Παρασκευή 22 Γενάρη. Συνεχίζουμε με τα αποσπάσματα απ’ τα «μυστικά του βούρκου»:
… Μέχρι το 1946 ο κύριος σύμμαχος της Aθήνας ήταν η βρετανία, με τις ηπα να περιορίζονται στην παροχή οικονομικής βοήθειας και πολιτικής στήριξης στο Λονδίνο κάθε φορά που οξύνονταν οι διπλωματικές αντιπαραθέσεις με τους ρώσους. Εξάλλου, οι ηπα μέχρι τον β’ παγκόσμιο πόλεμο δεν είχαν κάποια ιδιαίτερη πολιτική που να αφορά στα βαλκάνια και την ανατολική μεσόγειο. Όμως το γεγονός ότι η λήξη του πολέμου βρήκε την βρετανία τυπικά νικήτρια, αλλά την βρετανική αυτοκρατορία διαλυμένη και την ισχύ του βρετανικού κράτους σε επικίνδυνο βαθμό καταρρακωμένη, δημιουργούσε για τις ηπα τις συνθήκες ν’ αναλάβουν αυτές την ηγεμονία στη συμμαχία του δυτικού κόσμου. Η αμερικάνικη σχέση με τις ελληνικές εξελίξεις άλλαξε κι έγινε περισσότερο δραστική και παρεμβατική μετά την κρίση των Στενών του 1946.
Τον Αύγουστο του 1946 η εσσδ επιχείρησε ν’ ανατρέψει τη συνθήκη του Μωντρέ και απαίτησε από την τουρκική κυβέρνηση, που ήταν ουδέτερη στον πόλεμο, να παραχωρήσει το δικαίωμα ελεύθερου διάπλου από τα Στενά στα σοβιετικά πολεμικά πλοία, ώστε να μπορούν να περνούν χωρίς περιορισμούς από τη Μαύρη Θάλασσα στη Μεσόγειο. Ζήτησε επιπλέον τη διεξαγωγή διεθνούς διάσκεψης με αντικείμενο τον έλεγχο των Στενών. Για να ενισχύσει την πίεση της, ο σοβιετικός στόλος άρχισε ναυτικές ασκήσεις και ενισχύθηκαν τα σοβιετικά στρατεύματα στα Βαλκάνια. Η τουρκία ζήτησε την δυτική βοήθεια και τον Οκτώβρη ο αμερικάνος πρόεδρος διέταξε την ανάπτυξη ισχυρής ναυτικής δύναμης στην περιοχή, ενώ η Ουάσιγκτον και το Λονδίνο εγγυήθηκαν την υπεράσπιση της τουρκίας. Μετά από αυτό, η εσσδ υποχώρησε, αλλά η κρίση έδωσε το έναυσμα της ανοιχτής αντιπαράθεσης ανάμεσα στους δύο πρώην συμμάχους. Στον σχεδιασμό της αμερικάνικης στρατηγικής, ο ρόλος του ελληνικού και τουρκικού κράτους κρίθηκε εξαιρετικά κρίσιμος: «Έχουμε υπόψη δύο χώρες, τις οποίες είναι για εμάς θέμα υψίστης σημασίας να βοηθήσουμε: την τουρκία και την ελλάδα… Οι δύο αυτές χώρες μπορούν να αποβούν φυλάκια μεγάλης σημασίας και… πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να τις βοηθήσουμε» εξηγούσε ο αμερικανός υπουργός εξωτερικών στον βρετανό υπουργό άμυνας, τον Οκτώβρη του 1946. Χωρίς να αλλάξει κατ’ αρχήν ο καταμερισμός αρμοδιοτήτων μεταξύ βρετανίας και ηπα, οι αμερικάνοι αύξησαν κατά πολύ την οικονομική βοήθεια και την αποστολή στρατιωτικού εξοπλισμού. Αργότερα, όταν η βρετανία δεν μπορούσε πλέον να σηκώσει το οικονομικό και στρατιωτικό βάρος της συμμαχίας και της στήριξης του ελληνικού κράτους, η αντικατάσταση της από τις ηπα ήρθε εντελώς φυσιολογικά. Στις 21 Φλεβάρη 1947, η βρετανία ανακοίνωσε επίσημα ότι από 1ης Απρίλη θα διακόψει τη βοήθεια της προς την ελλάδα και την τουρκία, στις 3 Μάρτη η ελληνική κυβέρνηση υπέβαλλε επίσημη αίτηση βοήθειας προς τις ηπα και στις 12 Μάρτη 1947 με προεδρικό διάγγελμα το αμερικάνικο κράτος διακήρυξε το σχέδιο, που έμεινε γνωστό ως «δόγμα Τρούμαν», στήριξης της ελλάδας και της τουρκίας…
… Ουσιαστικά, όλο το ελληνικό κατεστημένο δέχτηκε και καλοδέχτηκε την αμερικανική παρέμβαση, όχι μόνο επειδή έφερνε μαζί της άφθονη υλική βοήθεια, που παρείχε τα απαραίτητα για τη διάλυση της αριστεράς εμπλουτίζοντας χειροπιαστά τους στόχους της νομής του κράτους, αλλά (μακροπρόθεσμα πιο σημαντικό) και επειδή ήταν συμπαγής απόδειξη ότι η ελλάδα παρέμενε σημαντικός παράγοντας για τον «δυτικό κόσμο»… Ακόμη και μετά τον εμφύλιο οι έλληνες πολιτικοί, πλην της αριστεράς, επιδίωκαν να μένει πάντα πρώτης γραμμής η συμμαχία του ελληνικού κράτους με το αμερικανικό, επειδή έφτιαχνε και συντηρούσε το υλικό πεδίο εξυπηρέτησης τόσο των φραξιονιστικών τους συμφερόντων (ως προς τη νομή του κράτους) όσο και των ιμπεριαλιστικών τους φιλοδοξιών (σε σχέση με τα βαλκανικά κράτη του «ανατολικού μπλοκ» σε περίπτωση ενός καινούργιου παγκόσμιου πολέμου)…
Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, με τον 3ο παγκόσμιο πόλεμο τερματισμένο (με νίκη της «δύσης»), και το ελληνικό κράτος να οργανώνει τα δικά του αυτοτελή ιμπεριαλιστικά σχέδια επέκτασης προς βορρά (εναντίον του καινούργιου κράτους της μακεδονίας και του αλβανικού νότου) η Αθήνα διαπίστωσε, με οδυνηρή και ανομολόγητη έκπληξη, ότι ο βασικός της σύμμαχος (η Ουάσιγκτον) δεν ευνοούσε τα συγκεκριμένα σχέδιά της. Στην υπόλοιπη δεκαετία ο ελληνικός ιμπεριαλισμός στράφηκε προς τα ανατολικά, συγχρονιζόμενος με τα ευρύτερα σχέδια τόσο της Ουάσιγκτον όσο και των ευρωπαϊκών ιμπεριαλισμών αλλά και της στριμωγμένης (στα ’90s) Μόσχας (: αποσχιστικά αντάρτικα στον Καύκασο, με σημαντικότερο εκείνων των τσετσένων), για την διάλυση της τουρκικής επικράτειας. Όμως κι αυτοί οι φονικοί σχεδιασμοί άλλαξαν ραγδαία στα τέλη των ‘90s – οπότε το ελληνικό κράτος / παρακράτος, τα εσωτερικά αφεντικά τους και η εσωτερική κοινωνική συμμαχία τους, μη έχοντας πια ιδιαίτερη γεωπολιτική χρησιμότητα να πουλήσουν, αφιερώθηκαν στη νομή των ευρωπαϊκών προσόδων και στην χρηματοπιστωτική ευδαιμονία…
Ακόμα και ως την πρόσφατη διαχείριση της ελληνικής «κρίσης», τα ντόπια αφεντικά και οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι παρέμειναν πιστά στην συμμαχία με την Ουάσιγκτον, ελπίζοντας ότι θα ανάγκαζε τους «ευρωπαίους εταίρους» να δανείζουν την Αθήνα χωρίς πολλές πολλές απαιτήσεις (ή, οι πιο φανατικοί, ότι η ε.ε. θα διαλυθεί…) Το αποκορύφωμα αυτής της συμμαχίας (και μαζί το αποκορύφωμα της «ελληνικής εθνικής ιμπεριαλιστικής» ανάγνωσης των παγκόσμιων συσχετισμών σε συνθήκες οξυνόμενου ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού) ξεκίνησε απ’ το 2015 και μετά, την εποχή της φαιορόζ «πρώτης φοράς αριστεράς»…
(φωτογραφία: Ο έλληνας υπ.εξ. Παπούλιας και ο υπ.εξ. του μακεδονικού κράτους Crvenkovski στη Ν. Υόρκη, στις 13 Σεπτέμβρη του 1995, μετά την υπογραφή της “ενδιάμεσης συμφωνίας” που επέβαλε η διοίκηση Κλίντον. Το “πατριωτικό” πασοκ, έχοντας χρησιμοποιήσει την φονική “ελληνοσερβική φιλία” και την απειλή στρατιωτικής εισβολής στο μακεδονικό κράτος και σαν “αντιγερμανικό” όπλο, δεν μπορούσε να παρακούσει τον μεγάλο ατλαντικό σύμμαχό του…
Η εθνική βεβαιότητα ότι “οι γερμανοί και όχι οι αμερικάνοι φταίνε” θεμελιώθηκε από τότε…)