Πέμπτη 10 Φλεβάρη>> Το «συντονιστικό κέντρο», το στρατηγείο αυτών των «κανόνων της αγοράς» μορφοποιήθηκε στην ε.ε. ως target model. Πρόκειται για ένα σύστημα επάλληλων και αλληλοσυμπληρούμενων «εθνικών» χρηματιστηρίων ηλεκτρισμού, πέρα απ’ τα «κεντρικά» χρηματιστήρια εμπορευμάτων / πρώτων υλών, πετρελαίου ή/και φυσικού αερίου για παράδειγμα.
Το ελλαδιστάν άργησε να προσχωρήσει στο ηλεκτρικό πάρτυ του target model. Το έκανε μόλις στο δεύτερο μισό του 2020 – πριν βρισκόταν σε εξέλιξη ένα άλλο πάρτυ, «μεταβατικό του μεταβατικού». Ο υπουργός Χατζηδάκης ήταν πολύ περήφανος για το target model. Αντιγράφουμε από ρεπορτάζ της καθεστωτικής «καθημερινής» στις 21 Σεπτέμβρη του 2020 (τότε που, ας θυμηθούμε την συγκυρία, οι πλατφόρμες γενετικής μηχανικής είχαν εμφανιστεί απειλητικές – ή λυτρωτικές για πολλούς – στον ορίζοντα).
… Ο υπουργός Κωστής Χατζηδάκης εμφανίζεται αποφασισμένος να βάλει τέλος στις συνεχείς αναβολές και στα υπερκέρδη των λίγων εις βάρος της βιομηχανίας και των καταναλωτών. «Θα ακολουθήσουμε τον ευρωπαϊκό δρόμο», δηλώνει, στέλνοντας μέσω της «Κ» ένα σαφές και αιχμηρό μήνυμα σε όσους επενδύουν σε συνέχιση των καθυστερήσεων. «Eχοντας προχωρήσει με τη διάσωση της ΔΕΗ και με την απλοποίηση της αδειοδότησης των ΑΠΕ, δεν γίνεται να αδιαφορούμε για το κόστος ενέργειας. Δεν θα μας συγχωρήσουν ούτε η βιομηχανία ούτε οι καταναλωτές. Οι στρεβλώσεις που έχουν δημιουργηθεί στην αγορά, και που επιχειρείται κατά καιρούς να αντιμετωπιστούν με άλλες στρεβλώσεις, δεν είναι σύγχρονο ευρωπαϊκό μοντέλο. Ολες οι χώρες της Ε.Ε. έχουν απελευθερώσει την αγορά ενέργειάς τους με το λεγόμενο Target Model, εμείς παραμένουμε τελευταίοι και καταϊδρωμένοι. Θα ακολουθήσουμε τον ευρωπαϊκό δρόμο. Η αγορά θα βρει, όπως έγινε παντού, μια καλύτερη ισορροπία. Οι ηλεκτροπαραγωγοί είτε του φυσικού αερίου είτε των ΑΠΕ μπορούν να έχουν κέρδη, όχι όμως προστατευόμενα υπερκέρδη τα οποία πλήττουν τους οικιακούς και τους βιομηχανικούς καταναλωτές», τονίζει.
To υφιστάμενο πλαίσιο της προστατευμένης αγοράς με σειρά ρυθμιστικών μέτρων, που κρίθηκαν απαραίτητα σε αρχικά στάδια για τη βιωσιμότητα είτε μονάδων παραγωγής από φυσικό αέριο είτε μονάδων ανανεώσιμων πηγών, κατέληξε συν τω χρόνω σε ένα σύστημα παραγωγής υπερκερδών για παραγωγούς και προμηθευτές που το επιδοτεί η κατανάλωση, δηλαδή επιχειρήσεις και καταναλωτές. Ετσι φτάσαμε το υψηλό κόστος της ενέργειας που παράγεται από λιγνίτη και επιβαρύνεται από τα κόστη των CO2 να υπολείπεται σημαντικά από το κόστος που πληρώνουμε για την παραγόμενη από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, στη βάση ρυθμιζόμενων εγγυημένων τιμών. Τα στοιχεία που παρουσιάζει η «Κ» είναι αποκαλυπτικά του «πάρτι» που συνεχίζει να γίνεται με τις ΑΠΕ, ακόμη και μετά το «κούρεμα» των τιμών που επιβλήθηκε με νόμο το 2013 (New Deal για τον εξορθολογισμό της αγοράς). Το πρώτο εξάμηνο του 2020 η μέση τιμή της λιγνιτικής μεγαβατώρας ήταν 82 ευρώ και της πράσινης μεγαβατώρας 134,3 ευρώ. Η τιμή αυτή είναι σχεδόν τριπλάσια των τιμών που διαμορφώθηκαν στις διαγωνιστικές διαδικασίες τα τελευταία δύο χρόνια για την εγκατάσταση νέων έργων ΑΠΕ των 45-55 ευρώ η μεγαβατώρα, οι οποίες αντανακλούν τα χαμηλά κόστη των τεχνολογιών και τον ανταγωνισμό μεταξύ των εταιρειών.
Για να μιλάει κοτζάμ υπουργός για «υπερκέρδη των λίγων» κάτι θα ήξερε… Μόνο που αυτοί οι «λίγοι», ιδιωτικές εταιρείες παραγωγής και εμπορίου ρεύματος (κατά κύριο λόγω μέσω αιολικών και φωτοβολταϊκών πάρκων και προσεχώς plus φυσικού αερίου…), ήταν και είναι εκείνοι που θα περνούσαν στον «ευρωπαϊκό δρόμο» – στο target model…
Τι είναι, λοιπόν, αυτό το model; Και πόσο φιλόξενο είναι σε υπερκέρδη;