Φαιορόζ 1: οι εντεταλμένοι…

Κυριακή 3 Μάρτη. Η κυβερνητική συνεργασία των ροζ με τους φαιούς απ’ τις αρχές του 2015 δεν ήταν (ας μας επιτραπεί η έκφραση) one night stand – όπως έχει αρχίσει να παρουσιάζεται εκ των υστέρων, στη χώρα των λωτοφάγων. Ήταν μια επιλογή διαρκείας, που ξεκίνησε (υπόγεια και προσεκτικά) απ’ το 2012 – και συνεχίζεται ως τώρα, άσχετα με την πορεία του ψεκασμένου αρχηγού. To σημαντικότερο: ήταν μια επιλογή διατεταγμένη. Και οι μεν και οι δε «πήραν την εργολαβία» απ’ τα πραγματικά καπιταλιστικά αφεντικά «του τόπου». Όπως, άλλωστε, ίσχυε και με την προηγούμενη κυβερνοσυνεργασία: μετά το «λάθος» της κυβέρνησης Παπαντρέου του Γ, που διορθώθηκε άρον άρον (με την βοήθεια του λαού φυσικά!) με ένα παλατιανό πραξικόπημα (στο κόμμα του το ίδιο) στα τέλη του 2011, καμμία κυβέρνηση διαχειρίστρια της κρίσης α λα ελληνικά δεν θα έπρεπε να παίξει με το παιχνιδάκι των «μεταρρυθμίσεων», δηλαδή του ξεπεράσματος του πολιτικο-προσοδικού μοντέλου κράτους / κεφάλαιου στο ελλαδιστάν!

Ο τενεκεδένιος (που τότε δεν ήταν ακόμα παγκόσμιας εμβέλειας…) και ο ψεκασμένος, μαζί με τα συνεργεία τους, διορίστηκαν στο γκουβέρνο στις αρχές του 2015… Το ήξεραν όλοι οι ενδιαφερόμενοι, εννοείται και οι προηγούμενοι, το ήξεραν και οι ίδιοι έγκαιρα. Δεν συναντήθηκαν τυχαία στο δρόμο το βράδυ της 25ης Γενάρη του 2015 ο τενεκεδένιος και ο ψεκασμένος και είπαν ο ένας στον άλλον «ρε κάπου σε ξέρω… θες να συγκυβερνήσουμε;». Ούτε, φυσικά, παρουσίασαν ποτέ και σε κανέναν (απ’ τον λαό…) το αναλυτικό πρόγραμμα της κυβερνητικής τους συνεργασίας… Ο λαός, ολιγαρκής και στις «αντιμνημονιακές» παράνοιές του, απλά επικύρωσε την επιλογή που είχαν κάνει τα αφεντικά… Κανείς, εννοείται, δεν αναρωτήθηκε στα σοβαρά ποιο ακριβώς ήταν το προσόν του ψεκασμένου για το πόστο του υπ.αμ. Όμως αυτή ήταν η απόφαση των αφεντικών.

(Οι σοβαρές αναλύσεις της δομής κράτος και του συμπλέγματος κράτους / κεφάλαιου θεωρούνται βαρετές πλέον. Ο «απλός άνθρωπος» θέλει «αποδείξεις», σαν αυτές που παίρνει απ’ τα μπακάλικα.

Να, λοιπόν, μία ενδεικτική στιγμή όπου η κουρτίνα τραβήχτηκε για λίγο, και όποιος πρόλαβε κατάλαβε τα «παρασκήνια» – τον πραγματικό χαρακτήρα της κεντρικής εξουσίας στην ελλάδα. Στις 9 Οκτώβρη του 2016 ο ψεκασμένος, παρόντος του τενεκεδένιου, είπε στον αρχιτραγότατο την γνωστή κουβέντα: ζήτα μου να ρίξω την κυβέρνηση και την ρίχνω αμέσως. Γιατί μίλησε έτσι; Επειδή ο αρχιτραγότατος είναι ένας απ’ τους εργοδότες, ένα απ’ τα αφεντικά! Και των δύο – όχι μόνο του ενός. Αυτό αποδείχθηκε ακόμα μια φορά τότε, αφού ο τενεκεδένιος, σαν μεγαλοϋπάλληλος της ίδιας «κρατικής εταιρείας», έκανε απλά γαργάρα την προσβολή που του έκανε ο συγκυβερνήτης του: ήλπιζε ότι το συγκεκριμμένο αφεντικό είχε αρκετούς λόγους για να μην τον / τους απολύσει. Είχε δίκιο: το αφεντικό έδειξε μεγαλοθυμία…

Ο αρχιτραγότατος, φυσικά, δεν είναι το μοναδικό πραγματικό αφεντικό. Είναι ένα ανάμεσά τους. Αναφέραμε ήδη και την «ένωση ελλήνων εφοπλιστών». Υπάρχουν κι άλλα…).

Η πρώτη αποστολή του ντουέτου ήταν διπλή. Αφενός να ανανέωσει την προστασία των βασικών μηχανισμών του ντόπιου πολιτικού προσοδισμού, που βρίσκονταν υπό την πίεση των ευρωαπαιτήσεων για μεταρρυθμίσεις (οι γνωστές 140 «εκκρεμότητες»), μια πίεση που δεν μπορούσε πια να διαχειριστεί το προηγούμενο πρασινόμαυρο πολιτικό προσωπικό. Για την επιτυχία αυτό του σκέλους το γκουβέρνο ενισχύθηκε αμέσως με πασοκικά και νεοδημοκρατικά στελέχη που «ξέρουν την δουλειά».

Αφετέρου να τραβήξει την κόντρα με την ευρωζώνη ως τα άκρα, με την ελπίδα ότι η «τρόικα» θα παραιτηθεί απ’ τις απαιτήσεις για δομικές «μεταρρυθμίσεις» απ’ τον φόβο μην και το ελλαδιστάν αποχωρήσει… Η εκστρατεία αυτή αποδείχθηκε καταστροφική, αφού το «κόμμα της δραχμής» (και του απόλυτου και ανεξέλεγκτου πολιτικού προσοδισμού) εκπροσωπούμενο επάξια απ’ την «πρώτη φορά αριστεροφασιστική κυβέρνηση» είχε άφθονη μαφιόζικη κουλτούρα – και κανένα σχέδιο εξόδου…

Σ’ αυτό το διάστημα η αποστολή ήταν «εθνική». Μέχρι το δημοψήφισμα πρακτικά δεν υπήρχε αντιπολίτευση στην εκστρατεία εκείνη…

Φαιορόζ 2: εργολαβία διαρκείας…

Κυριακή 3 Μάρτη. Μετά την “αντιμνημονιακή καταστροφή”, τα ίδια αφεντικά ανανέωσαν την εργολαβία στους φαιορόζ. Με έμφαση, πια, στο πρώτο σκέλος: αυτό που ο γιγάντιος ροζ υπουργός Αποστόλου είχε πει ανοικτά “ψηφίζουμε αλλά δεν εφαρμόζουμε”. Απ’ την μεριά τους οι “τροϊκανοί” (που έγιναν “θεσμοί”), μετά τα όσα έγιναν το πρώτο εξάμηνο του 2015, παραιτήθηκαν διακριτικά απ’ τον αυστηρό έλεγχο του τι και πως εφαρμόζεται απ’ αυτά που ψηφίζονται – το ενδιαφέρον τους εστίασε κυρίως στο πως θα ξεφορτωθούν την πολιτική ευθύνη για τα χαρακτηριστικά του ελληνικού συμπλέγματος κράτους / κεφάλαιου… (Και, φυσικά, στο πως οποιαδήποτε μελλοντική κατάρρευση αυτού του συμπλέγματος θα αφήσει ανεπηρέαστη την ευρωζώνη…)

Σ’ όλη αυτήν την 4ετή κυβερνοδιαδρομή, η συνεργασία ψεκασμένων / τενεκεδένιων ήταν άψογη. Μια “ιδανική σχέση” θα έλεγε κανείς. Οι φιλοφρονήσεις εκατέρωθεν ποτέ δεν έλειψαν. Και η συμπληρωματικότητα μεταξύ αποδείχθηκε ξανά και ξανά: τα κάτεργα για τους μετανάστες / πρόσφυγες στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου (η φροντίδα τους ανήκει στο υπ.αμ…) το αποδεικνύουν.

Στα τέλη του 2017 / αρχές του 2018, εν όψει των ψευτοδιαπραγματεύσεων “για το μακεδονικό” που είχε αναλάβει ο ογκόλιθος, και έχοντας επίγνωση ότι στις επόμενες εκλογές “τα ποσοστά θα πέσουν” και οι ψεκασμένοι δεν θα δουν βουλευτικά έδρανα, ο αρχιψεκασμένος ανέλαβε μια αποστολή – με σκοπό να διασωθεί μετεκλογικά η “άψογη σχέση”, και να συνεχίσει η κυβερνοεργολαβία: να πλαγιοκοπήσει απ’ τα ακροδεξιά την κουλοδεξιά, έτσι ώστε αφενός το κόμμα του ενισχυθεί, αφετέρου η κουλοδεξιά να χάσει αισθητά πόντους, ψήφους και επιρροή. Η αποστολή σχεδιάστηκε με την παραδοχή ότι ο επικεφαλής της ν.δ. και αρκετοί απ’ τα στελέχη της θα εκδηλώνονταν θετικά υπέρ των διαπραγματεύσεων και μιας λύσης (η οποία, έτσι πήγαινε το πράγμα, θα καιγόταν στα Σκόπια).

Η παραδοχή είχε έρεισμα. Αλλά ο κυρΚούλης δεν είναι ορκισμένος νεοφιλελεύθερος! Είναι ένας κλασσικός οππορτουνιστής δεξιός πολιτικός – γι’ αυτό εξάλλου βρίσκεται στη θέση του εν αναμονή πρωθυπουργού! Έκανε, λοιπόν, απότομη στροφή στα ακροδεξιά (μετά το πρώτο συλαλλητήριο στη Σαλονίκη) και απέκρουσε γρήγορα την κυκλωτική κίνηση του ψεκασμένου. (Ας το θυμίσουμε: ο τενεκεδένιος φρόντισε να ενημερώσει και να ανταλλάξει “απόψεις” επί του θέματος και πάλι με ένα απ’ τα αφεντικά του: τον αρχιτραγότατο…)

Μετά την αποτυχία του σαν δεξιό εξτρέμ, ο ψεκασμένος δοκίμασε μια έσχατη προσπάθεια μήπως καταφέρει να ψειρίσει την κουλοδεξιά σαν “κεντρώος χαφ”. Απέτυχε κι εκεί ακόμα πιο γρήγορα.

Μετά απ’ αυτές τις αποτυχίες μπήκε αναγκαστικά σε διαθεσιμότητα. Αυτός – όχι το τσούρμο του! Το τσούρμο του συνεχίζει την εργολαβία της κυβερνοσυνεργασίας. Έτσι ώστε είναι σωστό και δίκαιο να υποστηρίζουμε ότι οι φαιορόζ συνεχίζουν να κυβερνούν· ενισχύοντας τόσο τον πασοκικό όσο και τον “καραμανλικό” σκελετό τους, όσο μπορούν φυσικά…

Μουτρωμένος ο ψεκασμένος (εκεί που πήγαινε για μαλλί βγήκε κουρεμένος) είπε διάφορα. Ένα απ’ αυτά, όμως, είχε ιδιαίτερη αξία επειδή συμπύκνωνε την αποστολή που του είχαν αναθέσει τα πραγματικά αφεντικά. Είπε: τους έχω δέσει πολύ γερά με τις ηπα, δεν μπορούν να φύγουν… Αναφερόταν όχι μόνο στο έταιρο κυβερνητικό ήμισύ του, που άλλωστε έχει περιορισμένη κυβερνοδιάρκεια ακόμα. Αναφερόταν στο ελλαδιστάν σαν πολιτικό και στρατιωτικό σύστημα. Συνολικά. Εννοείται ότι το “σφικτό δέσιμο” (όχι μόνο με την Ουάσιγκτον αλλά και με το Τελ Αβίβ) έγινε με πλήρη γνώση και συμφωνία των ροζ. Σαν πολιτικών βιτρινών, σαν κόμματος και μελών, σαν επιρροών και οπαδών.

Ήταν και είναι η βασική επιλογή συμμαχιών τόσο των εφοπλιστών όσο και των υπόλοιπων κυκλωμάτων και μηχανισμών του ντόπιου βαθέος κράτους… (Άσχετα αν υπάρχουν ή όχι περιθώρια τακτικών ελιγμών…)

Φαιορόζ 3: οικογενειακές υποθέσεις…

Κυριακή 3 Μάρτη. Το να εμφανίζονται διάφορα βαριά πεπόνια της περιμέτρου της πολιτικής σκηνής για να πουν “καλούμε τον συριζα τώρα απαλλαγμένο από την παράταιρη συμμαχία με τους ανελ να…” κλπ κλπ είναι η συνέχεια της φάρσας της διαχείρισης της κρίσης με επιπλέον μέσα. Εννοούν ότι η φαιορόζ κυβερνοσχέση ήταν one night stand· και ότι «τώρα που τον/την ξεφορτώθηκες» (ω π.ε.τ.!) μπορεί η «οικογένεια» να ξαναγίνει τέτοια…

Η αντίληψη της καθεστωτικής «πολιτικής» σαν family affair ταιριάζει άψογα στην εξέλιξη που είχε το μοντέλο του πολιτικού προσοδισμού στη διάρκεια των σχεδόν 10 χρόνων της διαχείρισης της κρίσης α λα ελληνικά: έγινε ακόμα πιο σκληροπυρηνικός (επειδή περιορίστηκαν οι πρόσοδοι), πιο σφικτός, πιο παρακρατικός. Τα βαριά πεπόνια, άθελά τους, επιβεβαιώνουν αυτήν την εξέλιξη, εννοώντας τις «κυβερνοσυνεργασίες» σαν χειρισμούς μέσα σε φαμίλια· ή ανάμεσα σε φαμίλιες.

Φυσικά το ρεφραίν είναι πάντα «προγραμματικές συγκλίσεις». Εκεί που αυτά συμβαίνουν, π.χ. στην γερμανική πολιτική σκηνή (ακριβώς επειδή τόσο το γερμανικό κράτος όσο και το γερμανικό κεφάλαιο έχουν εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά) οι «προγραμματικές συγκλίσεις» γίνονται μέσω διαπραγματεύσεων που κρατούν μήνες, και παρουσιάζονται αναλυτικά και δημόσια.

Εδώ τα πραγματικά αφεντικά δεν χρειάζεται να δίνουν λογαριασμό. Άσχετα, λοιπόν, απ’ το ποιούς νομίζει ο λαός ότι εκλέγει, ένα είναι σίγουρο: δεν θα μάθει ποτέ πως οι φαμίλιες του ελληνικού κράτους / παρακράτους / κεφάλαιου τακτοποιούν τους λογαριασμούς τους…

Θα τρέφεται (και θα χορταίνει), απλά, απ’ τον πατερναλισμό τους….

(φωτογραφία: Το τεύχος νο 10 του τότε σκληρά φιλορόζ περιοδικού unfollow, Οκτώβρης 2012. Συνέντευξη του ψεκασμένου, υπό τον τίτλο όλοι κομμουνιστές είμαστε.

Ή η ανάδυση του διατεταγμένου συνοικέσιου, για να γίνει και το σχετικό «μασάζ» τους οπαδούς…)

Πως, λοιπόν, αυτό είναι ακόμα δυνατό;

Πέμπτη 28 Φλεβάρη. Ο δάσκαλος Walter Benjamin προειδοποίησε: μια τέτοια ερώτηση είναι βαθιά ανιστόρητη. Είχε δίκιο. Αλλά οι ανιστόρητες ερωτήσεις έχουν ένα βαθιά μυωπικό υπόβαθρο: μπουκωμένος ο καθένας από βεβαιότητες και συνήθειες δεν μπορεί να διακρίνει τι είναι τι. Ακόμα δυσκολότερα αν τα χαρακτηριστικά των γεγονότων είναι κάπως θολά.

Ωστόσο σ’ έναν κόσμο “μεταβατικό” (κι αυτό δεν συμβαίνει πρώτη φορά), κι ακόμα περισσότερο σ’ έναν κόσμο πληθωρικών εντυπώσεων (αυτό, με τον τρόπο που συμβαίνει είναι καινούργιο!) η ανομολόγητη θολούρα των περιστάσεων και η ακόμα πιο ανομολόγητη θολούρα των εντυπώσεων για αυτές τις περιστάσεις, κατασκευάζονται συστηματικά. Δεν είναι καθόλου ντροπή να ξέρεις ότι δεν ξέρεις. Ντροπή και ξεφτίλα είναι είσαι κατηγορηματικός ότι ξέρεις, μόνο και μόνο επειδή εισέπραξες διαγώνια και βιαστικά την λάμψη κάποιας παλαιο- ή νεο-μηντιακής εντύπωσης.

Η εργατική κριτική πίσω απ’ την ασταμάτητη μηχανή (αντιφασιστική όπως και άλλα αντι-, χωρίς όμως παζάρια και συμβιβασμούς για χάρη της ρηχότητας, της “συγκυρίας” και των public relations) παρακολουθεί εδώ και 40 χρόνια το ζήτημα / ερώτημα της «αναβίωσης» των φασιστο/ρατσιστικών ιδεών και πρακτικών. Στα μέρη μας και διεθνώς. Είναι δυνατόν ακόμα; Ναι!

Η δική μας εργατική κριτική δεν απορούσε. Ούτε απορεί. Δεν παραμυθιάζεται με την “αθωώτητα” του πόπολου. Ούτε έχει βρει έστω και έναν που να “παρασύρθηκε” στο νεο-νεοφασισμό, παρά την θέλησή του! Ήταν και είναι σίγουρη ότι αυτές οι ιδέες και πρακτικές τρέφονται συστηματικά από κρατικούς / παρακρατικούς μηχανισμούς· οι αποδείξεις είναι περισσότερες από αρκετές. Πάντα υπάρχει η προσήλωση στην εξουσία πίσω απ’ αυτές τις ιδέες και πρακτικές. Στην εξουσία συγκεκριμένα, στην εξουσία σαν ιδεώδες.

Συνεπώς το ερώτημα του νεο-νεοφασισμού (τι εξυπηρετεί) δεν απαντιέται μόνο με την ανάδειξη της πρωτοκοσμικής μικροαστικής σαπίλας. Η ανάδειξη αυτής της σαπίλας δείχνει τα «υποκειμενικά χαρακτηριστικά» του νεο-νεοφασισμού – και η αποκάλυψή της είναι απαραίτητη. Όμως αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά θα ήταν ιδιωτικές υποθέσεις αν δεν πριμοδοτούνταν από κρατικές / καπιταλιστικές αναγκαιότητες και συμφέροντα. Για να το πούμε διαφορετικά: ο φασισμός “απ’ τα κάτω” θα έμενε λουφαγμένος αν δεν τον επιστράτευε ο φασισμός “απ’ τα πάνω”. Οπότε, το ερώτημα του νεο-νεοφασισμού, απαιτεί απαντήσεις που να αφορούν και το σύμπλεγμα κράτους / κεφάλαιου, στην ιστορική φάση (πρώτα) της 3ης και μετά της τωρινής 4ης «βιομηχανικής επανάστασης».

Ακριβώς γι αυτό είναι ακόμα δυνατό το νεο-νεοφασιστικό φαινόμενο: επειδή είναι κατευθείαν παράγωγο των καπιταλιστικών αναγκαιοτήτων. Όμως η απάντηση αυτή είναι τόσο γενική ώστε είναι πρακτικά άχρηστη.

Τότε, στις αρχές των ‘90s…

Πέμπτη 28 Φλεβάρη. Δυστυχώς, οι μάρτυρες που θα επιβεβαιώσουν την ακρίβεια των πιο κάτω είναι ελάχιστοι. Ελάχιστοι ήταν που το πρόσεξαν (το επέβαλαν, τότε, οι απόψεις και οι πρακτικές τους) και άρα το θυμούνται… Έστω.

Ενώ δεν είχε κατακαθήσει ακόμα η σκόνη απ’ την κατάρρευση του «ανατολικού μπλοκ», κάποιοι ειδικοί των αφεντικών, υψηλού επιπέδου υποθέτουμε, αντάλλαξαν απόψεις και τεκμήρια σε σχέση με το ποιοι θα ήταν οι κίνδυνοι και από που θα ήταν δυνατόν να προέλθουν οι απειλές (απέναντι στον νικηφόρο δυτικό καπιταλισμό) μετά την εξάλειψη της ε.σ.σ.δ. και άρα των τακτικών και στρατηγικών επιρροών της. Για μια σύντομη μονάδα ιστορικού χρόνου το συμπέρασμά τους έγινε γνωστό (τουλάχιστον σ’ εμάς). Ήταν κάπως έτσι:

… Ναι μεν η ε.σ.σ.δ. κατέρρευσε αλλά είχαμε [σαν αφεντικά] ήδη αναπτυγμένο στη δύση έναν άλλον κίνδυνο: εκείνα τα κοινωνικοπολιτικά ρεύματα, οργανώσεις και κινήματα, που ήταν ταυτόχρονα αντι-εσσδ και αντικαπιταλιστικά… Οι ειδικοί εκείνοι έγιναν αρκετά συγκεκριμένοι: … Δηλαδή τους οπαδούς της Λούξεμπουργκ… Και τους αναρχικούς… Πρέπει να τους αντιμετωπίσουμε γρήγορα είπαν εκείνοι οι ειδικοί αφού, μετά την κατάρρευση της εσσδ, αυτοί δικαιώνονται στην κριτική τους και θα έχουν όλο το περιθώριο να μαζικοποιηθούν, σαν ανάλυση και σαν πράξη, συγκεντρώνοντας και τους απαγοητευμένους λόγω της κατάρρευσης…

Αυτά έγιναν στις πολύ αρχές των ‘90s. Και είχαν μια βάση: την κινηματική ιστορία των ‘70s και των ‘80s. Δεν ήταν όλα καλά εκείνες τις epic εποχές. Καθόλου!!! Όμως το ξαφνικό σταυροδρόμι της Ιστορίας, όπως αυτό έμοιαζε να ανοίγει εκεί, στις πολύ αρχές των ‘90s, που συμπεριελάμβανε το γεγονός ότι αρκετοί διαφωνούντες και αιρετικοί των ανατολικών καθεστώτων δεν ήταν δεξιοί και θρησκόληπτοι αλλά μάλλον (αυτό που στη Δύση θα χαρακτηριζόταν) ακροαριστεροί, όντως δημιουργούσε στην αυγή της νίκης του νεοφιλελευθερισμού, ένα ανταγωνιστικό ενδεχόμενο. Μια πιθανή καινούργια δυσκολία στα ‘90s, για την οποία δεν υπήρχε η ευκολία (για να αντιμετωπιστεί) του «μητρικού κράτους» (της Μόσχας) – άρα και το υπονοούμενο της «έμμισθης προδοσίας».

Έκαναν πολλά τα νικηφόρα αφεντικά για να αντιμετωπίσουν έγκαιρα ένα τέτοιο επικίνδυνο ενδεχόμενο – το αναγνωρίζουμε, επειδή το παρακολουθούσαμε τότε σε πραγματικό χρόνο. Ένα απ’ αυτά ήταν ο «εκδημοκρατισμός» του νατοϊκού σχεδίου stay behind. Μ’ άλλα λόγια: η συστηματική πριμοδότηση των νεο-νεοφασιστών. Πριμοδότηση με όρους “κοινωνικού φαινομένου” (αντί για συμμορίες, όπως ήταν στα ένδοξα χρόνια του stay behind). (Τώρα, καθόλου τυχαία, σε ένα καινούργιο update, έχουν βαφτιστεί αντισυστημικοί…)

Αυτή ήταν η πρώτη σαφής (για εμάς) “αναγκαιότητα” του νεο-νεοφασισμού, σαν αποπαιδιού του ηγεμονικού τότε νεο-φιλελευθερισμού: η προέκταση ενός σχεδιασμού αντιμετώπισης του κομμουνιστικού κινδύνου (εντός ή εκτός εισαγωγικών) σε νέα δεδομένα· ενός κινδύνου χωρίς Μόσχα, χωρίς Σύμφωνο της Βαρσοβίας, χωρίς Κομιντέρν, αλλά με ισχυρές αναφορές σε “ηττημένα” ως τότε ρεύματα του εργατικού διεθνισμού, του 19ου και του 20ου αιώνα…

…και στη συνέχεια…

Πέμπτη 28 Φλεβάρη. Ο πόλεμος στους «ξένους» (μετανάστες), βασικό στοιχείο του πολέμου στην πολυεθνικότητα της σύγχρονης εργατικής τάξης και, κατά συνέπεια, βασικό στοιχείο του αμείλικτου πολέμου στην πολιτική, αισθητική, ηθική και πολιτιστική αυτονομία της εργατικής τάξης ήταν αναγκαίο και ικανό ζητούμενο της πριμοδότησης των νεο-νεοφασιστών. Όχι το μοναδικό στοιχείο εκείνης της επίθεσης. Ένα ανάμεσα σε άλλα… Βασικό.

Ωστόσο, μ’ όλη του την φρικαλεότητα, αυτό το απαιτούμενο ήταν ένα μέρος μόνο της τότε (και ως πριν μια δεκαετία) νικηφόρας νεοφιλελεύθερης ατζέντας. Οι νεο-νεοφασίστες ήταν, απλά, (αλλά καθόλου ανώδυνα) ο βραχίονας της δημόσιας τάξης του γενικότερου νεοφιλελεύθερου project. Ούτε κάτι λιγότερο· αλλά ούτε κάτι περισσότερο. Της “ασφάλειας”, της “προστασίας”…

Υπάρχει κάποια καινούργια εξέλιξη; Ναι – υποστηρίζει η εργατική κριτική μας. Η ανάδυση, μέσα απ’ την διαχείριση της κρίσης (διαχείριση μιας κρίσης / αναδιάρθρωσης δομικής για την καπιταλιστική εξέλιξη) την τελευταία δεκαετία ενός διαφορετικού καπιταλιστικού μοντέλου διεύθυνσης. Το ονομάζουμε νεο-κρατισμό – και αναλαμβάνουμε την ευθύνη να το αναλύσουμε όσο πιο σύντομα τα καταφέρουμε.

Η ανάδυση του νεο-κρατισμού δεν είναι μυστική! Μπορεί κανείς να την δει στους διεθνείς συσχετισμούς, στη (σχετική) καπιταλιστική επιτυχία καθεστώτων σαν το κινεζικό, το ρωσικό, το τουρκικό ή το ιρανικό. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ο νεο-κρατισμός εμφανίζεται σαν ένα υβρίδιο της ατσάλινης κεντρικής (κρατικής) πολιτικής διεύθυνσης και της ελευθερίας της κατανάλωσης – μ’ όλες τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, από κράτος σε κράτος και από κοινωνία σε κοινωνία.

Όμως – κι αυτό είναι το πιο σημαντικό – η ανάδυση του νεο-κρατισμού είναι εμφανής πια και στην κοιτίδα του νεοφιλελευθερισμού: στα δυτικά καθεστώτα. Στις παρακμιακές ηπα, αλλά και στην ευρώπη: σε ότι αφορά την «προστασία» των «εθνικών (ή «περιφερειακών») πρωταθλητών» για παράδειγμα… Ή τις διάφορες παραλλαγές του «προστατευτισμού»…

Μέσα σ’ αυτήν την ανάδυση του νεο-κρατισμού (σε περιβάλλον όξυνσης του παγκόσμιου ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού) ο νεο-νεοφασισμός τείνει να γίνει περισσότερα από βραχίονας της δημόσιας τάξης. Τείνει να γίνει το περίγραμμα ενός γενικού σχεδίου διακυβέρνησης (ή «βιο-πολιτικής» αν το προτιμάτε) που αφενός ξεπερνάει τις διακρίσεις του 20ου αιώνα μεταξύ «δεξιάς» και «αριστεράς» (ένα ξεπέρασμα που, ωστόσο, κατάγεται ήδη απ’ τα ‘90s – με άλλη ευκαιρία οι εξηγήσεις και τα στοιχεία που έχουμε…), αφετέρου ενσωματώνει βασικά δεδομένα και αναγκαιότητες τόσο της 3ης όσο και (πια) της 4ης βιομηχανικής επανάστασης.

Δεν θα επεκταθούμε περισσότερο. Δεν είναι εδώ το μέρος για «κατεβατά»… Τεντώστε την προσοχή σας ωστόσο. Ακόμα και αποσπασματικά θα τα λέμε…

Δόγματα και απελπισίες

Τρίτη 26 Φλεβάρη. Τον καιρό της ευδαιμονίας (ας πούμε απ’ το δεύτερο μισό των ‘90s ως το πρώτο μισό των ‘00s) το δημοφιλές δόγμα ήταν: αν χρωστάς στην τράπεζα 20 χιλιάρικα έχεις πρόβλημα· αν χρωστάς 20 εκατομύρια το πρόβλημα το έχει η τράπεζα… Ακόμα και στατιστικά αν το σκεφτεί κανείς, εκείνοι που θα ήταν δυνατόν να δημιουργήσουν πρόβλημα στις τράπεζες με τα πανύψηλα χρέη τους θα ήταν πάντα πάρα πολύ λιγότεροι απ’ τους άλλους, εκείνους δηλαδή που θα είχαν σοβαρό πρόβλημα αν σταματούσαν να πληρώνουν τις δόσεις τους.

Ωστόσο το δόγμα ήταν δημοφιλέστατο, τόσο πολύ ώστε να μαρτυράει κάτι: όπως σε όλα τους οι ντόπιοι μικροαστοί έχουν (είχαν) την ελπίδα (και σε εποχές ευδαιμονίας την βεβαιότητα) ότι θα ανέβουν ψηλά, έτσι γινόταν και με τα δάνειά τους. Οι δανειστές των 20 ή των 50 χιλιάδων (για στεγαστικά, καταναλωτικά, κλπ) φαντασιώνονταν ότι θα καταφέρουν να αυξήσουν τόσο πολύ τα χρέη τους, ώστε να απελευθερωθούν απ’ αυτά εκτοξευόμενοι στη στρατόσφαιρα των εκατομμυρίων. Άγνωστο πόσοι το προσπάθησαν και το κατάφεραν. Η μεγάλη μάζα έμεινε, σίγουρα, στη βάση εκτόξευσης του «αν χρωστάς σχετικά λίγα έχεις πρόβλημα».

Τα πρώτα χρόνια της κρίσης και της διαχείρισής της α λα ελληνικά κάναμε περισσότερα απ’ όσα μπορούσαμε για να ενημερώσουμε για την άποψή μας: ότι το υψηλό «δημόσιο χρέος» ήταν, τελικά, δευτερογενές – και ότι το πραγματικό σοβαρό πρόβλημα του ελληνικού καπιταλισμού ήταν η χρεωκοπία των ντόπιων τραπεζών. Όπως, άλλωστε, ίσχυε για όλο τον υπόλοιπο καπιταλιστικό κόσμο – ευρώπη και βόρεια αμερική σίγουρα. Για την σωτηρία των οποίων (εντόπιων τραπεζών) το ελληνικό κράτος αύξησε τόσο πολύ το χρέος του, ώστε να γίνει διεθνές βούκινο…

Για λόγους που τους αναλύσαμε και τους μάθαμε στην εξέλιξη των χρόνων, η «λαϊκή μάζα», δηλαδή η μικροαστική πλειοψηφία που είχε ή θα είχε σύντομα πρόβλημα με τα χρέη της στην τράπεζα, ακολούθησε το κρατικό / παρακρατικό δάκτυλο, που έδειχνε το «δημόσιο χρέος»…. Το βάφτισε «ανύπαρκτο», το βάφτισε «επονείδιστο», «ακόλαστο» ή όπως αλλιώς – σκατά καταλάβαινε ακόμα και σε σχέση μ’ αυτό!! Το βασικό όμως είναι ότι η «λαϊκή μάζα» πέρασε πολλά (και κρίσιμα από πολιτική άποψη) χρόνια βρίζοντας την Μέρκελ και τον Σόιμπλε, με τον πιο εθνικιστικό τρόπο που θα ήταν δυνατόν. Που σημαίνει: στο όνομα της εθνικής ενότητας, είτε το είχαν συναίσθηση είτε όχι, εκείνοι που είχαν ή θα είχαν σύντομα πρόβλημα με τα δάνειά τους, έβγαλαν τις τράπεζες (και την ιδεολογική λειτουργία του χρηματοπιστωτισμού) έξω απ’ τον λογαριασμό. Η μάζα αυτή πεθύμησε την φυλάκιση πολιτικών… Οι Προβόπουλοι, οι Σάλλες και όλοι οι παρόμοιοι ήταν έξω απ’ τα ραντάρ της. Τέτοιο χατήρι στους βαθυκρατικούς χρυσοδάκτυλους του ντόπιου χρηματοπιστωτισμού δεν θα μπορούσε να το φανταστεί κανένας ισλανδός!

Τα χρόνια της διαχείρισης της κρίσης πέρασαν. Οι πολιτικές βιτρίνες ισχυρίζονται ότι το ζήτημα του «δημόσιου χρέους» διευθετήθηκε (πράγμα που είναι μια αλήθεια εντελώς προσωρινή). Οι τράπεζες όμως; Αυτές που δεν είχαν κανένα πρόβλημα το 2009, το 2010, το 2011 – όπως ήθελε η «λαϊκή μούσα» (της εθελοδουλείας); Περίεργο πράγμα: οι χρηματοπιστωτικοί μηχανισμοί που ΔΕΝ είχαν πρόβλημα… εξακολουθούν να έχουν!!! (Μόνο κάτι περιθωριακοί σαν εμάς το έδειχναν, σαν πολιτικό ζήτημα, έγκαιρα – τι κρίμα!).

Και όχι μόνο έχουν πρόβλημα αλλά για να το λύσουν, πρέπει να μεταφέρουν μεγάλα μέρη του προβλήματος στους οφειλέτες: “κόκκινα” δάνεια, φανάρια – μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά... Να τα μεταφέρουν σ’ αυτούς για τους οποίους ήδη απ’ την εποχή της ευδαιμονίας ήταν γνωστό ότι… το έχουν…

Σκέτες απελπισίες

Τρίτη 26 Φλεβάρη. Στην παλιο-ισλανδία λοιπόν (καπιταλισμός κι εκεί), αντί να χάνουν τον χρόνο τους κυνηγώντας φαντάσματα, κοίταξαν τις τραπεζικές πρακτικές στη χορήγηση δανείων! Κοίταξαν, δηλαδή, τα τραπεζικά παρακάλια, του είδους “με κάθε δάνειό σας, σας κάνουμε κι άλλα δύο δώρο!”. Σ’ αυτή τη σχέση υπάρχουν δύο πόλοι: αυτός που δανείζει, κι αυτός που δανείζεται. Η ευθύνη όμως δεν είναι μοιρασμένη στη μέση. Επειδή οι ισλανδοί ξέρουν ότι ζουν σε καπιταλισμό (σε αντίθεση με τους έλληνες, που νομίζουν ότι ζουν στην βυζαντινή αυτοκρατορία που, απλά, δεν έχει προλάβει ακόμα να ξανακηρύξει την Isranbul πρωτεύουσα) η επίγνωση της κοινωνικής βάσης ότι, σε τελευταία ανάλυση, όταν κάποιος μοιράζει (δανεικά) λεφτά και κάποιος τα παίρνει, την μεγαλύτερη ευθύνη την έχει ο πρώτος· η ύπαρξη στην ισλανδία (εδώ;) κάποιας νομοθεσίας που χαρακτηρίζει ορισμένες τραπεζικές πρακτικές (σε ότι αφορά, π.χ., τις επιθετικές πωλήσεις δανείω) σαν ριψοκίνδυνη και, σε τελευταία ανάλυση, παράνομη· και το παντελόνιασμα απ’ τα στελέχη των τραπεζών (στην ισλανδία όπως και στην ελλάδα) των γενναίων bonus ανάλογα με τις «πωλήσεις» (δανείων…) που πετύχαιναν· για όλους αυτούς τους λόγους λοιπόν σημαίνοντα στελέχη των εκεί τραπεζών πήγαν φυλακή.

Θα πει κάποιος ότι στην ελλάδα δεν δόθηκαν «δάνεια χαμηλής εξασφάλισης», subprime… Αυτό δεν είναι καθόλου βέβαιο. Ισχύει, μάλιστα, το αντίθετο: είναι ευθύνη των τραπεζικών στελεχών να ξέρουν (το ήξεραν και στα μέρη μας!) ότι δίνοντας απλόχερα δανεικά δημιουργούν «φούσκες» (μεταξύ αυτών: στα ακίνητα) οι οποίες, όταν θα έσκαγαν αργά ή γρήγορα (και πάντως μέσα στην 20ετία αποπληρωμής του μέσου στεγαστικού…) κάποιοι, πολλοί, θα έχουν πρόβλημα. Ακόμα κι αν ο μέσος ηλιθιος μικροαστός κοιτάει στον ουρανό και νομίζει ότι η καρέκλα του είναι εξασφαλισμένη και ο μισθός του θα ανεβαίνει συνέχεια ώστε να φτιάξει εξοχικό στην Αράχωβα, ακόμα κι έτσι, τα τραπεζικά στελέχη, σαν εξ ορισμού serfers ενός μηχανισμού που υποχρεωτικά δημιουργεί ή επιβλέπει κρίσεις και καταρρεύσεις μεγάλης κλίμακας, θα έπρεπε να ξέρουν ότι δεν υπάρχει τέτοιος ουρανός. Μόνο γκρεμοί.

Το ήξεραν στα μέρη μας; Δεν το ήξεραν; Αδιάφορο: έβγαζαν φράγκα, πολλά φράγκα, πουλώντας δάνεια. Έτσι ώστε όταν θα ερχόταν η στιγμή της κόλασης, στο ικρίωμα δεν θα έπρεπε να είναι μόνο εκείνοι που «είχαν πρόβλημα» απ’ την αρχή. Κυρίως θα έπρεπε να είναι εκείνοι που τους έπεισαν ότι «δεν θα έχεις πρόβλημα…» – επωφελούμενοι άμεσα, υλικά, τοις μετρητοίς απ’ την διαβεβαίωση…

Δεν έγινε έτσι. Κι αυτό είναι πολιτικό γεγονός κεντρικής σημασίας για τις ταξικές ισορροπίες στα μέρη μας. Ακόμα και τώρα, που γίνεται η ύστατη προσπάθεια να σωθούν οι ελληνικές τράπεζες χωρίς bail in (που θα τις καταστρέψει εντελώς), η «εθνική ενότητα» ανάμεσα στις δύο ή τρεις σημαίες της έχει και μία του χρηματοπιστωτισμού. Αντίστροφα, οι «υποστηρικτές του λαού» αιωρούνται στο βάλτο του γεγονότος ότι μόνο ξώφαλτσα (και για ξεκάρφωμα) κοίταξαν προς τη μεριά των ceo και των δ.σ. των ελληνικών τραπεζών στα χρόνια της ευδαιμονίας. Υπάρχει εξήγηση στη μυωπία τους: τα στενά συμφέροντά τους και η καούρα τους να διασώσουν τον ντόπιο μικροαστισμό μαζί με όλες τις διαχρονικές ψευδαισθήσεις του.

Η Ιστορία είναι αμείλικτη

Τρίτη 26 Φλεβάρη. Η εποχή της “αστακομακαρονάδας” σαν διαμάντι στα μικροαστικά στέμματα (τρως λίγο αστακό και πολύ ζυμαρικό, οπότε νοιώθεις λιγάκι αστός – η κοινωνική άνοδος των μικροαστών περνάει σίγουρα απ’ το στομάχι τους· και λίγο χαμηλότερα απ’ αυτό!) ήταν πολύ υπαρκτή και πολύ μαζική. Σ’ αυτήν την κοινωνία, που ψήφισε κάποιον το ’09 κόβοντας στη μέση μια φράση του και κρατώντας το ευχάριστο “λεφτά υπάρχουν…”, το να μοιράζουν λεφτά οι τραπεζικές γραφειοκρατείες επί μια δεκαπενταετία πριν ήταν το πιο ευχάριστο πράγμα που θα μπορούσε να ζήσει.

Δανεικά σημαίνουν υποθήκη. Υποθηκεύει κανείς όχι μόνο το “ακίνητό” του, αλλά πιθανά και την ζωή του – αν κάτι πάει στραβά, κι αν είναι (στην πραγματικότητα) πληβείος. Φαντασμένος μεν, πληβείος δε…. Και επειδή η σχέση δανειστή – οφειλέτη είναι άνιση (πάντα ήταν, σ’ όλη την ιστορία του δανεισμού!) όταν έρθει η στιγμή να “έχεις πρόβλημα”, μπορεί και να είναι πρόβλημα ζωής…

Γι’ αυτά θα μπορούσαμε να γράφουμε ώρες. Όμως η ευθύνη, το ξαναλέμε, δεν είναι μοιρασμένη στη μέση. Αυτός που κάνει “΄πολιτική τιμών” στο εμπόριο πρέζας επειδή θέλει να ανοίξει την αγορά και να αυξήσει τα κέρδη του δεν έχει στο ζύγι το ίδιο βάρος με τον πρεζάκια. Ούτε μπορεί να κρυφτεί ο έμπορος πίσω απ’ τον πρεζάκια (του χρήματος…) με το επιχείρημα “ας πρόσεχε”. Αν πρόσεχαν όλοι αυτός θα πούλαγε χαρτομάντηλα στα φανάρια – και δεν θα του άρεσε καθόλου…

Οι ευθύνες των εμπόρων πρέζας (εν προκειμένω: των εμπόρων χρήματος) είναι πολύ μεγάλες, πολύ συγκεκριμένες – και εύκολα αποδείξιμες. Όχι γενικές, του είδους “κάτω οι τράπεζες”. Όχι “οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωΐνη!” (σωστό, ισχύει και για την κοκαΐνη, αλλά είναι λειψό). Το τραπεζικό κύκλωμα, στα high του, είχε συγκεκριμένες ιεραρχικές δομές, που τις στελέχωναν συγκεκριμένα άτομα: προέδρους τραπεζών, εκτελεστικούς διευθυντές των δ.σ., μετόχους και μερίσματα, διευθυντές καταστημάτων, πωλητές δανείων, λογιστές, κλπ. Ήξεραν ότι ρίχνουν ζαριές πάνω σε καμπούρες. Ήξεραν ότι η ντόπια «αγορά ακινήτων» ήταν «υπερθερμασμένη». Ήξεραν ότι με ή χωρίς «παγκόσμια κρίση» η «φούσκα θα έσκαγε». Αλλά την τάιζαν. Ο κάθε μαλάκας μικροαστός στον γκισέ δεν καταλάβαινε χριστό. Αυτοί ήξεραν όμως. Ήξεραν ότι θα έρθει μια στιγμή που αυτός ο μαλάκας μικροαστός θα είναι μπροστά στον γκισέ όχι κορδωμένος αλλά γονατιστός… Στατιστικά ήταν απόλυτα βέβαιοι…

Πέρασε ο καιρός με τον πατερναλιστικό «νόμο Κατσέλη». Χώθηκαν εκεί και καβατζώθηκαν πολλές «πρώτες κατοικίες / βίλες». Εκείνοι που έκαναν την τύχη τους με το «πάρε κόσμε δανεικά» ουσιαστικά καθάρισαν. Ο «πάρε κόσμε» όμως είναι εδώ και καιρό μπροστά στην υποθήκευση της ζωής του. Χρωστάει και δεν μπορεί να ξεχρεώσει. Ασυναίσθητα αποδεικνύεται ότι το «οι ωραίοι έχουν χρέη» ήταν ύμνος για εκείνους με τα μύρια. Όμως ο “πάρε κόσμε” το τραγούδισε κι ας το ξανατραγούδησε νομίζοντας ότι γράφτηκε γι’ αυτόν.

Την υποθήκευσή του την συνυπέγραψε – αυτό είναι βέβαιο. Δεν τόλμησε να πάρει οργανωμένα και μαζικά πίσω την υπογραφή του. Δεν τόλμησε να σπάσει μια και καλή το συμβόλαιό του με τον έρωτα και το τσιφτετέλι για τα φράγκα: θα έπρεπε πριν να πνίξει τον μικροαστισμό του.

Αυτό δεν το διανοείται καν… Εντάξει. Αλλά ο καπιταλισμός που δίνει τα μεν παίρνει τα δε. Και δεν ασχολείται με τις λεπτομέρειες και τα “ψυχολογικά” του κάθε εθελόδουλου, όσο φτωχοδιάβολος κι αν έγινε, όσο κι αν μιξοκλέγεται…

Δεν υπάρχει θέμα κύριε…

Σάββατο 23 Φλεβάρη. Απ’ τα τέλη της δεκαετίας του ’80, και με μια εκρηκτική επιτάχυνση απ’ τις αρχές των ‘90s, ο ντόπιος μικροαστισμός (αυτό που κομψά λέγεται «ελληνικός λαός») εξωτερίκευσε απολαμβάνοντάς το με κάθε τρόπο αυτό που ονομάσαμε έγκαιρα λουμπενισμό.

Παρότι χρωστάμε (ανάμεσα σε πολλά άλλα) μια λεπτομερή ανάλυση αυτής της «προόδου» (έτσι βιώθηκε) μπορούμε να πούμε εδώ δύο τρία πράγματα. Πρώτον, ότι λούμπεν ήταν υποχρεωτικά το εθνικό πέρασμα στον εφαρμοσμένο, πραγματικό (με βάση την ντόπια ιστορία) νεοφιλελευθερισμό. Δεν έγινε παντού στον πρώτο κόσμο το ίδιο. Έγινε στο ελλαδιστάν, και υπήρχαν λόγοι για να γίνει εδώ και όχι αλλού. Το «κώλοι και λεφτά», που έγινε το ενιαίο κοινωνικό δόγμα «δεξιάς» και «αριστεράς» (υπάρχουν άφθονες καταγραμμένες αποδείξεις), είχε την έκφραση του έχεις λεφτά – είσαι σκύλος! Και το ανάποδο: γίνε σκύλος / σκύλα για να τα κονομήσεις. Είτε γαυγίζεις, είτε δαγκώνεις, είτε κουνάς την ουρά: πάντα να γρυλίζεις.

Αυτό είναι το πολιτιστικό δόγμα από τότε. Εδώ και 30 χρόνια συνεχώς. Η cyberσαπίλα, η δυνατότητα δηλαδή να επιβεβαιώνεται κάθε λούμπεν εκδοχή μέσω του «το είδα στο internet» (μέσω του να τιτιβίζεις πια – όπως αφοδεύεις…) νομιμοποίησε και επιβεβαίωσε ότι το να είσαι καραγκιόζης είναι ο.κ. Το να εκφράζεται το «κοινωνικό» στο «πολιτικό», το να σκαρφαλώνει δηλαδή ο λουμπενισμός στα ιερά και όσια της πολιτικής εξουσίας, ήταν και παραμένει απλά ζήτημα συγκυρίας. Και – ας το πούμε τηλεγραφικά – ζήτημα κεφαλαίου. Ζήτημα, δηλαδή, του ποιες είναι οι ηγεμονικές φράξιες των ντόπιων αφεντικών· και τι εικόνα επέλεγαν και επιλέγουν να προβάλουν για τους εαυτούς τους, σαν αξιοζήλευτες, στο πόπολο.

Ο φαιορόζ κυβερνοθίασος, όπως και οι προηγούμενοι, είναι προϊόν αυτού του λουμπενισμού. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Απ’ την στιγμή που στις 5 Μάη του 2010 έγινε ένα δολοφονικό πραξικόπημα των μηχανισμών του ντόπιου παρακράτους τυλιγμένο στη «λαϊκή οργή» – και αυτό το πραξικόπημα πέτυχε… – ήταν σαφές ότι στο ελλαδιστάν της διαχείρισης της κρίσης τα σκυλιά των αφεντικών έχουν τον χώρο να γαυγίζουν ή να δαγκώνουν στην «πρώτη γραμμή». Για να το πούμε διαφορετικά: αποδείχθηκε ότι το να γρυλίζει ο καθένας δεν είναι μόνο πολιτιστικό mainstream αλλά (επιτέλους!) πολιτικό προσόν.

Η περίπτωση του υπουργού που γρυλίζει έχει ειδικό ενδιαφέρον: είναι η φάρσα του «μαυροπουκαμισά» που κάποτε αποτελούσε το πρότυπο του original ευγενούς αγρίου· αλλά έχει πάψει εδώ και χρόνια στη μεγάλη πλειονότητά του να είναι οτιδήποτε απ’ τα δύο. Ο εθνικός λουμπενισμός στα γεννητούρια του, στα τέλη των ‘80s, μυθοποίησε τους χουλιγκάνους. Κι αυτή η μυθοποίηση τους διέφθειρε (τους χουλιγκάνους) σε τέτοιο βαθμό ώστε σύντομα για να κρατήσει η κερκίδα το παλιό της αυθεντικό ευγενές πνεύμα έπρεπε να φύγει απ’ τα γήπεδα… Στα γεράματά του αυτός ο εθνικός λουμπενισμός επιχειρεί να μυθοποιήσει τους «κρητίκαρους που τους θέλουν οι λούγκρες», στο βαθμό που είναι πια τόσο διεφθαρμένοι ώστε να γίνονται εθνοπατέρες – και sex symbols. Η τελική διαδρομή της μικροαστικής σαπίλας απλά αντιστρέφει την αρχική της· ελπίζοντας σε κάποια αναβίωση…

Τα υπόλοιπα είναι η πρόστυχη αλληγορία: της αιώνιας εθνικής αθωώτητας…