|
είναι η ζωή μας Σύμφωνα με τον Σέρτζιο Λεόνε ο κόσμος χωρίζεται σ’ αυτούς που κρατούν το πιστόλι και σ’ αυτούς που σκάβουν. Είναι μια σκηνή προς το τέλος του ο καλός, ο κακός και ο άσχημος. Το σε ποιο κομμάτι του κόσμου ανήκουμε τέτοιους καιρούς, σαν εργάτες, είναι σαφές· και δεν είναι καν η τελευταία σκηνή ή η αναζήτηση του θησαυρού που τελικά θα μοιραστεί στη μέση. Και δεν μπορούμε να το δούμε σαν αστείο: ο θησαυρός πάει όλος στ’ αφεντικά, η υποτίμησή μας δεν έχει τελειώσει. Ούτε ως προς τυπικό της μέρος, ούτε ως προς το ουσιαστικό της. Πολύ σκάψιμο, και ύστερα σπρώξιμο στο λάκο. Ο λάκος με το όνομα αυτοκτονία θα μνημονεύεται σε ειδήσεις και συλλυπητήρια ανακοινωθέντα. Αλλά οι καταθλίψεις και τα υπόλοιπα, πιο γενικευμένα και διάσπαρτα, απλώνονται απαρατήρητα. Κι όμως: πρόκειται για την ζωή μας. Μία έχουμε. Δεν υπάρχει δεύτερη και τρίτη να μας περιμένει. Όταν αναδημοσιεύσαμε τον κατάλογο των βασικών αναγκών έτσι όπως τον έφτιαξε η συνέλευση του πλάνου 30/900 (Sarajevo νο 60, Μάρτιος 2012) σε σχέση με το ποιά (απ’ αυτά που αγοράζονται και πουλιούνται) είναι σωστό και δίκαιο να είναι οι απολαβές εκείνου που δουλεύει σαν “ανειδίκευτος”, δεν κάναμε επίδειξη εξυπνάδας. Θέλει προσοχή εδώ. Όταν κόβεις, και κόβεις, και κόβεις, και προσαρμόζεσαι αγκομαχώντας αλλά προσαρμόζεσαι, ξεχνάς. Ξεχνάς όχι τι θέλεις (τα πάντα!) αλλά τι δικαιούσαι. Τι δικαιούσαι μέσα σ’ αυτό το σύστημα, μέσα στον καπιταλισμό, εφόσον δουλεύεις. Εφόσον “πουλάς την εργατική σου δύναμη”. Το σύστημα είναι απάνθρωπο, άδικο, άτιμο, σε διάφορους βαθμούς - όπου και όπως παίρνει τ’ αφεντικά. Ναι - αλλά στην μία άκρη βρίσκεται πάντα η ζωή μας. Όταν παρουσιάστηκε και τεκμηριώθηκε, και πάλι απ’ την συνέλευση του πλάνου 30/900, το γιατί οι 30 ώρες δουλειά την εβδομάδα είναι, με βάση τα πραγματικά δεδομένα, υπεραρκετός (έως πολύς) χρόνος εργασίας, αλλά “έστω”, και πάλι δεν υπήρχε η αναζήτηση μιας θέσης στο σούπερ μάρκετ των συνθημάτων και των παραμυθιών περί απελευθέρωσης. Υπήρχε η επίγνωση ότι μέσα στη γενική, σχεδόν καθολική κλοπή του χρόνου μας, είναι κι αυτό το στρατηγικό τμήμα του, μέσω του οποίου τ’ αφεντικά φτιάχνουν τους χιλιάδες σκυθρωπούς της ανεργίας. Το να έχουμε εμείς, σαν εργάτες, αντα-αγωνιστικό στόχο την όσο το γρηγορότερο μείωση του “βασικού χρόνου εργασίας” κατά 25%, απ’ τις 40 στις 30 ώρες την εβδομάδα, σημαίνει χοντρικά πως οι περισσότεροι απ’ τους τωρινούς ανέργους θα ξαναδουλέψουν. Είναι τόσο δραματικά απλό ώστε αναρωτιόμαστε πόσες φορές θα έπρεπε να ειπωθεί. Ή 25% μείωση του χρόνου εργασίας (με αύξηση του βασικού μισθού, μην το ξεχνάμε!) ή 25% ανεργία. Εκεί που αυτά ειπώθηκαν διάφοροι, όχι με την φωτιά της τάξης μας στα μάτια τους, είν’ αλήθεια, αλλά μάλλον με μια αγχωμένη παραίτηση να ανατέλει, ρωτούσαν "και πως είναι δυνατόν να γίνουν τέτοια πράγματα”. Θα τους συστήναμε να διαβάσουν το παραμύθι του subcommandante Μάρκος με το λιοντάρι και το βλέμμα του. Όταν “κοιτάς τον εαυτό σου” με το τρόπο που σε κοιτάει ο εχθρός σου, όταν μετράς τις δυνάμεις και τις δυνατότητές σου έχοντας υιοθετήσει το δικό του βλέμμα για σένα, μόνο να παραλύεις μπορείς. Αυτό έγινε amigos! Δυο χρόνια η συντριπτική πλειοψηφία των εργατών και των εργατριών σ’ αυτό εδώ το κωλομέρος (και σε άλλα παρόμοια) συνεχίζει να αντιλαμβάνεται τον εαυτό της σαν αντανάκλαση στην βιτρίνα των μαγαζιών, σαν πράγμα ανάμεσα σε πράγματα, σαν κάτι αδύναμο και ανίκανο που κάποιος πρέπει να το “ψωνίσει” για να μετακινηθεί. Κάποιος σοφός, κάποιος ειδικός, κάποιος φωστήρας, κάποιος παπάς της απελευθέρωσης. Υπάρχει κάτι άλλο να κάνουμε; Οι μανίες και η κατάθλιψη είναι ήδη στα κρεβάτια μας και στα τραπέζια μας. Δεν καραδοκούν καν σαν εχθροί· ποτίζουν το μυαλό και τις σκέψεις. Η πελατεία των ψυχο-συνεργείων μεγαλώνει συνέχεια. Για ένα δράμι παρηγοριάς, για ένα μέτρο ισορροπίας. Όλα πληρωμένα, φυσικά. Θέλει κανείς να είναι έτσι η ζωή του; Όχι δεν θέλει. Δυο χρόνια τώρα (επιμένουμε στη χρονική διάρκεια, ακριβώς επειδή είναι βασική παράμετρος των απωθήσεων και των ψευδαισθήσεων) στη συντριπτική μας πλειοψηφία σα σύγχρονοι προλετάριοι, πέφταμε και ξαναπέφταμε πάντα πάνω στο ίδιο ντουβάρι. Στην φαντασίωση της αμεσότητας. Αύριο θα γίνει της πουτάνας.... Κι αφού αύριο δεν έγινε τίποτα, ξενέρωμα. Κι άντε πάλι στην επόμενη “γενική απεργία”. Δημόσια κι’ ιδιωτικά λουτρά ζεστού / κρύου - όπου πολλοί και πολλές πήγαιναν γυρεύοντας. Κι απ’ την άλλη όλη αυτή η σαπισμένη “αγωνιστική” φλυαρία. Επανάληψη της δήθεν πολυπραγμοσύνης των καιρών της ευδαιμονίας. “Ξέρω ‘γω”! Όλοι ξέρουν! Τρόποι να εκτοξεύεσαι στους ουρανούς του τίποτα, τρόποι να καταναλώνεις μούρη σε επίπεδο παρέας και καφενείου. Την κινούμενη άμμο δεν την πρόσεξε κανείς; Μετά από δυο χρόνια, ποιός έχει το φιλότιμο και την αξιοπρέπεια να κάνει τον έντιμο απολογισμό των “ξέρω ‘γω” του; Κανένας. Όλα κάτω απ’ το χαλί. Όλα ξεχασμένα, κι όλα επαναλαμβανόμενα τα ίδια και τα ίδια. Μας σπρώχνουν στη μιζέρια, έτσι δεν είναι; Κόσμος βουλιάζει κιόλας. Κόσμος πολύς. Δεν θα μπορούμε καν να κοιτάξουμε ο ένας τον άλλον. Θα αποστρέφουμε το βλέμμα· ή θα το θολώνουμε ακόμα περισσότερο. Δεν είναι τα νούμερα των μισθών και των ωρών εργασίας (ή, ανάποδα, των ατέλειωτων ημερών ανεργίας). Είναι όλα τα υπόλοιπα, από πίσω και γύρω γύρω. Είναι όλα όσα δικαιούμαστε. Σύνθλιψη: καταπίνοντας με απελπισία το πικρό μας σάλιο φτιάχνουμε στο στέρνο μας μικρούς θανάτους. Και τι να κάνουμε; Καταραμένη ερώτηση για όποιον περιμένει τον ουρανό με τ’ άστρα, κι είναι έτοιμος να παρατήσει οτιδήποτε λιγότερο απ’ αυτόν. Χρήσιμη όμως για τους προσγειωμένους. Πρώτα τα βασικά. Συμβαίνουν ήδη· και πρέπει να τα κάνουμε το δικό μας, το εργατικό “σημείο μηδέν”. Σκατοπληρωμένες δουλειές; - Εντάξει αφεντικό: σκατά αποτέλεσμα. Ζημιές. Αδιαφορία. Μηχανοραφία. Εχθρότητα. Κι όσο πιο μακρόσυρτα και ύπουλα, τόσο πιο διασκεδαστικό είναι. Ναι, μπορούμε να διασκεδάζουμε μεσ’ την μαυρίλα, επιστρέφοντας μερικές μερίδες της. Είναι η βάση της αυτοπεποίθησής μας: κάνοντας μας φτηνότερους κουφάλες αφεντικά δεν θα μας βάλετε στο χέρι! Αυτά είναι βασικά στο “τι να κάνουμε”, αλλά καθόλου αρκετά. Δεν πρόκειται να διαφημίσουμε την οργανωμένη αυτονομία - αλλά ας μην αναλώνεται κανείς πια στις βλακώδεις κοινοτοπίες των μήντια ή των κομμάτων ή της blogόσφαιρας. Μιλάμε γι’ αυτά που μας καίνε, χωρίς συστολή ή μεγαλομανίες, και μιλάμε με τα δικά μας λόγια. Μιλάμε για να δώσουμε κουράγιο ο ένας στον άλλο σπάζοντας τους θώρακες της μοναξιάς. Δεν μοιρολογούμε· μιλάμε γι’ αυτά! Μιλάμε γι’ αυτά και ενάντιά τους, ψάχνοντας εκείνους κι εκείνες που μιλάνε γι’ αυτά και ενάντιά τους. Ούτε κι αυτό φτάνει, φυσικά. Έχει και παρακάτω. Και δεν λείπει, απ’ την άλλη, κανένα σχέδιο κατάληψης (ή ανατροπής) της εξουσίας. Όμως, με την σπουδαία ιστορία των κατορθωμάτων και των αποτυχιών της τάξης μας στην πλάτη μας, είναι λιγότερα εκείνα που πρέπει να εφεύρουμε, και περισσότερα αυτά που πρέπει να εφαρμόσουμε. |
||
Sarajevo