Δευτέρα 27 Φλεβάρη. Good Friday Agreement (ή Belfast Agreement) λέγεται η τελική συμφωνία ειρήνης στη β. Ιρλανδία, μια συμφωνία που υπογράφτηκε στις 10 Απρίλη του 1998, σημειώνοντας το επίσημο τέλος του εθνικο-απελευθερωτικού αγώνα των βορειοϊρλανδών καθολικών εναντίον της αγγλικής κατοχής.
Φαίνεται ότι οι σπόνσορες και οι ψηφοφόροι του brexit ξέχασαν την συμφωνία της «καλής Παρασκευής» όταν πήγαν στις κάλπες. Πράγματι, ούτε αυτή ούτε άλλα σοβαρά ζητήματα είχαν θέση στη ρητορική υπέρ της εξόδου του «ηνωμένου βασιλείου» απ’ την ε.ε. Όμως τώρα, ας το επαναλάβουμε, ο αγγλικός εθνικισμός (των «απλών ανθρώπων»…) κινδυνεύει σοβαρά να βρεθεί μπροστά στην αναζωπύρωση της εξέγερσης στη βόρεια ιρλανδία· και μάλιστα με αισθητά χειρότερους (σε βάρος του) όρους απ’ ότι στον 20ο αιώνα.
Βασικά στοιχεία της συμφωνίας του ’98 ήταν η αναβάθμιση των σχέσεων ανάμεσα στη βόρεια ιρλανδία και το υπόλοιπο νησί, την ιρλανδική δημοκρατία. Το 1998, το γεγονός ότι και τα δύο κράτη (αγγλία και ιρλανδία) ήταν μέλη της ε.ε. διευκόλυνε ιδιαίτερα αυτήν την αναβάθμιση – και το brexit δεν υπήρχε στον ορίζοντα ούτε σαν υποψία. Πέρα, ωστόσο, απ’ την θεσμική αναβάθμιση αυτών των σχέσεων (που είναι σχέσεις καθημερινής ζωής, από οικονομικές και εργασιακές μέχρι οικογενειακές και κοινωνικές) η συμφωνία της «καλής Παρασκευής» περιελάμβανε από κοινού αυτήν την παραδοχή:
– ότι η πλειοψηφία των κατοίκων της βόρειας ιρλανδίας επιθυμεί να παραμείνει μέρος του ηνωμένου βασιλείου· αλλά ταυτόχρονα
– η πλειοψηφία των ιρλανδών της βόρειας ιρλανδίας θέλει να ενωθεί με την υπόλοιπη ιρλανδία.
Και τα δύο αυτά υπογράφτηκαν σαν νόμιμες απαιτήσεις – και απ’ το Λονδίνο. Το συγκεκριμένο «δια ταύτα» αυτής της παραδοχής είναι το εξής, που περιλαμβάνεται σαν άρθρο στη συμφωνία: η βόρεια ιρλανδία θα παραμείνει τμήμα του ενωμένου βασιλείου εκτός εάν η πλειοψηφία τόσο των κατοίκων της όσο και εκείνων της ιρλανδικής δημοκρατίας αποφασίσουν διαφορετικά. Δηλαδή να ενωθούν. Αν συμβεί αυτό τότε οι κυβερνήσεις του Λονδίνου και του Δουβλίνου είναι υποχρεωμένες να σεβαστούν την απόφαση…
Οι βορειοϊρλανδοί καθολικοί δέχτηκαν αυτή τη συμφωνία, και τα όπλα τους σίγησαν, επειδή σχετικοποιούσε αισθητά την κυριαρχία της αγγλίας πάνω τους. Όμως η έξοδος απ’ την ε.ε. (την οποία οι ίδιοι, όπως και αρκετοί προτεστάντες στη βόρεια ιρλανδία δεν ψήφισαν) ξανακάνει τις 6 βορειοϊρλανδικές επαρχίες καθαρόαιμη αγγλική κτήση. Κι αυτό δεν τους αρέσει καθόλου.