|
|
το ακροδεξιό ασχημόπαπο
έγινε κύκνος της “δημοκρατίας”;
Το γράφουμε κι αλλού (έγκλημα και διαθεσιμότητα): ο “κρατικός αντιχρυσαυγιτισμός” (που ‘χει απ’ όλα μέσα: αρχιτράγους, μήντια, αστυνομία, δικαστήρια, μυστικές υπηρεσίες, υπουργούς, πρωθυπουργό, πρωθυπουργικούς συμβούλους) κεφαλαιοποιεί, απαλλοτριώνει και ξεδοντιάζει την θάλασσα του κοινωνικού αντιχρυσαυγιτισμού, πού φούσκωσε σ’ όλη την ελλάδα απ’ το περασμένο καλοκαίρι και μετά. Αυτός ο κοινωνικός αντιχρυσαυγιτισμός ονομάστηκε “αντιφασισμός”, κι αυτό (έχουμε επιχειρηματολογήσει σε δημόσιες εκδηλώσεις) ήταν λάθος. Ήταν τίμιος ο κοινωνικός αντιχρυσαυγιτισμός στους σκοπούς του, ήταν τίμιος στις δράσεις του, ήταν τίμιος στις όποιες φρίκες έτρωγε απ’ την δράση των βοθρολυμάτων κατά των μεταναστών. Όμως η τιμιότητα των προθέσεων δεν είναι ποτέ αρκετή στον ταξικό, κοινωνικό ανταγωνισμό. Ο πολιτικός περιορισμός της “οπτικής” έδινε πάντα την δυνατότητα στο κράτος (στην αστυνομία, στους δικαστές) να κάνει απλά την προσδιοριμένη απ’ την αστική νομιμότητα δουλειά του· ειδικά εφόσον η ιδεολογία του βόθρου ήταν απλά το προκάλυμμα μιας δράσης εγκληματικής γνωστής από χρόνια. Εξ’ άλλου υπήρχαν απ’ το καλοκαίρι του 2012 άλλοι γνωστοί (μετα)φασίστες που ήταν επίσης αντιχρυσαυγίτες.
Ακόμα κι αν περιορίσει κανείς τον ορίζοντά του σε πρόσωπα, εκείνοι που προσέλαβαν τα βοθρολύματα αναθέτοντάς τους επίσημα εργολαβίες καταστολής· εκείνοι που έπεισαν το λα.ο.σ. να μην κατεβάσει υποψήφιο δήμαρχο και συνδυασμό στις δημοτικές εκλογές στην Αθήνα, το 2010, έτσι ώστε να αρχίσει το ξέπλυμα / λουστράρισμα του βόθρου μέσω μιας πρώτης εκλογικής επιτυχίας· κι εκείνοι που συμβούλεψαν (ή διέταξαν) τον Καρατζαφύρερ να αυτοκτονήσει πολιτικά και εκλογικά μπαίνοντας στην κυβέρνηση Παπαδήμου, για να αφήσει χώρο πανελλαδικά για την δεύτερη και μεγαλύτερη εκλογική επιτυχία του πιο hard core “φύρερ”, όλοι αυτοί βρίσκονται πάντα στις θέσεις τους μέσα στις πολιτικές βιτρίνες του καθεστώτος.
Εάν δει κανείς, από μια κάποια απόσταση, το ποιοί ηγούνται “κυβερνητικά”, απ’ τις εκλογές του 2012 και μετά, της διαχείρισης της κρίσης με άγριο νεοφιλελεύθερο τρόπο, θα διαπιστώσει ότι κανένας ανάμεσά τους δεν είναι “ιδεολογικά” φιλελεύθερος. Αντίθετα πρόκειται για ένα καλό μέρος του εθνικιστικού, πολεμοκάπηλου, ιμπεριαλιστικού team που μεσουράνησε την δεκαετία του ‘90, συμπεριλαμβανόμενου και ενός τμήματος του ιστορικού βαθέος κράτους: Σαμαράς, Βενιζέλος, δίκτυο 21... Ακόμα και ο πολύς αντιμνημονιακός Καμμένος έγινε ευρύτερα γνωστός στα τέλη της δεκαετίας του ‘90 σαν ο “κύριος Πάνος”, συνεργάτης της ευπ (μαζί με τον Σ. Καλεντερίδη), στην υπόθεση της παράδοσης του Οτσαλάν.
Δεν είναι βέβαια παράξενο που καθαρόαιμοι ακροδεξιοί μηχανισμοί, “κύκλοι”, “σύμβουλοι” και άρχοντες αναλαμβάνουν να φέρουν σε πέρας μια βίαιη (νεο)φιλελεύθερη “μεταρρύθμιση”. Έτσι κι αλλιώς ο (νεο)φιλελευθερισμός σαν πολιτικο-οικονομική αναδιάρθρωση στις παραγωγικές σχέσεις υπέρ των αφεντικών, και σαν βίαιη υποτίμηση της εργασίας και των εργατών, χρειάζεται πολύ νόμο και τάξη· τόσο περισσότερο νόμο - και - τάξη όσο λιγότερο πειστικά επιχειρήματα διαθέτει.
Εκείνο που έγινε επί 1,5 χρόνο σαφές στην ελλάδα, απ’ την άνοιξη του 2010 ως το φθινόπωρο του 2011, ήταν ότι μια “κεντρώα” (σε ότι αφορά την ιδεολογία της) κυβέρνηση, όπως εκείνη του Παπαντρέου του Γ, ήταν αδύνατο να τα βγάλει πέρα με την διαχείριση της κρίσης. Κι αυτό επειδή δεν στηριζόταν σε ένα υπολογίσιμο “κεντρώο” ως προς τις απόψεις του κοινωνικό υποκείμενο. Ακόμα κι αν δεν εξαφανίστηκαν τα μεσοστρώματα, άρχισαν να συρρικνώνονται και να χάνουν τις παλιές ελπίδες και βεβαιότητές τους. Η περίφημη ρητορική του “μεσαίου χώρου”, που πρωτουϊοθετήθηκε απ’ την μεταχουντική νέα δημοκρατία, κι ύστερα, στα ‘90s, και απ’ το πασοκ, εξατμίστηκε ή πέρασε σε τρίτη μοίρα καθώς η διαχείριση της κρίσης προχωρούσε· μπήκε στην άκρη ελλείψει “υποκειμένου”.
Η θεωρία των “δύο άκρων” έγινε το καινούργιο θεώρημα / δόγμα της δεξιάς του ελληνικού κράτους και κεφάλαιου, καθώς γινόταν πολύ γρήγορα ακροδεξιά. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι μια απ’ τις αναμενόμενες λειτουργίες της θεωρίας των “δύο άκρων” (θα) ήταν να ξαναπροσδιορίσει αφηρημένα ένα κάποιο “κέντρο”, με την εις άτοπον απαγωγή: “κέντρο”, “μεσαίος χώρος” είναι ό,τι βρίσκεται ανάμεσα στα “δύο άκρα”.
Θα μπορούσε να λειτουργήσει έτσι το θεώρημα εάν οι εκφωνητές του ήταν βεβαιωμένα “κεντρώοι” - αλλά δεν ήταν. Οπότε αυτό το δόγμα έγινε ο φερετζές της γενικής μετατόπισης της νομιμότητας (της εικονικής κυρίως) όλο και προς τα δεξιότερα. Όπως στο παραμύθι με τον ψεύτη βοσκό, τον λύκο και τα πρόβατα, οι εργοδότες και οι ιδεολογικά συγγενείς των βοθρολυμάτων φώναξαν και ξαναφώναξαν “προσοχή στα δύο άκρα! - προσοχή στα δύο άκρα!” εννοώντας αφενός ότι αυτοί ΔΕΝ είναι το ένα, και αφετέρου ότι κάπου απέναντι υπάρχει το άλλο. Το “απέναντι” ήταν ο συ.ριζ.α., όχι ολόκληρος αλλά κάποιες “κακιές παρέες” του απ’ την εποχή του 4%...
Ας πούμε ότι ένα ακροδεξιό κόμμα, μια ακροδεξιά κυβέρνηση, μια ακροδεξιά συμμαχία κομμάτων, μια ακροδεξιά διαχείριση της κρίσης, είναι λογικό να προσπαθούν να “ξεκαρφωθούν”, αξιοποιώντας, χρησιμοποιώντας, χρηματοδοτώντας, ένα “πιο άκρο” απ’ αυτούς, απ’ την δική τους μεριά. Κι ας πούμε ότι είναι θεωρητικά αδύνατο να μιλάει κανείς από θέσεις εξουσίας για ένα μόνο “άκρο”. Για λόγους αισθητικής (συμμετρίας) και πολιτικής σκοπιμότητας πρέπει να υποδεικνύει και ένα απέναντι. Παραδόξως για τον συ.ριζ.α. η ακροδεξιά υπόδειξη περί “απέναντι άκρου” που τον αφορούσε δεν ήταν και δεν είναι τόσο δυσάρεστη όσο φαίνεται, ειδικά απ’ την στιγμή που διαπίστωσε ότι το 27% που σα σίφουνας μάζεψε τον περσινό Ιούνη αποτελούσε (και αποτελεί ακόμα) την “οροφή” της εκλογικής επιρροής του. Εάν θέλεις να κυβερνήσεις (και στην Κουμουνδούρου δείχνουν να φλέγονται πολύ για κάτι τέτοιο) πρέπει να μαζέψεις και “κεντρώους”· και για να πείσεις τέτοιους πρέπει να αποστασιοποιηθείς απ’ τις “παιδικές αριστερίστικες αρρώστιες” σου. Είναι δυνατόν άραγε να γίνει κάποιο κόμμα κυβέρνηση και η νεολαία του να διαδηλώνει φωνάζοντας όχι “εαμ - ελασ - μελιγαλάς” αλλά έστω “μπάτσοι - γουρούνια - δολοφόνοι”; Είναι δυνατόν να καταγγέλλεις συνέχεια την αστυνομία και όχι και κάποιους άλλους για τις “ακρότητές” τους, και ύστερα να δώσεις σε κάποιο στέλεχός σου το υπουργείο δημόσιας τάξης; Δεν είναι... Τουλάχιστον όχι δια της νόμιμης κοινοβουλευτικής οδού...
Ο κυβερνών (μετα)φασισμός λοιπόν, φροντίζοντας για τον εαυτό του, παρήγαγε και κάτι ωφέλιμο για την ντόπια κυβερνοαριστερά: την συστηματική λεκτική (δεν υπήρχε άλλωστε και κάτι άλλο που να διακυβεύεται) αποστασιοποίηση απ’ τα απόνερα της στάσης της τον Δεκέμβρη του 2008· και ό,τι θα μπορούσε εκείνη η στάση να υπονοοεί σήμερα και αύριο.
το φάντασμα του Δεκέμβρη
Η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 παραμένει πάντα ένα μυστηριώδες και (πια) μυθικό φαινόμενο. Σε αντίθεση με την δική μας ζεστή εκτίμηση (Sarajevo νο 25, Γενάρης του 2009, the spirit of rebellion) γράφτηκαν διάφορα πολύ εκ των υστέρων, εν ψυχρώ και εκ τους ασφαλούς, κι ενώ η αντιεξέγερση είχε αρχίσει να κλιμακώνεται (με αιχμή τα βοθρολύματα και στόχο τους μετανάστες προλετάριους του κέντρου της πόλης) - η συντριπτική πλειοψηφία απ’ αυτά ήταν ιδεολογικές βλακείες και παραμύθια.
Πώς όμως εννόησαν οι μηχανισμοί, τα κυκλώματα, οι διάφορες φράξιες του βαθέος κράτους εκείνη την εξέγερση; Η βιαστική ανάκληση στη δράση, απ’ το πόστο του υπουργείου δημόσιας τάξης, του Μαρκογιαννάκη έδειξε αρχικά ότι η “πρώτη ερμηνεία” ήταν αυτή της urban riot· ενός προβλήματος, δηλαδή, πολυεθνικής διασάλευσης της δημόσιας τάξης σε μια μεγαλούπολη. Όμως απ’ την στιγμή που ο συ.ριζ.α. άρχισε να φουσκώνει σαν μπαλόνι, αρκετά πριν τις εκλογές του περσινού Μάη, γινόμενος μαζικά το αποκούμπι μεγάλου μέρους των απογοητευμένων ψηφοφόρων του πασοκ (και εν μέρει του κ(ορ)κ(ον)ε) κάποιοι θυμήθηκαν αναγκαστικά την στάση του στενού πυρήνα των τότε μελών του στη διάρκεια της εξέγερσης του Δεκέμβρη. Οπότε η προβληματική της - ακόμα - περισσότερης - και - πιο - αναγκαίας - δημόσιας - τάξης έγινε τμήμα μιας άλλης προβληματικής: περί κινδύνου εμφυλίου πολέμου. Το θεώρημα των “δύο άκρων” δεν έκανε σαφές εάν “τα δύο άκρα” ενωμένα θα “πολεμήσουν το κέντρο” ή αν τα “δυο άκρα” πολωμένα θα συγκρούονται μεταξύ τους. Άφηνε ωστόσο να αιωρείται η ιδέα ότι τα “δύο άκρα”, το καθένα απ’ την μεριά του και για δικούς του λόγους, προσβάλλουν το μείζον αγαθό της δημόσιας τάξης (που με τη σειρά του είναι υποτίθεται συνώνυνο της “δημοκρατίας”)· και ότι αυτή η προσβολή συνιστά “εισαγωγή σε εμφύλιο πόλεμο” ή “εμφύλιο πόλεμο σε μικρογραφία”. Όμως παρέμεινε στον αέρα (πέρα απ’ τις παλιές συνήθειες του κυβερνητικού πια συ.ριζ.α.) ποιο είναι το “άλλο άκρο”, ενόσω το “ένα” όχι απλά έσφαζε και ξυλοφόρτωνε, αλλά είχε αρχίσει να ξεφεύγει. Τελικά ο ακροδεξιός υπουργός δημόσιας τάξης αποφάσισε να δώσει σ’ αυτό το “άλλο άκρο” την μορφή των καταλήψεων σπιτιών· αρχίζοντας απ’ την villa amalias...
Εάν η εξέγερση του Δεκέμβρη είχε κάποια σημαντική, κινηματική και δυναμική συνέχεια· ή/και αν οι αντιδράσεις ενάντια στη διαχείριση της κρίσης, ήδη απ’ το 2010, είχαν διαμορφώσει ένα ιδεολογικά και πολιτικά ανεξάρτητο μαζικό και μαχητικό ανταγωνιστικό κίνημα, τότε θα μπορούσε κάποιος να πει: έστω, αυτοί (τα αφεντικά) βρίσκονται μπροστά σε μια σημαντική απειλή, οπότε τι να κάνουν; επιστρατεύουν τον κίνδυνο “εμφυλίου πολέμου” σαν μια κλασσική αντι-κινηματική και αντιεργατική μανούβρα “νόμου και τάξης”. Όταν όμως ο αντίπαλος στη διαχείριση της κρίσης είναι οι “αντιΜερκελ” προσανατολισμοί, οι αγανακτισμένοι, ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μανώλης Γλέζος, διάφοροι οικονομολόγοι, ο πασοκοσυ.ριζ.α., η γσεε, η αδεδυ, ο Φωτόπουλος, ο Σταματόπουλος, και η “κοινωνική οικονομία”, τότε γιατί να φωνάζει κανείς συνέχεια “λύκος - λύκος - λύκος στο μαντρί”;
Ίσως δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε το εξής. Για την ελληνική “δεξιά”, παρά τα διαλείματα της ηγεσίας του Καραμανλή του Α, του (μισητού όμως από τότε κι από τους νεοδημοκράτες που τον είχαν ψηφίσει από ανάγκη) Μητσοτάκη, και του Καραμανλή του Β, οι μόνες αυθεντικά δικές της μνήμες και γνώσεις “διαχείρισης κρίσεων” είναι εμφυλιοπολεμικές! Ήδη απ’ την δεκαετία του ‘30. Δεν έχει η ελληνική δεξιά, ούτε “πολιτικά” ούτε κοινωνικά, κάποια βαθιά, ριζωμένη παράδοση “κέντρου”, φιλελευθερισμού, “ανοχής”. Δεν έχει μάζα στελεχών τέτοιου είδους, δεν έχει μάζα οπαδών τέτοιου είδους, δεν έχει σχέδιο πλεύσης κακού καιρού τέτοιου είδους. Θυμηθείτε όχι μόνο την μεταγραφή του βορΒορίδη και του πλασιέ, αλλά και ότι στο υποτιθέμενα “κεντρώο” κομμάτι της νέας δημοκρατίας περιλαμβάνεται και ο ειδικών αποστολών (τελευταία: κουκούλωμα της υπόθεσης “λίστα Λαγκάρντ”) Μαρκογιαννάκης.
Κι αφού η γενική “τάση” για την δεξιά σε διάφορα ευρωπαϊκά κράτη (αν και όχι σε όλα), σε σχέση με την διαχείριση μικρότερων ή μεγαλύτερων κρίσεων, είναι η στροφή δεξιότερα, η ελληνική δεξιά νοιώθει απόλυτα δικαιωμένη να ανακαλεί την μόνη της προίκα, τις εμφυλιοπολεμικές της εφεδρείες, είτε σαν ιδέες και ιδεολογία, είτε σαν πολιτική πρακτική, ενίσχυση και κατεύθυνση μηχανισμών, απόλυτη προτεραιότητα (εικονική πια) στο νόμο και την τάξη, κλπ.
Στην υποτιθέμενη απέναντι μεριά, της ελληνικής αριστεράς, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Είτε η βαριά ήττα την δεκαετία του ‘40, είτε η μακριά περίοδος παρανομίας, είτε η κατάσταση της ίδιας της κοινωνικής της βάσης (μικροαστικοποιημένη σε μεγάλο βαθμό), όλα αυτά έχουν διαγράψει οριστικά οποιαδήποτε σκέψη, ακόμα και μύχια, περί “εμφυλίου πολέμου”. Η ελληνική αριστερά, όλη, όλα τα τμήματά της, είναι αποδεδειγμένα νομιμόφρων - σίγουρα σε ότι αφορά την κεντρική πολιτική εξουσία: θα κατακτηθεί (εάν και όποτε) κοινοβουλευτικά και δημοκρατικά. Με τα κινήματα και τις όποιες αντιδράσεις των απο κάτω η αριστερά (όχι το κ(ορ)κ(ον)ε) δείχνει μια κάποια “ανοχή” σε βίαιες πρακτικές, βασικά εναντίον της αστυνομίας και των κατασταλτικών πρακτικών της. Όμως ειδικά αυτό δεν είναι συνέπεια μιας κρυφής εμφυλιοπολεμικής ατζέντας, αλλά επίδραση (όλο και πιο μακρυνή πια) του Μάη του ‘68 και των μετέπειτα ανταγωνιστικών κινημάτων. Σε τελευταία ανάλυση αυτή η ανοχή μπορεί να ονομαστεί “αριστερή” μόνο επειδή η λέξη έχει γίνει συνώνυμη του “φιλελεύθερου κέντρου”. Διαφορετικά θα μπορούσε να ονομαστεί κοινωνιολογική.
το φάντασμα της κάλπης
Η ελληνική δεξιά, λοιπόν, μπορεί να εμφανίζεται σαν “κεντροδεξιά” μόνο σε ήρεμους καιρούς. Σε καιρούς κρίσης, όπου ο καπιταλισμός δείχνει τα σωθικά του, η ελληνική δεξιά δείχνει τα δικά της, και εμφανίζεται με το ιστορικό της πρόσωπο. Είναι όμως αυτό επαρκής λόγος για την αριστερά (και ειδικά την κυβερνοαριστερά) να εμφανίζεται σαν ο προστάτης και ο εγγυητής της δημοκρατίας - ειδικά στις σημερινές συνθήκες;
Θα πρέπει να είναι εντελώς γερασμένη εκείνη η σκέψη που αυτοχαρακτηρίζεται “ριζοσπαστικά αριστερή” και έχει “ξεχάσει” ότι η “δημοκρατία” δεν είναι απλά ένα τυπικό κέλυφος νόμων, ούτε η αστυνομία, τα δικαστήρια και το στρατός που “κάνουν τη δουλειά τους”. Η αστική δημοκρατία (γι’ αυτήν μιλάμε) είναι συσχετισμός δυνάμεων, ισορροπία ή ανισορροπία αντίπαλων συμφερόντων. Η Κουμουνδούρου, ξανά και ξανά, έχει καταγγείλει ότι η “καταστροφή της δημοκρατίας” είναι η νομοθέτηση μέσω προεδρικών διαταγμάτων ή ή ίδια η υπογραφή των “μνημονίων”. Ακόμα και έτσι εάν το δει κανείς δεν υπάρχει πλέον δημοκρατία να προστατευτεί, παρά μόνο κάποια ρετάλια της - και το θέαμά της. Επιπλέον υπάρχουν διάφοροι που ανά τακτά διαστήματα θυμίζουν ότι “και ευχαριστημένοι να είμαστε με τα ρετάλια”, γιατί το σύστημα έχει (ή αυτό απειλεί) εφεδρείες: τον στρατό, είτε σαν Φράγκο Φραγκούλη, είτε σαν “εφέδρους”, είτε σαν οτιδήποτε άλλο παρόμοιο...
Αυτή η ελληνική ακροδεξιά μπορεί να κάνει τώρα ψιλοκαθαριότητα στην πολυκατοικία της, μπορεί να “απολύει” τα μεν καθάρματα για να “προσλάβει” αύριο κάποια άλλα (όχι υποχρεωτικά με τους ίδιους όρους), επειδή νοιώθει πια ασφαλής ιδεολογικά και κοινωνικά: το ίδιο περίπου ποσοστό ψήφων που για τον συ.ριζ.α. εμφανίζεται σαν ένα ταβάνι / σπαζοκεφαλιά, για τη ακροδεξιά νέα δημοκρατία είναι ο ασυμπίεστος πάτος της επιρροής της - μετά από τόσα και τόσα τον τελευταίο χρόνο! Οι αριθμοί δείχνουν συμμετρία δυνάμεων, αλλά αυτό είναι οπτική απάτη. Ενώ ο συ.ριζ.α. παλεύει να “ανοίξει προς το κέντρο”, η κλίκα Λαζαρίδη - Κρανιδιώτη - Σαμαρά - Δένδια και σια, με εύκολες κρατικές κινήσεις, αναδεικνύεται σε “αφεντικό” (της - συνταγματικής - τάξης)· τώρα ορκισμένα (και προπάντων αποτελεσματικά) αντι-ναζί!
Για καιρό η κυβερνοαριστερά είχε διατυπώσει το εξής θεώρημα: η κυβερνώσα νέα δημοκρατία κάνει τα στραβά μάτια στη δράση των βοθρολυμάτων επειδή θέλει να τους πάρει τους ψηφόφορους. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα ήταν παράλογο: δεν παίρνεις τους ψηφόφορους κάποιου άμα τον χαϊδεύεις! Οι λόγοι της (κρατικής και όχι απλά νεοδημοκρατικής) “αδράνειας” ήταν στην πραγματικότητα εντελώς διαφορετικοί.
Κατά συνέπεια η κυβερνοαριστερά έπεσε απ’ τα σύννεφα απ’ τον γρήγορο και τσεκουράτο “αντιναζισμό” της ελληνικής κυβερνητικής ακροδεξιάς, που μεταξύ άλλων έκανε κουρέλι τα κυβερνοαριστερά επιχειρήματα περί “συνοδοιπόρων” (με άλλα λόγια την “ψηφοκεντρική” ερμηνεία της ιστορίας!). Έκπληκτη ανομολόγητα, και χωρίς καμία διάθεση αυτοκριτικής (όπως συνήθως) για τις προηγούμενες αντιπολιτευτικές μαλακίες της, έχει αντιδράσει μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές (30/9) με δύο τρόπους. Με το “ναι, καλά... και γιατί δεν τα έκαναν όλα αυτά ως τώρα;” (ερώτημα στο οποίο όμως δεν δίνει μια απάντηση που να περιλαμβάνει και το γιατί τα κάνουν τώρα)· και με το “ο αγώνας ενάντια στο μνημόνιο είναι και αντιφασιστικός αγώνας”.
Αυτό το τελευταίο δείχνει, για άλλη μια φορά, την βαθιά ανοησία που βασιλεύει στους “καθοδηγητικούς κύκλους” της κυβερνοαριστεράς. Κανένας σοβαρός άνθρωπος δεν μπορεί να αρνηθεί ότι έτσι που είναι διατεταγμένες οι “πολιτικές δυνάμεις” και έτσι όπως είναι η ιδεολογική σύνθεση των απο κάτω, υπάρχει αρκετός χώρος δεξιότερα απ’ τη νέα δημοκρατία για ένα “αντιμνημονιακό - πατριωτικό” μόρφωμα “σοβαρού χρυσαυγιτισμού” (άσχετα με τα ονόματα). Αν χρειάζονται επιχειρήματα, δείτε το περιεχόμενο του υποτιθέμενου τελεσίγραφου των “εφέδρων”, στις 27 Σεπτέμβρη. Γιατί, δηλαδή, δεν μπορεί να είναι χιλιάδες έλληνες και φανατικά “αντι-μνημονιακοί”, και φανατικά ρατσιστές, και φανατικά μιλιταριστές, και φανατικά εθνικιστές, και φανατικά συνωμοσιολόγοι, και φανατικά αντι-αριστεροί; Μπορούν, παραμπορούν, και υπάρχουν πολλές χιλιάδες που είναι όλα αυτά μαζί!!
Οι καμμένοι έλληνες δεν μπορούν να παίξουν αξιόπιστα τον ρόλο της “αντιμνημονιακής σκληροπυρηνικής δεξιάς”, για προφανείς λόγους αρχηγού και στελέχωσης... Για να γίνουν χειρότερα τα πράγματα, μια σοβαρή δυνατότητα να είναι ο “οριακά 30%” συ.ριζ.α. πρώτο κόμμα σε επόμενες εκλογές (χρονικά όχι το 2016!) θα ήταν να υπάρξει ένα τέτοιο αντιμνημονιακό / εθνοπατριωτικό ακροακροδεξιό μόρφωμα, χωρίς (φανερούς) μαχαιροβγάλτες, για να τραβήξει αρκετές ψήφους απ’ τη νέα δημοκρατία - και να την κοντύνει!
Σε κάθε περίπτωση ο “αντιμνημονιακός αγώνας” δεν είναι καθόλου υποχρεωτικά και “αντιφασιστικός”: σε τελευταία ανάλυση η ευμένεια με την οποία αντιμετωπίζει η Κουμουνδούρου τον γνωστό ακροδεξιό Καμμένο μιλάει απο μόνη της. Ούτε ένας πραγματικά αντιφασιστικός αγώνας θα ήταν σήμερα περιοριστικά και διαστρεβλωτικά “αντιμνημονιακός”: θα έπρεπε να είναι εργατικός, δηλαδή εναντίον όλων των αφεντικών, “μεγάλων” και “μικρών”.
Πέρα απ’ όσα έχουμε γράψει κατά καιρούς για τη λειτουργία των μηχανισμών του βαθέος κράτους, του συμπέγματος της ασφάλειας, του οργανωμένου εγκλήματος, δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ότι τον Μάη και του Ιούνη του 2012 εκατοντάδες χιλιάδες έλληνες ψηφοφόροι είπαν δυνατά: ναι, γουστάρουμε τραμπούκους. Από τότε και μετά, και κόντρα στις προβλέψεις (ή τους ευσεβείς πόθους) της πρώην γ.γ. Α. Παπαρήγα, με τις γραβάτες και τους χοντρούς μισθούς, οι τραμπούκοι δεν έγιναν “κύριοι”, αλλά ακόμα πιο οργανωμένοι τραμπούκοι. Όμως αυτό μεγάλωνε την αίγλη και την ελκυστικότητά τους. Όταν οι ίδιοι, μεθυσμένοι απ’ την επιρροή τους, έλεγαν ότι ένα εκατομμύριο έλληνες τους γουστάρουν δεν έκαναν λάθος. Ένα εκατομμύριο κεφάλια είναι εντελώς ξυρισμένα από μέσα· και δεν τους φταίει καθόλου η “κρίση” όπως κλαψουρίζουν όταν στριμωχτούν. Είναι φορείς του μικροαστικού μίσους. [1]
Το ότι έρχεται τώρα η ακροδεξιά “τάξη” και αφαιρεί τα μαχαίρια απ’ τα έδρανα του κοινοβουλίου (εκεί που η ίδια φρόντισε να προωθηθούν) είναι μεν γεγονός άξιο προσοχής, αλλά όχι για να αποπροσανατολιστούμε. Αντικοινοβουλευτικοί (μετα)φασίστες μαχαιροβγάλτες (γιατί όχι και βομβιστές;) και κοινοβουλευτικοί (μετα)φασίστες γραβατωμένοι, που θα φροντίσουν να μην ταυτίζονται μεταξύ τους σαν άτομα και οργανώσεις και να μην είναι ορατές οι μεταξύ τους σχέσεις, έχουν πάντα αρκετό έδαφος για να φυτρώσουν.
“Με τους φασίστες δεν έχουμε αυταπάτες - αυτοί που θ’ απαντήσουν θα είναι οι εργάτες”...
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1 - Σύμφωνα με την ορθόδοξη μαρξιανή προσέγγιση η ιδεολογία είναι συνάρτηση και προϊόν των συμφερόντων. Διάφοροι που θεωρούν εαυτούς επίγονους του κυρ Κάρολου, ξεκινούν απ’ τα υλικά συμφέροντα (ας πούμε: ανεργία, άθλιοι μισθοί, κατεδάφιση του δημόσιου συστήματος υγείας, κλπ) και προεξοφλούν ότι αυτά θα πρέπει να οδηγήσουν σε κάποια “αριστερή” ιδεολογία. Όταν αυτό δεν συμβαίνει, ξεχνούν τον Κάρολο, και αρχίζουν τα θεατρινίστικα κόλπα: φταίνε τα μήντια (που παρασέρνουν τους αφελείς), φταίει η κρίση (αυτή, ακριβώς, που θα έπρεπε να έχει ριζοσπαστικοποιήσει τις συνειδήσεις προς τα “αριστερά”) φταίει ο κακός καιρός...
Εμείς κρατάμε μεν την λογική του κυρ Κάρολου, αλλά δε λογαριάζουμε μόνο τα άμεσα υλικά συμφέροντα. Συνυπολογίζουμε και τα συμβολικά συμφέροντα - για παράδειγμα το πως αντιλαμβάνεται ο καθένας το κράτος, τις εξουσίες, τις προσδοκίες του απ’ αυτές, κλπ. Φυσικά υπάρχει ένα μεθοδολογικό ζήτημα. Εάν υπάρχουν και τέτοια (συμβολικά συμφέροντα) δεν μπορούν να υπαχθούν στην ιδεολογία; Κι αν ναι, τότε δημιουργείται μια κυκλική (και εμφανώς παράλογη) διάταξη: η ιδεολογία είναι συνάρτηση ... της ιδεολογίας!
Η άρση αυτού του παράδοξου βρίσκεται (κατά την ταπεινή μας άποψη) στο ότι η ιδεολογία, σαν ψευδής συνείδηση, είναι μια συσσώρευση πεποιθήσεων χωρίς υποχρεωτική συνοχή από άκρη σε άκρη, και χωρίς αιτιακές συνάφειες στο εσωτερικό της. Είναι δυνατόν λοιπόν κάποιος να είναι φανατικά θρήσκος και φιλάνθρωπος απέναντι στους μετανάστες, ενώ ένας άλλος εξίσου φανατικά θρήσκος δίπλα να είναι ρατσιστής. Και οι δύο ανήκουν στην ίδια βασική ιδελογία· αλλά ο δεύτερος έχει επιπλέον το συμβολικό συμφέρον να θεωρεί όσους μπορεί κατώτερούς του, και να τους συμπεριφέρεται σα να είναι σκουπίδια. Ή μπορεί να είναι κανείς φανατικά κρατιστής και φανατικός οπαδός μιας επαγγελματικής ποδοσφαιρικής ομάδας· ενώ ένας άλλος να είναι εξίσου φανατικά κρατιστής αλλά φανατικός εχθρός του ποδοσφαιρικού επαγγελματισμού και όσων σέρνει. Ο πρώτος διαφοροποιείται απ’ τον δεύτερο επειδή έχει το επιπλέον συμβολικό συμφέρον της κατά καιρούς ισχυρής ταύτισης με συγκεκριμένα σώβρακα και φανέλες.
Όταν, λοιπόν, υποστηρίζουμε ότι η ιδεολογία είναι συνάρτηση και προϊόν υλικών ΚΑΙ συμβολικών συμφερόντων αναφερόμαστε στη σύνθεση της υλικότητας (των συμφερόντων) και των “παραστάσεων” για το πως αυτά μπορούν να ικανοποιηθούν. Σ’ αυτή την περίπτωση η ιδεολογία δεν είναι κάτι ξεκομμένο και “μετέπειτα” της εννόησης του καθενός και της καθεμιάς μας για το τι είναι εκείνο που φέρνει τον καθένα / την καθεμιά μαζί με άλλους (συμ-φέρον) ούτε συνδέεται σαν εξωτερικός παράγοντας με την υλικότητα των αναγκών. Είναι ταυτόχρονα “εσωτερικό στοιχείο” εκείνου που λέγεται “σχέση με τον κόσμο” και εξωτερική εκδήλωση αυτής της σχέσης.
[ επιστροφή ] |
|