Δευτέρα 27 Μάρτη>> Απ’ τον μύθο της θυσίας της Ιφιγένειας (και τον λίγο πολύ ανάλογο μύθο της θυσίας του Ισαάκ) έχουμε την ιστορική προειδοποίηση περί ανθρωποθυσιών όπου (την τελευταία στιγμή;) τα ανθρώπινα σφακτάρια ανταλλάσονται στον βωμό με κάποιο ζώο. Η Άρτεμις βάζει ελάφι στη θέση της Ιφιγένειας, ο ιουδαϊκός θεός βάζει ένα αρνί στη θέση του μονάκριβου Ισαάκ.
Οι μύθοι αυτοί (και άλλοι παρόμοιοι) έχουν διαχρονική αξία. Τοποθετούν το ανθρώπινο πάνω στον πάγκο του χασάπη να αιωρείται ανάμεσα στο «ιερό» και στο ζωώδες: ΑΥΤΟ το εκκρεμές είναι η «θυσία», και γι’ αυτό ό,τι βαπτίζεται «θυσία» δεν είναι θάνατος ή πόνος αλλά πάντα κάποιου είδους παροχή υπηρεσιών∙ προκαταβολή θανάτου σε αναμονή κάποιου ανταλλάγματος.
Ένα στοιχειωδώς απροκατάληπτος ανθρωπολόγος θα μας πληροφορούσε ότι οι πιο πάνω συγκεκριμένοι μύθοι αναφέρονται σ’ ένα είδος μετάβασης: απ’ την τελετουργική σφαγή ανθρώπων για να αποκτηθεί η εύνοια (ή η συγχώρεση) του / των θεού / ών, στην τελετουργική σφαγή ζώων για τους ίδιους λόγους. Κάποια σοβαρή αλλαγή στην πολιτική οικονομία των κοινωνιών θα πρέπει να συνέβη για να γίνει αυτή η μετάβαση∙ ίσως και κάποιες κοινωνικές εξεγέρσεις κατά των ανθρώπινων σφαγείων. Ωστόσο πάντοτε στο ματωμένο σώμα, στο σώμα που θυσιάζεται, αποδιδόταν κάτι αντεστραμμένα (και διεστραμμένα) «ανώτερης τάξης», «θεϊκό» ίσως: η αιτία της σφαγής του. Δεν πέθανε, δεν σκοτώθηκε, δεν τον σκότωσαν: θυσιάστηκε… Αυτό είναι “κάτι άλλο”…
Κι ενώ ο κανιβαλισμός έμοιαζε ξεπερασμένος, η τελετουργική βρώση του «για χάρη του θεϊκού θελήματος» ζώου κράτησε τις σημασίες αυτής της μεσολάβησης: ανθρώπινο όπως ζωώδες, ζωώδες όπως ανθρώπινο. Εν τέλει, στο επίσημο δόγμα του χριστιανισμού, η θυσία (και ο κανιβαλισμός) επέζησαν συμβολικά, με την λεγόμενη «θεία μετάληψη».
Η αλήθεια είναι ωστόσο πως οι ανθρωποθυσίες δεν σταμάτησαν ποτέ! Άλλαξαν, απλά, «δικαιολόγηση». Οι χριστιανοί, οι κατ’ εξοχήν σφαγείς της ανθρωπότητας σ’ όλη την ιστορία, έχουν υπάρξει ιδιαίτερα επιμελείς στο να σφάζουν άπιστους, ειδικά στις περιοχές του πλανήτη που καταλάμβαναν / καταλαμβάνουν, δηλαδή στο μεγαλύτερο μέρος του (όταν δεν σφάζονταν μεταξύ τους) για να «σώσουν τις ψυχές» τους. Τις ψυχές των Άλλων – που ήταν (ανθρωπόμορφα) ζώα. Επιπλέον η ανθρωποθυσία αποκτούσε κατά καιρούς κι ένα «πολιτικό νόημα» (για την «πατρίδα»…) μέχρις ότου με την δημιουργία του έθνους κράτους αυτή η ανθρωποεξόντωση ημών, υμών και αλλήλων όχι απλά μαζικοποιήθηκε και έχασε εντελώς τα παλιά τελετουργικά χαρακτηριστικά της (εν τέλει βιομηχανοποιήθηκε), αλλά σημάδεψε ανεξίτηλα την εκκοσμίκευση της εξουσίας: δεν είναι κάποιος θεός που ζητάει (και απολαμβάνει) θυσίες, δηλαδή ανθρώπινα σφακτάρια∙ είναι κάποια πρακτική αναγκαιότητα.
Αυτός ακριβώς είναι ο «λόγος περί θυσίας» στα στόματα δημαγωγών και πολιτικών βιτρινών χτες, σήμερα, αύριο. Πανινδρομούν μεταξύ του ελέγχου της γυμνής ζωής (του ανθρώπινου ζωντανού…) και του ελέγχου των κοινωνικών σχέσεων προσφεύγοντας σε μια «παλιά ιερότητα»: του «χρήσιμου», του αξιοποιήσιμου θανάτου – των Άλλων. Αν πνίγουν μετανάστες και πρόσφυγες είναι επειδή υπάρχει μια ανώτερη «αξία», η «εθνική ασφάλεια» ας πούμε… Αν δολοφονούνται χιλιάδες και σακατεύονται ακόμα περισσότεροι απ’ την γενετική μηχανική είναι επειδή υπάρχει ένα ανώτερο «όφελος»… Κι αν σκοτώνονται εδώ ή εκεί μερικές δεκάδες από εγκληματική αδιαφορία ατόμων και θεσμών, αναλαμβάνουν «να μην πάει χαμένος» ο θάνατός τους… Τον τοκίζουν, ή αποσπούν κάποια υπεραξία απ’ αυτόν: “δεν θα ξαναγίνει”.
Μ’ έναν τρόπο που τους διαφεύγει αλλά τον απολαμβάνουν, μέσα απ’ το στόμα τους και την συγκατάβαση στη θυσία (των άλλων…), μιλάει η εξουσία. Και η (εχθρική) σχέση της με την ζωή.