Τετάρτη 23 Γενάρη. Επίμονες έρευνες από δώ και από κει επιχειρούν να περιγράψουν τεκμηριωμένα (δηλαδή, λίγο πολύ “επιστημονικά”) τι χαρακτηριστικά έχει αυτό το υποκείμενο που στην αγγλία είναι “έξω απ’ την ε.ε.”, και αλλού έχει παραλλαγές της ίδιας βασικής τάσης. Αλλά η καθημερινή εμπειρία είναι από μόνη της διαφωτιστική.
Θα έπρεπε η ελληνική αργκώ να δανείσει έναν όρο της, αν βρισκόταν η σωστή μετάφραση σε άλλες γλώσσες. Είναι βιοπαλαιστές. “Βιοπαλαιστής” μπορεί να είναι ένας μισθωτός, ένας εργάτης, που ξεκολιάζεται για σκατά λεφτά. “Βιοπαλαιστής” είναι, όμως, και ένας μαγαζάτορας της γειτονιάς που εισπράτει το ξεκόλιασμα των γειτόνων / πελατών του σαν πεσμένο τζίρο. “Βιοπαλαιστής” είναι, ακόμα, ένας generation τάδε, που ήταν σίγουρος ότι θα γίνει αφεντικό του εαυτού του, αλλά έχει ξεπέσει στα επιδόματα, σε σεμινάρια, και στην γκρίνια.
Υπάρχουν μερικές σταθερές που ενώνουν τους κοκκινόσβερκους υποστηρικτές του ψόφιου κουναβιού με τα κίτρινα γιλέκα, με τους έλληνες αγανακτισμένους και τους ψηφοφόρους του Orban. Η πρώτη είναι η μικροαστική εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου δόγματος «είσαι ο κόσμος». Πράγματι είναι ο καθένας τους «ο κόσμος», αλλά ένας κόσμος απλός, με απλά σύμβολα και εύκολη πρόσληψη. Ένας κόσμος fast food / junk food. Οι ψηφόφοροι, για παράδειγμα, του brexit εξακολουθούν να μην ξέρουν πολλά γι’ αυτό (και τους ξεπερνάει κατά πολύ το κοινοβουλευτικό δράμα της κυρα May) εκτός απ’ το εξής, στα όρια της φαντασίωσης: «μάλλον θα είναι καλύτερα τα πράγματα έτσι»… Χωρίς παραπάνω εξηγήσεις.
Η ιδιωτικοποίηση των πάντων και, κατά συνέπεια, η αυτάρκεια και η αυταρέσκεια του ατομικού, εγωϊκού «έτσι νομίζω» προικισμένου με μια επιθετική κατάφαση στον Εαυτό, έχει κι άλλα χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, αυτοί οι λευκοί, πρωτοκοσμικοί έκπτωτοι, στηρίζονται όσο γίνεται στις σχέσεις συγγένειας ή/και γειτονίας· και είναι αδιάλλακτα εχθρικοί σε οτιδήποτε «ξένο» που θα μπορούσε να αλλάξει έστω και λίγο τις ασφαλείς ρουτίνες στα γύρω οικοδομικά τετράγωνα. Γι’ αυτό είναι ρατσιστές (κατά των μεταναστών και όχι μόνο) ακόμα κι αν δεν έχουν δει ούτε έναν στη ζωή τους: τους αρκούν οι εικόνες με τις κατάφορτες βάρκες ή τα πλήθη που πεζοπορούν. Είναι απειλή εισβολής στην σταθεροποιημένη (και συχνά δύσκολη) καθημερινότητά τους όπως θα ήταν η φάρσα του Orson Welles για την εισβολή των εξωγήινων – ακόμα κι αν δεν είχαν δει ούτε allien νύχι. Μ’ άλλα λόγια: από επιλογή (και όχι από ανάγκη) είναι συντηρητικοί, με την κυριολεκτική σημασία της λέξης «συντήρηση»: διατήρηση της μικροκλίμακας των πραγμάτων ως έχει.
Επιπλέον απολαμβάνουν τις εντυπώσεις που τους απευθύνονται, στο βαθμό που παίζουν πάνω στο δίπολο μηδαμινότητα / μεγαλείο. Είναι ταυτόχρονα απαθείς και ευσυγκίνητοι. Έχουν απόλυτη εμπιστοσύνη στην ιδέα (και στις αρμοδιότητες) της μορφής κράτος, αλλά είναι δύσπιστοι αν δεν την βρίσκουν ικανοποιητικά πατερναλιστική. Μπορούν να νοιώσουν λύπηση για κάτι που τους φαίνεται κοντινό, αλλά «κοντινό» είναι μόνο ό,τι ταιριάζει με τους στενούς κώδικές τους. Ταξιδεύουν σε φτηνά, οργανωμένα γκρουπ τουρισμού, αλλά βλέπουν μόνο τα υποδεικνυόμενα σύμβολα της τουριστικής βιομηχανίας – και πάντως όχι έναν κόσμο που τους είναι εξ ορισμού ξένος – και τέτοιος θα μείνει.
Δεν πρόκειται για καινούργιες κοινωνικές φιγούρες! Είναι οι global, post modern «βιοπαλαιστές», έντιμοι σε γενικές γραμμές, χωρίς να βγάζουν λεφτά με ουρά, χωρίς καμιά καούρα για το πως παράγεται το ρύζι και η βενζίνη τους (μόνο για τις τιμές τους – αλλά τότε τι πάει να πει «μόνο»;), χωρίς καμιά καούρα για το πως παράγονται οι εντυπώσεις που τους απευθύνονται και τους κολακεύουν… Είναι η «αγαθιάρικη» μικροαστική μάζα των κοινωνιών του Θεάματος, που τόσο έχει ανάγκη το σύστημα – και ταυτόχρονα του παραπονιέται για εγκατάλειψη…
(Αν τους πεις ότι είναι αιχμάλωτοι θα σε μισήσουν. Δεν θέλουν να απελευθερωθούν. Να ανταμειφθούν θέλουν…)