Αφορμή του παρακάτω κειμένου στάθηκε η συγκεκριμένη αφίσα που εστιάζει στο να “μην απεργήσουν οι εργάτες μαζί με τα αφεντικά τους” με αφορμή το ασφαλιστικό και τις κινητοποιήσεις των επιστημονικών συλλόγων και των αγροτών.
Φυσικά αν επρόκειτο για άποψη μιας επιμέρους ομάδας του, ούτως ή άλλως, χαώδους χώρου της αυτονομίας δεν θα άξιζε να ασχοληθεί κανείς ιδιαίτερα. Όμως οι θέσεις που εδράζουν πίσω από αυτή την αφίσα είναι παρούσες σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό σε κόμματα, οργανώσεις και τμήματα της Αριστεράς. Μέσα στη μάχη του δημοψηφίσματος και την περίοδο που ακολούθησε άνοιξε μια κουβέντα που αποκάλυψε την ισχυρή παρουσία τέτοιων προσεγγίσεων. Μια ήπια εκδοχή αυτής της προσέγγισης έδωσε ο Μηλιός και κάποια ριζοσπαστικά τμήματα που αποσχίστηκαν από το ΣΥΡΙΖΑ μετά την υπογραφή του 3ου μνημονίου, θεωρώντας ότι η ήττα της στρατηγικής της διαπραγμάτευσης δεν οφείλεται στη μη εξέταση κάποιας εναλλακτικής αλλά στην απουσία ταξικών μέτρων εις βάρος του κεφαλαίου και υπέρ των εργαζομένων. Αποφεύγοντας το δίλημμα της ευρωζώνης, ο Μηλιός έγραφε ότι “Το διακύβευμα είναι ο άμεσος τερματισμός της λιτότητας και η δραστική αναδιανομή πλούτου, εισοδήματος και ισχύος υπέρ των εργαζόμενων τάξεων και της κοινωνικής πλειοψηφίας ανεξάρτητα από το νομισματικό πλαίσιο, δηλαδή είτε μέσα στο ευρώ είτε όχι.” σ.1. Αλλά και το ΚΚΕ, η μεγαλύτερη δύναμη της Αριστεράς στη χώρα αυτή τη στιγμή, γρήγορα έτρεξε σε τέτοιες αντιλήψεις για να αποφύγει να τοποθετηθεί στο θέμα της αποδέσμευσης από την ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Καλλιεργώντας την άποψη ότι το νόμισμα και οι διεθνείς συμμαχίες της χώρας είναι επουσιώδη ζητήματα μπροστά στο ερώτημα του “ποιος κατέχει τα μέσα παραγωγής” έδωσε μια αριστερή οπτική στην αντίληψη για μια καθαρή ταξική πάλη που δεν θα συσκοτίζεται από άλλα ζητήματα σ.2. Είναι αρκετά ενδιαφέρον ότι μια δύναμη που συνέδεσε την ανασυγκρότηση της τη δεκαετία του ’90 με τη σταθερή θέση ενάντια στη Συνθήκη του Μααστριχτ και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, κράτησε μια τέτοια στάση όταν τέθηκε επί τάπητος το ερώτημα του Grexit. Αντίστοιχη στάση, παρά την πιο μαχητική τους παρουσία στους αγώνες, είχαν μικρότερες οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και, φυσικά, το πλειοψηφικό τμήματα της αναρχίας/αυτονομίας που επανειλημμένα έχει αναλύσει την παρουσία της τρόικας ως κόλπο για να αποκρυφτεί ο ρόλος της ελληνικής αστικής τάξης. Είναι δεδομένο πώς όλοι οι παραπάνω χώροι δεν εκφράζουν κάτι ενιαίο όμως υπάρχει μια βασική αντίληψη την οποία προσεγγίζει ο καθένας από το δικό του δρόμου.
Η απαίτηση αυτής της άποψης είναι σαφής. Επιδιώκει μια “καθαρή” αναμέτρηση που από τη μία μεριά θα σταθεί το Κεφάλαιο (με κάπα κεφαλαίο) που θα εκπροσωπείται από όλο τον κόσμο των εκμεταλλευτών, μικρά και μεγάλα αφεντικά, εφοπλιστές, βιομήχανους και ούτω καθ εξής. Από την άλλη, θα σταθεί ο κόσμος της Εργασίας (πάλι εδώ, το έψιλον κεφαλαίο) που αποτελείται από τους μισθωτούς καταπιεσμένους, όσους ζουν αποκλειστικά από την εργασία τους και είναι στο έλεος της εργοδοσίας. Η μάχη θα ξεκινήσει, στην αρχή με αφορμή κάποια άμεσα ζητήματα όπως ο μισθός, το ωράριο και η ασφάλιση. Όσο θα περνάει ο καιρός, οι εργάτες θα δυσανασχετούν όλο και περισσότερο με την κατάσταση τους, θα ενωθούν όλο και περισσότερο (ανάλογα με το επιμέρους ρεύμα, θα στρατευθούν και στην αντίστοιχη συλλογικότητα/κόμμα/κλπ) και στο τέλος θα επαναστατήσουν και θα ανατρέψουν το Κεφάλαιο.
Θα παραβίαζε ανοιχτές θύρες κάποιος που θα εστίαζε στο γεγονός ότι μια αναμέτρηση τέτοιων χαρακτηριστικών δεν έχει πραγματοποιηθεί ποτέ στην ιστορία της ταξικής πάλης στο πλαίσιο του ασφαλιστικού. Ακόμα πιο προφανές θα ήταν το να τονιστεί ότι οι δυνάμεις που αντιλαμβάνονται με αυτό τον τρόπο την ταξική πάλη είναι καταδικασμένες στην ακραία περιθωριοποίηση. Τα δύσκολα ερωτήματα αφορούν το γιατί αναπτύσσονται τέτοιες απόψεις και κυρίως το γιατί αποτυγχάνουν με τέτοια συνέπεια.
Αξίζει να σταθούμε στο πώς αντιλαμβάνονται την εξέλιξη της ταξικής συνείδησης αυτές οι δυνάμεις και την έννοια της “ψευδούς συνείδησης”. Εστιάζοντας στο χώρο της εργασίας, αυτές οι προσεγγίσεις καταδικάζουν ως επίπλαστα όλα τα ζητήματα που τοποθετούνται εκτός του, δηλαδή ως κινήσεις παραπλάνησης του κεφαλαίου που συσκοτίζουν την ουσία της ταξικής πάλης, την εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο. Σίγουρα αυτή η διάσταση αποτελεί μια σημαντική λειτουργία του πολιτικού συστήματος που υπερ-τονίζει τις διαφορές των αστικών δυνάμεων (όπως συμβαίνει σήμερα με την αντιπαράθεση ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ) για να καθορίσει τη δημόσια αντιπαράθεση και να υποκρύψει κρίσιμα ζητήματα. Όμως παραμένει ένα ερώτημα : γιατί η εργατική τάξη “παρασύρεται” από τέτοιες θέσεις; Αν απορρίψουμε ως απλοϊκή τη θέση περί εξαπάτησης, τότε αναγκαστικά πρέπει να στραφούμε στις εσωτερικές διαιρέσεις των εργαζομένων ως βάση την οποία αξιοποιεί η αστική πολιτική για να αναπτυχθεί. Οι διαφορές μισθού, έθνους, εργασιακού κλάδου και περιβάλλοντος, χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας αποτελούν την κατάλληλη ύλη για να αναπτυχθεί ο εσωτερικός εμφύλιος που έφερε αντιμέτωπους τους δημόσιους και τους ιδιωτικούς υπαλλήλους, τους έλληνες και ξένους εργαζόμενους και οδήγησε πολλάκις κομμάτια της εργατικής τάξης να συνδέσουν τα συμφέροντα τους με τον εργοδότη τους και τον κλάδο τους κατ αντιπαράθεση με τα συνολικά συμφέροντα της τάξης. Η διαδικασία αυτή εξελίσσεται με ανόδους και πτώσεις και σίγουρα δεν ακολουθεί μια γραμμική πορεία αφού συγκρούεται με την ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης και της αντίληψης, έστω και σε πρωτόλειο βαθμό, των συνολικών συμφερόντων της τάξης. Αυτή η αντιπαράθεση γεννάει ταχύτητες και διαφορές στην πολιτική αντίληψη οι οποίες δεν είναι εφικτό να ξεπεραστούν με καθολικό τρόπο στα πλαίσια του καπιταλισμού και πάντα, στις στιγμές της οξυμμένης ταξικής πάλης θα φέρνουν μερίδες της εργατικής τάξης σε σύγκρουση. Ο στόχος μιας ομογενοποιημένης εργατικής τάξης που θα ριχτεί με ενιαίο τρόπο στον αγώνα είναι μια αυταπάτη που το μόνο που συνεισφέρει είναι η παρατεταμένη αδράνεια.
Την ίδια στιγμή, η πραγματική ζωή φέρνει στρώματα και κοινωνικές ομάδες από τη μεριά του εργατικού αγώνα που ένα προηγούμενο διάστημα μπορεί να βρίσκονταν δεμένα στο αστικό σχέδιο. Η πορεία της ελληνικής κρίσης είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα του κλονισμού μιας σχετικά σταθερής συμμαχίας της κυρίαρχης τάξης όταν ξεκινάει να πλήττει λαϊκά στρώματα που βρίσκονταν, ιδεολογικά και υλικά, από τη μεριά της μια προηγούμενη περίοδο. Οι δεσμοί των ΝΔ-ΠΑΣΟΚ με μικροϊδιοκτήτες, μικρούς και μεγάλους αγρότες και ελεύθερους επαγγελματίες είχαν χτιστεί πάνω σε ένα μείγμα ευρωπαϊκών και κρατικών επιδοτήσεων (που προ κρίσης έφταναν και τα μεσαία και φτωχά τμήματα), ανοχής στη φοροδιαφυγή και, φυσικά, αντεργατικών νόμων και ρυθμίσεων. Η αύξηση της φορολόγησης, η συντριπτική ενίσχυση του μεγάλου κεφαλαίου, η μείωση της αγοραστικής δύναμης της πλειοψηφίας του πληθυσμού και η ανακατεύθυνση των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων εις βάρος των “μικρών” ήταν κάποιες από τις αιτίες που κλόνισαν το μπλοκ της κυρίαρχης πολιτικής και την πρόσδεση στην ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Μέρος αυτής της συμμαχίας διατηρήθηκε και ενισχύθηκε μέσα στην κρίση χάρη στα μνημόνια και την υποβάθμιση της εργατικής δύναμης αλλά και την αδυναμία συγκρότησης μιας συνολικά εναλλακτικής προοπτικής που θα εμπεριέχει αυτά τα τμήματα. Σήμερα, κλονίζεται ακόμα μια φορά όχι επειδή η κυβέρνηση θέλει ένα “εντυπωσιακό φινάλε” όπως μας λέει η αφίσα αλλά γιατί η κρίση δεν μπορεί να ξεπεραστεί και επιτάσσει τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου στις ηγεμονικές μερίδες της ελληνικής αστικής τάξης. Πρόκειται για επιλογή με πολιτικό, εκλογικό και κοινωνικό κόστος που δεν πάρθηκε ελαφρά τη καρδία και αναδεικνύει τα αδιέξοδα του ελληνικού καπιταλισμού. Οι δυνάμεις εκείνες που προσδοκούν μια καθαρή αναμέτρηση εργασίας-κεφαλαίου στην Ελλάδα θα χρειαστεί να περιμένουν επ άπειρο (μιλάμε για χώρα που προ κρίσης είχε σχεδόν το 30% του πληθυσμού της σε παραδοσιακά μικρομεσαία στρώματα) και στο μεταξύ θα στείλουν όλο αυτό τον κόσμο είτε στο σπίτι του είτε, στο χειρότερο σενάριο, σε παραλλαγές του φασισμού/σκοταδισμού.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα παραπάνω δεν αφορούν την Αριστερά, η οποία πάντα προωθούσε την ανάγκη ευρύτερων κοινωνικών συμμαχιών. Πράγματι σήμερα, το ΚΚΕ προωθεί την πρόταση συσπείρωσης στη Λαϊκή Συμμαχία, η οποία συμπεριλαμβάνει αυτά τα στρώματα. Περιεχόμενο της συμμαχίας είναι “η πάλη ενάντια στον καπιταλισμό, ενάντια στα μονοπώλια και την εξουσία τους” σ.3, δηλαδή η συνένωση γύρω από το πρόγραμμα του ΚΚΕ. Την ίδια στιγμή, για να μην κατηγορηθεί για “μαξιμαλισμό” προτείνει πρόγραμμα πάλης μέσα σε σωματεία και φορείς πάνω στα άμεσα ζητήματα του μισθού, της ασφάλισης κ.ο.κ. και θέτει τα πολιτικά ζητήματα σε άμεση σύνδεση με την λαϊκή εξουσία. Δεν πρόκειται για κάποια κίνηση “αριστερισμού” όπως συχνά κατηγορείται ούτε βιάζεται το ΚΚΕ να περάσει στην άλλη εξουσία. Καλλιεργώντας την προσμονή μιας ιδανικής στιγμής όπου θα επιλυθούν ταυτόχρονα τα προβλήματα επιβίωσης και τα κρίσιμα πολιτικά ζητήματα μαζί με το θέμα της εξουσίας, κατορθώνει να αποφύγει την άμεση αναμέτρηση με την πραγματική ταξική πάλη. Όπως είναι προφανές, τα ερωτήματα δεν μπαίνουν με τον καθαρό, εργαστηριακό τρόπο που παρουσιάζει το ΚΚΕ. Η ανατροπή του ασφαλιστικού συνδέεται άμεσα με τη μη λήψη της δόσης του Μαρτίου και τον συνεπακόλουθο αποκλεισμό της χώρας από τις διεθνείς αγορές. Το ζήτημα δεν είναι αν εκτιμάμε ότι θα έχει λυθεί το πρόβλημα της εξουσίας μέχρι το Μάρτιο ή αν επιδιώκουμε κάτι τέτοιο αλλά το ποιο κίνημα και ποια Αριστερά μπορεί να συγκρουστεί με ένα νέο, σκληρότερο οικονομικό στραγγαλισμό. Αυτό σημαίνει να έχουμε το θάρρος να κολυμπήσουμε στα “βρώμικα” νερά της διεθνούς συγκυρίας, του νομισματικού πολέμου και της μακροοικονομίας. Είναι τουλάχιστον αφελής η εικόνα μιας συμμαχίας που ο καθένας έρχεται για τα ειδικά προβλήματα του και όλοι μαζί στρέφονται ενάντια στον καπιταλισμό. Είναι ακόμα περισσότερο εκτός πραγματικότητας την εποχή της κρίσης και, ειδικότερα, της κρίσης στην Ελλάδα του 2016 που δεν περνάει μέρα χωρίς το αστικό στρατόπεδο να μας επισημάνει την επικείμενη καταστροφή που μας περιμένει έξω από το μηχανισμό στήριξης, την ευρωζώνη και την ΕΕ.
Συνολικά, η αυταπάτη της “καθαρής” ταξικής πάλης δεν προσφέρει τίποτα το μαχητικό στον αγώνα που εξελίσσεται για το ασφαλιστικό αλλά και για τη συνολική υπόθεση της ανατροπής. Η πραγματική ζωή είναι γεμάτη σύνθετα σχήματα και συνθήκες, όπου ο αντίπαλος του χθες γίνεται ο αυριανός σύμμαχος. Ένα πολιτικό ρεύμα που συντάσσεται με τη ρήξη δεν φοβάται να βουτήξει στις δύσκολες συνθήκες και να διεκδικήσει την πολιτική ηγεμονία. Είναι πραγματικό ερώτημα για την υπόθεση του ασφαλιστικού αν η Αριστερά και οι πρωτοπόροι αγωνιστές θα εγκλωβιστούν στα θέματα της φορολογίας και στα σχέδια των ηγεσιών των συλλόγων και της ΓΣΕΕ ή αν θα ανοίξουν δρόμο για να έρθουν στο προσκήνιο οι ανάγκες των εργαζομένων, ιδίως των νέων, και των ανέργων. Ακόμα περισσότερο, είναι ανοιχτό ερώτημα αν η δεδομένη αποσταθεροποίηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ θα έχει οφέλη για την Αριστερά και το κίνημα ή αν θα τροφοδοτήσει την επάνοδο της Δεξιάς και την ιστορική δικαίωση των “παραδοσιακών” μνημονιακών απέναντι σε όποιον πάλεψε τα τελευταία χρόνια για κάτι διαφορετικό. Αλλά είναι ερωτήματα που θα λυθούν στην πορεία του μαζικού κινήματος, εκεί που οι πρωτοπορίες κερδίζουν τον τίτλο τους. Μα πάνω από όλα, θα κριθεί στην υπόθεση του άλλου δρόμου για την πλατιά κοινωνική πλειοψηφία.