Παρασκευή 20 Μάρτη. Ο φόβος είναι κακός σύμβουλος, αλλά προκαλεί την εμφάνιση διάφορων πραγμάτων που ο καθένας υποκρίνεται ότι δεν βλέπει. Το πρόβλημα δεν βρίσκεται στο να εκφραστούν γνώμες για την βαρύτητα της αρρώστιας, αλλά στο να διατυπωθούν ερωτήματα για τις ηθικές και πολιτικές συνέπειες της επιδημίας. Το πρώτο πράγμα που το κύμα πανικού που έχει παραλύσει την χώρα δείχνει καθαρά είναι ότι η κοινωνία μας δεν πιστεύει πια σε οτιδήποτε άλλο εκτός απ’ την γυμνή ζωή. Είναι φανερό ότι οι Ιταλοί διατάχτηκαν να θυσιάσουν πρακτικά τα πάντα – τις κανονικές συνθήκες της ζωής τους, τις κοινωνικές τους σχέσεις, την δουλειά, ακόμα και τις φιλίες, την στοργή, και τις θρησκευτικές και πολιτικές τους πεποιθήσεις – μπροστά στον κίνδυνο να αρρωστήσουν. Η γυμνή ζωή – και η απειλή να την χάσεις – δεν είναι κάτι που ενώνει τους ανθρώπους, αλλά τους τυφλώνει και τους χωρίζει. Τα άλλα ανθρώπινα όντα, όπως στην πανούκλα που περιγράφεται απ’ το μυθιστόρημα του Alessandro Manzoni, τώρα θεωρούνται απλά σαν πιθανοί φορείς της πανούκλας, κάποιοι που ο καθένας πρέπει να αποφεύγει με κάθε κόστος, και απ’ τους οποίους πρέπει να κρατάει απόσταση τουλάχιστον ένα μέτρο. Οι νεκροί – οι νεκροί μας – δεν έχουν το δικαίωμα να κηδευτούν κανονικά, και είναι άγνωστο το τι θα συμβεί με τα σώματα των αγαπημένων μας. Οι γειτονές μας έχουν απαγορευτεί, και είναι περίεργο που οι εκκλησίες παραμένουν σιωπηλές σ’ αυτό το θέμα. Τί θα συμβεί με τις ανθρώπινες σχέσεις σε μια χώρα που συνηθίζει να ζει μ’ αυτόν τον τρόπο ποιός ξέρει για πόσο καιρό; Και τί είναι μια κοινωνία που δεν έχει άλλη αξία απ’ την επιβίωση;
Το άλλο, όχι λιγότερο ανησυχητικό απ’ το προηγούμενο, που η επιδημία αναδεικνύει καθαρά είναι ότι η κατάσταση εξαίρεσης, στην οποία οι κυβερνήσεις μας έχουν συνηθίσει εδώ και κάποιο καιρό, έχει γίνει στην πραγματικότητα μόνιμη κατάσταση. Έχουν υπάρξει πιο σοβαρές επιδημίες στο παρελθόν, αλλά κανένας δεν σκέφτηκε ποτέ πως αυτές είναι λόγος για να κηρυχτεί έκτακτη κατάσταση σαν αυτήν εδώ, που μας εμποδίζει να κινηθούμε. Ο κόσμος έχει τόσο συνηθίσει να ζει σε συνθήκες μακροχρόνιας κρίσης και μακρόχρονης έκτακτης κατάστασης ώστε δεν φαίνεται να προσέχει ότι η ζωή του έχει ξεπέσει απλά σε μια βιολογική συνθήκη και χάνει όχι μόνο κάθε κοινωνική και πολιτική διάσταση, αλλά ακόμα και κάθε ανθρώπινη και συναισθηματική. Μια κοινωνία που ζει σε μόνιμη κατάσταση έκτακτης ανάγκης δεν μπορεί να είναι μια ελεύθερη κοινωνία. Στην πραγματικότητα ζούμε σε μια κοινωνία που έχει θυσιάσει την ελευθερία στους λεγόμενους «λόγους ασφάλειας», κι έτσι έχει καταδικαστεί να ζει σε αιώνια κατάσταση φόβου και ανασφάλειας.
Δεν προκαλεί εντύπωση που κάποιος μιλάει για πόλεμο αναφερόμενος σε έναν ιό. Τα έκτακτα μέτρα απαιτούν από εμάς να ζήσουμε σε συνθήκες απαγόρευσης κυκλοφορίας. Αλλά ένας πόλεμος μ’ έναν αόρατο εχθρό που μπορεί να καραδοκεί σε κάθε άλλο άτομο είναι ο πιο αφηρημένος από όλους τους πολέμους. Είναι, στην πραγματικότητα, εμφύλιος πόλεμος. Ο εχθρός δεν είναι απ’ έξω, είναι μέσα μας.
Αυτό που είναι ανησυχητικό δεν είναι τόσο ή μόνο το παρόν, αλλά αυτό που θα ακολουθήσει. Όπως οι πόλεμοι άφησαν στην ειρήνη μια σειρά τεχνολογικών κληρονομιών, απ’ το αγκαθωτό συρματόπλεγμα μέχρι τα πυρηνικά εργοστάσια, το ίδιο είναι πολύ πιθανό ότι θα γίνει και τώρα. Μετά τα πειράματα έκτακτης ανάγκης για λόγους υγείας οι κυβερνήσεις θα θελήσουν να συνεχίσουν, για να πετύχουν αυτά που δεν είχαν πετύχει πριν: το κλείσιμο των πανεπιστημίων και των σχολείων και την εκπαίδευση μόνο online, την κατάργηση για πάντα των άμεσων συναντήσεων και συζητήσεων για πολιτικά ή πολιτιστικά θέματα και την αντικατάστασή τους απ’ την ανταλλαγή ψηφιακών μηνυμάτων, την υποκατάσταση με μηχανές οποιασδήποτε ανταλλαγής – ακόμα και επαφής – ανάμεσα σε ανθρώπινα όντα.
Giorgio Agamben, 17/3/2020
(μετάφραση από αγγλική μετάφραση του ιταλικού πρωτότυπου).