Παρασκευή 17 Ιούλη. Το «δεν ξέρω», που ήταν άλλοτε το (κάποτε εύλογο) επιχείρημα του «απλού μέσου ανθρώπου» έχει πεθάνει προ πολλού· μαζί μ’ αυτήν φιγούρα του «απλού μέσου ανθρώπου» που ζει σ’ έναν μικρόκοσμο και αγνοεί οτιδήποτε απλώνεται πιο μακριά απ’ την εξώπορτά του. Στην εποχή της τυραννίας των αντιsocial media, όπου το ποζάρισμα και το ψώνισμα έγινε «δικαίωμα του καθενός», το «δεν ήξερα» είναι χειρότερο κι από κλαψούρισμα…
Το 2014 ο Graham Dukes (καθηγητής ιατρικής πολιτικής στο πανεπιστήμιο του Όσλο / νορβηγία), ο John Braithwaite (καθηγητής συστημάτων στο εθνικό πανεπιστήμιο της Καμπέρα / αυστραλία) και ο J.P. Moloney (σύμβουλος δημόσιας υγείας στη Μελβούρη / αυστραλία), καθόλα αξιοσέβαστοι ακαδημαϊκοί και «ειδικοί» δηλαδή, εξέδωσαν μια μελέτη με τίτλο: Φαρμακευτικές, Επιχειρηματικό Έγκλημα και Δημόσια Υγεία (Pharmaceuticals, Corporate Crime and Public Health). Το 417 σελίδων βιβλίο δεν είναι η μοναδική έρευνα για τις όλο και πιο εντεινόμενες μαφιόζικες πρακτικές των φαρμακοβιομηχανιών. Εννοείται ότι δεν μπορούμε να μεταφέρουμε εδώ ούτε καν μια περίληψη! Ενδεικτικά μόνο ένα απόσπασμα (κοινότοπων, ας μας επιτραπεί, κι ωστόσο ακριβέστατων διαπιστώσεων) απ’ τις σελίδες του:
… Στην εξελιξη του 20ου αιώνα, με την εμφάνιση των μαζικών βιομηχανικών επιχειρήσεων στον τομέα της φαρμακολογίας όπως και σε άλλους, ο κόσμος έγινε ακόμα πιο προσεκτικός για τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να γίνει κατάχρηση της επιχειρηματικής δύναμης και να προκαλέσει κινδύνους στην κοινωνία την οποία υποτίθεται ότι υπηρετεί. Το 1984 ο John Braithwaite εξέδωσε το βιβλίο Corporate Crime in the Pharmaceutical Industry. Έχοντας επίγνωση ότι εκείνη την εποχή το βιβλίο θα διαβαζόταν εκτενώς, και έχοντας ερευνήσει το φαινόμενο στις ηπα, την αυστραλία, την γουατεμάλα και το μεξικό, εκείνο το βιβλίο εντόπισε και ανέλυσε πολλές μορφές αθέμιτων πρακτικών που εξακολουθούν να είναι ολοφάνερες στην φαρμακοβιομηχανία σήμερα. Το γεγονός ότι αυτές οι προκλήσεις μέσα σε μια γενιά έγιναν πιο σοβαρές, πιο εκτεταμένες και μερικές φορές πιο υπόγειες είναι ένας απ’ τους λόγους της έκδοσης του παρόντος τόμου…
Στα πολλά κεφάλαια του βιβλίου τους οι συγγραφείς πιάνουν όλους τους τομείς «υπόγειας» (ή όχι και τόσο υπόγειας…) δρατηριοποίησης των big pharma ώστε να ελέγχουν (και να αυξάνουν) την «αγορά». Το πλεονέκτημα των φαρμακευτικών σε σχέση με άλλους κλάδους (π.χ. πετρελαϊκές ή εταιρείες όπλων) είναι ότι μπορούν να χρησιμοποιήσουν όλο το know how της κοινωνιολογίας, της ανθρωπολογίας και της διαφήμισης, για να «αγγίξουν» το κάθε υπήκοο, χωριστά. Ενδεικτικά (σελ 182):
… Τον Σεπτέμβρη του 2000 η Washington Post είχε ρεπορτάζ για τον τρόπο με τον οποίο η φαρμακευτική Schering-Plough έχει φτιάξει ένα δίκτυο σε κάθε πολιτεία από «συμμαχίες κατά της ηπατίτιδας C», για να αυξήσει τις πωλήσεις του φαρμάκου της Reberton, η χρήση του οποίου σήμαινε κόστος 18.000 δολάρια τον χρόνο ανά άτομο. Μεταξύ άλλων το ρεπορτάζ ανέφερε:
«Έχοντας όλα τα χαρακτηριστικά ενός αναπτυσσόμενου κινήματος βάσης, αυτές οι καινούργιες ομοδοποιήσεις για την φροντίδα της υγείας τονίζουν τους κινδύνους ενός μεταδοτικού, μερικές φορές φονικού ιού, της ηπατίτιδας C. Αλλά αντίθετα με την εμφανισή τους αυτές οι ομάδες δεν είναι η αυθόρμητη συγκέντρωση ανησυχούντων πολιτών. Είναι κεντρική τακτική μιας προσεκτικά οργανωμένης εκστρατείας, χρηματοδοτούμενης απ’ την εταιρεία Schering-Plough, για να πουλήσει την θεραπεία για την ηπατίτιδα C, το Rebetron».
Σχολιάζοντας τις αποκαλύψεις της εφημερίδας, το Κέντρο για τα Μήντια και την Δημοκρατία υπέδειξε ότι παρόλο που η ηπατίτιδα C είναι εν δυνάμει απειλή για την ζωή, η εξέλιξη της ασθένειας είναι τόσο αργή ώστε τα περισσότερα άτομα αγνοούν ότι μεταφέρουν τον ιό, και μπορεί να περάσουν δεκαετίες μέχρι να εμφανιστούν συμπτώματα. Δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ των γιατρών για το ποιός χρειάζεται θεραπεία ή πότε πρέπει να την αρχίσει. Επιπλέον, αν οι ασθενείς αγόραζαν τα δύο συστατικά που έχει το Reberton (ιντερφερόνη και ριμπαβιρίνη) κατευθείαν από ένα φαρμακείο, θα πλήρωναν μόνο περίπου 6.000 δολάρια τον χρόνο, αντί για τα 18.000 που κάνει το Reberton…
Οικείο δείχνει… Ξεκινώντας απ’ την Θαλιδομίδη και φτάνοντας ως το Tamiflu (το 2009 – 2010), περνώντας απ’ τα μήντια και τον π.ο.υ., τα υπουργεία και τις τεχνολογίες, οι συγγραφείς διατρέχουν την ιστορία των σύγχρονων big pharma σαν εγκληματικών οργανώσεων… Χρήσιμη διαδρομή· αλλά αν κάποιος είναι βιαστικός θα μπορούσε να «κόψει δρόμο» παρακολουθώντας, απλά, την «δημοσιογραφία» σχετικά μ’ αυτά τα θέματα.
Για παράδειγμα η γνωστή αμερικανική Pfizer (γενναίος χορηγός και χρηματοδότης ακόμα και ντόπιων «ιερέων» της διάσωσής μας απ’ τον φονιά…) από το 2002 ως το 2009 καταδικάστηκε στις ηπα (στην πραγματικότητα πλήρωσε εξωδικαστικά πρόστιμα για να μην φτάσουν οι υποθέσεις στα δικαστήρια) 4 φορές για «παράνομες» πρακτικές. Το 2009 πλήρωσε (ή αυτό δεσμεύτηκε να πληρώσει…) το μεγαλύτερο πρόστιμο ever στην ως τότε ιστορία τέτοιων υποθέσεων: 2,3 δισεκατομμύρια δολάρια. Για «παράνομες πρακτικές πωλήσεων» τουλάχιστον 4 φαρμάκων της: του Bextra (για το κρύωμα), του Geodon (αντιψυχωτικό), του Zyvox (αντιβιοτικό) και Lyrica (για τους νευρόπονους).
Κι όμως: αυτό το μεγαλύτερο ever πρόστιμο των 2,3 δισεκατομυρίων δολαρίων ήταν μια πολύ φιλική μεταχείριση της Pfizer, και στην ουσία «ψίχουλα»: αντιστοιχούσε στα έσοδα της εταιρείας μόνο από 3 εβδομάδες πωλήσεων…
Ή, άλλο παράδειγμα: η εξίσου διάσημη Johnson & Johnson. Το Μάρτη του 2018 η εταιρεία ήταν αντιμέτωπη με πάνω από 100.000 μηνύσεις για βλάβες που προκαλούσαν τουλάχιστον 7 «προϊόντα» της (συμπεριλαμβανόμενου του γνωστού Risperdal). Διαρροές εσωτερικών mail αποδείκνυαν ότι οι «ιθύνοντες» (διοικητικοί και «επιστημονικοί») ήξεραν ότι θα προκληθούν τέτοιες βλάβες, αλλά δεν τις ανέφεραν για να μην πέσουν οι πωλήσεις. Νωρίτερα, απ’ το 2013 και μετά, η Johnson & Johnson καταδικαζόταν με σταθερό ρυθμό κάθε χρόνο ή σχεδόν κάθε χρόνο σε πρόστιμα με πολλά μηδενικά. (Για παράδειγμα το 2013 πλήρωσε κάτι παραπάνω από 2,2 δισεκατομύρια δολάρια, ισοφαρίζοντας το ρεκόρ της Pfizer, για εγκληματικές ευθύνες σε σχέση με το Risperdal, το Invega και το Natrecor… Αλλά το 2018 το ξεπέρασε κατά πολύ: καταδικάστηκε να πληρώσει 3,6 δισεκατομμύρια δολάρια σε 22 γυναίκες, σε μία μόνο υπόθεση, για πρόκληση καρκίνου της μήτρας εξαιτίας του αμίαντου που περιείχε το γνωστό ταλκ της εταιρείας. Οι έξι απ’ τις μηνύτριες είχαν εν τω μεταξύ πεθάνει, απ’ αυτόν τον καρκίνο… Κι αυτή ήταν μία από 9.000 μηνύσεις που είχε δεχθεί, μόνο γι’ αυτό το θέμα…).
Όπως η Pfizer έτσι και η Johnson & Johnson (και Bayer, και η Novartis, και κάθε άλλη φαρμακοβιομηχανία…) αντέχει τέτοιες τιμωρίες (εντός ή εκτός εισαγωγικών). Αντέχουν, δηλαδή, να συνεχίζουν και να αναβαθμίζουν την εγκληματική, μαφιόζικη δράση τους. Η Johnson & Johnson με τζίρο (το 2018) 347 δισεκατομύρια δολάρια, τι θα είχε να φοβηθεί απ’ τα πρόστιμα χάδια για την εκ συστήματος και κατ’ εξακολούθηση γνωστή εγκληματικότητά της;