sarajevo

η σκέψη και το κύκλωμα / 5

Ferdinand de Saussure

Σύνδεση με τα προηγούμενα:

Στις 4 προηγούμενες αναφορές της σειράς “η σκέψη και το κύκλωμα” καταθέσαμε τις βασικές υποθέσεις εργασίας σε σχέση μ’ αυτό που ονομάζουμε ταιηλοροποίηση της σκέψης.
α) Εκείνο που έκανε ο Frederick Winslow Taylor στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου, συμβάλλοντας με καίριο τρόπο στην τότε καπιταλιστική αναδιάρθρωση, ήταν να εφαρμόσει στους χώρους / χρόνους της χειρωνακτικές εργασίας ένα μοντέλο συστηματοποίησης και “ανάπτυξης” που είχε ήδη διαμορφωθεί στους χώρους / χρόνους της διανοητικής εργασίας. Πιο συγκεκριμένα σ’ αυτό που ονομαζόταν επιστημονική γνώση. Ουσιαστικά ο Taylor καινοτόμησε εφαρμόζοντας την μεθοδολογία (και την ιεραρχία) της επιστημονικής γνώσης του καιρού του(μηχανικής, βιολογίας, κλπ) πάνω στην εμπειρική γνώση (και τις εμπειρικές διαδικασίες εμπλουτισμού, μεταφοράς της αλλά και ιδιοκτησίας της) των μαστόρων και των ανειδίκευτων εργατών.
β) Οι διανοητικές διαδικασίες υψηλού επιπέδου (: επιστήμες) άρχισαν να “ταιηλοροποιούνται” ΠΡΙΝ τον Ταίηλορ, στη διάρκεια του 19ου αιώνα, εξαιτίας ενός συνδυασμού παραγόντων. Αφενός εξαιτίας της αυξανόμενης (ιδεολογικής) επιρροής και γοητείας των μηχανικών εφευρέσεων, των σύνθετων μηχανικών εργαλείων στη διάρκεια του 19ου αιώνα. Αφετέρου λόγω των εσωτερικών θεωρητικών (έως φιλοσοφικών) προβλημάτων και εντάσεων στην εξέλιξη των “καθαρών” θετικών επιστημών, κυρίως των μαθηματικών και της φυσικής, την ίδια περίοδο.
γ) Η απόδοση του όρου “ταιηλορισμός” σε εξελίξεις ΠΡΙΝ τις έρευνες και τα πορίσματα του the principles of scientific management και, επιπλέον, όχι στη χειρωνακτική εργασία αλλά σε διανοητικές διαδικασίες, είναι ένας σκόπιμος (απ’ την μεριά μας) “ανα-χρονισμός”. Επειδή αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η γενεαλογία του ταιηλορισμού της σκέψης, και η ιστορική του εξέλιξη (κυρίως) στον 20ο και στον 21ο αιώνα. Απομένει, φυσικά, να αποδείξουμε ότι δεν κάνουμε κατάχρηση του όρου.
δ) Το βασικό υλικό σώμα στην αναδιάρθρωση του οποίου στράφηκαν μαθηματικοί και φιλόσοφοι ήδη απ’ τα μέσα του 19ου αιώνα ήταν η γλώσσα. Σε πρώτη φάση επρόκειτο για την γλώσσα - των - μαθηματικών, δηλαδή για την συμβολική τάξη των μαθηματικών εννοιών, συσχετίσεων και συμπερασμάτων. Το ζητούμενο σ’ αυτό το σύνθετο, περιπετειώδες, δημιουργικό και μακρόχρονο εγχείρημα δημιουργίας - μιας - απόλυτα - ορθολογικής - γλώσσας ήταν η Λογική ακρίβεια και επάρκεια των μαθηματικών (και ευρύτερα: των επιστημονικών) Αληθειών.
ε) Ο Leibniz είχε ονειρευτεί απ’ τα τέλη του 15ου αιώνα μια τέτοια “καθολική γλώσσα” υψηλής ακρίβειας και λογικής. Τότε ήταν ένα “φιλοσοφικό όνειρο”, ένα είδος αναζήτησης της “λυδίας λίθου της ορθής σκέψης”. Απο εκεί ως τα εγχειρήματα του 19ου αιώνα, η μελέτη και η ανάλυση της γλώσσας και η κατασκευή μιας συμβολικής μετα-γλώσσας για λογαριασμό κατ’ αρχήν των μαθηματικών ήταν (διατυπωμένο με τον δικό μας τρόπο) η προσπάθεια εξασφάλισης της σταθερής ποιότητας και παραγωγικότητας της επιστημονικής σκέψης.
στ) Προσωπικότητες όπως ο Boole ή ο Frege (και πολλοί άλλοι, εξίσου σημαντικοί) αναζήτησαν, και πέτυχαν στον ένα ή στον άλλο βαθμό, να διαμορφώσουν την “πορεία” προς την “τιθάσευση” των (επιστημονικών) διανοητικών διαδικασιών, προς είδη σκέψης απαλλαγμένα από ασάφειες, αντιφάσεις και αυθαιρεσίες (ή απ’ αυτά που θεωρούνταν τέτοια...), μέσα απ’ την γλωσσική / εννοιακή αναδιάρθρωση κατ’ αρχήν των μαθηματικών.
ζ) Αυτά ήταν, ως τις αρχές του 20ου αιώνα, αγώνας και αγωνία ενός σχετικά μικρού αριθμού διανοούμενων, φιλοσόφων και επιστημόνων, σχετικά διαχωρισμένων απ’ τις κοινωνίες της εποχής τους.
Το πράγμα θα άλλαζε στον 20ο αιώνα, μέσα από διάφορες αφορμές. Αφενός, όχι οι ειδικές γλώσσες των επιστημόνων αλλά το σύνολο των γλωσσών θα έμπαιναν σε μια καινούργια φάση ανάλυσης και ανασύνθεσης, έτσι ώστε να “κατακτηθούν” επιστημονικά, να ανακτηθουν (σα να λέμε) απ’ την “φυσική” (: κοινωνική) πραγματικότητα και χρήση τους. Αφετέρου, θα αποδειχθεί ότι η γλώσσα μπορεί να είναι κρίσιμο πολεμικό μέσο...

η γέννηση της ιδέας της γλώσσας ως συστήματος

Το όνομα του Ferdinand de Saussure έχει κατακτήσει οριστικά μια θέση στην πρώτη γραμμή της ιστορίας των (θεωρητικών) επιστημών, με ειδικότητα στην γλωσσολογία αλλά επιρροή όχι αποκλειστικά και μόνο σ’ αυτήν. Η επιρροή των ιδεών του Saussure (κωδικοποιημένων σαν στρουκτουραλισμός) ήταν έντονη έως λίγο μετά τα μέσα του 20ου αιώνα. Σήμερα ορισμένοι τις θεωρούν ξεπερασμένες. Δεν είναι. Απλά ενσωματώθηκαν τόσο πολύ σε μεταγενέστερες θεωρίες περί γλωσσών ώστε δεν μπορούν πια να αναγνωριστούν χωριστά.
Η σημασία του Saussure για την δική μας έρευνα θα φανεί στη συνέχεια. Πριν χρειάζεται μια μικρή βιογραφική αναφορά· έχει τη σημασία της. Αντιγράφουμε απ’ τον ελληνικό πρόλογο της έκδοσης του βασικού έργου του Saussure, μαθήματα γενικής γλωσσολογίας. [1Εκδ. Παπαζήση. 1979.]

Ο Ferdinand de Saussure γεννήθηκε στη γαλλόφωνη Γενεύη το 1857. Η οικογένειά του ξεκινάει απ’ την αρχή του 18ου αιώνα, και διακρίθηκε εκτός απ’ την οικονομική της άνεση και την αρχοντιά της και για την υψηλή πνευματική της καλλιέργεια και ανάδειξη. Ανάμεσα στους προγόνους του συγκαταλέγονται εξαίρετοι επιστήμονες, φυσικοί, φυσιογνώστες, γεωγράφοι, χημικοί, γεωπόνοι, φιλόσοφοι, συγγραφείς· η επίδοση, ιδιαίτερα, στις θετικές επιστήμες υπήρξε σταθερή οικογενειακή παράδοση των de Saussure, παράδοση που οπωσδήποτε έχει ασκήσει την επίδρασή της στη διαμόρφωση της πνευματικής προσωπικότητας του Ferdinand, άσχετα αν η τελική του επιλογή, που ως κλίση εκδηλώνεται πολύ νωρίς, αποτελεί τολμηρή παρέκκλιση.
...
Όταν τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του, ο Ferdinand, από σεβασμό στην οικογενειακή παράδοση και ειδικότερα προς τους γονείς του, γράφτηκε στο πανεπιστήμιο της Γενεύης (1875), για να παρακολουθήσει Φυσική και Χημεία. Αλλά δεν μπόρεσε ν’ αποφύγει ... την παράλληλη παρακολούθηση μαθημάτων Φιλοσοφίας, Ιστορίας της Τέχνης και Γλωσσολογίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Φυσική και η Χημεία δεν ήσαν οι επιστήμες που τον συγκινούσαν· η κλίση του και το ενδιαφέρον του έχουν εκδηλωθεί, είναι η γλωσσολογία. Γι’ αυτό, τον επόμενο χρόνο (1876), έχοντας αποφασίσει να μην παρακολουθήσει τις επιστήμες στις οποίες εγγράφηκε, έπεισε τους γονείς του να τον αφήσουν να φύγει για την Λειψία, παγκόσμιο τότε κέντρο γλωσσολογικών σπουδών.

Ο F. de Saussure μπορεί να μην σπούδασε, τελικά, φυσική και χημεία, όμως η επιρροή των θετικών επιστημών του καιρού του (και, κυρίως, μερικών βασικών εννοιών τους) είναι ισχυρά παρούσα στις γλωσσολογικές θεωρήσεις του. [2Ο πατέρας του ήταν μεταλλειολόγος, εντομολόγος και ταξινομιστής.] Απ’ την άλλη μεριά το πανεπιστήμιο της Λειψίας (Leipzig) που διάλεξε να σπουδάσει ήταν όντως ένα απ’ τα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου· και το δεύτερο παλιότερο. Εντελώς συμπτωματικά (;) ο πιο διάσημος απ’ τους παλαιότερους αποφοίτους του λεγόταν Leibniz. Ακόμα κι αν δεν υπάρχουν άμεσες συσχετίσεις, δεν θα ήταν καθόλου υπερβολικό να εκτιμήσουμε ότι οι τολμηρές ιδέες του Leibniz, ειδικά μάλιστα σε ότι αφορά μια καθολική γλώσσα συγκροτημένη με μαθηματική ακρίβεια, “αντηχούσαν”, κατά κάποιον τρόπο, μέσα στο ιστορικό πανεπιστήμιο.
Η δεσπόζουσα τάση στο τμήμα γλωσσολογίας του πανεπιστημίου της Λειψίας, την εποχή που φοίτησε σ’ αυτό ο F. de Saussure, ήταν οι νεογραμματικοί (neogrammarians). Πρακτικά σχεδόν το σύνολο των καθηγητών του τμήματος ανήκαν σ’ αυτή την τάση. Ο έλληνας μεταφραστής, στην εισαγωγή που αναφέραμε νωρίτερα, σημειώνει:

...
Δεμένη με τον άνθρωπο και την κοινωνική του ζωή που διαρκώς εξελίσσεται, η γλώσσα βρίσκεται στην ίδια συντεταγμένη της ιστορικής του πορείας. Η μελέτη της γλώσσας, επομένως, δεν μπορεί να έχει άλλο αντικείμενο παρά την παρακολούθηση της εξέλιξής της και την ανεύρεση των νόμων που διέπουν αυτή την εξέλιξη σε κάθε της επίπεδο. Έτσι, απ’ το 1870, διαμορφώνεται μια νέα αντίληψη - σχολή, η ιστορική, που πλαισιώνεται από γερμανούς γλωσσολόγους, τους νεογραμματικούς (Brugmann, Leskien, κ.α.) για να προσχωρήσουν, πολύ σύντομα, κι άλλοι από άλλες χώρες. Το χαρακτηριστικό όμως της ιστορικής αντίληψης είναι ότι, για να παρακολουθήσει την εξέλιξη της γλώσσας που είναι αναμφισβήτητο γεγονός, την κατακερματίζει σε απομονωμένα στοιχεία, παραγνωρίζει την έννοια του συνόλου, και αγνοεί την ασταμάτητη λειτουργία τόσο των ίδιων στοιχείων όσο και του συνόλου, προκειμένου να εξασφαλιστεί σε κάθε δεδομένη στιγμή η επικοινωνία των ανθρώπων.
Την αντινομία αυτή θα εξαλείψει ο F. de Saussure, εισάγοντας την αντίληψη ότι η γλώσσα είναι σύστημα, που τα στοιχεία του αλληλοσυνέχονται και αλληλοπροσδιορίζονται. Και το σύστημα, όσο και ν’ αλλάξει, εφόσον αλλάζουν τα στοιχεία του και οι μεταξύ τους σχέσεις, παραμένει πάντοτε σύστημα και λειτουργεί. Από τη βάση αυτή, αντίποδας της ιστορικής αντίληψης, οικοδομείται μια ολόκληρη θεωρία, που θα σταθεί εξαιρετικά γόνιμη στην έρευνα του γλωσσικού φαινομένου. Και τη θεωρία αυτή τη διατύπωσε ο F. de Saussure σε μια σειρά Μαθημάτων του στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης (1906 - 1911). Είναι τα “Μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας”, που πήραν μορφή βιβλίου στα 1916 και με τα οποία θεμελειώνεται η σύγχρονη γλωσσολογία, η δομική.
...

Πράγματι. Η εννόηση της γλώσσας ως συστήματος είναι ένα είδος “αλλαγής παραδείγματος” στη γλωσσολογία, που προτείνει και προχωράει ο Saussure στο δεύτερο μισό της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα. Όμως η ιδέα του “σύστηματος” προέρχεται απ’ τις θετικές επιστήμες! Έχει ήδη καθιερωθεί στη χημεία, στη βιολογία και στη φυσική του 19ου αιώνα: στη θερμοδυναμική, στη μηχανική...
Η τολμηρή κίνηση του Saussure είναι λοιπόν ότι παίρνει μια ιδέα δοκιμασμένη ήδη είτε με μηχανική είτε με οργανική χροιά, την ιδέα του συστήματος, και την εφαρμόζει σε “κάτι” (την ανάλυση της γλώσσας) που ως τότε είχε μια ιστορικο-αναλυτική κατεύθυνση. Ο Saussure (στα “μαθήματα γενικής γλωσσολογίας”) είναι ενθουσιασμένος μ’ αυτήν την μετάθεση. Και κατηγορηματικός:

... μια γλώσσα αποτελεί ένα σύστημα.... το σύστημα αυτό είναι ένας περίπλοκος μηχανισμός· δεν μπορεί κανείς να τη δαμάσει παρά μόνο με τη σκέψη· κι αυτοί οι ίδιοι που κάνουν καθημερινή χρήση αυτού του μηχανισμού, τον αγνοούν βαθύτατα...

Η πιο πάνω θέση είναι βασική και αφετηριακή στον τρόπο που ο Saussure προτείνει την επιστημονική ανάλυση των γλωσσών. Και είναι βαθιά Ταιηλορική, ακόμα κι αν δεν συνάντησε και δεν άκουσε ποτέ τίποτα για τον (σύγχρονό του) Frederick Winslow Taylor:
α) η γλώσσα είναι μηχανισμός και μάλιστα περίπλοκος·
β) αυτόν τον “περίπλοκο μηχανισμό” ΔΕΝ τον γνωρίζουν όσοι τον “χρησιμοποιούν” (μιλώντας ή γράφοντας)!

Χωρίς ίχνος υπερβολής θα λέγαμε ότι ο Saussure είναι ο πρώτος (θα ακολουθήσουν πολλοί άλλοι) που αντιλαμβάνεται τον επιστήμονα εαυτό του, τον επιστήμονα γλωσσολόγο, σαν μηχανικό της γλώσσας. Το γλωσσικό σύστημα ήταν μια σύλληψη που σήμερα δείχνει κοινότοπη, αλλά στον καιρό της ήταν καινοτόμα όσο και εντυπωσιακή. Κι αυτό γιατί απ’ την στιγμή που η γλώσσα εννοείται σαν σύστημα, τα “συστατικά του συστήματος” (οι λέξεις, τα νοήματα, οι εκφράσεις), σχεδόν άπειρα από ποσοτική άποψη, θα πρέπει να “αναλυθούν” με έναν τρόπο ποιοτικό· αν πρόκειται ο “μηχανικός της γλώσσας” να “δαμάσει τον μηχανισμό”. Θα χρειαστεί, γι’ αυτό, να εφεύρει καινούργια αναλυτικά εργαλεία...
Προκειμένου να εξηγήσει, στις πανεπιστημιακές διαλέξεις του, πως εννοεί την γλώσσα σαν σύστημα ο Saussure είχε ένα σοβαρό πρόβλημα: την αναζήτηση κάποιας αναλογίας, κάποιου παραστατικού παραδείγματος. Ένα μηχανικό σύστημα δεν (θα) του έκανε, επειδή είναι σταθερό στα συστατικά και τις λειτουργίες τους, το ίδιο ένα βιολογικό σύστημα (ένα σώμα)· ενώ η γλώσσα, απ’ την μεριά της, έχει μια δυναμική μέσα στο χρόνο, που περιλαμβάνει αλλαγές, προσθήκες, αχρηστία λέξεων, παραφθορές, κλπ. Αφού δοκιμάζει (στο γ κεφάλαιο των “γενικών αρχών”) διάφορες εναλλακτικές επιμέρους συγκρίσεις, καταλήγει:

... Από όλες όμως τις συγκρίσεις, που θα μπορούσαμε να φανταστούμε, η πιο αποδεικτική είναι η σύγκριση που θα κάνουμε ανάμεσα στο παιχνίδι της γλώσσας και σε μια παρτίδα σκακιού. Τόσο στο ένα όσο και στην άλλη, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα σύστημα αξιών, στων οποίων τις μεταβολές είμαστε παρόντες. Μια παρτίδα σκακιού μοιάζει με τη τεχνητή πραγματοποίηση αυτού που μας παρουσιάζει η γλώσσα κάτω από μια φυσική μορφή.
...
Πράγματι:
α) Κάθε κίνηση στο παιχνίδι του σκακιού δεν αφορά παρά μόνο ένα πιόνι· το ίδιο γίνεται στη γλώσσα: οι αλλαγές δεν προσβάλλουν παρά μεμονωμένα στοιχεία.
β) Όμως, η κίνηση ενός πιονιού αφορά όλο το σύστημα· είναι αδύνατο στον παίκτη να προβλέψει με ακρίβεια τα όρια του τελικού αποτελέσματος. Οι αλλαγές αξιών που θα προκύψουν απ’ αυτό, θα είναι, ανάλογα με την περίπτωση, ή μηδέν, ή πολύ σοβαρές ή μέσης σπουδαιότητας. Μια κίνηση μπορεί να αναστατώσει το σύνολο της παρτίδας και να έχει συνέπειες ακόμα και για τα πιόνια που για μια στιγμή δεν συμμετέχουν στο παιχνίδι... Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τη γλώσσα.
γ) Η κίνηση ενός πιονιού είναι γεγονός απόλυτα διακριτό απ’ την προηγούμενη και την επόμενη ισορροπία (στην παρτίδα)... Εκείνος που παρακολούθησε όλη την παρτίδα δεν έχει ούτε το ελάχιστο πλεονέκτημα απέναντι στον περίεργο που έρχεται να επιθεωρήσει την κατάσταση του παιχνιδιού στην κρίσιμη στιγμή· για να περιγράψει τη θέση αυτή του είναι εντελώς ανώφελο να επικαλεσθεί αυτό που συνέβη πριν από δέκα δευτερόλεπτα. Όλο αυτό εφαρμόζεται επίσης στη γλώσσα, και καθιερώνει τη ριζική διάκριση μεταξύ διαχρονικού και συγχρονικού.
...

Ένας μηχανικός της γλώσσας θα έπρεπε, λοιπόν, να ορίσει το αντικείμενό του (την γλώσσα σα σύνολο) με τέτοιο τρόπο ώστε να αποφύγει τις παγίδες της εκ των πραγμάτων απροσδιοριστίας του. Αν έπαιρνε κανείς τοις μετρητοίς την αναλογία μεταξύ των αξιών των πιονιών του σκακιού και των αξιών (δηλαδή των νοημάτων) των λέξεων, θα έλεγε ότι στο γλωσσικό σύστημα που καθιέρωνε ο Saussure θα βασίλευε το χάος. Όχι όμως!!! Θα ήταν αρκετό να βρει ο μηχανικός της γλώσσας κάποιου είδους “γενική γραμματική / συντακτικό”, κάποιους γενικούς κανόνες “λειτουργίας” του συστήματος / γλώσσα, που να ισχύουν για κάθε γλώσσα, για να “δαμάσει τον μηχανισμό”. Και ο Saussure βρήκε τέτοιους γενικούς κανόνες. Ή, πιο σωστά, τους έφτιαξε.

Ο πιο γνωστός τέτοιος είναι η διάσπαση / διάκριση ανάμεσα σε σημαίνον (το ηχητικό ή το γραπτό / εικονικό αποτύπωμα των λέξεων) και σε σημαινόμενο (το νόημά τους). Κι αυτό επίσης θα θεωρούνταν σήμερα κοινότοπο: το πράγμα τραπέζι έχει πάρα πολλά διαφορετικά ονόματα σε διάφορες γλώσσες· διαφορετικά σημαίνοντα για το ίδιο σημαίνον. Όμως δεν ήταν ολοωσδιόλου καινούργια ιδέα στις αρχές του 20ου αιώνα. Την είχε διατυπώσει (και διαπράξει) ήδη ο Frege, σε πιο στενό πλαίσιο φυσικά, και για λογαριασμό μιας λογικής γλώσσας των μαθηματικών (περισσότερα στο Sarajevo νο 103, η σκέψη και το κύκλωμα / 4). Το καινούργιο, εκ μέρους του Saussure, ήταν πως (είτε γνώριζε ήδη την δουλειά του Frege και άλλων, όπως ο Russel, είτε όχι) “μετέφερε” και επέκτεινε την ειδική αυτή αναλυτική μέθοδο, την διάκριση μεταξύ των συμβόλων και των (αντίστοιχων) νοημάτων και την δημιουργία μιας επιστημονικά αναλύσιμης τάξης των συμβόλων, στις γλώσσες γενικής χρήσης. Σε κάθε κοινή γλώσσα.
Πάνω σ’ αυτήν την επέκταση, θα ήταν (θεωρητικά κατ’ αρχήν) δυνατόν να δημιουργηθεί μια καθολική συμβολική μετα-γλώσσα που “να περιέχει” κάθε κοινή ανθρώπινη γλώσσα! Το όνειρο του Leibniz!
Ο Saussure δεν ασχολήθηκε μ’ αυτό. Σύμφωνα με τους βιογράφους του, έχοντας την συναίσθηση ότι “αλλάζει το μοντέλο” όλης της γλωσσολογικής ανάλυσης όπως γινόταν στην εποχή του από αξιοσέβαστους επιστήμονες του τομέα, αφιερώθηκε στο να συστηματοποιήσει την θεωρία του διστάζοντας όμως να την δημοσιοποιήσει ευρύτερα. Το απομένον και τελικό βήμα, απ’ την μεριά των γλωσσολόγων, στη διαμόρφωση των προϋποθέσεων για αυτήν την καθολική συμβολική μεταγλώσσα που θα “περιείχε” (υποκαθιστώντας την) κάθε ανθρώπινη γλώσσα, το βήμα που θα οριστικοποιούσε την δυνατότητα μηχανοποίησης της γλώσσας (κάνοντας τον Taylor να χοροπηδάει στον τάφο του!) έγινε μερικές δεκαετίες αργότερα, στα μέσα του 20ου αιώνα, απ’ τον τελευταίο μεγάλο “μαθητή” του Saussure. Tον Noam Chomsky.

Θεωρούμε, λοιπόν, τον Saussure σαν τον πρώτο μηχανικό της γλώσσας.  Έχει μια βασική διαφορά απ’ τον μηχανικό της (χειρωνακτικής) εργασίας, τον Taylor, που γίνεται ευρύτερα γνωστός μέσω του the principles of scientific management την ίδια εποχή (το 1911). Ο Taylor ΔΕΝ υποστήριξε ότι η χειρωνακτική εργασία είναι, σαν τέτοια, ένας “περίπλοκος μηχανισμός” τον οποίο “αγνοούν όσοι χρησιμοποιούν καθημερινά”. Φρόντισε να την κάνει τέτοιον, ώστε να εξασφαλίσει την άγνοια των “χρηστών”, και την αποκλειστικότητα της γνώσης και της εξουσίας των τεχνικών και των μηχανικών. Αντίθετα ο Saussure ισχυρίζεται, αναφερόμενος στη γλώσσα, σε οποιαδήποτε γλώσσα, ότι “έτσι είναι τα πράγματα”: εδώ έχουμε έναν περίπλοκο μηχανισμό! (“Δεν το ξέρετε, αλλά θα σας το δείξω εγώ.”)
Πρόκειται για ένα εξαιρετικά τολμηρό εγχείρημα, απ’ την σύλληψή του την ίδια. Εδώ δεν πρόκειται να βγουν “άσχετοι” κάποιοι χειρώνακτες μπροστά στους ειδικούς που θα τους διδάξουν πως να έχουν (πολύ) μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στις δουλειές με βάση επιστημονικούς κανόνες. Εδώ πρόκειται να κηρυχτούν “άσχετοι” οποιοιδήποτε μιλούν (ή γράφουν) ενόσω μιλούν και γράφουν (και χωρίς να πρέπει να εκπαιδευτούν σε κάποια αποτελεσματικότερη χρήση της γλώσσας) επειδή - και μόνο - ο γλωσσολόγος μηχανικός (ο πρωτοπόρος Saussure εν προκειμένω) θα βρει και θα μελετήσει τους κανόνες που (υποτίθεται πως) αυτοί δεν ξέρουν, αν και είναι καθ’ όλα ικανοποιητικοί “χρήστες”.
Υπάρχει η σύγκρουση των δύο “σωμάτων γνώσης”, του εμπειρικού και του επιστημονικού, και στις δύο περιπτώσεις. Αλλά στον ταιηλορισμό η επί-θεση του επιστημονικού σώματος γνώσης στο εμπειρικό γίνεται ανοικτά, καθαρά, “κατά μέτωπο”. Αντίθετα στον σωσσυρισμό (και στη συνέχεια στον στρουκτουραλισμό) αυτή η επί-θεση είναι αόρατη: ο ταιηλοροποίηση της σκέψης προχωράει (ακόμα, και θα συνεχίσει για δεκαετίες) “στα κρυφά”. Όχι από πρόθεση αλλά για λόγους που θα δούμε στη συνέχεια.
Αυτό σημαίνει ότι η κατασκευή μιας μηχανιστικής αναπαράστασης / ανάλυσης της γλώσσας γίνεται “εν θερμώ”: αυτή (η γλώσσα) δεν πρέπει να “σταματήσει” και να ανασυντεθεί με διαφορετικό τρόπο (όπως στους στόχους της χειρωνακτικής εργασίας του Taylor και του ταιηλορισμού)· αρκεί να συμβαίνει, να είναι ζωντανή, να μην “σωπαίνει”. Ποια είναι η διαφορά; Για τον Saussure δεν υπάρχει ζήτημα “αλλαγής στη χρήση της γλώσσας” ή “αλλαγής γλώσσας” (αυτά θα γίνουν πολύ αργότερα, με την “γλώσσα προγραμματισμού” και τους αλγόριθμους) αλλά μόνο η κατασκευή εκείνων των “μυστικών μηχανισμών” που ο επιστήμονας, και μόνον αυτός, μπορεί να βρει, να μελετήσει, να αναδείξει. Και ο Taylor και ο Saussure είναι “κατάσκοποι”, ο καθένας στον τομέα του. Αλλά ο Taylor είναι, επίσης, ριζικός αναμορφωτής. Αντίθετα ο Saussure είναι κατ’ αρχήν “αποταμιευτής”: κάνει ταμείο (αναλύσεων, γνώσεων - που - δεν - έχουν - οι - καθημερινοί - χρήστες) χωρίς να τον απασχολεί η αποδοτική επένδυση αυτού του (γνωσιολογικού του) κεφάλαιου... Και ο Taylor και ο Saussure φτιάχνουν τους (αντίστοιχους στον τομέα του ο καθένας) ανειδίκευτους. Ο ανειδίκευτοι του Taylor το καταλαβαίνουν ότι είναι τέτοιοι. Οι ανειδίκευτοι του Saussure όχι.

Κι ενώ μπορούμε να παρατηρήσουμε αυτές τις “διαφορές τάξης” ανάμεσα στον Saussure και τον Taylor, υπάρχουν και κάποιες απροσδόκητες συγγένειες. Η μία τεχνική και η άλλη πολιτική.
Θέλοντας να εξηγήσει τις “βασικές αρχές λειτουργίας του μηχανισμού της γλώσσας” όπως τις αντιλαμβανόταν ο ίδιος, πάνω στην διάκριση “σημαίνοντος” και “σημαινομένου”, ο Saussure θα περιγράψει:

... Όλος ο μηχανισμός της γλώσσας εξαρτιέται από την αρχή.... πως το σημαίνον [σ.σ.: το άκουσμα των λέξεων] ... ξετυλίγεται μέσα στο χρόνο μόνο, κι έχει τα χαρακτηριστικά που δανείζεται από τον χρόνο... μπορεί να μετρηθεί μέσα σε μια μόνο διάσταση, τη γραμμή... ... Tα ακουστικά σημαίνοντα [σ.σ.: οι λέξεις όπως τις ακούμε] δεν διαθέτουν παρά τη γραμμή του χρόνου· τα στοιχεία τους παρουσιάζονται το ένα ύστερα από το άλλο· σχηματίζουν αλυσίδα. O χαρακτήρας αυτός φαίνεται αμέσως από τη στιγμή που τα παριστάνει κανείς με τη γραφή...

Εδώ ο Saussure εισηγείται (αν και υποστηρίζει πως απλά παρατηρεί...) μια ταιηλορική γραμμική αλληλουχία συναρμολόγησης των νοημάτων. Πράγματι, η γραφή ήταν (και παραμένει· εκτός, πια, απ’ την γραπτή αρχιτεκτονική μέσω hyperlinks) γραμμική. Δεν θα μπορούσε, όμως, να είναι κανείς το ίδιο κατηγορηματικός για τον προφορικό λόγο. Αυτός δεν είναι, ή δεν είναι πάντα, ή είναι υπό όρους, γραμμικός σε ότι αφορά το “ξετύλιγμα των σημαινόντων”. [3Τι θα έλεγε άραγε ο Saussure για την “γλώσσα” του μοντάζ (της συναρμολόγησης) των εικόνων που μελέτησε και καθιέρωσε ένας άλλος πρωτοπόρος σαν τον Eisenstein, σχεδόν την ίδια εποχή;]
Εν προκειμένω, λοιπόν, ο Saussure έπιασε μια συγκεκριμένη (και ειδική) μορφή γλωσσικής έκφρασης (ή αναπαράστασης), την γραφή, που στην εποχή του δεν ήταν καν κοινωνικά καθολική (τα μαζικά εκπαιδευτικά συστήματα βρίσκονταν ακόμα στα σπάργανα απ’ την άποψη της κοινωνικής εφαρμογής τους) για να την χρησιμοποιήσει σαν απόδειξη μιας γενικής θεώρησης σε ότι αφορά την συγκρότηση και την χρήση της γλώσσας. Εκείνης της γενικής θεώρησης που κατασκευάζε την γραμμική παράθεση / αλληλουχία (των σημαινόντων) σαν βασική αρχή λειτουργίας των επικοινωνιακών μηχανισμών. [4Δυο δεκαετίες αργότερα ο Alan Turing θα δώσει μια πολύ συγκεκριμένη μορφή σ’ αυτήν την γραμμικότητα της συναρμολόγησης νοημάτων.] Εάν θεωρήσουμε την γραφή την εποχή του Saussure σαν γνώση των διανοούμενων τότε ανακαλύπτουμε ένα (λανθάνον) ταξικό στοιχείο ανάμεσα στην λόγια γλώσσα / ομιλία και τις πληβειακές γλώσσες / ομιλίες· όπου η πρώτη (όπως η επιστημονικότητα στον Taylor) γίνεται το κυρίαρχο (αναλυτικό) υπόδειγμα των δεύτερων.

Αν η πιο πανω τεχνική συγγένεια μεταξύ αναλύσεων του Saussure και του Taylor δείχνει, περισσότερο ίσως απ’ τον προσωπικό διανοητικό ορίζοντα του Saussure, την γενική επιστημονική κατάσταση στις αρχές του 20ου αιώνα, υπάρχει μια απρόοπτη (στιγμιαία αλλά χαρακτηριστική) συνάντησή τους, στις αρχή του γ κεφαλαίου των “γενικών αρχών” της σωσσυριανής γλωσσολογίας.
Εκεί, προσπαθώντας να εξηγήσει την διαφορά ανάμεσα σε μια διαχρονική (ιστορική) προσέγγιση των γλωσσών (το κυρίαρχο παράδειγμα του καιρού του) και την συγχρονική (δομική) προσέγγιση που ο ίδιος εισηγείται, ο Saussure παρατηρεί ότι ένας τέτοιος αναλυτικός δυϊσμός είναι σημαντικός στις οικονομικές επιστήμες: απ’ την μια η οικονομική ιστορία (το ανάλογο της ιστορικής προσέγγισης των γλωσσών), και απ’ την άλλη η πολιτική οικονομία (το ανάλογο της συγχρονικής γλωσσολογίας που εισηγείται). Να πως, λοιπόν, μέσα σε μια παράγραφο, ο Saussure ολοκληρώνει τον συλλογισμό του:

... Aκριβώς εδώ [σ.σ.: εννοεί την δική του γλωσσολογική πρόταση], όπως στην πολιτική οικονομία, βρισκόμαστε μπροστά στην έννοια της αξίας· και στις δύο επιστήμες πρόκειται για ένα σύστημα ισοδυναμίας μεταξύ διαφορετικών τάξεων: στη μία έχουμε μια εργασία και ένα μισθό, στην άλλη ένα σημαινόμενο και ένα σημαίνον.

Η ιδέα ότι το “σημαίνον” είναι ένα είδος “μισθού” (δηλαδή: χρηματικού ισοδύναμου) έναντι του “σημαινόμενου” που είναι ένα είδος “εργασίας” είναι, πράγματι, προκλητική. Δεν την αναφέρει ξανά πουθενά αλλού στα “μαθήματα”, κι έτσι δεν έχουμε περισσότερα δεδομένα για το τι ακριβώς εννοούσε.
Όμως το πρωτότυπο αυτής της συσχέτισης δεν σημαίνει ότι είναι ανεδαφική. Και μας βάζει στον πειρασμό να σκεφτούμε ότι ένας πρωτοπόρος μηχανικός της γλώσσας δεν μπορεί παρά να θεωρούσε τον εαυτό του, κατά κάποιον τρόπο, και γνώστη (ή χειριστή) της πολιτικής οικονομίας της γλώσσας!
Εδώ, ακόμα και ο ίδιος ο Taylor, αν είχε την δυνατότητα, θα άκουγε με προσοχή...

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 - Εκδ. Παπαζήση. 1979.
[ επιστροφή ]

2 - Ο πατέρας του ήταν μεταλλειολόγος, εντομολόγος και ταξινομιστής.
[ επιστροφή ]

3 - Τι θα έλεγε άραγε ο Saussure για την “γλώσσα” του μοντάζ (της συναρμολόγησης) των εικόνων που μελέτησε και καθιέρωσε ένας άλλος πρωτοπόρος σαν τον Eisenstein, σχεδόν την ίδια εποχή; 
[ επιστροφή ]

4 - Δυο δεκαετίες αργότερα ο Alan Turing θα δώσει μια πολύ συγκεκριμένη μορφή σ’ αυτήν την γραμμικότητα της συναρμολόγησης νοημάτων.
[ επιστροφή ]

κορυφή