Δευτέρα 28 Γενάρη. Τον επόμενο χρόνο η οργανωμένη εξόντωση των εβραίων της πόλης έφτασε στο οριστικό στάδιο και την τελική λύση. Τον Φλεβάρη δόθηκε εντολή να φορέσουν το κίτρινο αστέρι, να σημαδέψουν τα σπίτια και τα μαγαζιά τους και να μετακινηθούν όλοι σε δύο γκέτο. Δίπλα στον σταθμό των τρένων ο συνοικισμός Βαρόνου Χιρς μετατράπηκε σε στρατόπεδο-φυλακή και γύρω του υψώθηκαν ξύλινοι φράχτες και συρματοπλέγματα. Από τις τρεις εισόδους, η μία οδηγούσε κατευθείαν στον σταθμό.
Αντίστοιχες διαδικασίες, όχι ταυτόχρονα αλλά την ίδια περίοδο, είχαν ξεκινήσει και στις υπόλοιπες πόλεις όπου υπήρχαν κοινότητες εβραίων. Όμως οι αντιδράσεις και οι κινήσεις αλληλεγγύης, σε συνδυασμό με το μικρό μέγεθος των κοινοτήτων, περιόρισαν κάπως την πλήρη εφαρμογή των μέτρων. Στην Αθήνα σχεδόν οι μισοί διέφυγαν τον κίνδυνο, ενώ στην Ζάκυνθο δόθηκε καταφύγιο σε ολόκληρη την κοινότητα του νησιού που αριθμούσε όμως μόλις 270 ανθρώπους. Αντίθετα στη Θεσσαλονίκη, οι συνεχείς εκκλήσεις της κοινότητας προς τους φορείς, τις οργανώσεις και τους συλλόγους της πόλης απαντήθηκαν με μια επαίσχυντη αδιαφορία. Μόνο ο σύλλογος παλαιμάχων κινητοποιήθηκε οργανωμένα και τα μέλη του απειλήθηκαν με εκτελέσεις αν προχωρούσαν στις διαδηλώσεις που σχεδίαζαν…
… Με το που εκτοπίστηκαν οι εβραίοι, ο όχλος ξέσπασε σε επιδρομές στ’ άδεια σπίτια και καταστήματα λεηλατώντας και ψάχνοντας για κρυμμένα τιμαλφή. Μέσα σε λίγες ώρες οι καταστροφές ήταν απερίγραπτες εξαιτίας του μανιασμένου πλήθους που ξήλωνε πλακάκια, γκρέμιζε τοίχους και διέλυε έπιπλα για να βρει τον “κρυμμένο θησαυρό”.
Ταυτόχρονα άρχισαν οι καταλήψεις των εγκαταλειμμένων κτηρίων και σχεδόν 11.000 κατοικίες πέρασαν στα χέρια άλλων. Οι κατοχικές αρχές από την μεριά τους, έχοντας την εμπειρία από άλλες χώρες, ήξεραν ότι αυτό το αχαλίνωτο πλιάτσικο ήταν αναποτελεσματικό, επειδή δεν άφηνε να οργανωθεί “σωστά” η διανομή στους “κατάλληλους” ανθρώπους κι επικίνδυνη, επειδή κατέλυε την δημόσια τάξη. Έτσι έδωσαν εντολή στην ελληνική διοίκηση μακεδονίας να συστήσει άμεσα ένα τμήμα που θα διαχειριζόταν τις εβραϊκές περιουσίες για λογαριασμό του ελληνικού κράτους. Η υπηρεσία διαχειρίσεως ισραηλιτικών περιουσιών έγινε ο επίσημος φορέας της τερατώδους αναδιανομής και το εργαλείο με το οποίο το ελληνικό κράτος, η αστική τάξη και οι λακέδες τους έγιναν συνεργοί στην γενοκτονία των θεσσαλονικιών εβραίων, ολοκληρώνοντας το έγκλημα.
Η υδιπ οργάνωσε το έργο της με μια αφάνταστη επιμέλεια και τυπικότητα. Όση κινητή περιουσία περισώθηκε μπήκε σε αποθήκες και καταγράφηκε λεπτομερώς. Συστήθηκαν δύο σώματα, απογραφέων και μεσεγγυούχων, όπου οι πρώτοι θα έφτιαχναν αναλυτικούς καταλόγους των υπαρχόντων σε κάθε κατάστημα, γραφείο κι εργοστάσιο, ενώ οι άλλοι θα “φρόντιζαν” τις περιουσίες των “αποδημούντων” (έτσι αναφέρονταν οι εβραίοι στα επίσημα κατάστιχα της υπηρεσίας). Αυτή η άθλια γραφειοκρατία που στήθηκε πάνω στους νεκρούς και η προσήλωση σε κάποιο δήθεν γράμμα των κανονισμών ήταν ένα θέατρο. Για το ελληνικό κράτος η επίφαση “κανονικότητας”, λες και οι αφανισμένοι είχαν χαθεί από “φυσικά αίτια”, ήταν ένα μέτρο κουκουλώματος της αθλιότητας.
Στην πραγματικότητα το όργιο απληστίας συνεχίστηκε ανεξέλεγκτα. Οι “απογραφείς” και οι “μεσεγγυούχοι” είχαν στήσει μηχανή υπεξαιρέσεων των πιο πολύτιμων υπαρχόντων. Έξω από την υδιπ υπήρχαν ουρές υποψηφίων για τα δύο σώματα κι ο κόσμος έβαζε λυτούς και δεμένους για να μην χάσει τέτοιο “κελεπούρι”. Ο εκνευρισμός ήταν μεγάλος όταν ο διορισμός αφορούσε κάποιο ταπεινό κατάστημα κι όχι επιχειρήσεις με περιουσία. Συμμορίες έσπαγαν καταστήματα και έβγαζαν στη μαύρη αγορά ότι έβρισκαν. Μέχρι και τα χαλάσματα των γκέτο πουλήθηκαν σε εργολάβους ως οικοδομικά υλικά. Φυσικά οι εκλεκτοί των ελληνικών αρχών κι οι συνεργάτες των κατοχικών δυνάμεων ήταν αυτοί που ευνοήθηκαν περισσότερο· η γενοκτονία αντάμειψε απλόχερα τους δωσίλογους, τους μαυραγορίτες, τους χαφιέδες και τους φασίστες.
Με την λήξη του πολέμου η νέα κυβέρνηση του ελληνικού κράτους αποκήρυξε όλα τα μέτρα των κατοχικών αρχών και κατά συνέπεια οι περιουσίες των εβραίων έπρεπε υποθετικά να επιστρέψουν στους νόμιμους κατόχους και τους κληρονόμους τους. Αλλά αυτά ήταν λόγια του αέρα, αφού ερχόταν σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των ευεργετημένων από την λεηλασία κι όσους τους κάλυπταν. Μόνο τους λίγους μήνες που η Θεσσαλονίκη ήταν υπό τον έλεγχο του EAM έγιναν κάποιες πραγματικές προσπάθειες να εκδιωχθούν οι καταπατητές αλλά κι αυτές ήταν ελάχιστες. Οι “μεσεγγυούχοι”, φοβούμενοι ότι θα κατηγορηθούν για συνεργάτες, είχαν ήδη αρχίσει να πουλάνε σε τρίτους τις περιουσίες, αλλά οι φόβοι τους αποδείχτηκαν αβάσιμοι· το ελληνικό κράτος δεν είχε καμία απολύτως πρόθεση να αντιστρέψει την κατάσταση. Από την μία, ο “δωσιλογισμός” και η συνεργασία με τις κατοχικές δυνάμεις είχαν τέτοια έκταση που η αποκάλυψή της μόνο θα αποτελούσε παγκόσμιο σκάνδαλο για το ελληνικό κατεστημένο.
Πράγματι, το ελληνικό κράτος ήταν από τα πρώτα στην ευρώπη που σταμάτησε τις διώξεις των συνεργατών κι έδωσε αμνηστία. Από την άλλη, το ξεκλήρισμα των εβραίων ήταν αντικειμενικά σύμφωνο με τις ελληνικές εθνικιστικές επιδιώξεις για “ομογενοποίηση” του πληθυσμού κι απόλυτα συμβατό με τα συμφέροντα των ελλήνων αφεντικών που ήθελαν να “ξεμπλέξουν” με τους εβραίους ανταγωνιστές τους. Το πρόβλημα για το ελληνικό κράτος δεν ήταν πώς θα “επιστρέψει” τις περιουσίες και θα “τιμωρήσει” τους καταπατητές, αλλά πώς θα νομιμοποιήσει το έγκλημα και θα επικυρώσει το νέο status quo. Όπως και έγινε: οι λίγες διεκδικήσεις χάθηκαν σ’ ένα δικαστικό λαβύρινθο, δικαστές άρχισαν να αποφαίνονται ότι οι εβραίοι “εγκατέλειψαν” τις περιουσίες τους άρα δεν έχουν δικαιώματα, οι μεσεγγυούχοι σύστησαν επίσημο σύλλογο για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους, ενώ το ’47 οι εφημερίδες ξεκίνησαν μεγάλης κλίμακας εκστρατεία ενάντια στις “υπερβολικές απαιτήσεις” των επιζησάντων. Η υπόθεση έκλεισε…