Κυριακή 6 Αυγούστου. Πριν 40 χρόνια, ας πούμε το 1977, αυτό που συμβαίνει εδώ και πάνω από 4 χρόνια στη βενεζουέλα θα ήταν αδιανόητο. Δυο άλλα θα είχαν συμβεί, είτε το ένα είτε το άλλο. Είτε η (δεξιά) αντιπολίτευση θα είχε κάνει πετυχημένο πραξικόπημα με τις πλάτες της Ουάσιγκτον. Είτε η (νυν) κυβέρνηση θα είχε κάνει το δικό της πραξικόπημα, με τις πλάτες της Μόσχας.
Η εύκολη απάντηση είναι ότι τότε εξελισσόταν ο «ψυχρός πόλεμος» (3ος παγκόσμιος λέμε). Είναι αλήθεια, αλλά μόνο η μισή. Αυτό που έχει αλλάξει δεν είναι μόνο η αρίθμηση των παγκόσμιων ενδοκαπιταλιστικών αναμετρήσεων. Ένα σημαντικό κατά την γνώμη μας είναι η καπιταλιστική «επανανοηματοδότηση» εκείνου που στα φόρτε του μοντερνισμού (και, πρακτικά, των τριών παγκοσμίων πολέμων) θεωρούνταν σαν ενιαία εθνική εδαφική επικράτεια. Αν το 1977 τα ενδεχόμενα ήταν τα δύο πιο πάνω και μόνον αυτά, αυτό οφειλόταν στη γενική άποψη ότι το σύνολο της κρατικής επικράτειας της βενεζουέλας (ή οποιουδήποτε άλλο κράτους) έχει, σαν έδαφος, ενιαία οικονομική και γεωπολιτική αξία. Απ’ το Καράκας μέχρι το πιο απομακρυσμένο συνοριακό σημείο.
Αυτό που συμβαίνει στη βενεζουέλα δεν είναι αποκλειστικά δικό της χαρακτηριστικό. Πρόκειται για έναν καπιταλισμό «εξαγωγικής μονοκαλλιέργειας». Σχεδόν το 80% των εξαγωγών της βενεζουέλας (και άρα των διεθνών εσόδων της) αφορούν το πετρέλαιο. Η πραγματική κοινωνική πολιτική που άσκησε το καθεστώς Τσάβες στηρίχτηκε στις υψηλές τιμές του πετρελαίου. Όμως αυτό ήταν προσωρινό. Η πτώση των τιμών εδώ και κάτι καιρούς, και η γενικότερη αλλαγή ενεργειακού παραδείγματος που προδικάζει ότι σύντομα στον πλανήτη θα υπάρχει πετρελαϊκό περίσσευμα (άρα και αρκετά χαμηλές τιμές) «στέγνωσαν» τον πατερναλιστικό σοσιαλισμό…