποθέτουμε, ξέρετε...) ότι η ικανοποίηση μεγάλου πλήθους απαιτήσεων των ντόπιων αφεντικών, απ’ το μέγεθος και την παραγωγικότητα των δημόσιων υπηρεσιών ως το ύψος των μισθών και τις εργοδοτικές εισφορές, η απαίτηση σα να λέμε μιας γενικής κρατικής παρέμβασης στην “αγορά εργασίας” εκκρεμούσε ήδη απ’ την δεκαετία του ‘90. [3] Ενώ στους πραγματικούς συσχετισμούς δύναμης, στην “αγορά”, τ’ αφεντικά είχαν όλο και δυνατότερα το “πάνω χέρι”, απέμενε το νομικό εποικοδόμημα σαν παρηγοριά των ξεμοναχιασμένων τολμηρών (εργατών κι εργατριών), κι αυτό δεν ήταν λίγο. Μιας και τα ιδιωτικά αφεντικά δεν μπορούν να νομοθετήσουν τυπικά, χρειαζόταν η δράση του κράτους. Αλλά οι διαδοχικές κυβερνήσεις των ‘90s και των ‘00s κωλυσιεργούσαν, επειδή μετρούσαν πάντα ψήφους και τις προσοδικές υποχρεώσεις τους. Οπότε;
Η μετατόπιση του κρατικού δανεισμού απ’ την (απρόσωπη, και σε ικανό βαθμό εντόπια) αγορά στο δντ και στην ε.ε. ήταν η υποχρεωτική διέξοδος για τα ντόπια αφεντικά και τους πολιτικούς εκπροσώπους τους, ο ελιγμός που (θα) τους έλυνε τα χέρια να προχωρήσουν στη μαζική και γερή υποτίμηση της εργασίας. Οι σκέτα οικονομικοί δανειστές βάζουν όρους στους δανειζόμενους· αλλά τέτοιοι όροι είναι δύσκολο να μεταφερθούν / επιβληθούν στους υπηκόους. Αντίθετα οι πολιτικοί δανειστές βάζουν όρους εύκολα αναγνωρίσιμους. Τα “προγράμματα δομικής προσαρμογής” του δντ είναι ακριβώς αυτό: η επιστράσευση των διεθνών συσχετισμών για το λύσιμο των χεριών των κάθε φορά ντόπιων αφεντικών, έτσι ώστε να κάνουν αυτά που ονειρεύονταν αλλά το “τοπικό πλαίσιο” συσχετισμών τους εμπόδιζε.
Έτσι έχουν τα πράγματα: οι πολιτικοί υπάλληλοι των ντόπιων αφεντικών έβγαλαν τον μεσομακροπρόθεσμο κρατικό δανεισμό απ’ την αγορά και τον μετέφεραν σε πολιτικούς οργανισμούς, για να κάνουν παραστατική την κατάσταση έκτακτης ανάγκης· για να μπει πλάτη σ’ εκείνες τις ρυθμίσεις (στην εντόπια αγορά εργασίας) που είναι απαραίτητες για την υψηλή κερδοφορία στον επόμενο κύκλο “ανάπτυξης”· και, ακόμα, για να εθνικοποιήσουν δυναμικά την εργατική τάξη. Κι ωστόσο τα βασικά αυτού του δύσκολου εγχειρήματος θα έμεναν στον αέρα, καθώς δεν είχαν την διεισδυτική απλοϊκότητα που χρειάζεται. Γι’ αυτό χρειαζόταν μια έντεχνη προβοκάτσια, με το πλήρες νόημα της εκτροπής και του αποπροσανατολισμού. Αυτή έγινε στις 5 Μάη του 2010, όταν στόχος νούμερο 1 ανακηρύχθηκε το κοινοβούλιο, δηλαδή μια ορισμένη αναπαράσταση της κεντρικής εξουσίας: εκείνη την ημέρα ξεκίνησε δυναμικά η κρατικοποίηση του “προβλήματος”. Από την άνοιξη του 2010 οι ντόπιοι εργάτες θα έπρεπε να βλέπουν ό,τι τους έδειχναν τα μικροαστικά και μεσοαστικά δάκτυλα - και έτσι έγινε σε ικανό βαθμό: “προδότες πολιτικούς”, “πουλημένους”, “λαμόγια”, κλπ κλπ. Από την άνοιξη του 2010 η βιτρίνα του συστήματος (τι άλλο είναι το κοινοβούλιο;) έλαμπε θλιβερά μεν, τραβώντας όμως την προσοχή σε ότι αφορούσε το “πρόβλημα” και τις “αιτίες” του· εκτρέποντάς την απ’ την καρδιά της κρίσης και τα εμπόδια που θα μπορούσαν να στηθούν από καθαρά εργατικές θέσεις. Απ’ την άνοιξη του 2010 η κυβέρνηση έγινε ο - στόχος - του - οργισμένου - λαού· και, ανάποδα, με στόχο την κυβέρνηση, ήταν δυνατό να συγκεραστούν (δήθεν σαν αντίπαλος) όλα τα αντιπρολεταριακά υλικά της κοινωνίας: ιδεολογίες, θεσμίσεις, συμφέροντα, στερεότυπα, συνήθειες. Απ’ την άνοιξη του 2010 άρχισε γρήγορα η εξαφάνιση οποιουδήποτε ενδεχόμενου ταξικής πόλωσης - η διαχείριση της κρίσης μπορούσε να προχωρήσει με “τριβές” μεν, αλλά εκείνου του είδους που εύκολα διαχειρίζονται οι κοινωνιολόγοι και οι επικοινωνιολόγοι του συστήματος. Κι έτσι έγινε, προς έκπληξη του “οργισμένου λαού”.
Είναι γνωστό, αλλά πρέπει να το θυμίσουμε. Όποιος δεν ζει σε κομματικά γραφεία και μονολόγους αλλά στον ανοικτό και βρώμικο αέρα αυτής της κοινωνίας, το καταλάβαινε: απ’ την άνοιξη του 2010 η δεξιά (σα νέα δημοκρατία) και η αριστερά του κράτους, όχι μόνο σαν κόμματα αλλά και σαν υπήκοοι, παρέες, καφενεία, blogοσφαιρα κλπ, άρχισαν να πορεύονται χέρι - χέρι στο να δείχνουν που οφείλεται το “κακό”. Το “μνημόνιο”, το “δντ”, οι “προδότες Παπαντρέου και Παπακωνσταντίνου”, και μετά η “τρόικα”, η “Μέρκελ”, κλπ. Όλα αναπαραστάσεις του δράματος ενός κατατρεγμένου λαού, που τον “κάνουν πειραματόζωο”, που τον “προδίδουν”, που... που... που... Αυτό το δράμα ήταν ιδιαίτερα ελκυστικό παρότι από λογική άποψη έχανε από πολλές μεριές· βασικά προωθούσε μια ιδέα περί “κρίσης” σα να ήταν το ελλαδιστάν το μόνο (αθώο) θύμα στον κόσμο... Και ήταν ιδιαίτερα ελκυστικό επειδή ταίριαζε και ταριάζει στη βασική ιδεολογική σταθερά της καπιταλιστικής κυριαρχίας στην ελλάδα: τον γενικευμένο μικροαστισμό.
Να θυμίσουμε και κάτι ακόμα. Δεν είναι η πρώτη φορά στην πρόσφατη ιστορία που η αριστερά και η δεξιά, μαζί με τους φασίστες, συγκλίνουν και συντίθενται ακολουθώντας κοινή γραμμή. Η ελληνοσερβική φιλία στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ‘90, η όξυνση περί τα ίμια και την κύπρο αργότερα, το “σχέδιο Ανάν”, και τελικά η “παράδοση του Οτσαλάν” προς το τέλος της δεκαετίας, ήταν σημαντικοί σταθμοί για την δημιουργία “φαιοκόκκινων” μετώπων, και για τη δημιουργία διάφορων ενδιάμεσων μορφωμάτων (εντύπων, ομάδων, κι ύστερα ιντερνετικών “διαλόγων”). Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις ήταν τα “εθνικά θέματα” όπου αριστερά και δεξιά έκαναν διαγωνισμό προσήλωσης στα συμφέροντα των ντόπιων αφεντικών.
Όμως απ’ το 2010 και μετά ήταν η πρώτη φορά που ένα ζήτημα προνομιακό έως αποκλειστικό (υποτίθεται) της αριστεράς, όπως η βαθιά καπιταλιστική κρίση, γινόταν επίσης πεδίο συναδέλφωσης της δεξιάς με την αριστερά. Ο τρόπος που η αριστερά άνοιξε απεριόριστο περιθώριο στην δεξιά είναι απλός: έκανε το θέμα της “κρίσης” και του “χρέους” εθνικό. Και δεν το έκανε αυτό η ελληνική αριστερά σχεδόν στο σύνολό της, και οπωσδήποτε τα μεγαλύτερα κόμματά της, ούτε κατά λάθος ούτε από έλλειψη πείρας. Το έκανε με πλήρη επίγνωση του ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο υποστηρίζει το σύστημα.
Κάνοντας, λοιπόν, την κρίση και την διαχείρισή της ζήτημα εθνικό, η ντόπια αριστερά συμβάδισε εξ αρχής, σε παράλληλη διαδρομή, με τα ίδια τα αφεντικά, που επίσης πρόβαλαν και προβάλουν το θέμα σαν “εθνικής επιβίωσης”. Φυσικά υπήρχαν και υπάρχουν διαφωνίες, τουλάχιστον στα λόγια - αλλά είναι διαφωνίες εντός της εθνικοποίησης (του “προβλήματος”) και καθόλου ενάντια στην εθνικοποίηση και στις διαταξικές συμμαχίες που αυτή κάνει “λαϊκό καθήκον”. Λογικό επακόλουθο είναι πως στη γενική και σκόπιμα ασαφή ιδέα του “αντι-μνημόνιου” προσχώρησαν πολύ γρήγορα και πολύ άνετα διάφορες φράξιες της άκρας δεξιάς. Υιοθετώντας τα κυριότερα συνθήματα της αριστεράς.
Να θυμίσουμε (και πάλι!), για όσους βολεύονται να ξεχνούν, μερικά απτά επεισόδια αυτής της de facto συνεργασίας αριστεράς και δεξιάς / άκρας δεξιάς, ή πιο σωστά μερικά απτά επεισόδια της στρατηγικής βοήθειας που προσέφερε η αριστερά του ελληνικού κράτους και κεφάλαιου στην δεξιά και άκρα δεξιά του, ώστε να πάρουν καλές θέσεις κάτω απ’ την γενική ταμπέλα του “αντιμνημόνιου”. “Αγανακτισμένοι”... Γιαουρτώματα διάφορων πολιτικών (προσωποποίηση του “κακού”, η κατ’ εξοχήν δεξιά αντίληψη για την εξουσία...). Εθνικές επέτειοι τυπου 28ης Οκτώβρη και 25ης Μάρτη σαν πεδία εκδήλωσης της “λαϊκής αγανάκτισης”. Δεν είναι λίγα, αν λάβει κανείς υπ’ όψη του και την δημοσιότητα που απολάμβαναν. Αν προσθέσουμε και τον χαρακτήρα διάφορων υποτιθέμενα “πανεργατικών απεργιών”, όπου γίνονταν δεκτά μπλοκ εργοδοτών (αλλά και αποστράτων...), έχουμε μια σχετικά καλή εικόνα του γεγονότος ότι για την αριστερά στην ελλάδα η υπόθεση της κρίσης και της αντιμετώπισής της είναι απ’ την αρχή ως το τέλος υπόθεση εθνικής ενότητας. Έστω του 99% - αν και είναι ασαφές ακόμα κι αν υπάρχει κάποιο 1% πέρα απ’ τους πολιτικούς των “μνημονιακών κομμάτων” που να αποτελεί στόχο. Εθνική ενότητα λοιπόν και καθόλου ταξική πόλωση μέσα στην ελληνική κοινωνία: αυτή είναι η συνταγή.
Αντιγράφουμε σ’ αυτό το σημείο, τιμής ένεκεν, τη γνώμη κάποιου επί του θέματος - δεν είναι αυτόνομος! Λέγεται Γιώργος Μητραλιάς, και ήταν (σα δημοσιογράφος) απ’ τους ελάχιστους που στη διάρκεια της επικής ελληνοσερβικής φιλίας κράτησε μια συνεπή αντιεθνικιστική στάση. Έγραφε, λοιπόν, πριν τις εκλογές της 6ης Μάη:
Στερούμενη αντιφασιστικών παραδόσεων και πρακτικών, η ελληνική αριστερά σχεδόν κάθε απόχρωσης, παρακολουθεί ανήμπορη και αμήχανη την επανάληψη στη χώρα της του δράματος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης όχι σαν φάρσα αλλά πιθανότατα σαν τραγωδία που προαναγγέλλει μεγάλα ευρωπαϊκά δεινά. Αυτό μαρτυρούν τα πρόσφατα γεγονότα: αφού επένδυσε, κατά τους τελευταίους μήνες, τις ελπίδες της στην αριστερά που τοποθετείται στα αριστερά της νεοφιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας (ΠΑΣΟΚ), η κατεστραμμένη και απελπισμένη ελληνική μικροαστική τάξη τής γυρίζει τη πλάτη σε χρόνο ρεκόρ και ψάχνει τώρα στο άλλο άκρο της πολιτικής σκακιέρας τις ριζοσπαστικές λύσεις των ιστορικών και κατακλυσμικών προβλημάτων της.
Πράγματι, ήταν αρκετό που οι σχηματισμοί της λίγο ή πολύ ριζοσπαστικής αριστεράς (ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, Δημοκρατική Αριστερά) φάνηκαν ανίκανοι να εκμεταλλευτούν το γεγονός ότι μονοπωλούσαν ντε φάκτο την αντιπολίτευση στη λεγόμενη κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του τραπεζίτη Λουκά Παπαδήμου, για να της γυρίσουν, μέσα σε λίγες βδομάδες, τη πλάτη και να προσανατολιστούν προς σχηματισμούς που βρίσκονται στους αντίποδες της ριζοσπαστικής αριστεράς, στην ακόμα και νεοναζιστική άκρα δεξιά, ολάκερα κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας! Έτσι, αυτά τα κόμματα και συνασπισμοί στα αριστερά του ΠΑΣΟΚ, όχι μόνο βλέπουν να συρρικνώνονται δραστικά αυτά τα 50% - 54% των προτιμήσεων που συγκέντρωναν όλα μαζί στη διάρκεια αυτού του χειμώνα, αλλά και ότι αυτή η μείωση γίνεται εν μέρει προς όφελος μιας βίαιης, ρατσιστικής και πογκρομικής άκρας δεξιάς, που θέλει να ξεμπερδεύει με ό,τι είναι κόκκινο ή ακόμα και ροζ. Και όλα αυτά μέσα σε μερικές βδομάδες, σχεδόν από τη μια μέρα στην άλλη!...
Στη πραγματικότητα, όλα αυτά που συμβαίνουν εδώ και μήνες στην Ελλάδα καταδεικνύουν με τον πιο παραστατικό τρόπο το τεράστιο βάρος της μικρομεσαίας αστικής τάξης στην ελληνική κοινωνία και την καθοριστικής σημασίας επιρροή που πρόκειται να ασκήσει πάνω στα προσεχή γεγονότα. Όμως, προσοχή, δεν πρόκειται μόνο για αυτό. Η ακραία εξαθλίωση αυτής της "κοινωνίας μικροκαταστηματαρχών" στην οποία έχει οδηγήσει η εφαρμογή διαδοχικών σχεδίων λιτότητας, ριζοσπαστικοποιεί φοβερά αυτή την από εδώ και πέρα ρακένδυτη μικρή και μεσαία ελληνική αστική τάξη, τη σπρώχνει μακριά από τους παραδοσιακούς πολιτικούς εκπροσώπους της, τη μεταβάλει σε καλοπροαίρετο ακροατήριο όλων εκείνων που πρεσβεύουν ριζοσπαστικές λύσεις στο κοινωνικό της ξεπεσμό. Με λίγα λόγια, ξεριζωμένη και απελπισμένη, κατεστραμμένη και αλλόφρων, αυτή η οργισμένη ελληνική μικροαστική τάξη είναι εφεξής διαθέσιμη για να υποστηρίξει ενεργά κάθε πολιτικό πρόγραμμα που θα της φαινόταν ότι προσφέρει ριζοσπαστικές λύσεις στο υπαρξιακό της πρόβλημα. Και είναι για αυτό που ακολουθεί όλο και πιο σταθερά τη κίνηση του εκκρεμούς, κινούμενη από το ένα άκρο στο άλλο σε όλο και πιο σύντομα χρονικά διαστήματα.
Όλα αυτά μπορεί να φαίνονται προφανή ή ακόμα και "στοιχειώδη" αλλά όχι στην Ελλάδα, καθώς είναι, δυστυχώς, γεγονός ότι οι ελληνική μεσαία τάξη ήταν πάντα και παραμένει εντελώς απούσα ως τέτοια από τις αναλύσεις, τα σχέδια και τις πρακτικές του συνόλου των πολιτικών σχηματισμών της αριστεράς αυτής της χώρας! Ωστόσο, αυτό το κουσούρι που θα μπορούσε να περάσει σχεδόν απαρατήρητο σε "νορμάλ καιρούς", γίνεται σε αυτή την ώρα της αλήθειας που είναι η παρούσα ιστορική στιγμή, ένα κολοσσιαίο μειονέκτημα που μπορεί να οδηγήσει στη καταστροφή όχι μόνο το εργατικό κίνημα αλλά και ολάκερες γενιές ελλήνων μισθωτών και πολιτών.
Οι συνέπειες αυτής της "ιδιαιτερότητας" της ελληνικής αριστεράς είναι ήδη ορατές και δραματικές. Ταυτίζοντας το ελληνικό μικροαστικό τέλμα με το μυθικό “λαό” που τα χωράει όλα των (σταλινικών) ιδεολογικών της παραδόσεων, και ο οποίος είναι - αναγκαστικά - πάντα με τους "καλούς", η ελληνική αριστερά αποκαλύπτεται τώρα εντελώς απογυμνωμένη από εργαλεία κατανόησης των όσων συμβαίνουν στη βάση της ελληνικής κοινωνίας. Και έτσι, παίρνει εδώ και μήνες τα φύκια για μεταξωτές κορδέλες ταυτοποιώντας ως αναγκαστικά “αριστερές” τις εκδηλώσεις μικροαστικής οργής το πολιτικό χρώμα των οποίων δεν είναι για κανένα λόγο προκαταβολικά δοσμένο μια και αποτελεί την - κατεξοχήν - πιο κρίσιμη από τις διακυβεύσεις της σύγκρουσης μεταξύ του κεφαλαίου και του κόσμου της εργασίας.
Ειλικρινής και οξυδερκής αυτή η προσέγγιση, θα μπορούσε να θεωρηθεί ωστόσο μετά την 6η Μάη σα λαθεμένη. Δεν ήταν, άραγε, η αριστερά ο μεγάλος κερδισμένος στη διεκδίκηση της μάζας των μικροαστών; Αμ δε!!! Η απλή αριθμητική είναι σκληρή. Μετά από δύο χρόνια κρίσης και διαχείρισής της, μετά από δύο χρόνια “προδοτών πολιτικών”, “καριόλας Μέρκελ” και “τα πετρέλαιά μας ρεεεε!”, έγινε το φυσιολογικό: η δεξιά / ακροδεξιά του κοινουβουλευτισμού πέτυχε να καταγραφεί κατά 1.371.418 ψήφους μεγαλύτερη απ’ την αριστερά του, σ’ ένα σύνολο ψηφισάντων γύρω στα 6,4 εκατομμύρια. [4]
Αυτά τα νούμερα μπορεί να διαφοροποιηθούν λίγο στις εκλογές της 17ης Ιούνη, καθόλου όμως η ουσία του πράγματος. Η εθνικοποίηση και η κρατικοποίηση του “προβλήματος” έχει συνετελεστεί σε μεγάλο βαθμό· ένα μέρος των μικροαστών μπορεί να ταλαντεύεται ακόμα μεταξύ δεξιάς / άκρας δεξιάς και αριστεράς τύπου συ.ριζ.α., αλλά αυτό μόνο στο βαθμό που αναζητεί “πειστική” απάντηση στο ερώτημα της εξουσίας / δύναμης που μπορεί να τους χωρέσει, ατομικά και οικογενειακά· ο νεοκρατισμός α λα ελληνικά έχει κερδίσει αρκετό έδαφος· και η ταξική πόλωση / καθαρά εργατική αντιπολίτευση μοιάζει όλο και περισσότερο σαν μεταφυσική ευχή. [5]
Τελικά έγινε κι αυτό, σαν επιστέγασμα του αντιεργατικού αγώνα δύο χρόνων: η αριστερά άνοιξε τον δρόμο, οι μηχανισμοί έκαναν το παιχνίδι τους, ο κοινωνικός φασισμός βρήκε εύκολα τα περάσματα, και μια συμμορία τραμπούκων, δηλωμένη ανοικτά σα νεοναζιστική, μπήκε πανηγυρικά στο κοινοβούλιο. Είναι, αν δεν κάνουμε λάθος, η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό σε ευρωπαϊκό έδαφος, μετά τον Β παγκόσμιο... Οι έλληνες άνοιξαν τον δρόμο, κι ίσως το πράγμα επαναληφθεί αλλού... Ζήτω, λοιπόν, το “αντιμνημόνιο” και κάθε τι ελληνικό!!!!
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 - Ήταν, λοιπόν, “πρόδοτης” ο Γ. Παπακωνσταντίνου; Όσοι βολεύονται να ισχυρίζονται ότι οι “μεγαλύτεροι δανειστές” του ελληνικού κράτους ήταν “ξένοι”, και άρα πως οι επωφελημένοι απ’ την άνοδο των επιτοκίων θα ήταν πάλι “ξένοι”, εύκολα καταλήγουν στο συμπέρασμα της προδοσίας... Όσο για εμάς, τον θεωρούμε έναν σπάνιο “πατριώτη”. Γιατί οι ελληνικές τράπεζες ήταν μεγάλοι δανειστές του ελληνικού κράτους· με βάση, μάλιστα, το μέγεθός τους, τα έσοδα τους απ’ τα κρατικά δάνεια ήταν πολύ σημαντικότερο ποσοστό σε σχέση με γαλλικές ή γερμανικές τράπεζες. Το ακόμα πιο σημαντικό είναι όμως ότι οι ελληνικές τράπεζες ήταν (και παραμένουν) οι σχεδόν αποκλειστικοί βραχυπρόθεσμοι δανειστές του κράτους, μέσω εντόκων γραμματίων· και τα επιτόκια αυτού του βραχυπρόθεσμου και συνεχούς δανεισμού πήραν επίσης την ανηφόρα, μαζί με εκείνα του μακροπρόθεσμου (ομόλογα). Μ’ άλλα λόγια ο τότε υπουργός οικονομικών άπλωσε χέρι βοηθείας στην κερδοφορία των ντόπιων τραπεζών· κι αν αυτή η βοήθεια δεν αποδείχθηκε αρκετή, ε, δεν φταίει αυτός.
Πατριώτης λοιπόν ο κύριος Παπακωνσταντίνου... Αλλά που να καταλάβουν τέτοια πράγματα τα μικροαστικά κοθώνια;
[ επιστροφή ]
2 - Η προσφυγή στο δντ είναι παράξενη, αλλά δυστυχώς δεν ξέρουμε να την εξηγήσουμε ικανοποιητικά. Δεν είναι αρμοδιότητα του δντ τα ελληνικά προβλήματα ή άλλα παρόμοια, κι αυτό έχει τονιστεί με θυμό, ξανά και ξανά, από διάφορους μεγάλους χρηματοδότες του διεθνούς νομισματικού ταμείου, όπως η ρωσία, η κίνα, η ινδία και η βραζιλία. Κανονικά η Αθήνα θα έπρεπε να απευθυνθεί στην παγκόσμια τράπεζα - η οποία, όμως, σα να έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης. Ίσως δεν έχει λεφτά... Υποτίθεται, πάντως, ότι το δντ παρεμβαίνει (με τους όρους του...) όταν υπάρχουν σοβαρά προβλήματα ισοτιμιών νομισμάτων· εξού και το “νομισματικό” στον τίτλο του.
[ επιστροφή ]
3 - Στο τεύχος του περασμένου Απρίλη, υπό τον τίτλο ελεύθερη πτώση εξηγήσαμε σε γενικές γραμμές την σημασία που είχαν ορισμένα νομικά εμπόδια στην ελεύθερη (για τ’ αφεντικά) υποτίμηση της εργασίας.
[ επιστροφή ]
4 - Είναι απ’ τα πιο άχαρα πράγματα που θα μπορούσαμε να κάνουμε: να ασχολούμαστε με την ανασκευή μύθων που σε μια μυθομανή κοινωνία σαν την ελληνική γίνονται εύκολα ακλόνητες αλήθειες... μέχρι να ξεχαστούν κάτω από άλλα παραμύθια, κάτω από άλλες ακλόνητες αλήθειες.
Ο λόγος για το αποτέλεσμα των εκλογών της 6ης Μάη. Κάτι η αριθμητική επιτυχία του συ.ριζ.α., κάτι οι ιδεολογικές ανάγκες του συστήματος, το πράγμα εμφανίστηκε σαν οι έλληνες ψηφόφοροι (ο “ελληνικός λαός”) να είναι στο παραπέντε συγκλονιστικών πράξεων... Ίσως ακόμα και να τινάξουν στον αέρα την ευρωπαϊκή ένωση...
Μένοντας στα ποσοτικά δεδομένα της “έκφρασης του ελληνικού λαού” δεν θα χρειάζονταν παραπάνω γνώσεις απ’ αυτές τις απλής αριθμητικής της 3ης δημοτικού, για να δει κανείς ότι στο μέτρο που μια τέτοιου είδους γενική καταγραφή “πολιτικών απόψεων”, όπως οι εκλογές, δείχνει όντως κάτι, τα αποτελέσματα της 6ης Μάη θα έπρεπε να προκαλούν τρόμο - σε όσους / όσες θεωρούν εαυτούς αντίπαλους του συστήματος.
Να, τώρα, οι αριθμοί. Τα 1.192.054 κουκιά που μάζεψε η νέα δημοκρατία· συν τα 670.596 που δήλωσαν “ανεξάρτητοι έλληνες”· συν τους 440.894 που γουστάρουν τραμπούκους· συν τους 183.466 που ένοιωθαν ακόμα λα.ο.σ., κάνουν ένα άθροισμα 2.487.010 δηλωμένων στις κάλπες “δεξιών / ακροδεξιών”. Στην απέναντι μεριά του κοινοβουλευτικού φάσματος, τα 1.061.265 κουκιά του συ.ριζ.α, συν τα 536.072 του κ.κ.ε., συν τα 386.116 της δη.μαρ., συν τα 75.439 της αντ.αρ.συ.α. κάνουν σύνολο 2.058.892 δηλωμένων στις κάλπες “κεντροαριστερών / αριστερών”. Μια απλή αφαίρεση δείχνει ότι σ’ αυτόν τον μάλλον φιλικό υπολογισμό, η “λαϊκή δεξιά / ακροδεξιά” μετρήθηκε στις 6 Μάη του 2012 και βρέθηκε γύρω στα 430.000 κουκιά παραπάνω απ’ την “αριστερά”.
Και τα πράγματα γίνονται χειρότερα όσο προσθέτει κανείς από ‘δω κι απο ‘κει επιπλέον αριθμούς. Μαζί με τα κουκιά του Μάνου, της Μπακογιάννη και της “δημιουργίας ξανά” το δεξιό τόξο πάει στα 2.898.546 κουκιά. Μαζί με τα κουκιά του δίδυμου Κατσέλη - Καστανίδη (“αριστερά” να φαν’ κι οι κότες...) και του “δεν πληρώνω” τα απέναντι κουκιά φτάνουν τα 2.175.291· η διαφορά υπέρ της δεξιάς του κοινοβουλευτισμού πάει χοντρικά στις 720.000. Και δεν έχουν προστεθεί ακόμα τα κουκιά του πασοκ, που οπωσδήποτε δεν περιλαμβάνεται πλέον στις “προοδευτικές δυνάμεις”. Βάζοντας τα πασοκικά 833.529 κουκιά στη δεξιά και τα 185.366 των οικολόγων / εναλλακτικών στην αριστερά, τα σύνολα γίνονται 3.732.075 για τους μεν και 2.360.657 για τους δε. Διαφορά υπέρ της δεξιάς; 1.371.418 “κομμάτια” (κουκιά, κεφάλια..) ακριβώς.
Αλλά τι λέμε τώρα; Αυτή η διάκριση “δεξιά / αριστερά” είναι ξεπερασμένη προ πολλού!.... Έτσι δεν είναι;
[ επιστροφή ]
5 - Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε εδώ τις δικές μας ευθύνες - εννοούμε τις ευθύνες της εργατικής βάσης αυτής της κοινωνίας. Αλλά το έχουμε κάνει κατά κόρον απ’ αυτές εδώ τις σελίδες, συνεπώς ας μείνουμε εστιασμένοι στους χχειρισμούς των αφεντικών και των λακέδων τους.
[ επιστροφή ] |
|