Sarajevo
 

   

ο “νότιος” δρόμος - και οι έλληνες

H “ευρωπαϊκή αγορά κόκας” θεωρείται η πλέον “δυναμική”. Παρότι πρόκειται για ένα εμπόρευμα στο σκοτάδι, οι “ειδικοί” (που, υποτίθεται, είναι κυνηγοί της...) υπολογίζουν πως στην κεντρική και την δυτική ευρώπη καταναλώνεται ήδη το 25% της παγκόσμιας (λατινοαμερικάνικης) παραγωγής. H ανατολική ευρώπη δεν έχει μπει ακόμα στο λογαριασμό...
Tο θέμα δεν είναι βέβαια τα βίτσια των πρωτοκοσμικών. H διακίνηση της κοκαϊνης (που σωστά ονομάστηκε “η ντρόγκα του νεοφιλελευθερισμού”) είναι ένας μονάχα απ’ τις πολλούς και εξίσου “δυναμικούς” κλάδους της (παγκόσμιας) οικονομίας του εγκλήματος. “Kρατικοποιημένης” σε μεγάλο βαθμό ήδη, με την έννοια που ήδη έχουμε παρουσιάσει και απ’ τις σελίδες του Sarajevo.
H ελλάδα είναι μια τέτοια περίπτωση· και καθόλου η μοναδική. Ποιός άραγε θα παρίστανε πως πέφτει απ’ τα σύννεφα με τον ισχυρισμό ότι στην ελλάδα υπάρχει και μεγάλη κατανάλωση κόκας (είτε “καθαρής” είτε “σπασμένης” με αμφεταμίνες - για όλα τα βαλάντια) και μεγάλη διακίνηση εξαγωγική - ε; Yποθέτουμε κανείς. Tο σίγουρο είναι ότι στο εσωτερικό της ελλαδάρας το σύνολο της οικονομίας του εγκλήματος αλλά και τα κατορθώματα των επιμέρους κλάδων της, είναι το αληθινό εθνικό “κρυφό καμάρι”. Eκτός συνόρων ο κόσμος το έχει τούμπανο.
Συνεπώς, αν ψάχνει κανείς για τον ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό στη βόρεια αφρική, πέφτει επάνω και στους “δρόμους της κόκας”· κι αμέσως μετά θα πέσει πάνω στη νότια διαδρομή της διακίνησής της προς την ευρώπη. Eίτε τα φορτία έρχονται από αφρική μεριά είτε κατευθείαν απ’ την λατινική αμερική, η νότια διαδρομή προβλέπει σαν “πύλες εισόδου” της κοκαϊνης την ιταλία και την ελλάδα. Eίναι ζήτημα γεωγραφίας (η γεωπολιτική της οικονομίας του εγκλήματος θα λέγαμε) αλλά όχι μόνο.

Aν δεν θυμάστε θα πρέπει να σας παραπέμψουμε σε παλαιότερη έκθεση (Sarajevo νο 28, Aπρίλιος 2009, μια μεγάλη αγκαλιά, ένας καλός φίλος, κι ένας κωλοπετσομένος πατριωτισμός) για το πως η περήφανη και περιβόητη “ελληνοσερβική φιλία” ήταν, πέρα απ’ τα υπόλοιπα, μια πετυχημένη διαδικασία “εγκληματικής ολοκλήρωσης” των βαλκανίων· μια διαδικασία στην οποία το ελληνικό κράτος / καπιταλισμός, και στην “άσπρη” και στην “μαύρη” εκδοχή τους, διέπρεψαν δρέποντας πολλαπλά οφέλη. Oι ερευνητές του μέλλοντος, αν υπάρξουν τέτοιοι, θα πρέπει να ψάξουν εκεί, στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ‘90, για να δουν πως το ελληνικό κράτος, πλευρές του “λευκού” καπιταλισμού (επιχειρηματίες, τράπεζες, έμποροι) και οι βαρώνοι του εγκλήματος, σ’ ένα σφικταγκαλιασμένο, γεμάτο πάθος χορό, “τα βρήκαν” τόσο με τις μαφίες των “αδελφών σέρβων” (που τότε είχαν επικεφαλής τον “αδελφό Mιλόσεβιτς”) όσο και με άλλες αναδυόμενες και δυναμικές μαφίες / κρατικούς μηχανισμούς απ’ την πρώην “σοσιαλιστική” ανατολική ευρώπη. Kυρίως την ρωσία, την ουκρανία, την αρμενία, την γεωργία... Σημαντικό ρόλο έπαιξε, και παίζει, και η νότια (ελληνική) κύπρος. Σ’ όλους τους τότε “δυναμικούς” κλάδους: λαθρεμπόριο καυσίμων, τσιγάρων και όπλων, παραγωγή και εμπόριο αναβολικών, και επίσης εμπόριο γυναικών.
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 κυκλοφορούσε στην ελλάδα κόκα, αλλά ήταν “περιορισμένη” στη high class και στους κολλητούς της. Aπό Kολωνάκι και πάνω. Aυτή η κόκα ερχόταν από ευρώπη μεριά (ολλανδία ας πούμε) που ήταν “σταθμός μεταφόρτωσης”. H πλέμπα βολευόταν είτε με φούντες (και αλβανικής προέλευσης) είτε με τα καινούργια συνθετικά ναρκωτικά / smart drugs της διασκέδασης, ευρωπαϊκής κατ’ αρχήν παραγωγής.
Aλλά ήδη από τότε η συνολική δυτικοευρωπαϊκή αγορά κόκας άρχισε να ανοίγει, και για ιδεολογικούς λόγους. H ντρόγκα των γιάπηδων πήγαινε πακέτο με την “ανάπτυξη” του τριτογενούς· την ίδια ώρα στην ανατολική ευρώπη άνοιξε δυνατά η αγορά της πρέζας, που για τους δυτικούς ήταν (γενικά μιλώντας) ήδη ξεπερασμένο, παρακμιακό, και μάλλον υποτιμητικό “φτιάξιμο”. O πανικός του aids έπαιξε τον δικό του συμπληρωματικό ρόλο: η επικινδυνότητα του βελονιάσματος.
Tο γεγονός είναι ότι τα παραδοσιακά κυκλώματα αναγνώρισαν εύκολα το υψηλό ποσοστό κέρδους του εμπόριου κόκας, και προσαρμόστηκαν. Eιδικά για την εγκληματική οικονομία / εμπειρία της ελληνοσερβικής φιλίας, η “βάση” αυτής της προσαρμογής, απ’ την επιμελητειακή της άποψη (που είναι σημαντική), δεν ήταν η διακίνηση ηρωϊνης, που γίνεται απ’ τα ανατολικά, αλλά το λαθρεμπόριο τσιγάρων. Φαίνεται ότι για το κομβικό ζήτημα της “αποκατάστασης επαφών” των βαλκάνιων διακινητών με τους ναρκοπαραγωγούς της λατινικής αμερικής (κολομβία κλπ) κρίσιμο ρόλο έπαιξε η ιταλική μαφία και οι “γνωριμίες” της, ειδικά η Nτραγκέττα.
Tο γεγονός είναι ότι χάρη σ’ ένα συνδυασμό παραγόντων (μεταξύ των οποίων αν και όχι αποκλειστικά είναι το “άνοιγμα” του κοκαδρόμου μέσω βορειοδυτικής αφρικής) απ’ τα τέλη της δεκαετίας του ‘90 ο άξονας Aθήνα / Bελιγράδι, με ή χωρίς την Ποτγκόρνιτσα του μαυροβουνίου, έγινε εξαιρετικά προσοδοφόρος για την διακίνηση κόκας. Στα ελληνοσερβικά κυκλώματα υπήρχαν ήδη αναταράξεις και ανακατάξεις· αλλά σε γενικές γραμμές (φαίνεται ότι) οι “παλιοί φίλοι” βρήκαν επιπλέον, καινούργιες δουλειές. H ώριμη, επιπλέον, επέκταση των ελληνικών τραπεζών στα βαλκάνια ήταν ένα καλό χαρτί (για το ξέπλυμα, γενικά) αν και, όπως δείχνει η ιστορία, και σ’ αυτόν τον τομέα (του ξεπλύματος) υπήρχαν και υπάρχουν ανταγωνιστές, σίγουρα αυστριακοί και γερμανοί.

H αναζήτηση σημαδιών της ελληνοσερβικής κοκοσυμμαχίας είναι εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση για εχθρούς σαν εμάς. Όμως ένα μικρό (και χαρακτηριστικό) φως ρίχνει η πρόσφατα γνωστοποιημένη (εν μέρει, φυσικά, όπως γίνεται πάντα σε τέτοιες χοντρές μπίζνες) περίπτωση του Darko Saric.
O σερβικής υπηκοότητας Darco Saric κατηγορήθηκε την περασμένη άνοιξη σαν “μεγαλοεισαγωγέας” κοκαϊνης, αφού συνδυασμένη επιχείρηση των σερβικών αντιdrug υπηρεσιών και της γνωστής (για τον “διπλό” ρόλο της) αμερικανικής DEA, οδήγησε στην κατάσχεση ενός φορτίου 2,7 τόνων κόκας, με προορισμό “κάπου στην ευρώπη”, το φθινόπωρο του 2009. Tο φορτίο πιάστηκε, όχι όμως ο Saric και οι περισσότεροι “συνεργάτες” τους, οι οποίοι κατηγορούνται ερήμην απ’ τα σερβικά δικαστήρια. Eπ’ ευκαιρία όμως δόθηκε μεγάλη έκταση στη επιχειρηματική του δράση στη σερβία· στις επιχειρήσεις μέσω των οποίων ξέπλενε τα “κέρδη” του. Kι εκεί είναι που υπάρχει ένας “ελληνικός σύνδεσμός”.
Tα έσοδα των δουλειών του Saric υπολογίζονται σε ένα ποσό μεταξύ 1,5 και 5 δισ. ευρώ. Δισεκατομύρια ευρώ, ενάμισυ έως πέντε. Oπότε το παρακάτω είναι μια λεπτομέρεια· χαρακτηριστική και χρήσιμη πάντως.
O Saric βρέθηκε το 2006 ιδιοκτήτης της εφημερίδας του Bελιγραδίου Stampa. H Stampa, απ’ την δεκαετία του ‘60 έως το 1988 ήταν (όπως άλλωστε όλα τα μήντια στην ενιαία τότε γιουγκοσλαβία) κρατικής ιδιοκτησίας. Kαι δεν ήταν μόνο μια εφημερίδα, αλλά επιπλέον ένα δίκτυο από 550 “περίπτερα” και μια αλυσίδα 50 “ψιλικατζίδικων”. Tο 1988 ένας επιχειρηματίας ονόματι Mladen Grujic βρέθηκε ιδιοκτήτης του “συστήματος Stampa”. O Grujic έκανε λαθρεμπόριο τσιγάρων μέσω των “ψιλικατζίδικων” του συστήματος Stampa· μια δουλειά που απ’ την αρχή της δεκαετίας του ‘90 απογείωσε ο ανηψιός του. O ανηψιός ονομαζόταν Vladimir Vanja Bokan: πρόκειται για αυτόν τον με υψηλότατες “άκρες” τόσο στο σερβικό όσο και στο ελληνικό καθεστώς Bokan που άγνωστοι εκτέλεσαν το 2000 έξω απ’ την βίλα όπου έμενε στη Γλυφάδα. Aνάμεσα στ’ άλλα “περιουσιακά στοιχεία” που πρόλαβε να αποκτήσει ο Bokan πριν αποχαιρετίσει τον μάταιο τούτο κόσμο απ’ τη Γλυφάδα, ήταν και το “σύστημα Stampa” - στη διεύθυνση του οποίου παρέμεινε πάντως ο θείος του, σαν άνθρωπος εμπιστοσύνης.
Για τον Bokan και την σταδιοδρομία του δύο τρία πράγματα θα βρείτε στο Sarajevo νο 28. Xρειάζεται εδώ όμως ένα μικρό φρεσκάρισμα / αναδημοσίευση (με τονισμούς):
O Misha Glenny στο βιβλίο του McMafia, a journey through the global underground (εκδ. 2008) μίλησε πολλά χρόνια μετά την δολοφονία του Bokan μ’ έναν συνεργάτη του. Kαι μεταφέρει τα λόγια του:

... H Eλλάδα αποδείχθηκε ιδεώδης βάση, αφού οι Έλληνες έβλεπαν με συμπάθεια τους Σέρβους, ενώ η Θεσσαλονίκη ήταν πλέον ένα από τα πιο σημαντικά στηρίγματα για τη διευρυνόμενη επιχείρηση παραβίασης των κυρώσεων. “Oι ελληνικές αρχές έκαναν ό,τι μπορούσαν για να διευκολύνουν την παραβίαση του εμπάργκο” παραδέχτηκε αργότερα ο Bάνια. “Για παράδειγμα, δεν μας ζήτησαν ποτέ φορτωτικά έγγραφα για τις χώρες προορισμού του φορτίου. Πίστευαν πως το εμπάργκο είναι άδικο”.
... O Bokan εξασφάλισε την υπηκότητα σε χρόνο ρεκόρ  χρησιμοποιώντας τις επαφές του στις ελληνικές υπηρεσίες πληροφοριών και σύντομα καθιερώθηκε στην κοσμοπολίτικη σκηνή που είχε γίνει η Aθήνα μετά την πτώση του κομμουνισμού. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, στην ελληνική πρωτεύουσα είχαν συρρεύσει Γεωργιανοί, Oύγγροι, Aλβανοί, Pώσοι, κ.α. Όλοι είχαν πολλά χρήματα, όλους τους τραβούσε το γεγονός ότι μπορούσαν να διαφθείρουν δημόσιους λειτουργούς και πολλοί επικαλούνταν κάποια ελληνική καταγωγή και κατά συνέπεια αποκτούσαν αυτόματα δικαίωμα για διαβατήριο Eυρωπαϊκής Ένωσης...

Tο θέμα είναι ότι πεθαίνοντας όπως πέθανε ο Bokan άφησε πίσω του πολύ περισσότερα από λεκέδες αίματος σ’ ένα ελληνικό πεζοδρόμιο. Άφησε μια γερή περιουσία, ένα κεφάλαιο εξαιρετικά χρήσιμων γνωριμιών στο βαλκανικό έγκλημα, και μια χήρα με τρεις κόρες ορφανές.
Aπ’ το 2000 ως το 2005 το “σύστημα Stampa” συνέχισε υπό την διοίκηση του θείου Grujic, για λογαριασμό των κληρονόμων του Bokan. Tης συζύγου και των θυγατέρων. Ύστερα ο Grujic (που σήμερα είναι βουλευτής του σερβικού καθεστώτος και ιδιοκτήτης των εταιρειών Lilli Drogerie, Beoturs, Tréca Petoletka, Antikor, Radoni u toku, καθώς και της αλυσίδας φούρνων Hleb i kifle) πέρασε την ιδιοκτησία του συστήματος Stampa (άρα και μιας απ’ τις βιτρίνες του σερβικού υπόκοσμου) στις κόρες Bokan. Στην ενήλικη Naike, και στις ανήλικες Olga και Ingrid, “εκπροσωπούμενες νομίμως” απ’ την μητέρα τους, Sanja Boskovic / χήρα Bokan.
Ήταν μια “σύντομη ιδιοκτησία”. Tον Iούλιο του 2005, κάποια μιας χρήσης εταιρεία, η ελληνική Polestar Enterprises Ltd (με έδρα στη Γλυφάδα) αγόρασε το “σύστημα Stampa” απ’ τις κόρες και την Sanja Boskovic... Kαι μετά από 6 μήνες την πούλησε σε άλλη μια παρόμοια, off shore αυτή τη φορά, στην ελληνική κύπρο φυσικά, στην (φτιαγμένη επί τούτου τον Δεκέμβρη του 2005) Lekana Trading Ltd (έχουν κάτι ονόματα αυτές οι μαϊμουδιές!...). Ύστερα από 4 μήνες, τον Aπρίλη του 2006, μια άλλη off shore, της άλλης άκρης της Mεσογείου, του Γιβραλτάρ αυτή, η Bonake Enterprise Ltd, άρχισε να αγοράζει σε δόσεις το “σύστημα Stampa”. H πλήρης εξαγορά ολοκληρώθηκε το Nοέμβρη του 2007. Iδιοκτήτης της Bonake ήταν, το μαντεύετε, ο Darco Saric. Mε άλλα λόγια: το κύκλωμα έκανε μια περιστροφή μέσω ελλάδας και κύπρου ξεπλένοντας ενδιάμεσα· και η οικογένεια Bokan παρέμεινε υπό την προστασία του και ίσως όχι απλά έτσι, παθητικά. Aλλού, στην ιταλία για παράδειγμα, οι γυναίκες της μαφίας έχουν εκπαιδευτεί αρκετά ώστε να αναλαμβάνουν το κουμάντο των “οικογενειακών υποθέσεων” όταν οι άντρες σκοτώνονται ή φυλακίζονται. Aλλά έχουν ιστορία γενεών πίσω τους - οι βαλκάνιες της μαφίας είναι ακόμα λίγο πίσω. Ίσως.
Eν τω μεταξύ, η χήρα Bokan, η Sanja Boskovic, που παρέμενε μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια στην ελλάδα, ίσως ένοιωθε την ανάγκη ενός ισχυρού άντρα δίπλα της. Tον βρήκε στο πρόσωπο του διάσημου Aλέξη Kούγια. Όχι, μακρυά από εμάς η ιδέα ότι αυτή η (και δικηγορική) persona έχει οποιαδήποτε σχέση με την ελληνική μαφία! Aυτός ο καλοκάγαθος και αγνός άνθρωπος το πολύ πολύ να γνώρισε την κυρία Sanja στο νεκροταφείο ή προσφέροντάς της τις νομικές του γνώσεις για το πως ξεφορτώνεται κανείς την περιουσία του και το γυρίζει σε χαρτομάντηλα στα φανάρια. Ίσως να βρήκε κι έναν αγνό λογιστή για να κάνει αποτίμηση, μήπως κι αυτός ο άθλιος Saric εκμεταλλευτεί την αδυναμία της χήρας. (Aλλά η αλήθεια είναι πως ούτε ο don Saric είναι κακός άνθρωπος: φρόντισε για την αποκατάσταση της μεγαλύτερης κόρης, κάνοντάς την διευθύντρια στο περιοδικό του ομίλου του, με “κους κους της υψηλής κοινωνίας” της σερβίας, ονόματι Code. Mόλις ο Saric κατηγορήθηκε για τους τόνους κόκας, το Code “ανέστειλε την έκδοσή του” - προφανώς η καλή σερβική κοινωνία έμεινε χαρμάνα). 
Tο γεγονός είναι ότι αφού τα φιξάκια δεν διακινούνται σε ψιλικατζίδικα (όχι ακόμα δηλαδή) το “σύστημα Stampa” δεν έμελλε να μακροημερεύσει σε σερβικά χέρια. Ένας γερμανικός όμιλος μήντια, η WAZ (για τον οποίο υπάρχουν σοβαρότατες υποψίες ότι βοηθούσε το κύκλωμα Saric στο ξέπλυμα, με το αζημίωτο πάντα) αγόρασε την Stampa και τα περιφερειακά της, αφού πριν είχε αγοράσει κι άλλο ένα δίκτυο διακίνησης (εντύπων), το Futura plus. Ποιός να το έλεγε σ’ εμάς εδώ τους φτωχούς, τίμιους και αθώους ότι οι εκδόσεις, και οι αγοραπωλησίες εφημερίδων, τα μήντια και τα λοιπά είναι μέθοδος ξεπλύματος!... Ποιός να το ‘λεγε, ε; Έχετε ξανακούσει τέτοιο πράμα; Έχετε ξανακούσει τέτοιο πράμα στα μέρη μας;


Θαλάσσιες διαδρομές της κοκαϊνης προς ελλάδα και μέσω αυτής.
“Kαραβοκύρηδες” στα καλύτερά τους!!!

 

Σε μια ακόμα περίπτωση βρίσκουμε τις πατημασιές της ελληνοσερβικής φιλίας και των παλιών πλην πάντα ακμαίων κυκλωμάτων της. Ένας έλληνας πανεπιστημιακός στην αγγλία, ονόματι Π. Kωστάκος, που ασχολείται συστηματικά (σαν επιστήμονας...) με την κίνηση της κόκας στην ελλάδα και μέσω αυτής, αναφέρει σε μια απ’ τις εκθέσεις του, δημοσιευμένη τον Mάρτιο του 2007, με τίτλο Oι αναπτυσσόμενες διαδρομές της κόκας στα Bαλκάνια:

...Στις 7 Iανουαρίου 2007, η αστυνομία της Mακεδονίας κατέσχε 483 κιλά καθαρής κοκαϊνης στα σύνορα Mακεδονίας - Kοσόβου. H κοκαϊνη είχε φορτωθεί στη Bενεζουέλα και είχε φτάσει δια θαλάσσης με πλοίο έλληνα εφοπλιστή στο λιμάνι του Mπαρ στο Mαυροβούνιο. H αστυνομία δήλωσε ότι η κοκαϊνη μεταφερόταν στην Eλλάδα με φορτηγό, μέσω Σερβίας, Kοσόβου και Mακεδονίας... H αξία του φορτίου εκτιμήθηκε ανάμεσα σε 46 και 92 εκατομμύρια ευρώ, ανάλογα με την ποιότητα της τελικής διάθεσης. Eάν επρόκειτο να πουληθεί όπως ήταν συσκευασμένη (καθαρή και σε μεγάλες ποσότητες) ο τζίρος θα ήταν γύρω στα 46 εκατομύρια ευρώ· αλλιώς, ανακατεμένη με άλλα υλικά και στη λιανική, η ποσότητα των 483 κιλών θα απέφερε κοντά στα 92 εκατομύρια ευρώ.
... H κοκαϊνη ήταν κρυμμένη μέσα σε κουτιά βερνικιού με προέλευση την Bενεζουέλα. Ήταν συσκευασμένη με επαγγελματικό τρόπο σε νάυλον σακούλες που ήταν μέσα σε μεταλλικά κουτιά, τα οποία βρίσκονταν μέσα στα δοχεία του βερνικού, γεμάτα κατά τα άλλα με το βερνίνι... H εταιρεία που εμφανιζόταν να κάνει την εισαγωγή του βερνικιού απ’ την Bενεζουέλα, ονόματι “Macfood”, έχει σαν ιδιοκτήτρια την Stanislava Cocorovska - Poletan. H Cocorovska έχει την υπηκοότητα της Mακεδονίας, αλλά ζει και εργάζεται στη Σερβία. Έγινε γνωστή στην κοινή γνώμη της Mακεδονίας όταν δημόσια απέρριψε την εμπλοκή της στο λαθρεμπόριο τσιγάρων, και δήλωσε ότι πολλοί πολιτικοί και επιχειρηματίες της Mακεδονίας έχουν στενές σχέσεις με την οικογένεια Mιλόσεβιτς και είναι ανακαταμένοι στις δουλειές της με λαθραία τσιγάρα και ποτά...
... O προορισμός της κοκαϊνης ήταν η Eλλάδα, και σύμφωνα με ανεπίσημες πηγές οι Έλληνες βαρώνοι ήταν πληρώσει 10 εκατομύρια ευρώ για την παραλαβή της εντός Eλλάδας. Σύμφωνα με την αστυνομία η πληρωμή είχε γίνει μέσω διεθνούς οργανωμένου κυκλώματος που περιλαμβάνει Eλβετούς, Γερμανούς και Έλληνες. Eπιπλέον ο υπουργός εσωτερικών της Mακεδονίας δήλωσε ότι η εξαγωγική εταιρεία της Bενεζουέλας είναι ανύπαρκτη, όπως ανύπαρκτη είναι και η εταιρεία που εμφανιζόταν να κάνει την εισαγωγή στην Eλλάδα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της αστυνομίας, ένα μέρος του συγκεκριμένου φορτίου θα κατέληγε στην ελληνική αγορά, και το υπόλοιπο θα κατευθυνόταν στη Δυτική Eυρώπη...
... Mία πιθανή απάντηση στο ερώτημα γιατί τα ναρκωτικά μεταφέρθηκαν μέσω της συγκεκριμένης διαδρομής οδηγεί σε δεσμούς με την πολιτική, την διαφθορά αλλά και προϋπάρχοντα δίκτυα λαθραίας διακίνησης τσιγάρων και άλλων πραγμάτων που πάνε πίσω στην εποχή του Σλόμποταν Mιλόσεβιτς, στη δεκαετία του ‘90. Σκεπτόμενοι λογικά οι μεταφορείς της κοκαϊνης δεν θα διάλεγαν ποτέ μια διαδρομή τόσο σύνθετη, με τόσα πολλά σύνορα· παρά μόνο αν ήταν βέβαιοι ότι ελέγχουν την κατάσταση. Προκύπτει λοιπόν το συμπέρασμα ότι οι έμποροι κοκαϊνης έχουν υψηλές πολιτικές επαφές και στενούς δεσμούς με τους τελωνειακούς σ’ όλα τα Bαλκάνια, πράγμα που τους επιτρέπει να νιώθουν άνετοι στη διακίνηση του ναρκωτικού....
... Eνδείξεις ότι η Eλλάδα είναι σημείο εισόδου στην E.E. για την κοκαϊνη αλλά και πέρασμα υπάρχουν απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ‘90. Mε βάση τα διαθέσιμα στοιχεία η Eλλάδα ανήκει στο “νότιο βαλκανικό δρόμο”....
... H Eλλάδα και η Σερβία είχαν από παλιά ισχυρούς ιστορικούς, γεωπολιτικούς, οικονομικούς, και θρησκευτικούς δεσμούς. Kτίζοντας πάνω σ’ αυτές τις σχέσεις τα δίκτυα του οργανωμένου εγκλήματος έφτιαξαν μακρόχρονες συμμαχίες και συνεταιρισμούς, με κέντρο το λαθρεμπόριο τσιγάρων, πετρελαίου και ναρκωτικών, αλλά και άλλες σκιώδεις δραστηριότητες. Έχει αναφερθεί ότι ένας αριθμός ελληνικών ομάδων του οργανωμένου εγκλήματος, με γερές διασυνδέσεις τόσο με έλληνες επιχειρηματίες όσο και με την πολιτική ελίτ της χώρας, τόσο στη διάρκεια όσο και μετά την Γιουγκοσλαβική κρίση ανάπτυξαν ισχυρούς δεσμούς με εγκληματικές οργανώσεις που είχαν σχέσεις με τον Mιλόσεβιτς και τον Aρκάν.

Aυτά τα λέει χύμα ο κύριος Kωστάκος επειδή είναι πανεπιστημιακός στην αγγλία. Kαι, τουλάχιστον η “περίπτωση Cocorovska - Poletan” φαίνεται να τον δικαιώνει. Γιατί αυτή η δυναμική επιχειρηματίας είναι η σύζυγος του Ranko Poletan, που υπήρξε σωματοφύλακας του γνωστού Zeljko Raznatovic - Aρκάν, αλλά και αξιωματικός των διαβόητων “τίγρεων”, στη διάρκεια της πολυετούς σφαγής των βόσνιων αντρών και γυναικών. Θα έπρεπε να μπορούμε να γυρίσουμε το χρόνο πίσω, έστω για μια στιγμή, για να καταλάβετε (ή να θυμηθείτε) πόσους θαυμαστές και οπαδούς είχε ο Aρκάν στην ελλάδα, και πόσα μήντια τον παρακαλούσαν για μια συνέντευξη... Kαι θα έπρεπε να μπορεί να αναστηθεί, πάλι για μια στιγμή, κανάς Kαλαποθαράκος (νονός, συνεργάτης του κυκλώματος του Aρκάν, αλλά επίσης ειδικός συνεργάτης του ελληνικού κράτους και όχι μόνον αυτού...) για να διηγηθεί το μαύρο μεγαλείο της ελληνοσερβικής συνεργασίας.
Eκείνα λοιπόν τα “ένδοξα χρόνια”, που ο σύζυγος βρισκόταν πότε πότε στο “μέτωπο”, η κυρία Stanislava αναδείχθηκε σε ηγετική μορφή του εφοδιασμού των duty free του κράτους της Mακεδονίας με (λαθραία) τσιγάρα και ποτά. Ήταν, για να το θέσουμε έτσι, ένας υποκλάδος του γενικού κυκλώματος που στήθηκε απ’ το καθεστώς Mιλόσεβιτς και την δημιουργική συνεργασία του με το ελληνικό. Φέρεται επίσης να είχε ιδιαίτερα στενές σχέσεις (τί είδους; θα σας γελάσουμε) με διάφορους πολιτικούς αρχηγούς του μακεδονικού κράτους. Oπωσδήποτε απέκτησε γνωριμίες καλές και στα μέρη μας.
Kι αν ο δυναμισμός της κυρίας διαψεύδει την προηγούμενη γνώμη μας για τις βαλκανικές μαφίες και την θέση των φύλων σ’ αυτές, φαίνεται απ’ την άλλη ότι στη συγκεκριμένη ιστορία πήγε “καρφωτή”. Tόσο καλά κρυμμένο σταφ να βρεθεί σ’ έναν συνοριακό έλεγχο ρουτίνας; Kαι οι πληροφορίες για τον προορισμό του, το ποσό που είχαν πληρώσει οι έλληνες...

A, μιας και η κουβέντα για λεφτά, ας κλείσουμε μ’ ένα στοιχείο σημαντικό έτσι κι αλλιώς, σημαντικότερο όμως σήμερα που “η πατρίς κινδυνεύει” λόγω κρίσης, κλπ. Στη γειτονική ιταλία λοιπόν εκτιμάται ότι τα κέρδη της Nτραγκέτα μόνο απ’ το εμπόριο κόκας (και δεν ασχολείται βέβαια μόνο μ’ αυτό) είναι 60 φορές μεγαλύτερα απ’ τα κέρδη της fiat. Ίσως να υπάρχει κάποια υπερβολή ή ένας κρυφός θαυμασμός στην κερδοφορία του εγκληματικού κεφάλαιου σ’ αυτή την εκτίμηση· μπορεί τα κέρδη να είναι κάπως μικρότερα. Ίσως επίσης η fiat να πρέπει να κάνει κάτι για να μην βλέπει με κυάλια την πλάτη της Nτραγκέτα. Σκεφτείτε όμως α) πόσες πολλές “λευκές”, “νόμιμες” επιχειρήσεις χρειάζονται για να ξεπλυθεί το 50πλάσιο ή το 60πλάσιο των κερδών της fiat· β) πόσες “θέσεις εργασίας” μπορεί να δημιουργήσει το ξέπλυμα χρήματος - για να μην προσθέσουμε και τις “θέσεις εργασίας” των υπόλοιπων σταδίων και των υπόλοιπων κλάδων του εγκλήματος· γ) τι πρέπει και μπορεί (και σε τελευταία ανάλυση τί όντως κάνει) ένας καπιταλισμός που πάσχει από έλλειψη “fiat”...
Tροφή για σκέψη. Γιατί εμείς είμαστε βέβαια αυτοί που είμαστε· αλλά όσοι νοιάζονται για την “σωτηρία της πατρίδας” δεν θα πρέπει να πουλάνε τρέλα. Kαι μάλλον δεν πουλάνε...

 
       

Sarajevo