|
|
βασικές ανάγκες
Το πόσο καλά έχει λυμένα τα σκυλιά της η καθεστωτική διαχείριση της άγριας υποτίμησης των εργατών, μπορεί να το επιβεβαιώσει κανείς ξανά και ξανά απ’ τα κλαψουρίσματα των δήθεν αντιπάλων της. Όταν έφτασε η “ύστατη στιγμή της ύστατης στιγμής” σε ότι αφορά την συντριβή του βασικού μισθού, αυτοί οι δήθεν αντίπαλοι είχαν την απάντηση: “εκλογές”. Το θέμα εδώ δεν είναι απλά και μόνο ο πολιτικαντισμός της κυβερνοαριστεράς. Αλλά και η βαθιά κατάθλιψη των οπαδών της, που επαναλαμβάνουν με μονότονο, παβλωφικό τρόπο, ένα ξέπνοο “ας γίνει κάτι κι ας είναι ότι νάναι”. Η κοινωνία του θεάματος είναι πολύ σκληρή για τα παιδιά της.
Πως αποδεικνύουν τώρα οι καθεστωτικοί ότι ο προηγούμενος βασικός μισθός του ανειδίκευτου (τα 750κάτι ευρώ μικτά) στην ελλάδα είναι πολύ ψηλός και “χαλάει την ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονομίας”; Συγκρίνοντας αυτό το ποσό με αντίστοιχα ποσά με τα οποία πληρώνονται οι ανειδίκευτοι εργάτες στη βουλγαρία ή στην πορτογαλία. Λόγοι τακτ και μόνο τους αποτρέπουν απ’ το να βάλουν στο τραπέζι των συγκρίσεων του κατώτατους μισθούς στο μπαγκλαντές, στην ινδία, στην κίνα ή στην αίγυπτο. Είτε έτσι είτε αλλιώς αυτή η τακτική και τα επιχειρήματά της είναι τόσο απλοϊκά ηλίθια, ώστε είναι αληθινά τραγικό που παράγει, σαν υποτιθέμενη αντίδραση, αυτό το “εκλογές - εκλογές - εκλογές”.
Η συνέλευση του πλάνου 30/900 αντιμέτωπη όχι μόνο με τις ρητορείες των αφεντικών αλλά και την σκληρή διανοητική καθήλωση των υποτελών, έκανε - προκειμένου να έχει μια λογική εκτίμηση για το πόσο “ψηλός” ή “χαμηλός” μπορεί να είναι ο βασικός μισθός με καπιταλιστικούς όρους! - κάτι απλό. Τον έβαλε στη σωστή του βάση: εργασία (40 ωρών την βδομάδα...) έναντι μισθού· μισθός με σκοπό την (μέσω του χρήματος) κάλυψη μιας σειράς αναγκών. Το εγχείρημα αυτό είναι τόσο απλό (και τόσο καίριο) όσο το να φωνάξει κανείς μα ο βασιλιάς είναι γυμνός! Κι όπως στο παραμύθι έτσι και στην τωρινή πραγματικότητα, το να δείξεις την αλήθεια απλά απαγορεύεται. Χαλάει τα χρηστά πολιτικά (και επαναστατικά ενίοτε) ήθη.
Το να γυρίσει τούμπα η σκέψη, κι αντί να φαντάζεται (όχι χωρίς κάποιο φθόνο...) φτηνότερους πορτογάλους, ρουμάνους ή ασιάτες εργάτες (“οι ξένοι ρίχνουν τα μεροκάματα”!!!) να βάλει μπροστά της το σε τι πρέπει να αντιστοιχεί ο μίνιμουμ μισθός σε οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη, δεν είναι δύσκολο από λογική άποψη. Έχει γίνει όμως αδύνατο εξαιτίας της γενικευμένης (και κακήν κακώς) αισθητικοποίησης της ζωής, σύμφωνα με την οποία το να μιλάει κανείς δυνατά και ώριμα για ανάγκες (και μάλιστα βασικές) είναι passe, πολύ passe! Καθότι ζούμε “υπερ-υλική” πραγματικότητα, οι “ανάγκες” είναι κάτι ταπεινό (έως ποταπό) και πάντως καθόλου φαντασμαγορικό (όπως η επανάσταση, η ανατροπή, και όλα αυτά τα κωμικοτραγικά), και (κατά βάθος...) είμαστε υπεράνω χρημάτων. Δεν θα μιλήσουμε εδώ για τον άλλο ζόφο, τον σύγχρονο ζόφο των αισθήσεων και των αισθημάτων... Ορισμένα ταπεινά και ποταπά πράγματα όμως, όπως ένα πιάτο φαΐ, ένα κεραμίδι που να μην μπάζει, ένα ρούχο κι ένα ζεστό κρεβάτι, χρειάζονται λεφτά για να εξασφαλιστούν. Γι’ αυτούς τους αντιηρωϊκούς λόγους (είμαστε αναγκασμένοι να) δουλεύουμε - όχι από χόμπυ. Χρειάζεται άραγε υπενθύμιση αυτό; Χρειάζεται άραγε τονισμό ότι δεν ντρεπόμαστε γι’ αυτό; Χρειάζεται άραγε κάποιο επαναστατικό μανιφέστο για την αξία του να μην σε ταΐζουν (και ντύνουν, κλπ) άλλοι;
Η συζήτηση, κατά συνέπεια, περί σύγχρονων προλεταριακών βασικών αναγκών δεν είναι ούτε άσκηση ύφους ούτε επίδειξη εξυπνάδας. Είναι επιστροφή στα βασικά της τάξης μας· και της συνείδησής της. Ο μισθός (και ο βασικός μισθός) δεν είναι “λεφτά” - λεφτά που μπορεί να τα βρει κανείς και απ’ τον τζόγο ή το οικογενειακό πορτοφόλι. Ο βασικός μισθός είναι, γι’ αυτόν / αυτήν που δουλεύει, το χρηματικό ισοδύναμο της ικανοποίησης των βασικών αναγκών: πιο σωστά, εκείνων των βασικών αναγκών που ικανοποιούνται στην “αγορά”. Ο βασικός μισθός δεν έχει σχέση ούτε με την φιλία ούτε με τον έρωτα. Έχει όμως σχέση με το νοίκι, με το ντύσιμο, ή με ορισμένα κοινότοπα είδη διασκέδασης.
Στα τέλη του περασμένου Γενάρη, λοιπόν, η συνέλευση του πλάνου 30/900 έσπασε κατά κάποιον τρόπο τα ιδεολογικοαισθητικοπολιτικά ταμπού, παρουσιάζοντας έναν κατάλογο σύγχρονων βασικών αναγκών (που δεν θα έπρεπε να είναι διαπραγματεύσιμες με ειρηνικό τρόπο...) που αυτές και μόνον αυτές προσδιορίζουν (δηλαδή: εμείς σαν τάξη θα έπρεπε να επιβάλλουμε να προσδιορίζουν) το “μέγεθος” του βασικού μισθού. Για να απλοποιήσει τα πράγματα, ο κατάλογος αυτός στήθηκε πάνω στη φιγούρα ενός 18χρονου ή μιας 18χρονης, που μόλις έχουν τελειώσει το σχολείο, θεωρούνται (απ’ τις ιεραρχήσεις των αφεντικών) “ανειδίκευτοι” - και δουλεύουν (ή πρόκειται να δουλέψουν) για να ζήσουν. Τι συγκεκριμένα σημαίνει αυτό το “να ζήσω” για έναν 18χρονο ή μια 18χρονη στην ελλάδα, στην ιταλία, στη γερμανία, στην πορτογαλία, ή στην βουλγαρία; Ποιές συγκεκριμένα είναι οι βασικές ανάγκες (που η ικανοποίησή τους μεσολαβείται υποχρεωτικά απ’ το χρήμα) αυτής της φιγούρας, τέτοιες που είναι επίσης υποχρεωτικό να καλύπτονται απ’ τον βασικό - μισθό - του ανειδίκευτου; Μικροδιαφορές μπορεί να υπάρχουν από μέρος σε μέρος (μιλώντας για την ευρώπη), αλλά δεν θα πρέπει να μας αποπροσανατολίσουν. Να, λοιπόν, ένας καθόλου υπερφίαλος κατάλογος του τι θα έπρεπε να καλύπτει ο βασικός μισθός του 18χρονου / 18χρονης σήμερα, σε οποιαδήποτε σημείο της επικράτειας του ελληνικού κράτους:
- Την δυνατότητα να φύγει απ’ το πατρικό σπίτι, και να μείνει αλλού, μόνος / μόνη ή με φίλους / φίλες. Κατά συνέπεια
- Την δυνατότητα να επιπλώσει και να συντηρήσει ένα χωριστό (απ’ το οικογενειακό) νοικοκυριό, με σταθερά έξοδα ενοικίου, ρεύματος, θέρμανσης, τηλεπικοινωνιών.
- Την δυνατότητα να ψωνίζει από μπακάλικα και λαϊκές αγορές όλα τα απαραίτητα για την καλή καθημερινή διατροφή του / της (σαν αυτές που συστήνουν οι ειδικοί διατροφολόγοι...).
- Την δυνατότητα να αγοράζει κατά καιρούς κάποια ρούχα, όχι με μανία κατανάλωσης, όχι τις ακριβότερες φίρμες της αγοράς, οπωσδήποτε όμως σύμφωνα με το γούστο του / της.
- Την δυνατότητα να βγαίνει για φαΐ ή ποτό μια φορά τη βδομάδα τουλάχιστον.
- Την δυνατότητα να πάει σε μια συναυλία, σε μια θεατρική παράσταση ή σε κινηματογράφο μια φορά τον μήνα τουλάχιστον.
- Την δυνατότητα να αγοράζει βιβλία, χωρίς περιορισμούς.
- Την δυνατότητα να έχει και να συντηρεί ένα δίκυκλο μέσο μεταφοράς 100+ κυβικών.
- Την δυνατότητα να καπνίζει (εάν έχει αυτήν την διωκόμενη συνήθεια...).
- Την δυνατότητα να κάνει διακοπές “με σκηνή” για 3 βδομάδες τον χρόνο τουλάχιστον.
- Την δυνατότητα να κάνει ένα τουλάχιστον ταξίδι εκτός συνόρων, κάθε χρόνο.
- Την δυνατότητα να κάνει δώρα (όχι τα ακριβότερα, με καλό γούστο) στα αγαπημένα του / της πρόσωπα.
- Μετά από όλα αυτά, να απομένει κάποιο χρηματικό υπόλοιπο (απ’ τον μισθό) που καθώς θα συγκεντρώνεται θα μπορεί να αντιμετωπίσει έκτακτα έξοδα του / της, ή να βοηθήσει φίλους / φίλες.
Δεν θα έπρεπε ο αναγνώστης / η αναγνώστρια να πάρει τον εύκολο δρόμο διαβάζοντας αυτόν τον κατάλογο βασικών αναγκών σαν κατάλογο για ψώνια, σχολιάζοντας είτε πως είναι “λίγες” είτε πως είναι “πολλές”. Είναι πασίγνωστο τι συμβαίνει εδώ και χρόνια στην ελληνική κοινωνία, στο σύγχρονο προλεταριακό τμήμα της· και πόσο χειρότερη γίνεται συνέχεια η καθημερινή ζωή. Εύκολα θα παραδεχόταν ο καθένας ότι η πιο πάνω λίστα είναι “τρελό και μακρινό όνειρο” όχι (μόνο) για 18χρονους και 18χρονες, αλλά και για 30άρηδες που έχουν χρόνια δουλειάς στην πλάτη τους (και κάθε άλλο από “ανειδίκευτοι” είναι). Αν όμως το μέτρο του τι είναι αναγκαίο για την καθημερινή ζωή σήμερα γίνει ο ζόφος των στερήσεων και των απαγορεύσεων, τότε σύντομα θα συμβιβαστούμε οι βασικές ανάγκες να είναι “ένα κομμάτι ψωμί κι ένα μπουκάλι νερό”. Και τελεία.
Μία προς μία λοιπόν οι παραπάνω βασικές ανάγκες μπορούν να τεκμηριωθούν, όχι με κριτήρια απελπισίας ή τρελών επιθυμιών, αλλά μόνο στη βάση - στην καπιταλιστική βάση!!! - του ποιά είναι τα “ελάχιστα” για τα οποία θα έπρεπε να δουλεύει κανείς σήμερα. Μία προς μία οι παραπάνω βασικές ανάγκες παραπέμπουν σε κοινωνικές σχέσεις· όπως σε κοινωνικές σχέσεις παραπέμπει η ακύρωση κάθε μιας απ’ αυτές.
Τι σημαίνει, για παράδειγμα, το να φεύγει κάποιος / κάποια μετά τα 18 απ’ το γονικό σπίτι; Είναι αυτό βασική κοινωνική / ατομική ανάγκη ή μπορεί να παραγραφεί χωρίς συνέπειες; Ναι, είναι βασικότατη ανάγκη η αυτοδιάθεση και η αυτοοργάνωση της καθημερινής ζωής όσων (οι ίδιοι οι νόμοι του καπιταλιστικού κράτους το κάνουν αυτό) αναγνωρίζονται σαν ενήλικοι!!! Είναι βασικότατη ανάγκη να καλούν στην δική τους φωλιά τους φίλους και τις φίλες τους, ή/και εκείνους κι εκείνες με τους οποίους έχουν ερωτικές σχέσεις, χωρίς να χρειάζονται την συγκατάθεση κανενός γονιού. Όπως είναι βασικότατη ανάγκη να μαγειρεύουν το φαγητό τους, ή να πλένουν τα ρούχα τους. Δεν είναι “ηρωϊκό” - αλλά όποιος νομίζει ότι η αυτοδιάθεση είναι γεμάτη από φώτα, προβολείς και χειροκροτήματα, είναι απλά ηλίθιος.
Και τι σημαίνει το να ακυρώνεται αυτή η βασική ανάγκη; Στην καλύτερη περίπτωση σημαίνει έναν σιωπηλό αλλά και ύπουλο συμβιβασμό, που τρώει σιγά σιγά τα σωθικά εκείνου / εκείνης που θα έπρεπε να “έχει φύγει απ’ το σπίτι”, και δημιουργεί καταθλίψεις, δυσκοινωνικότητες, εμμονές, ιδιοτροπίες... δυστυχία. Το αν είναι ή δεν είναι βασική ανάγκη το να μπορεί να συντηρεί ο καθένας / η καθεμιά, στη βάση μάλιστα του γεγονότος ότι δουλεύει, είτε μόνος / μόνη είτε με παρέα, ένα σπίτι μακριά απ’ την οικογένεια, αποδεικνύεται απ’ την στέρηση αυτής της δυνατότητας. Και τα “ψυχολογικά προβλήματα” που προκαλεί.
Άλλο: είναι κοινωνικά / ατομικά αναγκαίο, και μάλιστα βασικό, το να μπορεί κάποιος / κάποια που δουλεύει (και πληρώνεται με τον βασικό μισθό) να πίνει δυο ποτά (την εβδομάδα...) ή να πηγαίνει σ’ ένα σινεμά ή μια συναυλία (τον μήνα...) μπαίνοντας “κανονικά απ’ την πόρτα” (όχι ότι τα “ντου” μας χαλάνε - αλλά η “ασφάλεια” έχει δυναμώσει κι εδώ) - ε; Μήπως αυτά είναι περιττά, πολυτέλειες; Θα θεωρήσουμε λοιπόν πολυτέλεια την αισθητική μας καλλιέργεια ή τις παρέες μας; Η στέρηση τέτοιων “περιττών” έχει βέβαια ονόματα: τηλεόραση, και cyber κοινωνικότητα. Διανοητικός και αισθητικός ακρωτηριαμός απ’ την μια, συναισθηματικός ακρωτηριασμός απ’ την άλλη. Ναι, είναι αλήθεια, ότι μπορεί κανείς να “ζήσει” κι έτσι, χωρίς εβδομαδιαίες και μηνιαίες εξόδους - εκατοντάδες χιλιάδες “ζουν” αναγκαστικά έτσι, ήδη. Μπορεί κανείς να “ζήσει” με αλυσίδες στο μυαλό, μπορεί κανείς να “ζήσει” με αλυσίδες στην καρδιά - όπως άλλωστε μπορεί να “ζήσει” και με αλυσίδες στα πόδια... Αλλά είναι αυτό ζωή που αξίζει να την ζήσει κανείς; Κι ακόμα πιο καίριο: είναι αυτό ζωή για την οποία πρέπει να δουλεύουμε κιόλας; Τα αφεντικά (και μόνον αυτά) λένε ντάξει μωρέ, κάπως θα την βγάλετε κι έτσι... Θα έπρεπε - θα ήταν υγιεινό, θα ήταν ευχάριστο, θα ήταν και μεγαλόκαρδο απ’ την μεριά μας - να τους επιβάλουμε τέτοιο “βγάλσιμο” να το εφαρμόσουν στα παιδιά τους· κι όχι σ’ εμάς που δημιουργούμε τον πλούτο.
Τα ίδια ισχύουν και για τα υπόλοιπα του καταλόγου των βασικών αναγκών. Ένα ταξίδι εκτός συνόρων το χρόνο - είναι αυτό βασική ανάγκη; Ναι, είναι - επειδή αν δεν δεις τον κόσμο των Άλλων όπως είναι πραγματικά, κινδυνεύεις να γίνεις φασιστομαλάκας! Τρεις βδομάδες διακοπές με σκηνή τον χρόνο - είναι αυτό βασική ανάγκη; Ναι, είναι - επειδή αν δεν ξεκουραστείς τουλάχιστον τόσο, αρχίζεις να παθαίνεις μανίες καταδίωξης! Δώρα στα αγαπημένα σου πρόσωπα - είναι αυτό βασική ανάγκη; Ναι, είναι και παραείναι - επειδή διαφορετικά γίνεσαι μονόχνωτος και αντικοινωνικός! Να διαβάζεις βιβλία - είναι αυτό βασική ανάγκη; Δεν είναι; Αν όχι, τότε ας το κλειδαμπαρώσουν αυτό το σφαγείο που λέγεται εκπαιδευτικό σύστημα, να παίζουν ολημερής μπάλα οι νεαροί και να κάνουν βόλτες οι νεαρές! Να βρουν την υγειά τους, και να διαμορφώσουν την ακόμα μεγαλύτερη και πλουσιότερη λίστα των βασικών αναγκών τους!!
Αν, τώρα, αυτή η απλή καταγραφή βασικών αναγκών του / της σύγχρονου / σύγχρονης νεαρού / νεαρής που δουλεύει (ή είναι σε θέση να δουλέψει) σήμερα θεωρούμενος / η σαν “ανειδίκευτος /η”, πληρωνόμενος / η άρα με τον βασικό μισθό, φαίνεται γκροτέσκα, αναιδής ή απλοϊκή κι ασήμαντη, είναι επειδή ένα πηχτό τοξικό σύννεφο ιδεολογιών, ιδεοληψιών, παραμυθιασμάτων και “υπερ-υλισμού” έχει δηλητηριάσει μαζικά την σκέψη. Ηλίθιοι γονείς, ηλίθιες οικογένειες, υποθήκευσαν μαζικά τα παιδιά τους σε ένα δήθεν λαμπρό μέλλον πτυχιούχου μεσοστρωματικού· και τα εκπαίδευσαν να κάνουν “θυσίες” (να υφίστανται δηλαδή απανωτές προσβολές και στερήσεις) στο όνομα αυτού του σπουδαίου μελλοντικού σκοπού. Αν όμως, ακόμα και για υποτιθέμενα κοσμικά μεγαλεία, αποκτάει κανείς την ψυχολογία του χριστιανού, που αντέχει και δέχεται να στερείται και να βασανίζεται σήμερα και αύριο επειδή θα ανταμοιφθεί μεθαύριο (;), πού είναι το έδαφος, το περιθώριο, να συνειδητοποιήσει ο καθένας ότι σύμφωνα με την εποχή που ζει (και την οποία δεν διάλεξε άλλωστε) υπάρχουν ανάγκες βασικές κι αδιαπραγμάτευτες - ανάγκες δικές του, ανάγκες χιλιάδων άλλων ακόμα; Και γιατί να μην κάνουν (με αξιοσημείωτη επιτυχία) τ’ αφεντικά αυτό το είδος ψυχολογικού πολέμου που περιλαμβάνει εναλλασσόμενης έντασης προβολές ζοφερού μέλλοντος; Όταν το ψυχο-συναισθηματικό mainstream έγινε αυτό του καταναλωτή, που αναλώνει εμπορεύματα, αναλώνει σχέσεις, αναλώνει “άκρες” και “κονέ”, αναλώνει ελπίδες, αναλώνει σκουπίδια (τρώγοντας συνέχεια τις ίδιες του τις σάρκες χωρίς να το καταλαβαίνει και να το παραδέχεται), πού είναι το έδαφος, το περιθώριο, να συνειδητοποιήσει κανείς μέσα στην τρέχουσα κρίση, πόση, πως, και πόσο εύκολη είναι η υποτίμησή του;
Το σύνδρομο του “εξαπατημένου” λειτουργεί θαυμάσια, προκαλώντας αυτά τα φοβερά βραχυκυκλώματα που λέγονται “αγανάκτιση” και “οργή”. Λειτουργεί θαυμάσια για το σύστημα - επειδή τοποθετεί στο κέντρο του φαντασιακού τις διαψευμένες προσδοκίες διαγράφοντας απ’ την αξιολόγηση τις πραγματικές, πεζές ανάγκες. Και την αμεσότητά τους. Κανείς δεν μπορεί να σταθεί όρθιος στα σοβαρά πατώντας στη διάψευση των προσδοκιών του - ούτε στην δημόσια ούτε στην ιδιωτική ζωή. Κανείς δεν μπορεί να σταθεί όρθιος σαν “προδομένος” - κατρακυλάει και κατρακυλάει και κατρακυλάει... Μπορεί να γίνει μνησίκακος. Μπορεί να γίνει ζηλόφθονος. Μπορεί να γίνει μισάνθρωπος. Μπορεί να βουλιάξει στην απογοήτευση και στην απελπισία. Μπορεί να αυτοκτονήσει γρήγορα με φυσικό τρόπο, ή μπορεί να αργοπεθαίνει συναισθηματικά και διανοητικά, γυρνοφέρνοντας σα ζόμπι γύρω του όλα αυτά τα “θα μπορούσα να...”. Αλλά όρθιος δεν στέκεται. Κι ακόμα πιο αδύνατο είναι το να πολεμήσει: έχει χάσει την δύναμη που προέρχεται απ’ την ίδια του την υλικότητα. [1]
Ξανά, με διαφορετικά λόγια. Με μια πιο επίσημη ορολογία, οι βασικές ανάγκες θα ονομάζονταν βασική κοινωνική αναπαραγωγή κάθε προλετάριου χωριστά και όλων μαζί: η διαμόρφωση, σα να λέμε, των συνθηκών εκείνων που επιτρέπουν στον καθένα και την καθεμία από εμάς να είναι υγιής, χορτάτος, και σε ικανή φυσική και ψυχολογική κατάσταση ώστε να δουλεύει (εξασφαλίζοντας στ’ αφεντικά την δυνατότητα να τον / την κλέβει με “ήπιο” τρόπο...) Και, η συνέχεια του συλλογισμού, θα κατέληξε στο ποιός “πληρώνει” γι’ αυτήν την κοινωνική αναπαραγωγή; Τα αφεντικά μέσω του μισθού (άμεσου και έμμεσου) ή...; Ποιός άλλος;
Όταν, λοιπόν, τ’ αφεντικά σκάνε με όλη την ιδεολογική και πολιτική θωράκισή τους (ακόμα δεν έχουν παρατάξει πλήρως την στρατιωτική τέτοια...) για να επιβάλλουν το “κοιτάχτε, είστε ακριβοί - δείτε τους πορτογάλους, δείτε τους ασιάτες”, λένε μαζί κι αυτό: εμείς για την κοινωνική αναπαραγωγή σας θα δίνουμε τα λιγότερα δυνατά - κι απ’ αυτά τα “λιγότερα δυνατά” τα περισσότερα θα πηγαίνουν στην δημόσια τάξη και στο στρατοαστυνομικό σύμπλεγμα. Αυτό σημαίνει υποχρεωτικά δύο πράγματα. Πρώτον, ότι βγάζουν ένα καλό μέρος αυτής της εργατικής κοινωνικής αναπαραγωγής απ’ την επίσημη εμπορευματική κυκλοφορία / πραγματοποίηση της υπεραξίας, και την σπρώχνουν βίαια στην “ανεπίσημη”, “μαύρη” παρόμοια, δηλαδή στην οικονομία του εγκλήματος. Και δεύτερον, ότι τροποποιούν βίαια τις κοινωνικές σχέσεις, σπρώχνοντάς τες (“συγκεντρώνοντάς” τες είναι πιο σωστό) σε παραδοσιακές μορφές ελέγχου της κοινωνικής αναπαραγωγής, όπως είναι η οικογένεια και η θρησκεία - με την προσθήκη τώρα, μαζικά, της ψυχο(φαρμακο)βιομηχανίας.
Απέναντι σ’ αυτήν την μεθόδευση (που για μας είναι πιο φανερή απ’ τον ήλιο...) ο χάρτης των βασικών αναγκών και οι συνέπειες που αυτός (θα έπρεπε να) έχει δεν είναι ούτε λίστα παραπόνων, ούτε έκκληση προς κάποιου είδους (κρατική ή καπιταλιστική) “πρόνοια”. Κι ούτε βέβαια είναι υπενθύμιση / παράκληση προς τα αφεντικά να μας δώσουν άλλη μια ευκαιρία (μισθολογικής ανατίμησης) αφού να, εμείς, παραμένουμε καλοί και φρόνιμοι καταναλωτές! Όχι. Είναι, αντίθετα, δήλωση δύο βασικών επιλογών - σήμερα. Πρώτον, ότι είμαστε απόλυτα εχθρικοί στο να ορίσουν (να ξαναορίσουν για την ακρίβεια) τ’ αφεντικά τις “νόρμες” και το “δικαιολογήσιμο κόστος” αυτής της κοινωνικής αναπαραγωγής μας· το είδος, δηλαδή, των αναγκών και των επιθυμιών που “επιτρέπεται” να έχουμε, σαν εργάτες. Και δεύτερον, ότι επειδή είμαστε εργάτες, έχουμε πλήρη επίγνωση ότι εκτός από εμπορεύματα παράγουμε / δημιουργούμε και σχέσεις· τις δικές μας σχέσεις. Δεν είμαστε λοιπόν διατεθειμένοι να “παράξουμε” την μιζέρια μας, την δυστυχία μας, τον κανιβαλισμό και την αυτοκαταστροφή μας - ενώ, αντίστροφα, είμαστε διατεθειμένοι να “παράξουμε” όρους ταξικού πολέμου.
Μεγάλη κουβέντα βέβαια αυτό το τελευταίο... Η αλήθεια είναι ότι ο εργατικός ανταγωνισμός δεν εννοείται “αυτόματα” σαν βασική ανάγκη μας...
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1 - Θα μπορούσαμε εδώ να κάνουμε την ρητορική ερώτηση: δεν είναι όλα αυτά τα “χαριστικά παζάρια”, οι “συντροφικές κουζίνες” και τα λοιπά μια έμμεση έστω αναγνώριση των βασικών αναγκών, εκ μέρους της κοινωνικής αριστεράς; Όχι - απαντάμε. Είναι μια στρεβλωμένη αναγνώριση, που βρίσκεται επικίνδυνα κοντά στην “αυτοδιαχείριση της φτώχιας”, κι ως τέτοια δεν είναι καθόλου απειλητική για το σύστημα. Μπορεί μάλιστα να την στηρίζει - και το κάνει, (και) με τους δικούς του τρόπους.
Το ζητούμενο δεν είναι βέβαια να πεθαίνει ο κόσμος στους δρόμους... για να ριζοσπαστικοποιηθεί μέσα απ’ την φρίκη! Η αλληλοβοήθεια πάντα ήταν, είναι και θα είναι σημαντική. Όμως είναι ένα πράγμα η αλληλοβοήθεια που εξελίσσεται στα μετόπισθεν μαχητικών κοινωνικών / ταξικών σχηματισμών, και εντελώς διαφορετικό έως αντίθετο η αλληλοβοήθεια σαν δημόσια πρακτική “πρώτης γραμμής”. Ο μεγάλος δάσκαλος της δεύτερης εκδοχής είναι γνωστός: η εκκλησία. Και είναι επίσης γνωστό γιατί είναι ο μεγάλος δάσκαλος της φιλανθρωπίας (εντός ή εκτός εισαγωγικών) η εκκλησία: η ανθρωπιστική μέριμνα που αντικαθιστά ή υποκαθιστά το συμφέρον και το καθήκον της πολεμικής (ταξικής) αναμέτρησης ήταν και είναι ένας πολύ καλός τρόπος στήριξης (οποιουδήποτε) απάνθρωπου καθεστώτος.
[ επιστροφή ]
|
|