Τρίτη 25 Ιούλη. Είναι φαντασίωση, ουτοπία· ακόμα και ανέκδοτο θα μπορούσε να είναι. Σίγουρα είναι ρεφορμισμός· (από δω το πάμε, απο ‘κει το πάμε…) Έχουμε την επίγνωση! Το χρησιμοποιούμε ωστόσο σαν μέτρο: αν ένα παντοδύναμο τζίνι επέτρεπε σε έναν τολμηρό βασιλιά να κάνει μία και μόνο μία σοβαρή μεταρρύθμιση στο παρακμιακό βασίλειό του, αυτή θα έπρεπε να αφορά την «νομοθεσία / απονομή δικαιοσύνης». Ο ρόλος που παίζουν αυτά τα συστήματα στις ανθρώπινες κοινωνίες, είτε πρόκειται για εθιμικές κατασκευές είτε για προϊόντα κάποιου απρόσωπου ορθολογισμού / εξισωτισμού, σπάνια γίνεται κατανοητός στους καπιταλιστικούς καιρούς μας. Επειδή, φυσικά, ξέρουμε και ισχύει ότι «η δικαιοσύνη δεν είναι τυφλή, ήταν και είναι ταξική». Ξέρουμε επίσης τα λόγια του Ντάριο Φο για τους δικαστές. Όμως ΔΕΝ είναι μόνο αυτοί η περιβόητη «δικαιοσύνη». Είναι ένα πολύ ευρύτερο πλέγμα…
Ειδωμένη σα σύνολο η ελληνική «παραγωγή νόμων / εφαρμογή τους» είναι η κολασμένη καρδιά όχι απλά μιας δομής ταξικής αλλά, επιπλέον μια κοινωνίας πολιτικού προσοδισμού. Στις νομικές σχολές διδάσκεται φευγαλέα αυτό που λέγεται «πολυνομία», σαν παθολογικό δεδομένο, που απλά, με τον καιρό, γίνεται ακόμα πιο γάγκρενα. Όμως το γεγονός είναι ότι η «πολυνομία» και η επιτηδευμένη αργκώ της νομοθεσίας κάνει απροσπέλαστους και ακατανόητους για τον «κοινό άνθρωπο» ακόμα και τους πιο στοιχειώδεις νόμους· αυτό το γεγονός, αυτή η εκβιασμένη, επιβεβλημένη άγνοια, είναι ο χωροχρόνος όπου πιάνουν δουλειά οι ειδικοί, δικηγόροι και δικαστές. Για να «πουλήσουν» οι μεν μια τρύπα, ένα παράθυρο, μια πόρτα, μια εξαίρεση εδώ· για να επιβάλλουν οι δε μια αγορασμένη ή διατεταγμένη ερμηνεία εκεί. Μ’ αυτόν τον τρόπο η «ταξική δικαιοσύνη» α λα ελληνικά αφήνει που και που περάσματα για κάποιους πιο πληβείους, πράγμα που την κάνει να φαίνεται «δημοκρατική». Όμως ταυτόχρονα οι επαγγελματίες της φροντίζουν να τυλίγουν τα πάντα με τον ιστό των ειδικοτήτων τους. Η ελληνική (κοινωνική) δικομανία είναι απλά η έκφραση της διάλυσης των κοινωνικών τρόπων εξομάλυνσης των διαφορών και της μικροαστικής εκτόξευσης προς τον ιστό του δικαστηρίου. Ίσως η λέξη “δικομανία” να μην είναι καν ακριβής. Πρόκειται, μάλλον, για την αποδοχή της γενικευμένης μεσολάβησης των ειδικών, ξεκινώντας απ’ τους βουλευτές / νομοθέτες και τα “προεδρικά διατάγματα” και φτάνοντας ως τους πταισματοδίκες, στην πρωταρχική αίσθηση του δικαίου.
Είναι λοιπόν εύλογο ότι οποιαδήποτε σοβαρή και γενναία μεταρρύθμιση σ’ αυτήν την μία και μοναδική ευκαιρία που θα έδινε το τζίνι, θα ήταν στο ελλαδιστάν μακρόχρονη, δύσκολη, συγκρουσιακή. Το αποτέλεσμα δεν θα έφτανε ποτέ στην απλότητα των βιβλικών «δέκα εντολών». Αλλά θα μπορούσε να μειώσει δραστικά την δικαιϊκή εξουσία των ειδικών και των κυκλωμάτων τους, που κάνουν την ταξική δικαιοσύνη να είναι και τοξική. Θα μείωνε, επίσης, δραστικά τον αριθμό αυτών των επαγγελματιών· να ένας λόγος ανελέητου “κλαδικού” πολέμου εκ μέρους τους!
Δεν θα γινόταν κάτι τέτοιο για λογαριασμό της αυτοδικίας (καμία οργανωμένη κοινωνία, ακόμα και η πλέον αναρχική, δεν θα επέτρεπε κάτι τέτοιο!) αλλά υπέρ της κοινωνικής δικαιϊκής «αυτο-πεποίθησης». Σε τελευταία ανάλυση, σε έναν απλουστευμένο και προσιτό ορίζοντα νόμων, τα εργατικά δίκαια θα μπορούσαν να είναι πιο συμπαγή και εύστοχα. Γιατί η σχέση του πραγματικού συντάγματος (των ταξικών σχέσεων δύναμης) με το τυπικό περιλαμβάνει, για τα ντόπια αφεντικά, κι αυτό το όπλο: την θολούρα, την απροσδιοριστία και την «ευελιξία» του τυπικού…
Εν τω μεταξύ η νομοθεσία (σαν θέσμιση αλλά και σαν συλλογική ηθική) έχει να αντιμετωπίσει τόσες «προκλήσεις» απ’ την εξελισσόμενη καπιταλιστική αλλαγή παραδείγματος, έτσι ώστε και μόνο η σκέψη ότι οι όποιες απαντήσεις θα προστεθούν στο ήδη υπάρχον ελληνικό «δικαιϊκό σώμα» είναι τόσο αισιόδοξη όσο το να φοράει κανείς σε ένα πτώμα βατραχοπέδιλα περιμένοντας ότι έτσι θα εξερευνήσει τους βυθούς…