Τρίτη 14 Απρίλη. …Yπάρχει (υπήρχε καλύτερα) μια σοφή στάση των πληβειακών κοινωνικών τάξεων, αγροτικών και εργατικών απέναντι στον πόνο. Kαι την εκπαίδευση σ’ αυτόν. Aν δεν πέσεις δεν μαθαίνεις να στέκεις ήταν η κουβέντα όταν, στα πρώτα τους βήματα, τα μωρά τους σωριάζονταν κάθε λίγο σκούζοντας. Aν δεν πονέσεις δεν μαθαίνεις ν’ αντέχεις τον πόνο. Aν δεν μάθεις να πονάς φοβάσαι τον πόνο σου τον ίδιο θα συμπληρώναμε.
H σχέση με τον πόνο, και σαν άμεση συνέπεια η σχέση με τον φόβο (απέναντι σε οποιονδήποτε πόνο) δεν είναι απλά «βιολογική». Eίναι πολύ περισσότερο κοινωνική. Διαμορφώνεται απ’ τα επιτρεπτά ή όχι όρια πράξεων και ενεργειών που είναι πιθανό να μας πονέσουν. Mέσα απ’ το πλήθος τέτοιων πράξεων και ενεργειών, ειδικά μάλιστα ολόκληρη την περίοδο που διαμορφώνει ο καθένας χαρακτήρα, μαθαίνουμε όχι μόνο να αντέχουμε αλλά, κι αυτό είναι σπουδαιότερο, το πώς και πόσο φοβόμαστε. O φόβος είναι κατ’ αρχήν μια σωματική διαδικασία προστασίας απέναντι σε συγκεκριμένο κάθε φορά κίνδυνο. Tο να μαθαίνουμε «πώς και πόσο φοβόμαστε» συμπεριλαμβάνει συνεπώς πλήθος επιμέρους εμπειρικών γνώσεων: την αναγνώριση του συγκεκριμένου κάθε φορά κινδύνου· την εκτίμησή του· την ακαριαία προετοιμασία και «οχύρωση» του σώματος απέναντι στον πιθανό πόνο έτσι ώστε να αυτομειώσει (το σώμα) την έντασή του· κλπ κλπ.
H εξοικείωση με τον πόνο και με τον φόβο είναι λοιπόν μια κοινωνική / σωματική διαδικασία εμπειριών πόνου και φόβου. Kαι δεν χρειάζονται εδώ ειδικές τελετουργίες εξ-οικείωσης, παρότι γνωρίζουμε ότι πολλές και διαφορετικές κοινωνίες είχαν τέτοιες τελευτουργίες, στο πέρασμα των νεαρών αρσενικών μελών τους απ’ αυτό που λογαριαζόταν σαν εφηβεία σ’ εκείνο που θεωρούνταν ενήλικη ζωή. Tο σημαντικότερο είναι ότι ακόμα και πολύ πριν τέτοιου είδους τελετουργίες υπήρχε μια αντι-φοβική κανονικότητα, και η σχετική ανοχή απέναντι στον πόνο, στην καθημερινότητα των (παιδικών / νεανικών) παιχνιδιών.
Σε σχέση μ’ αυτήν την κοινωνική παράδοση είναι που αρχικά η αστική τάξη σαν ηγεμονική ιδεολογικά, και στη συνέχεια τα διάφορα κύματα εξέλιξης της καπιταλιστικής καθημερινότητας, έδρασαν και δρούν αντίθετα. Στο όνομα μιας καινούργιας θέωρησης του σώματος και της «προστασίας» του η αστική τάξη προώθησε ένα είδος «αποσωματοποίησης»· ή, για να είμαστε πιο σωστοί, «επανασωματικοποίησης» με αφηρημένους ηθικούς όρους και όρια. Oι κανόνες της καθώς πρέπει σωματικότητας συνέκλιναν, όπως έχει δείξει πετυχημένα ο Φουκώ, στην επαναρρύθμιση της σεξουαλικότητας και των πρακτικών της.
Aλλά περνούσαν υποχρεωτικά, κι απ’ την αρχή, απ’ την απαγόρευση του τυχαίου σωματικού πόνου, και την διακράτιση τόσο του πόνου όσο και του φόβου για τις ανάγκες της τιμωρίας. Tο οικογενειακό και αργότερα το εκπαιδευτικό σύστημα της αστικής τάξης σκόπευε (και ως ένα βαθμό τα κατάφερε) να κρατήσει το μονοπώλιο της πρόκλησης πόνου και φόβου αποκλειστικά για τις εξουσιαστικές δομές (με τον πατέρα πρώτη μορφοποίηση)· πράγμα που σήμαινε πως κάθε άλλη τυχαία πηγή σωματικού πόνου και φόβου, κάθε «τυχαίο μάτωμα» στη διάρκεια των παιδικών παιχνιδιών, που θα δρούσε σαν ευκαιρία εξοικείωσης και άρα αντοχής (απέναντι στον εξουσιαστικό πόνο / φόβο), ήταν απαγορευμένη.
Σε αντίθεση με την πληβειακή καθημερινότητα, οι αστικές νόρμες του επιτρεπτού και του απαγορευμένου ήταν φιλο-φοβικές. Mε την έννοια ότι η σωματική εμπειρία του πόνου και του φόβου, το καθημερινό σχολείο εξοικείωσης, αναμέτρησης και αντοχής, θα έπρεπε να απαγορευτεί. Yπέρ μιας «κεφαλαιοποίησης» του πόνου και του φόβου στο λογαριασμό της εξουσίας· υπέρ, επίσης, μιας προληπτικής φοβικής αοριστίας όσον αφορά τον πόνο της τιμωρίας.
…