...
Αρνηθήκαμε απ’ την αρχή να δεχτούμε σαν αφετηρία ανάλυσης (και δράσης, όπου και όπως μπορούσαμε) την προβληματική του δημόσιου χρέους, και ό,τι αναπόφευκτα έσερνε πίσω της: την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας (με ειρηνικά και δημοκρατικά μέσα, πάντα...), το νόμισμα, την πληρωμή ή μη του “χρέους”, το should I stay or should I go στην ε.ε. και την ευρωζώνη, την “εθνική οικονομία”, την “προδοτική κυβέρνηση” και όλα τα υπόλοιπα.
Αντίθετα αναλύσαμε τόσο την όξυνση της κρίσης όσο και την διαχείρισή της (κι όχι μόνο στην ελλάδα) σα συνέχεια και βίαιη κλιμάκωση εκείνου που γινόταν ήδη επί 2 δεκαετίες, διεθνώς στον αναπτυγμένο καπιταλιστικά κόσμο, δηλαδή έναν συνεχή πόλεμο κατά των εργατών.
...
Αυτό γράφαμε (για πολλοστή φορά...) στο προηγούμενο τεύχος. Είναι εύκολο μετά από 4 χρόνια “μνημονίων” να επιμένει ο οποιοσδήποτε ότι “σωστά - το - είχε - καταλάβει - απ’ - την - αρχή: το ουσιαστικό (ελληνικό) πρόβλημα είναι αυτό της “γερμανικής κατοχής” ....” Κι αφού, απ’ τη μεριά μας, το ίδιο διάστημα, έχουμε υποστηρίξει σταθερά τελείως διαφορετικές θέσεις, μάταια όμως, το να κάνουμε μια σύνοψη του πολιτικού και ιδεολογικού ρόλου που έπαιξαν οι ρητορικές περί χρέους στη βίαιη υποτίμηση της εργασίας (και όχι μόνο στην ελλάδα) είναι εξίσου μάταιο. Θα το κάνουμε ωστόσο. Επειδή οποιαδήποτε μελλοντική προλεταριακή μαχητική αντιπολίτευση θα πρέπει, ανάμεσα στα υπόλοιπα, να έχει ξεμπερδέψει και με τους καπιταλιστικούς αποπροσανατολισμούς αλλά και με εκείνους που τους υλοποιούν, όσο “επαναστάτες” ή “ανατροπείς” κι αν δηλώνουν.
το χρέος σαν καπιταλιστική λειτουργία
Σε ανύποπτο (με βάση τις μεταγενέστερες αγωνίες) χρόνο, το Γενάρη του 2007, στο Sarajevo νο 11, η “περιθωριακή” εργατική ανάλυσή μας σημείωνε, κάτω απ’ τον τίτλο the bank, the book, the tank τα εξής (ο τονισμός είναι τωρινός):
Oι τράπεζες σε όλον τον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο εμφανίζονται να κάνουν ρεκόρ κερδών, ρεκόρ που άλλοι κλάδοι επιχείρησεων ούτε να ονειρευτούν μπορούν. Oι ελληνικές τράπεζες, αν και αισθητά μικρότερες από τις ευρωπαϊκές, πετυχαίνουν σκορ κερδοφορίας της τάξης 40%, ή 50% ή 60% κάθε εξάμηνο. Tι κρύβεται σ’ αυτά τα κατορθώματα;
...
Tα κέρδη των τραπεζών οφείλονται κυρίως σε δύο πηγές: στα δάνεια που (σχεδόν δια της βίας σε πολλές περιπτώσεις, και σίγουρα μέσω του καταναλωτικού εκμαυλισμού) δίνουν σε εκατομύρια “μικρούς” πελάτες (καταναλωτικά, στεγαστικά, κάρτες)· και στην αύξηση των τιμών με τις οποίες πουλάνε τις “τραπεζικές εργασίες” τους, ακόμα και τις πιο ασήμαντες. Tα κέρδη των τραπεζών είναι λοιπόν ευθέως ανάλογα των χρεών που συσσωρεύονται απέναντί τους.
...
Aλλά τα αλματώδη κέρδη των τραπεζών τα τελευταία χρόνια συμπίπτουν με ένα (κατ’ αρχήν) “ανορθόδοξο” πακέτο οικονομικών δεδομένων και συμπεριφορών. Oι καταθέσεις όχι μόνο δεν αυξάνονται αλλά μειώνονται (στις ηπα οι καταθέσεις ιδιωτών είναι από καιρό μηδενικές)· και η αποπληρωμή των δανείων όχι μόνο δεν γίνεται “ομαλά” αλλά, αντίθετα, γίνεται όλο και πιο δύσκολα (σε απόλυτα μεγέθη χρεών). Έτσι μαζί με τις θριαμβολογίες των τραπεζών για τα κέρδη τους υπάρχουν και οι μελαγχολικές αναφορές για αύξηση των απλήρωτων χρεών, αύξηση των ακάλυπτων επιταγών και των διαμαρτυρημένων γραμματείων, χρεωκοπίες, κλπ. Πώς λοιπόν καταφέρνουν οι τράπεζες να αυξάνουν θεαματικά τα κέρδη τους την ώρα που κανένας άλλος απ’ τους κρίκους του “ομαλού” κύκλου δεν πηγαίνει καλά;
O ένας τρόπος είναι πως οι τράπεζες “γράφουν” στα λογιστικά τους βιβλία τα χρέη που έχουν οι δανειολήπτες σ’ αυτές, σαν προσδοκώμενα έσοδα, εκτός απ’ τις βεβαιωμένες περιπτώσεις που (λόγω χρεωκοπίας) δεν θα τα πάρουν ατόφια. Kατά συνέπεια εμφανίζουν όλο και μεγαλύτερα “έσοδα”, ακριβώς στο μέτρο που αυξάνονται τα χρέη των πελατών τους.
...
Έτσι όμως οι τράπεζες γίνονται όλο και περισσότερο πραγματικοί ιδιοκτήτες του πραγματικού πλούτου μιας κοινωνίας. Όταν για παράδειγμα οι στατιστικές λένε ότι το σύνολο των ιδιωτικών χρεών (από επιχειρήσεις και άτομα) φτάνει στο X% του αεπ (σε πολλά καπιταλιστικά κράτη είναι πάνω απ’ το μισό, ενώ στις ηπα ενδεχομένως έχει περάσει και το 100%) αυτό σημαίνει ότι το X% ποσοστό του αεπ ανήκει τυπικά στις τράπεζες, τουλάχιστον έως ότου “ξεπληρωθεί” χρηματικά το χρέος. Aκόμα κι αν, τώρα, όλοι οι οφειλέτες χρεωκοπούσαν και ήταν αδύνατο να επιστρέψουν στις τράπεζες, με την μορφή χρήματος, τα οφειλόμενα, οι ίδιες οι τράπεζες δεν θα καταστρέφονταν. Γιατί όλα τα δάνεια (ή, εν πάσει περιπτώσει, τα περισσότερα) είναι “ενυπόθηκα”· έχουν δηλαδή σαν ενέχυρο κάποιου είδους υλικά πράγματα: ακίνητα, κινητά, εγκαταστάσεις, εξοπλισμούς, κλπ. Φυσικά οι τράπεζες θα προτιμούσαν να μην συμβεί αυτή η γενική χρεωκοπία - για τον απλό λόγο πως όλα αυτά τα υλικά πράγματα πρέπει να έχουν μια καλή αξία σε χρήμα, άρα θα πρέπει να υπάρχουν αγοραστές για να τους τα πουλήσουν (σε πλειστηριασμούς...)· μια γενική χρεωκοπία θα εξαφάνιζε (ή θα λιγόστευε αισθητά) και τους υποψήφιους αγοραστές, άρα θα έριχνε την χρηματική αξία όσων θα κατασχέσουν έναντι των χρεών οι τράπεζες.
...
Eν ολίγοις η αύξηση των κερδών των τραπεζών σημαίνει (ονομαστική κατ’ αρχήν αύξηση και πραγματική στη συνέχεια) τη συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια τους, δηλαδή στα χέρια των μετόχων τους. Έτσι οι τράπεζες (οι μέτοχοί τους, και ειδικά όσοι έχουν “καλά ποσοστά” μετοχών) μετατρέπονται σε ουσιαστικούς ιδιοκτήτες της καπιταλιστικής διαδικασίας: αύξηση κερδών (και μάλιστα στα θεαματικά ποσοστά που ανακοινώνονται) σημαίνει παροξυσμό της συγκέντρωσης κεφαλαίου σε “λίγα χέρια”.
Εκείνο που περιγράφαμε πριν από 7 χρόνια, μιλώντας μάλιστα με αφορμή την θεαματική αύξηση των ιδιωτικών χρεών και όχι το μεταγενέστερο κόλπο των δημόσιων χρεών, ήταν (και είναι) τόσο βασικό ώστε δεν θα μπορούσε κανείς να το αμφισβητήσει. Και δεν θα χρειαζόταν καν να ανατρέξει ο οποιοσδήποτε στα “παλιά” του κυρ Κάρολου ή της Ρόζας ή του κυρ Βλαδίμηρου (δηλαδή του Χόμπσον...) για να διαπιστώσει το πως ο περιβόητος “χρηματοπιστωτικός τομέας” του καπιταλισμού είναι δυνατόν, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις και για συγκεκριμένους λόγους, να γίνει όχι μόνο ο “γενικός λογιστής” της καπιταλιστικής συσσώρευσης αλλά και ο “κύριος μέτοχος” της μελλοντικής συσσώρευσης.
Όμως αυτός ο γενικός κανόνας, η αλυσίδα δάνειο / χρέος / υποθήκευση, είχε και έχει ένα “ειδικό” σημείο, τρομακτικής σημασίας για το προλεταριάτο. Το εντοπίσαμε και το τονίσαμε και τότε και πολλές φορές έκτοτε (και πάλι ο τονισμός είναι τωρινός):
...
Ένα παράδειγμα είναι η έννοια του καταναλωτικού δανείου (ή της πιστωτικής κάρτας). H κατανάλωση, αυτή η τόσο θεμελειώδης για τον κύκλο του εμπορεύματος διαδικασία, δεν γίνεται πια στη βάση του ότι καταναλώνεται (δηλαδή: μετατρέπεται σε αγορά εμπορευμάτων) ο μισθός ή το εισόδημα που αποκτήθηκε ΠPIN την πράξη της κατανάλωσης - αλλά καταναλώνεται ένα χρηματικό ποσό “δανεικό”, που θα πρέπει μάλιστα να επιστραφεί αυξημένο, και το οποίο θα αποκτηθεί απ’ τον καταναλωτή META την πράξη της κατανάλωσης. Έτσι ο μισθός (ή το εισόδημα) που θα αποκτηθεί στο MEΛΛON καταναλώνεται στο ΠAPON. Aυτή η κατάσταση επιτρέπει μεν στην τράπεζα να παρεισφρύσει σαν δανειστής αυξάνοντας τα κέρδη της· αλλά είναι αντεστραμένη σαν κύκλος του εμπορεύματος. Για να το πούμε με αδρό, γενικό τρόπο: επειδή η εργασία του χτες (μέσω του μισθού με τον οποίο πληρώνεται...) δεν αρκεί για να “πραγματοποιηθεί” η πράξη της κατανάλωσης τώρα αυτών που παράχθηκαν χτες και πουλιούνται σήμερα, επιστρατεύεται η μελλονική εργασία (μέσω του μισθού που ΘA πληρωθεί...) για να καταναλωθούν τα εμπορεύματα τώρα...
M’ αυτήν την κατάσταση, που την ζει εμπειρικά κάθε ένας που δανείζεται για να καταναλώσει, η αύξηση των τραπεζικών κερδών δεν σημαίνει μόνο αυξανόμενη συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια λίγων, αλλά και κάτι που είναι δραματικότερο: μαζική υποθήκευση της μελλοντικής εργασίας στους λογαριασμούς (στις αποφάσεις) λίγων. (Mπορεί κανείς εδώ να σκεφτεί κατ’ αρχήν το γιατί είναι πολύ πιο πειθαρχημένος ένας που δουλεύει και έχει χρέη σε σχέση με έναν που δεν έχει). Δεν έχουμε μόνο συγκέντρωση (και διαχείριση) του υπάρχοντος πλούτου, αλλά και του μελλοντικού: κάπου εκεί οι συγκεντρωμένοι ιδιοκτήτες (μέτοχοι) των τραπεζών ρεφάρουν το γεγονός πως ο υπάρχον πλούτος θα ήταν “λίγος” αν έφτανε άμεσα στα χέρια τους ύστερα από μια γενική χρεωκοπία...
Όμως αυτή η μαζική υποθήκευση της μελλοντικής εργασίας μέσω των τραπεζών δεν είναι στατική. Δεν έχουν υποθηκεύσει, για παράδειγμα, οι τράπεζες την εργασία πολλών για τα επόμενα δέκα ή δεκαπέντε χρόνια (μέσων των χρεών) - και τέλος! Aυτό θα σήμαινε (γι’ αυτές): φέτος έχουμε μεγάλα κέρδη - και τέλος!!! Tου χρόνου δεν θα έχουμε το ίδιο μεγάλα... Συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Eπιδιώκουν (και καταφέρνουν) να υποθηκεύουν όλο και μεγαλύτερη ποσότητα εργασίας για όλο και μεγαλύτερο χρόνο.
...
Έτσι το “αόρατο” (;) περιεχόμενο αυτής της ιστορίας που λέγεται “οι τράπεζες κτυπάνε κέρδη τρελά” είναι το εξής τρίγωνο:
- όλο και περισσότερος πλούτος, υπαρκτός και μελλοντικός, στα χέρια λίγων·
- η μελλοντική εργασία υποθηκευμένη ήδη, όλο και περισσότερο·
- αυξανόμενη διαρκώς αναγκαιότητα να καταστραφούν μαζικά εμπορεύματα μόλις παραγμένα... κάποια στιγμή....
Φαίνεται ότι ελάχιστοι απ’ τους εν δυνάμει ιδιώτες δανειολήπτες, κοινοί μισθωτοί διάφορων βαθμίδων, ενστικτώδικα αρνήθηκαν αυτήν την υποθήκευση της μελλοντικής τους εργασίας (και της μελλοντικής τους ζωής συνολικά) την εποχή της (καταναλωτικής) ευδαιμονίας. Και δεν μιλάμε μόνο για την ελλάδα. Οι συντριπτικά περισσότεροι δέχτηκαν το χαμογελαστό κάλεσμα των καπιταλιστικών προσταγών αγοράστε ΤΩΡΑ - πληρώστε ΑΡΓΟΤΕΡΑ νομίζοντας ότι... (νομίζοντας πολλά...)
Όμως η ατομική / μαζική αποδοχή της υποθήκευσης της μελλοντικής εργασίας / ζωής δεν ήταν ένα ηθικό παράπτωμα. Ήταν πολιτική συγκατάβαση σε μια θεμελιώδη καπιταλιστική συνθήκη, εν αγνοία (;) της πολυεπίπεδης λειτουργίας της.
Σε ένα πρώτο επίπεδο η τακτική της αφειδούς παροχής “φτηνών” καταναλωτικών δανείων κάθε είδους (απ’ τα στεγαστικά ως τα φοιτητικά και απ’ τα δάνεια διακοπών ως τα δάνεια για την αγορά μετοχών) ήταν η μπροστινή, φωταγωγημένη τακτική όψη μιας σκοτεινής και δυσοίωνης (για τα εργατικά συμφέροντα) στρατηγικής: της σταθερής μείωσης των πραγματικών μισθών, άμεσων και έμμεσων, ειδικά στα χαμηλά της μισθολογικής ιεραρχίας. Τα “φτηνά δάνεια” προς ιδιώτες (δηλαδή το εύκολο ιδιωτικό χρέος) μπάλωναν απ’ την άποψη της καταναλωτικής δυνατότητας τους μειούμενους μισθούς.
Συνεπώς, απ’ αυτό το πρώτο επίπεδο κιόλας, και με άφθονη ιδιωτική χαρά και συγκατάθεση, ο χρηματοπιστωτισμός έπιανε καίρια θέση στη σχέση εργασίας / μισθού. Έπιανε εκείνη την ιδιαίτερη θέση που μετέτρεπε τους μειούμενους μισθούς σε αυξανόμενα ιδιωτικά χρέη (προκειμένου να υπάρχει κατανάλωση και η ιδιωτική απόλαυση του “τώρα”...). Μπορούμε να συνοψίσουμε πολιτικά: το χρέος γινόταν για πολύ καιρό η αντεστραμμένη μορφή του μισθού. Είναι μια πολύ απτή διαδικασία αντιστροφής (προς όφελος των αφεντικών γενικά): η υποτίμηση της εργασίας γινόταν όχι μόνο αυξημένη κερδοφορία για τους εργοδότες, τοις μετρητοίς, αλλά επιπλέον “χρέος”, δηλαδή επιπλέον υποθήκευση της μελλοντικής εργασίας· έξτρα μελλοντική υποτίμηση για πολύ μεγάλο μέρος της σύγχρονης εργατικής τάξης.
Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, και σα συνέπεια της επιτυχημένης λειτουργίας στο πρώτο επίπεδο, το χρέος ειδωμένο όχι απλά σαν οικονομική / χρηματική αλλά σαν πολιτική σχέση ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο, παραμόρφωνε (σε βαθμό “εξαφάνισης”) την πολιτική σχέση μισθός. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι η θελειώδης (για τον καπιταλισμό) σχέση εργάτης / εργατική δύναμη vs εργοδότης, μ’ όλες τις συνακόλουθες αντιθέσεις, “επικαλύφθηκε” απ’ την σχέση οφειλέτης vs πιστωτής. Παρότι και αυτή η δεύτερη σχέση θα μπορούσε να πολωθεί μέσα από μια αντίθεση συγκεκριμένου είδους (πράγμα που άρχισε να συμβαίνει διεθνώς, στην αρχή αργά αργά, απ’ τα μέσα της δεκαετίας του ‘00) είχε το στρατηγικό πολιτικό πλεονέκτημα για τα αφεντικά ότι “εξαφάνιζε” απ’ την ημερήσια διάταξη των αντιθέσων τόσο την εργασία όσο και τον μισθό. Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς μόνο για “εισόδημα”, τόσο του οφειλέτη όσο και του πιστωτή. Μ’ έναν καθόλου μαγικό αλλά εξαιρετικά αποτελεσματικό τρόπο η μορφή - χρέος (με την σκληρή αιχμή της, τον τόκο) εξοβέλισε την μορφή - μισθός· αν και η πραγματικότητα είναι ότι την περικύκλωσε, φτιάχνοντας ένα παχύ, σκληρό και αδιαφανές τσόφλι γύρω απ’ την εκμετάλλευση της εργασίας.
Ήδη, λοιπόν, σ’ αυτήν την ιστορική περίοδο, που την τοποθετούμε χοντρικά (με μικρές διαφορές ανάλογα με το καπιταλιστικό κράτος) απ’ τα τέλη της δεκαετίας του 1980 ως και λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του 2000, ο χρηματοπιστωτισμός γίνεται σταθερά και συστηματικά η κυρίαρχη (ανα)παράσταση των Καπιταλιστικών Λειτουργιών (και οι δύο λέξεις με κεφαλαία!), για ένα μεγάλο μέρος του λεγόμενου “πρώτου κόσμου”. Γίνεται ο χρηματοπιστωτισμός η κυρίαρχη (ανα)παράσταση αυτών των λειτουργιών στη θέση που είχε ο βιομηχανισμός. Ενόσω (ταυτόχρονα και παράλληλα) η τριτογενοποίηση γίνεται σταθερά και συστηματικά το λειτουργικό manual της οργάνωσης (της εκμετάλλευσης) της εργασίας και της ζωής.
Πρόκειται για έναν ιδεολογικό / πολιτικό θρίαμβο του μονεταριστικού (νεο)φιλελευθερισμού, έναν θρίαμβο που γίνεται (κι αυτό οφείλουμε να το τονίζουμε διαρκώς αφού δείχνει την κατάσταση των συνειδήσεων) με την χαρούμενη μαζική συναίνεση των υπηκόων. Ο θρίαμβος έγκειται ειδικά στην αναγωγή των πάντων σε χρήμα, στην κίνηση του χρήματος, στην ισχύ του δόγματος το χρήμα γεννάει χρήμα. Πριν πολλά πολλά χρόνια ο κυρ Κάρολος έγραφε επ’ αυτού (στο Κεφάλαιο, κάπου στον 3ο τόμο):
...
Στη νομισματική αγορά αντιπαρατίθενται μόνο δανειστές και δανειολήπτες. Το εμπόρευμα προσλαμβάνει την ίδια μορφή: του χρήματος. Όλες οι επιμέρους όψεις του κεφάλαιου, καθώς η επένδυσή του λαμβάνει χώρα στις επιμέρους σφαίρες της παραγωγής ή της κυκλοφορίας, εδώ διαγράφονται. Υπάρχει μόνο η αδιαφοροποίητη, ταυτόσημη με τον εαυτό της μορφή της ανεξάρτητης αξίας, το χρήμα. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις διάφορες σφαίρες παύει εδώ. Όλες από κοινού, εμφανίζονται σαν δανειολήπτες χρήματος· απέναντί τους βρίσκεται το κεφάλαιο σε μια μορφή κατά την οποία του είναι ακόμη αδιάφορο με ποιον συγκεκριμένο τρόπο θα χρησιμοποιηθεί.
...
Δεν ήταν προφητεία του 1867! Και η επαλήθευσή της βρισκόταν επί χρόνια, τις δεκαετίες του 1990 και του 2000, στις “οικονομικές σελίδες” των καθεστωτικών εφημερίδων, ειδικά τις εποχές δημοσίευσης των επιχειρηματικών ισολογισμών. Ακόμα και για τις τυπικά βιομηχανικές εταιρείες μεγάλο (και συχνά το μεγαλύτερο) μέρος των κερδών προερχόταν από χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες...
το χρέος και το κράτος
Μέχρι το 2007 / 2008, η γενική (ανα)παράσταση του κεφάλαιου ως χρηματοπιστωτισμού και η ηγεμονική λειτουργία του στις περισσότερες πρωτοκοσμικές κοινωνίες, είχαν μεν εγκατασταθεί, έχοντας όμως συσκευάσει με διαφορετικό τρόπο και καθόλου ξεπεράσει τις βασικές καπιταλιστικές αντινομίες, που προέρχονται απ’ την δομική αντίθεση της (κοινωνικής) εργασίας με την (ιδιωτική) υπεξαίρεσή της. Η μελλοντική εργασία είχε υποθηκευτεί, κεφάλι - κεφάλι, στην μορφή του κάθε ιδιώτη δανειολήπτη / οφειλέτη χωριστά. Η μορφή - χρέος είχε μετατρέψει την διαρκώς τωρινή και πάντα συγκεκριμένη αντίθεση ανάμεσα στην εργασία και την υπεξαίρεσή της στην αφηρημένη και ομιχλώδη αντίθεση ανάμεσα σε μέλλον και παρόν.
Όμως αυτή η διαδικασία, επικεντρωμένη στην “ιδιωτική σφαίρα”, θα κλονιζόταν συθέμελα· αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Ποιά θα ήταν η διαχείριση του κλονισμού απ’ τα αφεντικά; Θα συνειδητοποιούσαν οι μισθωτοί πληβείοι (η σύγχρονη εργατική τάξη, επιμένουμε!) μέσα στον κλονισμό την πραγματική αντίθεση;
Απ’ το φθινόπωρο του 2008, κι ακόμα πιο έντονα και καθαρά απ’ την άνοιξη του 2009, φάνηκε ποια θα ήταν η γενική “γραμμή” των αφεντικών: μεταφορά της εμπεδωμένης ιδεολογικά μορφής - χρέος απ’ την ιδιωτική σφαίρα σ’ εκείνη των κρατικών οικονομικών. Όπως είχε γίνει την δεκαετία του 1980 σε πολλές περιοχές του “τρίτου κόσμου”, το δημόσιο χρέος (και η διαχείρισή του) αναδύθηκε απ’ τα τέλη της δεκαετίας του ‘00 σαν το “κόλπο” συνέχισης, εντατικοποίησης και καθολικοποίησης της υποτίμησης της εργασίας.
Μιλώντας ειδικά για την ε.ε. υπήρξε ένα σημαντικό παράδειγμα - προπομπός, με το οποίο ελάχιστοι ασχολήθηκαν σοβαρά: το γερμανικό παράδειγμα. Χρησιμοποιώντας σαν “δικαιολογία” την εθνικά κακή οικονομική κατάσταση λόγω του “κόστους” της επανένωσης (στην πραγματικότητα της λεηλασίας της πρώην ανατολικής απ’ την πρώην δυτική γερμανία) το γερμανικό κράτος ανέλαβε, στη θέση της αγοράς και πάνω απ’ αυτήν, την γενική υποτίμηση πολύ μεγάλων περιοχών της μισθωτής εργασίας. Αξίζει να μεταφέρουμε εδώ μερικά στοιχεία, επειδή α) η υποδειγματική διαχείριση της “γερμανικής κρίσης” έγινε ΠΡΙΝ αυτή εκδηλωθεί σαν παγκόσμια· β) έγινε χωρίς την φάρσα της “εθνικής κατοχής” από “μνημόνια”· γ) περιλάμβανε όλα τα βασικά της υποτίμησης που μάθαμε κι εδώ· δ) έδωσε στο γερμανικό κράτος / κεφάλαιο ένα σημαντικό στρατηγικό προβάδισμα έναντι και των ευρωπαίων ανταγωνιστών του.
Αντιγράφουμε: [1Από την πολύ πρόσφατη έκδοση "Η κατασκευή του χρεωμένου ανθρώπου" του Maurizio Lazzarato, εκδ. “αλεξάνδρεια”. Ας πούμε επ’ ευκαιρία ότι διαφωνούμε στα περισσότερα σημεία των απόψεων του Lazzarato, αλλά δεν είναι εδώ το μέρος, δυστυχώς, για να περιγράψουμε σημείο προς σημείο αυτές τις διαφωνίες.]
Εδώ και δέκα χρόνια, η Γερμανία ακολουθεί πολιτικές προώθησης της ευελιξίας και της επισφάλειας στην αγορά εργασίας και ζοφερές περικοπές στο κράτος πρόνοιας. Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ο Ντανιέλ Κον - Μπετίτ ρώτησε την Άνγκελα Μέρκελ: “Πώς είναι δυνατόν μια πλούσια χώρα σαν τη Γερμανία να έχει 20% φτωχούς;” Ο πρώην ηγέτης του ‘68 είναι άραγε αφελής ή έχει πάθει αμνησία; Μάλλον υποκριτής και κυνικός είναι, αφού η “κοκκινοπράσιμη” κυβέρνηση Σρέντερ ήταν εκείνη που θέσπισε, μεταξύ 2000 και 2005, τους βασικούς νόμους από τους οποίους προήλθε η σημερινή κατάσταση: μια κατάσταση “επισφαλούς πλήρους απασχόλησης” που έχει επιφέρει τη μετατροπή των ανέργων και των “οικονομικά μη ενεργών” σε μια εντυπωσιακή μάζα “φτωχών εργαζόμενων”. ...
Μεταξύ 1999 και 2005, η “κοκκινοπράσινη” κυβέρνηση, βασιζόμενη στο σύνθημα “προωθούμε και απαιτούμε”, πραγματοποίησε τέσσερις μεταρρυθμίσεις του ταμείου ανεργίας και της αγοράς εργασίας (οι τέσσερεις Νόμοι Harzt), καθεμία εκ των οποίων υπήρξε ιδιαίτερα καταστροφική.
Τον Ιανουάριο του 2003, ο νόμος Harzt II θέσπισε τις συμβάσεις “mini-job”, που αποτελούν ένα είδος νομιμοποιημένης μαύρης εργασίας (απαλλάσσουν τους εργοδότες από τις ασφαλιστικές εισφορές και δεν εξασφαλίζουν στους εργαζόμενους ούτε ταμείο ανεργίας ούτε σύνταξη), και “midi-job”, με μισθό από 400 ως 800 ευρώ τον μήνα, παροτρύνοντας όλο τον κόσμο να γίνει “επιχειρηματίας” της ίδιας του της εξαθλίωσης.
Τον Ιανουάριο του 2004, ο νόμος Harzt III αναδιάρθρωσε τις εθνικές και ομοσπονδιακές υπηρεσίες απασχόλησης, προκειμένου να εντατικοποιήσει τον έλεγχο και την παρακολούθηση των συμπεριφορών και της ζωής των φτωχών εργαζόμενων. Μόλις ετοιμάστηκαν αυτοί οι μηχανισμοί διακυβέρνησης των φτωχών εργαζόμενων, η κοκκινοπράσινη κυβέρνηση πέρασε μια σειρά νόμων για να τους “υλοποιήσει”.
Ο νόμος Harzt IV, που τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2005, προβλέπει:
- Τη μείωση της διάρκειας των επιδομάτων ανεργίας από τρία χρόνια σε ένα το πολύ, την αυστηροποίηση των όρων απόκτησής τους και την υποχρέωση των δικαιούχων να δέχονται οποιαδήποτε θέση εργασίας τους προτείνεται. Για να έχει κανείς δικαίωμα στο ταμείο ανεργίας, πρέπει πλέον να έχει εργαστεί δώδεκα μήνες στα δύο χρόνια πριν την απώλεια της απασχόλησης. Μετά από έναν χρόνο επιδόματος ανεργίας, ο άνεργος λαμβάνει ένα κοινωνικό βοήθημα 374 ευρώ. Μια έκθεση της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Απασχόλησης δείχνει ότι ένας στους τέσσερις εργαζόμενους που χάνει τη δουλειά του λαμβάνει κατευθείαν το κοινωνικό βοήθημα (Arbeitslosengeld II, ALG II) κι όχι το επίδομα ανεργίας (ALG I). Οι λόγοι έχουν να κάνουν με το είδος της δουλειάς που έχασε ο εργαζόμενος: επισφαλούς ή κακοπληρωμένης.
- Τη μείωση των επιδομάτων σε μακροχρόνια άνεργους που αρνούνται να δεχτούν θέσεις εργασίας κατώτερες των προσόντων τους.
- Την υποχρέωση των ανέργων να δέχονται θέσεις με μισθό 1 ευρώ την ώρα (επιπλέον του επιδόματος ανεργίας που λαμβάνουν).
- Τη δυνατότητα μείωσης του επιδόματος σε ανέργους που έχουν αποταμιεύσεις και άρα δικαίωμα πρόσβασης σε τραπεζικούς λογαριασμούς “υποστηριζόμενων”· επίσης, τη δυνατότητα να κρίνεται το επίπεδο του διαμερίσματος του “υποστηριζόμενου” και να απαιτείται ενδεχομένως η μετακόμισή του.
Οι δικαιούχοι κοινωνικού βοηθήματος βάσει του νόμου Harzt IV υπολογίζονται σε 6,6 εκατομμύρια άτομα, από τα οποία το 1,7 εκατομμύριο είναι παιδιά. Τα 4,9 εκατομμύρια των ενηλίκων είναι στην πραγματικότητα φτωχοί εργαζόμενοι που απασχολούνται λιγότερο από 15 ώρες τη βδομάδα. Τον Μάιο του 2011, οι επίσημες στατιστικές κατέγραφαν πλέον 5 εκατομμύρια mini-jobs, με μια αύξηση 47,7%, την οποία υπερκέρασε η έκρηξη της προσωρινής απασχόλησης φτάνοντας το 134%.
...
Αυτός ο ραγδαία αυξανόμενος στρατός φτωχών εργαζόμενων δεν απαρτίζεται αποκλειστικά από επισφαλώς εργαζόμενους, αλλά και από εργαζόμενους με συμβάσεις αορίστου χρόνου και πλήρους απασχόλησης. Τον Αύγουστο του 2010, μια έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας του Πανεπιστημίου του Ντούισμπουργκ-Έσεν έδειξε ουσιαστικά ότι στη Γερμανία πάνω από 6,55 εκατομμύρια άτομα κερδίζουν λιγότερα από 10 ευρώ την ώρα μεικτά - ήτοι 2,26 εκατομμύρια άτομα παραπάνω μέσα σε δέκα χρόνια. Πρόκειται, στην πλειοψηφία, για παλιούς ανέργους τους οποίους κατάφερε να “ενεργοποιήσει” το σύστημα Harzt: άτομα κάτω των 25 ετών, ξένους και γυναίκες (69% επί του συνόλου). Εξάλλου, 2 εκατομμύρια εργαζόμενοι στη Γερμανία κερδίζουν λιγότερα από 6 ευρώ την ώρα, ενώ στην πρώην Ανατολική Γερμανία είναι πολλοί εκείνοι που δουλεύουν με λιγότερα από 4 ευρώ την ώρα, δηλαδή λιγότερα από 720 ευρώ τον μήνα για πλήρη απασχόληση. Το αποτέλεσμα είναι οι φτωχοί εργαζόμενοι να αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 20% των Γερμανών εργαζόμενων.
Κατά τη χρηματοπιστωτική κρίση, η κυβέρνηση κατέφυγε μαζικά στη μερική ανεργία, που επιτρέπει στις επιχειρήσεις να δίνουν μόλις το 60% της κανονικής αμοιβής στους μισθωτούς και να καταβάλλουν μόνο το μισό των ασφαλιστικών εισφορών.
...
Οι αλλαγές που επέφεραν οι “κοκκινοπράσιμοι” είναι ποιοτικές: μετά από χρόνια χαοτικής και άγριας ανάπτυξης της επισφάλειας, της υποαπασχόλησης και των μειωμένων μισθών, ήταν καιρός να επέλθει μια ρύθμιση κι ένας εξορθολογισμός της φτώχειας και της επισφάλειας που, συγκροτώντας μια “αληθινή”, “συνεκτική” αγορά εργασίας για “ζητιάνους”, θα ωθεί και τους καλύτερα απασχολούμενους στην ευελιξία και την οικονομική ορθολογικότητα.
...
Έχουμε κάμποσες φορές αναφερθεί στο “γερμανικό θαύμα” της υποτίμησης της εργασίας. [2Ενδεικτικά: Sarajevo 58 (Γενάρης 2012), one euro jobs• Sarajevo 66 (Οκτώβρης 2012), τηλεφωνικοί πλασιέ και γραμμές συναρμολόγησης (α μέρος)• Sarajevo 67 (Νοέμβρης 2012), τηλεφωνικοί πλασιέ και γραμμές συναρμολόγησης (β μέρος)...] Στην μια του άκρη είναι οι διάφορες μορφές “ημι-” και “προσωρινής” απασχόλησης· στην άλλη του άκρη είναι οι εκατομμύρια εργατοώρες υπερωριών που δεν πληρώνονται.
Αν έχει αξία η πιο πάνω αναφορά για το τωρινό μας θέμα είναι γι’ αυτό: υπό την αιγίδα κάποιου είδους “σοβαρών προβλημάτων της εθνικής οικονομίας / αναταγωνιστικότητας” με το “δημόσιο χρέος” να παίζει ειδικό ρόλο, τα περισσότερα απ’ τα πρωτοκοσμικά καπιταλιστικά κράτη έχουν αναλάβει να ολοκληρώσουν και να καθολικοποιήσουν εκείνο που προχώρησε ως ένα σημείο μέσω των ιδιωτικών χρεών, δηλαδή την εγκατάσταση της μορφής - χρέος ενάντια στη μορφή - μισθός. Πάντα υπέρ της υποτίμησης της εργασίας.
Τι σημαίνει “ολοκλήρωση” και “καθολικοποίηση”; Αν μέσω των ιδιωτικών χρεών ο χρηματοπιστωτισμός (οι τράπεζες κατά κύριο λόγο) υποθήκευαν την μελλοντική εργασία κεφάλι - κεφάλι, το κράτος (σε σύνθεση / σύνδεση με τις τράπεζες...) αναλαμβάνει τον ρόλο του γενικού (και συμπληρωματικού σε σχέση με τη δουλειά που έχει γίνει ήδη...) υποθηκοφύλακα της εργασίας· της υποτίμησής της· της γενικής υπαγωγής της ζωής των υπηκόων στους προσανατολισμούς της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Και πως ασκείται πρακτικά αυτός ο κρατικός ρόλος; Αφ’ ενός μέσω της γενικής νομοθεσίας σε ότι αφορά την εργασία και τον μισθό, τόσο άμεσο όσο και έμμεσο (κάτι που δεν θα μπορούσαν να κάνουν οι τράπεζες)· αφ’ ετέρου μέσω της πρακτικής επέκτασης “σχέσεων εργασίας” που δεν αναγνωρίζονται σαν μισθωτές αλλά σα σχέσεις “ωφελούμενων”, “υποστηριζόμενων” κλπ με τον καπιταλιστικό πατερναλισμό, σαν σχέσεις δηλαδή εργατών που “χρωστάνε χάρη που δουλεύουν”.
Με άλλα λόγια: το δημόσιο χρέος κλήθηκε να γίνει η “συγκέντρωση / πολιτική κεφαλαιοποίηση” εκείνων των αντι-εργατικών, αντι-προλεταριακών “κανόνων” που είχε δουλέψει και πετύχει το ιδιωτικό χρέος. Η ελληνική περίπτωση ανήκει σ’ αυτήν την κατηγορία.
Ή, για να το πούμε διαφορετικά: με την μορφή - δημόσιο χρέος ο χρηματοπιστωτισμός, στη λειτουργική σύνδεσή του με το κράτος, εμφανίζεται σαν ο γενικός, ο συλλογικός καπιταλιστής. Με ένα επιπλέον χαρακτηριστικό σε σχέση με άλλες μορφές γενικού, συλλογικού καπιταλιστή. Αφού σα διαχειριστής του χρήματος, της κυκλοφορίας του, της (δήθεν) ανεξάρτητης παραγωγικότητάς του, είναι ένας αδιαφοροποίητος αφέντης, ο χρηματοπιστωτισμός, σε συνδυασμό με το κράτος, έχει (έχουν) την απαίτηση (τον στόχο) να βγάλει (να βγάλουν) την εργασία, την παραγωγικότητά της, την δική της κυριότητα επί του πλούτου, από κάθε λογαριασμό.