Είναι αστείο το νέο “Εθνικό Αναπτυξιακό Πρότυπο, Ελλάδα 2021” που ετοιμάζει η κυβέρνηση. Το προσχέδιο που παρουσιάστηκε στο Euroworking Group την Πέμπτη (19/4/2014) είναι τόσο ενδιαφέρον όσο τα προεκλογικά προγράμματα των κομμάτων: γεμάτο κοινοπίες του στυλ “δημιουργία ευνοϊκού κλίματος για τις επενδύσεις μέσω της απλοποίησης των αδειοδοτικών διαδικασιών και της αντιμετώπισης των σύνθετων πτωχευτικών διατάξεων σε συνδυασμό με τη μείωση του γραφειοκρατικού κόστους” ή “καταπολέμηση της διαφθοράς, ενίσχυση της διαφάνειας και απλοποίηση των διαδικασιών με την ψηφιοποίηση”.
Πιο ενδιαφέρουσα όμως είναι η υπόσχεση ότι “το πρόγραμμα απελευθέρωσης των αγορών και εξάλειψης των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού, που έχει ήδη ξεκινήσει, θα συνεχισθεί και θα ολοκληρωθεί”. Μιλάμε για το ίδιο πρόγραμμα απελευθέρωσης για το οποίο η κυβέρνηση έκανε προ μηνός ηρωϊκές διαπραγματεύσεις να μην αλλάξει τίποτε. Τελικά υπό τον φόβο της “χαμένης δόσης” ψήφισε κάποια ημίμετρα τα οποία - πάμε στοίχημα; - θα αναιρεθούν με υπουργικές αποφάσεις.
Αυτό γίνεται τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Ψηφίζονται νόμοι μόνο για τα μάτια των κουτόφραγκων. παίρνουμε τα λεφτά, και μετά το πολιτικό σύστημα ομόψυχα τρέχει να αλυσοδέσει την απελευθερωμένη αγορά, με μόνο στόχο να προστατεύσει τα πελατειακά του δίκτυα και τους πελατειακούς του μηχανισμούς.
Έτσι, την ίδια ώρα που συντάσσουμε εθνικό σχέδιο - τρομάρα μας! - ανάπτυξης, 185 βουλευτές όλων των κομμάτων του συνταγματικού τόξου ζητούν να ξαναγίνει υποχρεωτική η συνδρομή των επιχειρήσεων στα Επιμελητήρια, πριν καν αυτή αρχίσει. Θέλουν να καταργηθεί η διάταξη την οποία οι περισσότεροι εξ αυτών είχαν ψηφίσει πέρυσι (!) και θα ίσχυε από 1ης Ιανουαρίου του 2015. Ποιός είπε ότι δεν υπάρχει ομοψυχία, σε ό,τι αφορά τους πελάτες του πολιτικού συστήματος; Την τροπολογία υπογράφουν ο κ. Χρύσανθος Λαζαρίδης μαζί με τον κ. Παναγιώτη Λαφαζάνη, η κ. Ντόρα Μπακογιάννη με την κ. Ραχήλ Μακρή, ο κ. Ανδρέας Λοβέρδος με τον κ. Βασίλη Καπερνάρο, η κ. Μαρία Ρεπούση με τον κ. Άρη Σπηλιωτόπουλο κ.ο.κ.
Κάπως έτσι διακομματικώς μας κοροϊδεύουν και κοροϊδεύουμε τους εταίρους, ότι “η Ελλάδα απλοποιεί τις διαδιακασίες ίδρυσης και λειτουργίας των εταιρειών και ελαχιστοποιεί τα βάρη της επιχειρηματικότητας”. Την μια μέρα ψηφίζουν μέτρα ελάφρυνσης και την επόμενη οι ίδιοι βουλευτές ζητούν να μην εφαρμοστούν.
...
Κάπως έτσι βγήκε απ’ τα ρούχα του ο άλλοτε ακροδεξιός και άλλοτε νεοφιλελεύθερος (αυτά τα δύο αλληλοσυμπληρώνονται στην πράξη, όμως έχει άλλη χάρη όταν συμπυκνώνονται σε μοναδικές προσωπικότητες) Πάσχος Μανδραβέλης, στην καθεστωτική “καθημερινή”, στις 27 Απρίλη, κάτω απ’ τον τίτλο κοροϊδία με 185 υπογραφές. Είναι, φυσικά, να απορεί κανείς για το κατά πόσον η υποχρεωτική ή εθελοντική συμμετοχή των εμπόρων, των βιοτεχνών και των βιομηχάνων στα αντίστοιχα επιμελητήρια [1Προσοχή: τα επιμελητήρια ΔΕΝ είναι οι “συνδικαλιστικοί σύλλογοι” των αφεντικών, που διαπραγματεύονται (υποτίθεται) ή όχι με την γσεε τα ελάχιστα που έχουν απομείνει προς διαταξική διαπραγμάτευση.] είναι τόσο κομβικό ζήτημα στην καπιταλιστική “ανάπτυξη” στην ελλάδα, έτσι ώστε να πληγώνεται η φιλελεύθερη καρδιά του πάσχοντος σχολιαστή απ’ το νομοθετικό μπρος πίσω. Ούτε (μας) είναι εύκολο να δεχτούμε ότι η “πελατειακή μάζα” των εμπόρων ή των βιοτεχνών που υποστηρίζουν την υποχρεωτική συμμετοχή (άρα και συνδρομή) έχει μεγαλύτερο βάρος απ’ την εξίσου “πελατειακή μάζα” εμπόρων ή βιοτεχνών που δεν θέλουν τέτοια υποχρέωση. Εκτός εάν οι πρώτοι είναι αισθητά περισσότεροι απ’ τους δεύτερους. Οπότε, το συγκεκριμένο, δεν είναι ζήτημα “πελατειακών σχέσεων” αλλά καθαρά συσχετισμών δύναμης μέσα στην ίδια κατηγορία αφεντικών.
Ο καθεστωτικός σχολιάστης μπορεί να έχει άλλο θέμα κατά νου, κι απλά βρήκε κάτι ανώδυνο για να ρίξει το κραξιματάκι του. Ή μπορεί να μην είχε πως να γεμίσει τη στήλη του. Οπότε παίρνουμε τα λεγόμενά του σαν αφορμή.
Γράφαμε το προηγούμενο τεύχος (2010 - 2014: four years after, στο τέλος) τα εξής:
...
Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι πάνω στο πτώμα της τάξης μας διάφορες φράξιες των ντόπιων αφεντικών συγκρούονται πια γύρω απ’ αυτό που αποκαλείται “διαρθρωτικές αλλαγές”. Η ορολογία είναι ευφημισμός: πρόκειται για την ενδοκαπιταλιστική αναμέτρηση για την εξασφάλιση μεγαλύτερων (ή για την συντήρηση ήδη υπαρκτών) μεριδίων της εσωτερικής αγοράς μέσω διοικητικών (δηλαδή) κρατικών αποφάσεων.
...
Για παράδειγμα: φουρναραίοι και φαρμακοποιοί εναντίον ντόπιων αλυσίδων σούπερ μάρκετ· ιδιοκτήτες ταξί εναντίον ντόπιων ξενοδόχων και rent a car· βιβλιοπώλες εναντίον ντόπιων εκδοτών· κλπ.
...
Είναι εύλογο ότι διάφορα ζητήματα ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού δεν λύνονται “μόνα” τους, χάρη στη - μαγεία - της - αγοράς. Χρειάζονται κρατικές αποφάσεις. Κι όχι μόνο αποφάσεις, αλλά και η εφαρμογή αυτών των αποφάσεων. Θα πουλάνε φρέσκο κρέας τα σούπερ μάρκετ; Οι ιδιοκτήτες τους λένε “ναι”, οι χασάπηδες λένε “όχι” - τελικά κερδίζουν οι πρώτοι. Θα πουλάνε φρέσκο ψωμί τα σούπερ μάρκετ; Οι ιδιοκτήτες τους λένε “ναι”, οι φουρναραίοι λένε “όχι”, το οριστικό αποτέλεσμα δεν το ξέρουμε ακόμα. [2Εννοείται ότι “δεν παίρνουμε θέση” για το ποιός “έχει δίκιο” παριστάνοντας τους αφελείς και καλόπιστους καταναλωτές / πολίτες! Όχι. Αφήνουμε την πρωτοβουλία στα αφεντικά: πρώτα θα στήσουν οδοφράγματα υπερασπιζόμενα τα δικά μας εργατικά δίκαια, και μετά θα πάρουμε εμείς θέση για τα δικά τους!... (Λέμε τώρα...)]
Σ’ αυτήν (πιο σωστά: και σ’ αυτήν) την άρθρωση του μοιράσματος της αγοράς, άρα της κερδοφορίας (και της συσσώρευσης) με τις κρατικές αποφάσεις, μπορεί λοιπόν κανείς να δει με απτό τρόπο αυτό που σαν αυτόνομοι εργάτες ονομάζουμε πολιτική πρόσοδο. Πρόκειται για τα οφέλη που έχει ο καθένας (ή ομάδες κοινού συμφέροντος) ανάλογα με την άρθρωση (τις “σχέσεις”) που έχει, κι ανάλογα με το σημείο που βρίσκεται αυτή η άρθρωση, με την ιεραρχική πυραμίδα της πολιτικής εξουσίας. Όσο πιο “ψηλά” είναι μια τέτοια άρθρωση, τόσο μεγαλύτερο το όφελος. Είναι πρόσοδος (μια λέξη που κατ’ αρχήν χρησιμοποιείται, σαν γεωπρόσοδος, για τα οφέλη απ’ την “εκμετάλλευση της γης”, γεωργική / κτηνοτροφική παραγωγή ή ενοίκια) επειδή δεν ανήκει στην κατηγορία του επιχειρηματικού κέρδους· αλλά συνεισφέρει σ’ αυτό. Και είναι πολιτική επειδή έχει άμεση σχέση με την “πολιτική εξουσία”, το κοινοβούλιο, [3Για να προλάβουμε τυχόν παρεξηγήσεις: αυτή η “πολιτική εξουσία”, το κοινοβούλιο, κλπ, ΔΕΝ είναι δομές ανεξάρτητες απ’ τα συμφέροντα των αφεντικών, έτσι ώστε αυτά τα συμφέροντα, κατά ομάδας, να έρχονται εκ των υστέρων να “πιαστούν” εδώ ή εκεί μέσα στην πυραμίδα της κρατικής εξουσίας και διοίκησης! Όχι, δεν συμβαίνει έτσι. Υπάρχει μια σταθερή γενική και αμοιβαία άρθρωση. Ωστόσο, κατά καιρούς, δημιουργούνται επιπλέον ζητήματα. Για τα οποία θα παρθεί η χ ή ψ απόφαση, απ’ το κοινοβούλιο, ή τον υπουργό• και θα εφαρμοστεί ή δεν θα εφαρμοστεί απ’ τον τάδε διευθυντή του τάδε τμήματος της δείνα υπηρεσίας• εν τω μεταξύ θα εκδοθεί η τάδε ή η δείνα “ερμηνευτική εγκύκλιος” απ’ την γραφειοκρατία του υπουργείου, που θα “διευκρινίζει” (ή θα συσκοτίζει), κλπ κλπ• θα πέσει και το χ ή ψ τηλέφωνο απ’ τον τάδε ή τον δείνα “παράγοντα του υπουργείου”• κ.ο.κ.] την κρατική διοίκηση, κλπ.
Η απόσπαση πολιτικών προσόδων, ή/και ο προσανατολισμός για την απόσπασή τους (το “πλασάρισμα”, οι “δημόσιες σχέσεις”, οι σχέσεις συνενοχής, κλπ) αποτελεί μεν ουσιαστικό στοιχείο του “εφαρμοσμένου” καπιταλισμού, δεν ανήκει όμως στις τυπικές καπιταλιστικές σχέσεις (οργάνωσης και εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας). Είναι κοινότοπο φαινόμενο στον καπιταλιστικό κόσμο, διαχρονικά: αρκεί να λάβει κανείς υπ’ όψη του τον ρόλο του λομπισμού στις ηπα ή στη γερμανία. [4Κάπως περισσότερα επί της γερμανικής περίπτωσης στο κοινοβουλευτισμός, εξουσία, κράτος (2), Sarajevo 80, Γενάρης 2014. Σε ό,τι αφορά τις ηπα η πιο πρόσφατη εξέλιξη είναι ότι καταργήθηκαν όλοι οι περιορισμοί στα ποσά με τα οποία τα λόμπι μπορούν να χρηματοδοτούν την εκλογή των εκλεκτών τους βουλευτών και γερουσιαστών• ή/και την εκλογική αποτυχία των ανεπιθύμητων. Οι “αντιπρόσωποι του αμερικανικού λαού” γίνονται ρητά και καθαρά υπάλληλοι των εταιρειών.]
Η ελληνική περίπτωση εμφανίζεται σαν “μοναδική”, αλλά δεν είναι καθόλου. Υπάρχουν ομοιότητές της με την ιταλία, άλλα βαλκανικά κράτη, αλλά και κράτη της μέσης ανατολής και της βόρειας αφρικής. Στα μέρη μας οι πολιτικές πρόσοδοι και η αποσπασή τους ονομάζονται πελατειακές σχέσεις (ή σχέσεις πατρωνείας), και είναι η “σταθερότερη σταθερά” στα 180 χρόνια της ύπαρξης ελληνικού κράτους. Ορισμένοι κοινωνιολόγοι της εξουσίας αποδίδουν την ισχύ και την μακροβιότητά τους στην αγροτική / μικροαστική μήτρα της ελληνικής κοινωνίας, και στην απουσία εντόπιας ισχυρής και συνεκτικής αστικής τάξης. Αυτό το τελευταίο έχει κατά τη γνώμη μας σημασία, όχι για την ύπαρξη ή την γενεαλογία των πολιτικών προσόδων αυτών καθ’ εαυτών, αλλά για το διαταξικό κοινωνικό εύρος τους. Για το γεγονός, δηλαδή, ότι ένα μεγάλο μέρος των μισθωτών, ειδικά απ’ το 1981 και μετά, συμμετείχε και συμμετέχει στην απόσπαση και τη νομή πολιτικών προσόδων.
Σε κάθε περίπτωση (αλλά όχι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο διαχρονικά) τα κόμματα είναι βασικός “κορμός” της παραγωγής και της διανομής αυτών των πολιτικών προσόδων. Σε ένα σχετικά πρόσφατο βιβλίο [5Κράτος και ομάδες συμφερόντων, μια κριτική της παραδεδεγμένης σοφίας, του ακαδημαϊκού στο Πάντειο Χρυσάφη Ιορδάνογλου, εκδ. πόλις, 2013.] αναφέρεται μεταξύ άλλων:
...
Βλέποντας το ζήτημα από την πλευρά των στελεχών των διαφόρων ομάδων συμφερόντων διαπιστώνουμε ότι σχεδόν όλοι τους είναι και στελέχη κομμάτων. Τούτο δεν σημαίνει ότι έχουν την πολυτέλεια να ξεχάσουν πού βρίσκεται η βάση ισχύος τους και ότι εκείνοι που τους ψηφίζουν είναι τα μέλη της κοινωνικής οργάνωσης στην οποία ανήκουν. Έχουν, λοιπόν, κάθε κίνητρο να λειτουργούν στα κόμματά τους και ως πρεσβευτές των κοινωνικών ομάδων που εκπροσωπούν. Ως πρεσβευτές έχουν επιρροή στη διαμόρφωση της πολιτικής του κόμματός τους σε πολλά ζητήματα και, ιδιαίτερα, σε εκείνα που δεν είναι μεν υψηλής πολιτικής ορατότητας αλλά είναι ζωτικής σημασίας για τα συμφέροντα των μελών της ομάδας τους. Οι απαιτήσεις των κομμάτων ... είναι γενικές και αφήνουν μεγάλα περιθώρια άσκησης επιρροής στους εκπροσώπους των ομάδων συμφερόντων και πίεσης, ειδικά στις “λεπτομέρειες”. Όποιος έχει παρακολουθήσει συζητήσεις επιτροπών της Βουλής (όπου τα φώτα της δημοσιότητας είναι μισόκλειστα) αντιλαμβάνεται ότι μια ρύθμιση - ελέφαντας μπορεί να περάσει σε μια παράγραφο κάποιου νομοσχεδίου (ή σε μια υπουργική εγκύκλιο) χωρίς να την αντιληφθεί κανένας άλλος εκτός από τους ενδιαφερόμενους και κάποιους ειδικούς. Η συνθετότητα της πολιτικής διαδικασίας προσφέρει σημαντική αφανή επιρροή στους εκπροσώπους των ομάδων συμφερόντων. Η επιρροή αυτή είναι συχνά τόσο μεγάλη που όπως ορθά έχει ειπωθεί “τα κόμματα γίνονται τελικά δέσμια των ιδιαίτερων συμφερόντων που υπηρετούν τα στελέχη τους σε κάθε χώρο”. Εάν ισχύει αυτό, τίθεται το ερώτημα: ποιος έχει αλώσει ποιον, τα κόμματα τις ομάδες συμφερόντων ή οι ομάδες συμφερόντων τα κόμματα;
...
Υπάρχει μια συνεχόμενη γραμμή που συνδέει τα ηρωϊκά (από πολιτικά προσοδική άποψη) ‘80s, όταν οι κυβερνήσεις του πα.σο.κ. έκαναν προσλήψεις στον ευρύτερο δημόσιο τομέα (δημόσιες υπηρεσίες, κρατικές τράπεζες, δεκο, κρατικοποιημένες προβληματικές) κατ’ αναλογία με τα εκλογικά ποσοστά του κόμματος και των υπόλοιπων “δημοκρατικών δυνάμεων” (κκε εσ. και κκε) με τα μίζερα ‘10s, όπου στη διάρκεια της “τρικομματικής” κυβέρνησης οι προσλήψεις στελεχών στο κράτος είχε αναλογία 4 (νέα δημοκρατία) προς 2 (πα.σο.κ.) προς 1 (δημα.αρ.)· και, στη συνέχεια (ως τώρα), στη δικομματική, 5 (νέα δημοκρατία) προς 3 (πα.σο.κ.).
Αλλά η γραμμή δεν είναι ευθεία.
το κράτος των κομμάτων “σε κρίση”
Οι καλά μεθοδευμένοι εκβιασμοί κατά του πρώτου “μνημονιακού” πρωθυπουργού [6Περισσότερα επ’ αυτού στο προηγούμενο τεύχος.], αλλά και το σοκ απ’ την πρώτη φάση διαχείρισης της κρίσης, οδήγησε όπως είναι γνωστό στα όρια της εξαφάνισης το κόμμα εκείνο που πέτυχε τον μαζικό εκδημοκρατισμό της πολιτικής προσόδου: το πα.σο.κ. Μετρώντας πριν τον β παγκόσμιο πόλεμο ως τα τέλη της δεκαετίας του ‘70, το μοντέλο αυτό ίσχυε μεν, αλλά μονομερώς: υπέρ των “νομιμοφρόνων” και αυστηρά εναντίον της αριστεράς. Λογικό, εφ’ όσον η πολιτική εξουσία, με “δημοκρατία” ή δικτατορίες, ήταν μόνιμα εμφυλιοπολεμική.
Ωστόσο, απ’ το 2010 και ύστερα, το ζήτημα δεν ήταν απλά ποιο / ποια κόμμα / τα θα αναλάβει / ουν την λειτουργία της διανομής των πολιτικών προσόδων· αλλά το γεγονός ότι ακαριαία αυτές περιορίστηκαν σημαντικά. Είτε επειδή ο πολιτικός (πια) δανεισμός του ελληνικού κράτους περιορίστηκε σχεδόν αποκλειστικά στην αποπληρωμή παλιότερων δανείων, είτε επειδή η “δομική προσαρμογή” προέβλεπε “κτύπημα των προνομίων” που είχαν διανεμηθεί τα προηγούμενα χρόνια, η προσοδική πίτα άρχισε να μειώνεται ραγδαία. Αυτό ήταν πρωτοφανές για καιρό ειρήνης.
Θα πιθανολογούσε κανείς ότι αφού το σύστημα των ελληνικών κομμάτων δεν μπορούσε να ανταποκριθεί πλέον στον παραδοσιακό του ρόλο με ικανοποιητικό τρόπο, θα διαλυόταν. Όμως δεν συνέβη ακριβώς αυτό. Αντίθετα, έγιναν δύο άλλα.
Το πρώτο, που το θεωρούμε αξιοσημείωτο, ήταν ότι “υποτιμήθηκαν οι προσοδικές προσδοκίες”! Αυτό ήταν κάτι που θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ήδη απ’ την δεκαετία του ‘00, όταν στην περίμετρο του λεγόμενου “δημόσιου τομέα” άρχισαν να αναπτύσσονται “νέες σχέσεις” εργασίας. Πού πήγε η “υπόσχεση για διορισμό” εδώ ή εκεί, που σήμαινε εργασιακή εξασφάλιση, όταν συστηματοποιήθηκε η χρήση ενοικιαζόμενων μισθωτών, εργολάβων, ή συμβάσεων περιορισμένου χρόνου; Μετατράπηκε σε “θα φροντίσω να σε προσλάβει ο εργολάβος” ή “θα φροντίσω να ανανεωθεί η σύμβασή σου”, κλπ κλπ. Με άλλα λόγια ο πήχυς των πολιτικών προσόδων για διάφορες (όχι ολιγομελείς) κατηγορίες μισθωτών του δημόσιου τομέα είχε αρχίσει να πέφτει πολύ πριν το σοκ του 2010, αποκαλύπτοντας έναν ανθεκτικό ψυχοσυναισθηματικό μηχανισμό σε ότι αφορά την “θέση εργασίας” και την άρθρωσή της με την πολιτική εξουσία: απ’ το ολότελα, καλεί κι η Παναγιώταινα.
Για τα αφεντικά δεν ίσχυε καθόλου μια τέτοια “υποτίμηση”. Το αντίθετο. Είναι γνωστό, για παράδειγμα, ότι διάφορες εργολαβικές εταιρείες (π.χ. καθαρισμού) ή/και εταιρείας security δημιουργήθηκαν φανερά ή κρυφά από στελέχη του κράτους, της δημόσιας διοίκησης· κομματικά στελέχη. Αυτό σήμαινε ότι η μέση της ιεραρχίας των ντόπιων αφεντικών “φούσκωσε” χάρη, ακριβώς, σε πολιτικές προσόδους: σε “δουλειές” που αναλαμβάνονταν για λογαριασμό του κράτους, χάρη στις αρθρώσεις, στις διασυνδέσεις μ’ αυτό. Επιπλέον, η διεύρυνση της οικονομίας του εγκλήματος, είχε μια παρόμοια λειτουργία και συνέπεια. Θα μπορούσε, λοιπόν, κανείς να μιλάει ήδη απ’ την δεκαετία του ‘90 και ακόμα εντονότερα σ’ εκείνην του ‘00 για πολλαπλασιασμό τόσο των “λευκών” όσο και των “μαύρων” πολιτικών προσόδων, υπέρ των αφεντικών. Μια ταξική μετατόπιση και στον προσοδισμό...