Τρίτη 28 Αυγούστου. Οι νομισματικοί / εμπορικοί πόλεμοι δεν είναι κάτι καινούργιο!! Στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’90 για παράδειγμα, όταν ο ιαπωνικός καπιταλισμός ανέβαινε «άγρια» και το γιεν έδειχνε τα δόντια του στο δολάριο, η Ουάσιγκτον, μέσω διαφόρων διεθνών εμπόρων χρήματος και νομισμάτων, κήρυξε ανελέητο πόλεμο στο Τόκιο, προκαλώντας του σοβαρή κρίση. (Ήταν η εποχή που η ιαπωνική αυτοκινητοβιομηχανία είχε υπερφαλαγγίσει την αμερικανική μέσα στην ίδια την έδρα της, το usa, και όπου όχι το ψόφιο κουνάβι αλλά κοτζάμ πρόεδρος Κλίντον ταξίδεψε στο Τόκιο σαν πλασιέ των αμερικανικών θωρακισμένων αυτοκινήτων…. προσπαθώντας να πείσει την Yakuza, τις γιαπωνέζικες μαφίες δηλαδή, για την αξία τους… Ναι, είναι αλήθεια: έτσι ακριβώς έγινε!)
Ακόμα και η δημιουργία του ευρώ υπήρξε εξ αρχής πράξη πολεμική, παρότι το κίνητρο του Παρισιού που επέβαλε το «ενιαίο νόμισμα» στο Βερολίνο (μετά την ένωση των δύο γερμανιών) δεν ήταν ο ανταγωνισμός με το δολάριο αλλά η εξαφάνιση του μάρκου. Εκείνο που διαφοροποίησε τα ως τότε δεδομένα (επειδή άρχισε να οξύνεται ο ενδοκαπιταλιστικός ανταγωνισμός) ήταν η πιο πρόσφατη διεθνής ένταση της κρίσης, απ’ τα τέλη του 2008 και μετά. Κρίση που (θα το θυμήσουμε, κι ας είναι μάταιο) είχε χρηματοπιστωτική έκφραση· αλλά όχι και αιτίες.
Απο εκείνο το χρονικό σημείο και μετά, το ποιες τράπεζες θα άντεχαν, ποια νομίσματα διεθνούς χρήσης θα είχαν τα μικρότερα στραπάτσα και, κατά συνέπεια, ποιοι καπιταλισμοί θα μπορούσαν να ανασυνταχτούν γρηγορότερα επωφελούμενοι απ’ το global εμπόριο, έγινε ακόμα κρισιμότερο.
Απ’ το 2010 και μετά, όταν η «ελληνική κρίση» έδωσε την ευκαιρία στην Ουάσιγκτον να ποντάρει σε μια «κρίση αξιοπιστίας του ευρώ» το ελληνικό κόμμα της δραχμής στοιχήθηκε απόλυτα με τις αμερικανικές επιδιώξεις – κατ’ αρχήν αντικειμενικά και σε αρκετές περιπτώσεις και υποκειμενικά (στο Sarajevo γράψαμε και για τα δύο όταν και όπως έπρεπε). Η κύρια έως μοναδική πηγή «συμβουλών» και «παραινέσεων» προς την Αθήνα να φύγει απ’ το ευρώ (προκαλώντας αυτήν την τόσο χρήσιμη στο δολάριο κρίση διεθνούς αξιοπιστίας του ευρωπαϊκού νομίσματος…) ή/και «προβλέψεων» για «το τέλος του ευρώ» ήταν αμερικανικά και αγγλικά think tanks, αγγλοαμερικανικά μήντια παγκόσμιας εμβέλειας, αγγλοαμερικανικοί οίκοι αξιολόγησης και οι παρατρεχάμενοί τους – έως «ενσωματωμένες» οικονομολογικές περσόνες διαφόρων διαμετρημάτων, φτάνοντας μέχρι τους νομπελίστες Paul Krugman και Joseph Stiglitz. Η επιθυμία διάλυσης της ευρωζώνης εκδηλώθηκε τόσο κατηγορηματικά τότε, ώστε αποτελεί το νήμα που συνδέει τους «δημοκρατικούς» και «φιλολαϊκούς» ινστρούκτουρες εκείνης της περιόδου, απ’ το 2010 και μετά, με τον πιο εντατικό εμπορικό πόλεμο του ψόφιου κουναβιού και των αμερικάνων συντηρητικών σήμερα.
Αυτό είναι, τώρα, το δεδομένο: ένας πόλεμος που γινόταν ήδη κλιμακώνεται. Και, εξαιτίας της κλιμάκωσης, δείχνει (σε όποιον θέλει να τα δει) τα όριά του.