οι παραχαράκτες
Άλλοτε ήταν μια απ’ τις λίγες παράνομες δουλειές που μπορούσαν να συγκινήσουν. Η παραχάραξη χαρτονομισμάτων ήταν ένας σπάνιος συνδυασμός παρανομίας και υψηλής αισθητικής, σχεδόν στο ίδιο επίπεδο με την παραχάραξη έργων τέχνης (κυρίως ζωγραφικής) αλλά πολύ πιο ευπρόσδεκτη στο σκοπό της. Ήταν η εποχή που τα τυπογραφεία χαρτονομισμάτων δούλευαν με (πλάκες) κλισέ· και ο παραχαράκτης έπρεπε, ουσιαστικά, να αντιγράψει ένα χαρτονόμισμα φτιάχνοντάς το εξ αρχής. Σχεδιαστικές και χαρακτικές ικανότητες, ιδιαίτερη προσοχή στις λεπτομέρειες, μεγάλη υπομονή, δουλειά “εσωτερικού χώρου”, υψηλές γνώσεις τυπογραφίας: ο παραχαράκτης δεν ήταν η συνηθισμένη φιγούρα του παράνομου, βίαιος, οπλισμένος, εν δυνάμει φονιάς. Ο παραχαράκτης ήταν ένας αρτίστας, κάποιος που ήταν πιθανό ότι δεν “σου γέμιζε το μάτι” για κάτι καλύτερο από χαρτογιακά. Στον σινεμά οι παραχαράκτες δεν ήταν ήρωες δράσης αλλά μάλλον “ήρωες σκέψης”: το πρόβλημα (και η συνηθισμένη πλοκή) αφορούσε όχι το πως θα φτιάξουν τα πλαστά (αυτό ήταν σχεδόν εξορισμού “αντικινηματογραφικό”) αλλά το πως θα διαθέσουν / ξεφορτωθούν “με τη μία” όλο το stuff των fake χαρτονομισμάτων, χωρίς να διακινδυνέψουν στη “λιανική”.
Ο παραχαράκτης νομισμάτων μπορούσε να τυλιχτεί με την αίγλη ότι χτυπούσε στην καρδιά της την αξιοπιστία του συστήματος συναλλαγών: την “αλήθεια” του νομίσματος. Δεν ήταν βέβαια ιδεολόγος, παρότι υπήρξαν περιπτώσεις στον 20ο αιώνα όπου η μαζική και οργανωμένη παραχάραξη χαρτονομισμάτων εξυπηρέτησε έναν ιδεαλιστικό σκοπό.[1Δεν αναφερόμαστε στην υπόθεση της ταινίας Die Fälscher (2007), που διαδραματίζεται εν πολλοίς στο Β παγκόσμιο και αφορά την “επιχείρηση Μπέρναρντ” των ναζί, αλλά στην αλγερινή επανάσταση και στην εκτύπωση, για την χρηματοδότησή της, πλαστών δολαρίων, κάπου όχι πολύ μακριά απ’ την αλγερία...] Οι νομοθεσίες των αναπτυγμένων κρατών αντιμετώπιζαν, όχι ανεξήγητα, τον παραχαράκτη σαν τον απόλυτο κίνδυνο. Έτσι, για την τέλεια παραχάραξη, για την παραχάραξη δηλαδή που δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτή, η ποινή ήταν μία: θάνατος. Αυτός ήταν ο λόγος (λέει ο θρύλος) που οι παραχαράκτες, ακόμα κι αν μπορούσαν τεχνικά να φτιάξουν τέλεια αντίγραφα, δεν το έκαναν· φρόντιζαν να υπάρχει κάπου μια, έστω μικρή, ατέλεια. Αυτή θα ήταν το βασικό υπερασπιστικό τους επιχείρημα εάν γίνονταν τσακωτοί, για να γλυτώσουν την θανατική καταδίκη (όταν υπήρχε τέτοια).
Η παραχάραξη νομισμάτων σαν υψηλού επιπέδου χειροτεχνία ανήκει στο παρελθόν. Οι τεχνολογικές εξελίξεις (και) στη μαζική αναπαραγωγή εικόνων άλλαξαν όχι μόνο την διαδικασία παραγωγής πλαστών χαρτονομισμάτων, αλλά και τον “τύπο” του παραχαράκτη. Ασφαλώς θα πρέπει να υπάρχει ακόμα ένα υπόλειμμα τεχνικών γνώσεων και δεξιοτήτων σ’ αυτή τη “δουλειά”· όμως τα σκάνερ, τα λογισμικά επεξεργασίας εικόνων και οι εκτυπωτές έχουν αναλάβει τον κύριο όγκο της.
Απ’ τη μεριά της οικονομικής θεωρίας το κίβδηλο νόμισμα παραμένει “γνήσιο” για όσο καιρό οι χρήστες του το αντιμετωπίζουν έτσι! Το ιερό των ιερών του πλούτου στις συναλλαγές (ο χρυσός και οι πολύτιμες πέτρες είναι εκτός συναγωνισμού!), το νόμισμα δηλαδή, σε οποιαδήποτε μορφή του, πάσχει απ’ αυτήν την εξ αρχής αδυναμία: δουλεύει όσο πείθει. Συνεπώς τα πλαστά χαρτονομίσματα (ή και κέρματα) κάνουν την ίδια δουλειά με τα γνήσια, για όσο κανείς δεν αμφιβάλλει για την γνησιότητά τους.
Αυτό έχει ιδιαίτερη αξία σε εποχές κρίσης (και αναδιάρθωσης, μην ξεχνιόμαστε) σαν αυτή των τελευταίων χρόνων, όπου μια βασική θεραπεία ονομάζεται “ποσοτική χαλάρωση” και σημαίνει την αύξηση της ποσότητας του κυκλοφορούντος χρήματος σε όποια επικράτεια, υπό την αιγίδα και επίβλεψη της αντίστοιχης κεντρικής τράπεζας. Η “εκτύπωση” (δεν πρόκειται γι’ αυτό κυριολεκτικά...) “φρέσκου χρήματος” γνήσιου είναι μια σύνθετη διαδικασία που υπόκειται σε καταγραφές και ορισμένους περιορισμούς. Μήπως, όμως, το ίδιο αποτέλεσμα θα μπορούσε να έχει μια διαδικασία πιο απλή, όπως είναι η αύξηση της κυκλοφορίας πλαστών χαρτονομισμάτων (ή και κερμάτων) καλής ποιότητας; Μήπως, για να το πούμε διαφορετικά, η παραχάραξη είναι μια καλή μέθοδος quantitative easing (QE) που απαλλάσσει τα κράτη και τις κεντρικές τράπεζες από δύσκολες αποφάσεις και πολύπλοκες διαδικασίες;
Η ερώτηση μοιάζει προβοκατόρικη αλλά δεν είναι καθόλου ανεπίκαιρη. Για παράδειγμα γράψαμε πρόσφατα για το bitcoin, αν και όχι αναλύοντάς το απ’ την τωρινή σκοπιά. [2Sarajevo 93, Μάρτης 2015, χρυσάφι και ηλεκτρόνια.] Τα ηλεκτρονικά “νομίσματα”, που είναι εξ ορισμού fake, έχουν ουσιαστικά την ίδια αξία με τα χαρτονομίσματα της monopoly: “αξίζουν όσο γράφουν επάνω” υπό τους όρους του παιχνιδιού, και μόνο.
Σε ότι αφορά, όμως, την λεγόμενη “πραγματική οικονομία”, ας πούμε της ευρωζώνης, τα δεδομένα έχουν άλλη χάρη. Σύμφωνα με διάφορα πρόσφατα στοιχεία η ευρωζώνη έχει αρχίσει να “πλημμυρίζει” από πλαστά χαρτονομίσματα του ευρώ, αλλά - κι αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον - και κέρματα. Για παράδειγμα στη γερμανία η Bundesbank ανακοίνωσε ότι το 2014 κυκλοφόρησαν ευρωχαρτονομίσματα αξίας 3,3 εκατομμυρίων. Το ποσό είναι εξαιρετικά μικρό (παρότι είναι κατά 63% μεγαλύτερο απ’ το αντίστοιχο του 2013) σε σχέση με την αξία του συνόλου των κυκλοφορούντων γνήσιων χαρτονομισμάτων, και η Bundesbank, όπως και οι υπόλοιπες εθνικές κεντρικές τράπεζες, μαζί και η ευρωπαϊκή κεντρική, δεν ανησυχούν. Συνολικά στην ευρωζώνη εντοπίστηκαν 838.000 περιπτώσεις, με αυξητική τάση από χρόνο σε χρόνο.
Όμως εκεί υπάρχει ένα ζήτημα, αν θέλει να είναι κάποιος σχετικά ακριβής. Οι ανακοινώσεις και οι στατιστικές αφορούν τα πλαστά χαρτονομίσματα που εντοπίζονται και όχι, βέβαια, αυτά που δεν εντοπίζονται. Όπως συμβαίνει σε όλες τις παράνομες / άτυπες / μη καταγραφόμενες δραστηριότητες, τα τελικά πορίσματα βγαίνουν με στατιστικές αναγωγές στη βάση των “γνωστών” περιστατικών. Έτσι, για παράδειγμα, εάν στο κράτος Χ έχουν συλληφθεί ελάχιστοι και έχουν κατασχεθεί ή εντοπιστεί μικρές ποσότητες πλαστών χαρτονομισμάτων, βγαίνει το συμπέρασμα ότι όλα είναι ο.κ.· και όχι, για παράδειγμα, ότι η αστυνομία συνεργάζεται με τα κυκλώματα διάθεσης ή ότι η ποιότητα των πλαστών είναι “άριστη”...
Μ’ άλλα λόγια η ευεργετική επίδραση που θα είχε ένα “παράνομο” quantitative easing, με την εισαγωγή εντός ευρωζώνης, κάθε χρόνο, ενός ποσοστού της τάξης του ενός χιλιοστού της αξίας των γνήσιων ευρώ σε fake, είναι ο συνδυασμός των εξής παραμέτρων: του χρόνου κατά τον οποίο αυτά θα παρέμεναν σε κυκλοφορία· της ποιότητας τους (έχει σχέση με την αύξηση του χρόνου κυκλοφορίας)· και των “στραβών ματιών” που θα έκαναν οι αρχές απέναντι στα κυκλώματα. Φυσικά, αυτό το παράνομο quantitative easing θα είχε συμπληρωματική σημασία· εκτός εάν τα πραγματικά ποσά των fake χαρτονομισμάτων είναι μεγαλύτερα.
Και λογικά εικάζουμε ότι είναι, ίσως θεαματικά μεγαλύτερα. Γιατί; Η τιμή “χοντρικής διάθεσης” των fake νομισμάτων είναι ιδιαίτερα χαμηλή, ας πούμε 20% της αναγραφόμενης. Ένα fake 50ευρω πρέπει να κοστολογείται (τιμή χοντρικής) 10 ευρώ... Εάν είναι έτσι, τότε η κυκλοφορία π.χ. 15 μυρίων fake ευρώ τον χρόνο στην ευρωζώνη αποφέρει στους κατασκευαστές τους γύρω στα 3 μύρια. Στην περίπτωση που οι κατασκευαστές ήταν κάποιες λίγες “μοναχικές συμμορίες” παραχαρακτών, τότε αυτά τα 3 μύρια θα ήταν ένα αξιόλογο εισόδημα. Όμως όλες οι πληροφορίες (όχι οι δικές μας αλλά των επίσημων ευρωπαϊκών “οργάνων”) υποστηρίζουν ότι στη συστηματική παραγωγή fake ευρώ έχουν εμπλακεί η ιταλική Ν’τραγκέτα [3Τα εργαστήρια της Νάπολι θεωρούνται εξαιρετικά ποιοτικά...] καθώς και διάφοροι μαφιόζικοι κλάδοι απ’ την βουλγαρία, την ρουμανία αλλά και την κίνα. [4Η εισαγωγή fake χαρτονομισμάτων του ευρώ αλλά και κερμάτων (συνήθως 2ευρω) εξαιρετικά υψηλής ποιότητας, απ’ την κίνα, γίνεται μέσω κοντέινερ...] Έχουμε την ταπεινή άποψη ότι τέτοια μεγάλα μαγαζιά του παγκόσμιου οργανωμένου εγκλήματος, με πολυσχιδείς δραστηριότητες, υψηλά ποσοστά κερδοφορίας και μεγάλα κέρδη (υποτίθεται, για παράδειγμα, ότι η Ν’τραγκέτα είναι βασική στην εισαγωγή κόκας στην ευρώπη) δεν θα “στριμώχνονταν” για να μοιραστούν 3, 4 ή 5 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο. Λογικά, για να είναι “μεγάλα μαγαζιά” στο κόλπο, τα κέρδη είναι πολύ μεγαλύτερα, άρα πολύ μεγαλύτερα είναι και τα ποσά των fake ευρώ που κυκλοφορούν.
Αν και δεν μπορούμε να είμαστε εντελώς σίγουροι, φαίνεται ότι στας ευρώπας (γενικά) οι “εξαρθρώσεις κυκλωμάτων” είναι σπάνιες και αφορούν συνήθως την διάθεση και όχι την παραγωγή των fake χαρτονομισμάτων. Άλλωστε, πέρα απ’ αυτήν καθ’ αυτήν την ευρωπαϊκή παραγωγή, στην ιταλία (και, πιθανότατα, στην ισπανία), το μεγαλύτερο μέρος είναι “outsourced”. Στα μέρη μας, που είναι ευκολότερο να ερευνήσει κανείς (και όπου αποτελεί κοινοτοπία το ότι υπάρχει μια “πλημμύρα” πλαστών χαρτονομισμάτων...) οι όποιες αστυνομικές “επιτυχίες” εξαντλούνται σε συλλήψεις στην ... λιανική της λιανικής: τύποι που έχουν πάνω τους λίγα fake 20ευρα (ή 50ευρα) και πάνε να ψωνίσουν ασπιρίνες από φαρμακεία... Πολλά μαγαζιά εξοπλίζονται με διάφορα γκάντζετ “ανίχνευσης” αγνοώντας, προφανώς, ότι τέτοια έχουν και οι παραγωγοί, έτσι ώστε να μπορούν να παράγουν διάφορες “ποιότητες” χρήματος (με ανάλογη τιμή χοντρικής). Όμως εάν τα fake χαρτονομίσματα “παιρνούν” αυτά τα φτηνά τεστ, όλοι είναι ευχαριστημένοι, έτσι δεν είναι; Όσο για την μικρή επίδοση της ελληνικής αστυνομίας στην “καταστολή του φαινομένου” πολλά θα μπορούσε να υποθέσει κανείς... Εν τέλει δεν θα ήταν “αντεθνική πράξη” και “προδοσία” η παρεμπόδιση αυτής της, έστω παράνομης, ποσοτικής χαλάρωσης; Ο κόσμος θέλει λεφτά... Οπότε;
Αριστερά η Έλλη Λαμπέτη και ο Δημήτρης Χόρν, δεξιά ο Ορέστης Μακρής και η Ίλυα Λιβυκού, στη σπονδυλωτή ταινία “η κάλπικη λίρα”, του 1955, σε σκηνοθεσία του Γιώργου Τζαβέλλα. Η ελληνική “ηθογραφία” των ‘50s γύρω απ’ την κυκλοφορία μιας κάλπικης λίρας σε ένα φιλμ που έχει θεωρηθεί απ’ τα καλύτερα ever στα μέρη μας.
οι τοκογλύφοι
Η τοκοφλυφία συγκεντρώνει επάνω της τα παρακάλια και τις κατάρες του νόμιμου τραπεζικού δανεισμού στο πολλαπλάσιο. Σε άλλες εποχές, όχι πολύ μακρινές (και σίγουρα προ κρίσης), όταν οι νόμιμες τράπεζες “έκλειναν τις βάνες” των δανείων τους για κάποιους λόγους, η δημόσια σφαίρα κατακλυζόταν από προβλέψεις και οιχτιρμούς ότι έτσι θα ανθίσει η τοκογλυφία. Τα τελευταία πέντε χρόνια όμως, που τα τραπεζικά λογιστήρια έχουν όχι καβούρια αλλά δεινόσαυρους, η λέξη “τοκογλύφοι” έχει εξαφανιστεί. Από πρώτη ματιά θα φαινόταν παράξενο· όχι, όμως, αν κάποιος καταλαβαίνει τον πραγματικό χαρακτήρα του ελληνικού συμπλέγματος κράτους / κεφάλαιου, και την κεντρικότητα του οργανωμένου εγκλήματος σ’ αυτό. Ακόμα περισσότερο την τελευταία 5ετία.
Είναι ενδιαφέρον για την ένοχη σιωπή (όχι μόνο των ελληνικών καθεστωτικών “θεσμών”, κομμάτων, δημοσιογράφων, κλπ αλλά και του πόπολου) το ότι όσο εύκολη είναι η αναφορά σε “χιλιάδες αυτοκτονίες” εξαιτίας της κρίσης, τόσο αδύνατη είναι η συσχέτισή τους με την τοκογλυφία. Ωστόσο υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις (όπως και ένα κάποιο παρελθόν στο θέμα) ότι οι όροι του παράνομου δανεισμού (επιτόκια της τάξης του 3%, του 5%, του 10% ή και παράνω τον μήνα) και οι μέθοδοι τήρησής τους (σοβαρές απειλές προς τους οφειλέτες, φυχολογική βία, φυσική βία) οδηγούν σε αυτοκτονική απελπισία πολύ ευκολότερα απ’ ότι τα χρέη προς τις νόμιμες τράπεζες, την δεη ή τους ιδιοκτήτες ακινήτων. Συνεπώς, η αναφορά σε “χιλιάδες αυτοκτονίες” και τέρμα (λόγω κρίσης γενικά κι αόριστα), αποτελεί ουσιαστικά συγκάλυψη της πραγματικής δυναμικής του “μαύρου” κεφάλαιου / παρακράτους.
Οι δανειστές αυτού του είδους χωρίζονται συνήθως σε δύο κατηγορίες: είτε “υψηλόβαθμα” μέλη του οργανωμένου εγκλήματος, είτε “λευκοί επιχειρηματίες” που φρόντισαν έγκαιρα να έχουν “ρευστό”. Στην πράξη πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: οι διάφοροι κλάδοι του οργανωμένου εγκλήματος διαθέτουν πλήθος “λευκών” επιχειρήσεων, για πολλούς λόγους. Δεν θα πρέπει ωστόσο, για χάρη της κοινής λογικής, να αποκλείσουμε και μια τρίτη κατηγορία δανειστών, προερχόμενη από κυκλώματα μέσα τις επίσημες τράπεζες, που δρουν “παράτυπα” δίνοντας κοντοπρόθεσμα δάνεια με υψηλό επιτόκιο “κάτω απ’ το τραπέζι” - αν μπορούμε να το πούμε έτσι.
Το γεγονός είναι, και είναι αναγνωρισμένο διεθνώς στον μέγιστο δυνατό βαθμό, ότι το οργανωμένο έγκλημα (διεθνές ή/και τοπικό) είναι που διαθέτει “μεγάλη ρευστότητα” όλα αυτά τα χρόνια της “κρίσης” και της τραπεζικής στενότητας, όπου υπήρξε ή υπάρχει τέτοια. Οι μαφίες ήταν που έσωσαν (με μεγάλες καταθέσεις ή αγορές μετοχών) διάφορες “επώνυμες” τράπεζες το 2008 και το 2009, οι μαφίες είναι που παίζουν τον ρόλο των τραπεζών όταν αυτές ζορίζονται· η ελληνική περίπτωση είναι ιδανική. Και είναι τόσο ιδανική (και αποδοτική, απ’ ό,τι φαίνεται) ώστε να υπάρχουν φήμες ότι (και) στην τοκογλυφία στην ελλάδα δραστηριοποιούνται όχι μόνο τα ντόπια κυκλώματα του οργανωμένου εγκλήματος, αλλά και διεθνή· είναι κάτι που, βέβαια, δεν μπορούμε να ξέρουμε.
Το ελληνικό υπουργείο δημόσιας τάξης έχει να επιδείξει μεν κάποιες “επιτυχίες εξάρθρωσης κυκλωμάτων τοκογλυφίας” τα τελευταία χρόνια, μικρομεσαίου όμως βεληνεκούς. Το σημαντικότερο ωστόσο είναι πως όπως ισχύει με την “λευκή” έτσι και η “μαύρη” τραπεζική δεν σταματάει εάν ο “διευθυντής” ή μερικοί “εισπράκτορες” είναι στη φυλακή. Συνεπώς, απ’ την μια μεριά οι περιορισμένες αντιτοκογλυφικές “επιτυχίες” και απ’ την άλλη η γενική σιωπή επί του ζητήματος, δείχνουν όχι μόνο την δυναμική της κρατικοποίησης του εγκλήματος (όπως την έχουμε ορίσει, σαν αυτόνομοι εργάτες, εδώ και καιρό) αλλά και τους συσχετισμούς δύναμης στη “λευκή” οικονομία: γίνεται όλο και πιο συστηματικά εξάρτημα της “μαύρης”, είτε το παραδέχεται κανείς είτε όχι.
ορατές συνέπειες;
Αναφερθήκαμε σε δύο (μόνο) απ’ τα είδη “αόρατων δουλειών” που ανθούν (και) στα μέρη μας όχι βέβαια για να ηθικολογήσουμε ή για να παραστήσουμε τους ντέτεκτιβ αλλά για να δείξουμε το πως διάφορες πλευρές, κομβικές μάλιστα, του “λευκού” καπιταλισμού μπορούν να γυρίσουν σε “μαύρες”, ήσυχα κι ωραία, “κάτω απ’ την μύτη” των .... αντικαπιταλιστών (και αντικρατιστών). Όποιος πει “ε, και τι έγινε; μία η άλλη...” κάνει λάθος (ή μιλάει με δόλο). Οι σχέσεις εξουσίας (και οι σχέσεις βίας) στην άγρια συσσώρευση είναι πολύ λιγότερο μεσολαβημένες, πολύ λιγότερο περιορισμένες, πολύ περισσότερο ωμές. Και οι συμπεριφορές διαμορφώνονται ανάλογα.
Ορισμένοι καθεστωτικοί ειδικοί της εγκληματικότητας υποστηρίζουν ότι στη διάρκεια των τελευταίων 5 χρόνων παροξύνεται το εξής φαινόμενο: δυσανάλογα μεγάλη βία για μικρά ή και ασήμαντα οφέλη. Αυτό δείχνει να είναι αληθινό, αλλά αφορά την “βάση” της εγκληματικής οικονομίας, τις πρακτικές του “πεζοδρομίου”, που είναι οι πιο εύκολα ορατές: διαρρήξεις, κλοπές, νταραβέρια, σωματεμπορία, αιματηρούς καυγάδες για “μοιρασιές” μικρής σημασίας, κλπ.
Αν η “βάση” σκληραίνει στις πρακτικές της, αυτό οφείλεται (κατά την ταπεινή μας άποψη) στο ότι σκληραίνει και διευρύνεται όλη η πυραμίδα της εγκληματικής οικονομίας. Όσοι / όσες παρακολουθούν αυτές εδώ τις σελίδες απ’ την αρχή ξέρουν ότι σαν αυτόνομοι εργάτες έχουμε μελετήσει αναλυτικά την κρατικοποίηση του εγκλήματος εδώ και πολλά χρόνια. Δεν πρόκειται, όμως, για μια διαδικασία που έγινε μια κι έξω, που ολοκληρώθηκε κάποτε. Είναι μια διαδικασία δυναμική, εξελισσόμενη.
Πρόκειται, εν τέλει, για μια διαδικασία πολιτική (με την πλήρη έννοια της λέξης), που αφορά ακόμα και τις δομές που εμφανίζονται σαν “λευκή” εξουσία. Αλλά, όπως είναι γνωστό, η παρηγοριά του “δεν τρέχει τίποτα” είναι εύκολη στα μέρη μας...
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 - Δεν αναφερόμαστε στην υπόθεση της ταινίας Die Fälscher (2007), που διαδραματίζεται εν πολλοίς στο Β παγκόσμιο και αφορά την “επιχείρηση Μπέρναρντ” των ναζί, αλλά στην αλγερινή επανάσταση και στην εκτύπωση, για την χρηματοδότησή της, πλαστών δολαρίων, κάπου όχι πολύ μακριά απ’ την αλγερία...
[ επιστροφή ]
2 - Sarajevo 93, Μάρτης 2015, χρυσάφι και ηλεκτρόνια.
[ επιστροφή ]
3 - Τα εργαστήρια της Νάπολι θεωρούνται εξαιρετικά ποιοτικά...
[ επιστροφή ]
4 - Η εισαγωγή fake χαρτονομισμάτων του ευρώ αλλά και κερμάτων (συνήθως 2ευρω) εξαιρετικά υψηλής ποιότητας, απ’ την κίνα, γίνεται μέσω κοντέινερ...
[ επιστροφή ]