Τετάρτη 30 Γενάρη. Είναι η πολιτική δέσμευσή μας (όχι εύκολη και καθόλου ευχάριστη) σαν αυτόνομων εργατών ότι πρώτα θα κοιτάμε τα χάλια της τάξης μας, για την “αποδοχή” της μαζικής υποτίμησής της, και ύστερα θα ρίχνουμε την ευθύνη σε άλλους γι’ αυτά τα χάλια – είναι αυτή η δέσμευση, λοιπόν, που μας απαγορεύει να πούμε για την “αύξηση του κατώτατου μισθού” όσα θα μπορούσαμε.
Υπάρχει, όμως, κάτι που μας είναι σκληρά εχθρικό. Η άποψη ότι “λεφτά είναι, λίγα είναι, αλλά ας τα πάρουμε”. Ναι, αυτοί κι αυτές που τους αφορούν θα τα πάρουν. Όμως αυτό το “λεφτά είναι” αποτελεί καρφί στην εργατική συνείδηση. Δεν πρόκειται για “λεφτά”! Πρόκειται για το χρηματικό αντάλλαγμα μιας σχέσης. Κι αυτή η σχέση δεν είναι η ανταγωνιστική ανάμεσα στους εργάτες και στα αφεντικά, στην οποία πετύχαμε μια (μικρή έστω) νίκη ανατίμησης. Αυτή η σχέση είναι ο κρατικός πατερναλισμός – και η αποδοχή του.
Πιο λιανά. Δέχεται ο καθένας / η καθεμιά μας να δωροδοκηθεί; Η δωροδοκία, κι αυτή, “λεφτά είναι”! Οπότε; Αν το αφεντικό (ή ο μπάτσος…) θέλει να με κάνει ρουφιάνο του (δίνοντάς μου “λεφτά” βέβαια) θα γίνω; Η σοφία του “λεφτά είναι, ας τα πάρουμε”, που δεν βλέπει τις σχέσεις αλλά μόνο τις πενταροδεκάρες, θα έπρεπε να απαντήσει ναι. Θα ήταν συνεπής από “χρηματική άποψη”. Από ηθική; Οι τσάτσοι και οι ρουφιάνοι είναι για κλωτσιές…
Μισούμε, και θεωρούμε βαθιά αντιεργατική την ιδέα “λεφτά είναι”. Ποτέ δεν είναι λεφτά, τελεία και παύλα. Πάντα υποκρύπτεται (ή είναι ολοφάνερη) κάποια σχέση δύναμης – που μεταφράζεται σε λεφτά. Όταν το αφεντικό δώσει αύξηση μετά από μια απεργία είναι επειδή αναγκάστηκε να το κάνει· ένοιωσε ότι χάνει έδαφος στους συσχετισμούς δύναμης απέναντι στους εργάτες του. Όταν η πολιτική βιτρίνα των αφεντικών δίνει αύξηση χωρίς καμία πίεση στο καθεστώς που υπηρετεί κάνει μια πατερναλιστική χειρονομία. Μαζεύει ψήφους, εξαγοράζει υποστήριξη. Δείχνει large. Με μια λέξη: δωροδοκεί.
Είναι πιθανό πως αν κάποιος αρχίσει να ζητιανεύει θα βγάλει ένα “καλό μεροκάματο”. “Λεφτά είναι”… Όμως οι περισσότεροι / ες, ακόμα κι αν έχουν ανάγκη, ντρέπονται να ζητιανέψουν. Όχι επειδή “δεν τους συμφέρει”. Αλλά επειδή νοιώθουν πολύ άσχημα. Σωστό ή λάθος, αφορά την στάση τους απέναντι στη σχέση. Στη σχέση “ελεήστε με!”.
Ο τενεκεδένιος θέλησε να προσθέσει λάμψη στον εαυτό του και ανακοίνωσε αυτά που έπρεπε να ανακοινώσει η υπουργός του. Δική της δουλειά ήταν, δική της αρμοδιότητα. Την κλώτσησε στην άκρη, αφού τα φώτα έπρεπε να πέσουν επάνω του αποκλειστικά. Αυτός είναι που λανσάρεται σαν “πατερούλης”, αυτός πρέπει να εισπράξει το μαζικό “ευχαριστώ” μιας τάξης (της δικής μας) τόσο άγρια υποτιμημένης αλλά και μικροαστικοποιημένης που προτιμάει να ξεχνάει το μίσος για την εκμετάλλευση και την υποτίμησή της και να ξεπέφτει στη θέση του “ελεήστε με! – ευχαριστώ καλέ κύριε…”. Ζητιανεύουμε; Ζητιανέψαμε;
Τα κόλπα του τενεκεδένιου και του συναφιού του είναι βρώμικα. Αλλά αυτό χάνει κάθε σημασία όταν “λεφτά είναι”. Τι είναι, όμως, τα “λεφτά”; Τίνος το γενικό ισοδύναμο είναι; Της οριακής κατανάλωσης; Ή της χωρίς όρια υποτέλειας;
Ο.Κ.. Όποιος / όποια είναι στη θέση να πάρει αυτό το 1,5 ευρώ την μέρα παραπάνω, ας το πάρει. Αν, όμως, δεχτούμε ότι αυτές οι πενταροδεκάρες δείχνουν την μεγαλοψυχία μιας πολιτικής βιτρίνας, μιας βιτρίνας των αφεντικών, δεν παραμένουμε, άραγε, βαθιά υποτιμημένοι ηθικά, συναισθηματικά, διανοητικά – τελικά, και χρηματικά;
Αν και όποτε συνειδητοποιήσουμε ότι αξίζουμε πολύ περισσότερα, σα σύγχρονη εργατική τάξη, κανένας καραγκιόζης δεν θα μας πουλήσει σα γενναιοδωρία του το “μέχρι τόσο”!!! Οι τσατσορούφιανοι θα φάνε τις κλωτσιές που τους αναλογούν!