sarajevo

spirit: πέρα απ’ τις ψηφιακές μηχανές...

Διαβάστε επίσης:
οι ψηφιακοί ιθαγενείς

Η χρησιμοποίηση των όρων “μετανάστες” και “ιθαγενείς” απ’ το Prensky για τις κοινωνικές σχέσεις (ή, έστω, τις μαθησιακές / εκπαιδευτικές διαδικασίες) στη φάση της αλλαγής παραδείγματος μας φαίνεται ενδιαφέρουσα επειδή υπονοεί μια διαλεκτική εδαφικοποίησης / απεδαφικοποίησης μέσα στις (πρωτοκοσμικές) τεχνοκοινωνικές διαδικασίες. Αυτή η διαλεκτική, σαν τέτοια, δεν είναι καινούργια, και ίσχυσε (ή και εξακολουθεί να ισχύει) στις μικρότερες ή μεγαλύτερες αλλαγές οργάνωσης τόσο στην αγροτική όσο και στη βιομηχανική εργασία / παραγωγή.
Εκεί, όμως, τελειώνει η όποια ισχύς των εννοιών “ιθαγένεια” και “μετανάστευση”. Γιατί και οι δύο, τελικά, αφορούν τόπους. Ωστόσο οι τροχιές των τεχνολογικών εξελίξεων δεν προσφέρουν κάτι σαν “σταθερό έδαφος”, ακόμα και για εκείνη τη γενιά που γεννήθηκε, μεγάλωσε και έχει διαπαιδαγωγηθεί μέσα σε οθόνες και bytes. Το τεχνολογικό υπόστρωμα του νέου καπιταλιστικού παραδείγματος δεν είναι μόνο η πληροφορική / κυβερνητική· και, με τη σειρά της, η πληροφορική / κυβερνητική δεν είναι μόνο οι προσωπικοί υπολογιστές, το διαδίκτυο, τα social media ή οι αισθητήρες μαζικής χρήσης. Ένα μεγάλο μέρος εκείνων που ο Prensky ονομάζει “ψηφιακούς ιθαγενείς” είναι ταυτόχρονα οι νέοι αποεδαφικοποιημένοι ανειδίκευτοι του βιοπληροφορικού παραδείγματος. Κι, αν επρόκειτο κανείς να διατάξει τα κοινωνικά υποκείμενα όχι πάνω στη γραμμή “ιθαγενείς / μετανάστες” αλλά πάνω στη γραμμή “ισχυροί / ανίσχυροι” ή “κεντρικοί / περιθωριακοί”, αυτό το μεγάλο μέρος ανήκει (και θα ανήκει) στις δεύτερες κατηγορίες. Ακόμα κι αν, προς το παρόν, και για όσο υπάρχουν “ψηφιακοί μετανάστες” (παραπάνω από μια γενιά ακόμα;) έχουν την υπεροχή μιας κάποιας “ιθαγένειας”.
Υπάρχουν ασφαλείς ενδείξεις επ’ αυτού - πιθανόν και αποδείξεις. Οι κβαντικοί υπολογιστές θα μετατρέψουν πολλούς απ’ τους τωρινούς “ψηφιακούς ιθαγενείς” σε “μετανάστες”, ειδικά εάν ξεπεράσουν την στενή δυαδικότητα και μορφοποιήσουν την κωδικοποίηση μιας κάποιας πιθανολογικής ποικιλίας. Οι τεχνολογίες υλικών και οι βιοτεχνολογίες πιθανόν να τους (μας) έχουν βάλει ήδη στην μάλλον άβολη θέση των πελατών, χωρίς “ιθαγένεια” ή “μετανάστευση”.

Ένα απ’ τα βασικά χαρακτηριστικά (ίσως το σημαντικότερο) του νέου καπιταλιστικού παραδείγματος είναι η γενίκευση και η καθολικότητα της μηχανικής μεσολάβησης. Το παλιό, παραδοσιακό εκπαιδευτικό σύστημα ήταν επίσης ένα σύστημα εξοικείωσης με μια ορισμένη γνωσιολογική μεσολάβηση: η γραφή και η ανάγνωση, το βιβλίο και το τετράδιο, ο πίνακας και ο δάσκαλος / καθηγητής, και (το ίδιο έντονα) η ακύρωση / πειθάρχηση των υπό εκπαίδευση σωμάτων (καθιστή ακινησία) προς όφελος της σκέψης, του μυαλού, της όρασης και της ακοής, θα μπορούσαν να θεωρηθούν σαν η εκπαιδευτική μηχανική του 20ου αιώνα - με μια πιο ανοικτή και περιεκτική χρήση της έννοιας “μηχανική”.
Ωστόσο, παρότι αυτή η “φορντική” εκπαιδευτική μεσολάβηση στράφηκε αποφασιστικά και σκληρά εναντίον του προηγούμενου παραδείγματος, της εμπειρικής, πρακτικής, σωματικής γνώσης, και παρότι αυτό το παλιότερο μορφωτικό, γνωσιολογικό παράδειγμα δυσφημίστηκε ισχυρά (σαν “αγραμματοσύνη”), η εκπαιδευτική μηχανική του 20ου αιώνα δεν κατάφερε να εξαφανίσει την εμπειρία και την εμπειρική γνώση. Μπορούμε μάλιστα να πούμε (και είναι εύκολο να αποδειχθεί) ότι αθόρυβα και ανεπίσημα η εκπαιδευτική μηχανική του 20ου αιώνα στηρίχτηκε σ’ αυτό που ήθελε να αντικαταστήσει: στο σύνολό τους οι κοινωνικές σχέσεις συνέχισαν να υφαίνονται (ή να ξηλώνονται) με το “παλιό τρόπο”, έξω ή σχεδόν έξω απ’ τις machines των αιθουσών διδασκαλίας, και όλο το γνωσιολογικό περιεχόμενό τους συνέχισε να κυκλοφορεί, να εμπλουτίζεται, να αλλάζει με τους “παραδοσιακούς” τρόπους.

πέρα απ' τις ψηφιακές μηχανές...

Αυτό δεν ισχύει πια. Η βιοπληροφορική μηχανική του γνωρίζειν και του μανθάνειν δεν ασκείται και δεν εξελίσσεται “κάπου” και όχι “κάπου αλλού”, εδώ στον (κοινωνικό) χώρο και όχι εκεί, τώρα στο χρόνο και όχι πριν ή μετα. Δεν υπάρχουν εξαιρέσεις: ασκείται και εξελίσσεται παντού. Σ’ όλο το πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων. Το σύνολο που είχε απομείνει σαν άμεσες πρωταρχικές εμπειρίες (γνώσης, μάθησης, αλλά και μνήμης, απόλαυσης, πόνου...) μεσολαβείται μηχανικά. Οποιαδήποτε (αλλοτινή) διανοητική ή αισθητική εμπειρία έχει εμπορικό (ή απλά τεχνικό) “ενδιαφέρον” μπορεί να προσομοιωθεί / αλγοριθμοποιηθεί με κάποιον τρόπο· και κατά συνέπεια μπορεί να μεσολαβηθεί απ’ τις νέες μηχανές.
Εκεί βρίσκεται η στρατηγική αδυναμία της έκθεσης του Prensky. Προσπαθεί να συμφιλιώσει το παλιό εκπαιδευτικό σύστημα με το νέο τεχνολογικό / κοινωνικό παράδειγμα, αλλά το δεύτερο δείχνει να ξεπερνάει από κάθε μεριά το πρώτο και να το αχρηστεύει. Γιατί, εκείνο που βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και χρόνια δεν είναι απλά η αντικατάσταση του βιβλίου (και του μαυροπίνακα) απ’ την οθόνη της ηλεκτρονικής συσκευής. Είναι η ριζική μεταμόρφωση εκείνου που θα ονομάζαμε πρωταρχικές, άμεσες δι-ανθρώπινες εμπειρίες (γνώσης, μάθησης, μνήμης, αγάπης, μίσους, φιλίας, συζήτησης, κλπ), δηλαδή η ριζική μεταμόρφωση του κοινωνικού (πεδίου) στο σύνολό του. Μια μεταμόρφωση που ξεπερνάει κατά πολύ τις “αρμοδιότητες” της εκπαιδευτικής μηχανικής του 20ου αιώνα.

Η στρατηγική αδυναμία του Prensky συμπυκνώνεται σ’ αυτές τις φράσεις: ...Σαν εκπαιδευτικοί πρέπει να ασχοληθούμε με το πως θα διδάξουμε μαζί Κληρονομημένα και Μελλοντικά περιεχόμενα, στη γλώσσα των Ψηφιακών Ιθαγενών. Το πρώτο περιλαμβάνει μια μείζονα μετάφραση και αλλαγή μεθοδολογίας· το δεύτερο περιλαμβάνει τα προηγούμενα ΣΥΝ καινούργια περιεχόμενα και τρόπους σκέψης. Από θεωρητική και τεχνική άποψη μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι δεν υπάρχει πλέον κανένα “κληρονομημένο” (απ’ την εκπαιδευτική μηχανική του 20ου αιώνα) περιεχόμενο που να χρειάζεται εκπαιδευτικούς (όπως τους γνωρίσαμε) για να διδαχθεί, τροποποιημένο ασφαλώς, στη γλώσσα των ψηφιακών ιθαγενών. Αντίθετα, οι ψηφιακοί ιθαγενείς σαν τέτοιοι, έχουν αποκτήσει το δικαίωμα να μαθαίνουν (εντός ή εκτός εισαγωγικών) μέσω των μηχανών, οτιδήποτε, οποτεδήποτε και οπουδήποτε με την μηχανή στη θέση του εκπαιδευτικού - αν μπορούμε να το πούμε έτσι.
Αν υπάρχει ένα κρίσιμο ζήτημα (και κατά τη γνώμη μας υπάρχει!) αυτό δεν είναι το τι (“κληρονομημένο” ή/και “μελλοντικό”) μπορεί ή πρέπει να μεταγλωτιστεί σε γλώσσα μηχανών. Αλλά το τι ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ να μεταβιβαστεί σαν τέτοια γνώση, επειδή έχουμε σοβαρά επιχειρήματα για το ότι διαφορετικοί, μη-ψηφιακοί τρόποι γνώσης / μάθησης είναι κοινωνικά χρήσιμοι έως απαραίτητοι. Η απάντηση προϋποθέτει και επιβάλλει τον ορισμό και των “αντικειμένων” για τα οποία ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ την ψηφιοποίηση και την ψηφιακή “μετάδοση της γνώσης”. Όμως αυτά δεν είναι, και δεν μπορεί να είναι, το μεγαλύτερο μέρος της “διδακτέας ύλης” του παραδοσιακού εκπαιδευτικού συστήματος.
Τι σημαίνει “δεν θέλουμε”; Ποιοί είμαστε αυτοί που “δεν θέλουμε”; Όχι, σίγουρα, οι υπερασπιστές του παλιού εκπαιδευτικού συστήματος / παραδείγματος, το οποίο άλλωστε έχει κριτικαριστεί πολύ σκληρά (και σωστά) στο πρόσφατο παρελθόν, στα ‘60s, στα ‘70s και στα ‘80s. Όμως δεν γίνεται να ταυτοποιηθεί αρνητικά το συλλογικό υποκείμενο που θα επαναπροσδιορίσει τις δικές του μαθησιακές, γνωσιακές ανάγκες και επιθυμίες, και θα το κάνει με τέτοιο τρόπο ώστε να νομιμοποιείται να τις χαρακτηρίσει δημόσιες. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να απαντήσουμε προς το παρόν γενικόλογα και αφηρημένα: η σύγχρονη εργατική τάξη θα είχε λόγους να διαμορφώσει (πράγμα καθόλου εύκολο) ένα γνωσιολογικό, μαθησιακό (ακόμα και εμπειρικό) δικαίωμα που να μην οπισθοδρομεί στο παλιό παράδειγμα και να μην αγνοεί (αλλά ούτε να μυθοποιεί) τα πλεονεκτήματα των καινούργιων μηχανών.
Πως, όμως, προκύπτει ένα τέτοιο δικαίωμα; Προκύπτει απ’ την επίγνωση ότι δημιουργείται ήδη ένας καινούργιος ορίζοντας γνωσιακών (και αισθητικών, και ηθικών) ελλείψεων, που οφείλονται ακριβώς στην προέλαση του καινούργιου τεχνολογικού παραδείγματος και στη γενικευμένη εγκατάστασή του πάνω - στα - πάντα. Είναι αυτή η βιοπληροφορική μεσολάβηση μια διαδικασία που, όπως συμβαίνει πάντα στις ριζικές αλλαγές, δε δημιουργεί μόνο (δυνατότητες) αλλά και καταστρέφει. Η μη-μεσολάβηση ή, πιο σωστά, η όχι-μηχανική-μεσολάβηση της απόκτησης γνώσεων και εμπειριών, πρόκειται να αναδειχθεί (αν δεν έχει αρχίσει να αναδεικνύεται ήδη) σε κρίσιμο ζήτημα διάκρισης ανάμεσα στο ανθρώπινο και στο cyberμηχανικό - και εδώ η σύγχρονη εργατική τάξη θα έπρεπε να έχει (να αποκτήσει) ισχυρό λόγο και αντίλογο, θεωρητικά και πρακτικά.

Αν μας έμαθε κάτι πολύ σημαντικό η αυστηρή και βαθιά κριτική του παραδοσιακού εκπαιδευτικού συστήματος, είναι η αξία που έχουν οι “ανεπίσημοι” τρόποι γνώσης και εμπειρίας. Απ’ την φιλία ως την τεμπελιά. Καθώς οι δυνατότητες του νέου, υπερμεσολαβητικού cyberμηχανικού μοντέλου του επιτρέπουν να τρυπώνει παντού, και καθώς αυτό το μοντέλο διαμορφώνει μια έννοια του “δημόσιου” ισχυρά ιδιωτική, εκείνα που θα αξίζει στο μέλλον θα θεωρηθούν (και γίνουν αντικείμενο μάχιμης υποστήριξης) σαν δημόσιοι και δωρεάν τρόποι μάθησης θα περιλαμβάνουν την ανάκληση και την αξιολόγηση πολλών απ’ τα “ανεπίσημα” περιεχόμενα και τους “ανεπίσημους” τρόπους· υπό την αυστηρή προϋπόθεση να μείνουν έξω απ’ την μηχανική μεσολάβηση. Να ζεις με τις καινούργιες μηχανές, αλλά εξίσου σημαντικό να ζεις χωρίς αυτές: εδώ δεν θα πρέπει να μαθαίνουμε “παλιά πράγματα με καινούργιους τρόπους” αλλά παλιά πράγματα με παλιούς τρόπους. Σαν κοινή, κοινωνική αξία.
κορυφή