Δευτέρα 14 Νοέμβρη>> …Ένα πρωινό του 1789 ο μηχανικός και εφευρέτης Eli Whitney μπήκε στο αμερικάνικο κογκρέσο κουβαλώντας μαζί του δέκα όπλα. Ο λόγος αυτής της ιδιότυπης εισβολής ήταν η ζωντανή επίδειξη της απάντησης σε ένα κεντρικό πρόβλημα κάθε στρατού εκείνης της εποχής. Μέχρι τότε τα όπλα ήταν κατασκευασμένα από χειροτέχνες μάστορες, το καθένα ήταν μοναδικό και σε περίπτωση βλάβης έπρεπε είτε να επιστραφούν στον αρχικό κατασκευαστή τους για επιδιόρθωση, είτε να πεταχτούν σαν άχρηστα. Ο Whitney μπροστά στα μάτια των γερουσιαστών, διέλυσε τα όπλα, ανακάτεψε τα κομμάτια τους σε ένα κουβά και στη συνέχεια τα επανασυναρμολόγησε, χωρίς ούτε ένα να χάσει σε λειτουργικότητα και αξιοπιστία. Τα όπλα αυτά είχαν κατασκευαστεί με τη χρήση μηχανών από ανειδίκευτους εργάτες που είχαν δουλέψει κάτω από τυποποιημένες οδηγίες και τα εξαρτήματά τους ήταν ταυτόσημα και γι’ αυτό εναλλάξιμα μεταξύ τους. Το κογκρέσο, εντυπωσιασμένο από την καινοτόμο τεχνολογία, ανέθεσε στον Whitney να αναπτύξει ένα πρότυπο μοντέλο παραγωγής βασισμένο σε πρωτόκολλα οδηγιών, την τυποποίηση των ανταλλακτικών, τον διαχωρισμό της κατασκευής από την συναρμολόγηση, και την εκτεταμένη χρήση μηχανών. Δέκα χρόνια αργότερα το “american system of manufacturing” ξεκίνησε να εφαρμόζεται σε κάθε παραγγελία της αμερικάνικης κυβέρνησης και ο Whitney, έχοντας εντωμεταξύ αναπτύξει ένα πλήθος μηχανών με σκοπό τον περιορισμό στο ελάχιστο την ειδικευμένη εργασία, έγινε ο πρώτος που εφάρμοσε έναν νέο καταμερισμό της εργασίας και μια πρωτόλεια μορφή της σύγχρονης παραγωγής σε αλυσίδα.
Στην πραγματικότητα, η αρχική σύλληψη της ιδέας για ένα τέτοιο σύστημα παραγωγής δεν ανήκει στον Whitney, αλλά κατάγεται από την Γαλλία, όπου είχε προταθεί για την κατασκευή των όπλων από τον Honore le Blanc, στα μέσα του 18ου αιώνα. Έμεινε όμως στο στάδιο των σκέψεων και των σχεδιασμών, χωρίς να εφαρμοστεί στην πράξη. Ο Thomas Jefferson, που τότε υπηρετούσε ως πρέσβης των ΗΠΑ στο Παρίσι, είναι που μετέφερε την ιδέα στην άλλη πλευρά του ατλαντικού, στον Whitney, που την ανέπτυξε και την εφάρμοσε στην πράξη.
…Εκατόν δεκατέσσερα χρόνια μετά τον Whitney και το σύστημά του παραγωγής, την 1η/12ου 1913 μπαίνει σε λειτουργία η πρώτη κινούμενη αλυσίδα συναρμολόγησης. Ο Henry Ford, αγνοώντας πιθανά το ιστορικό βάθος των καταβολών του, επηρεασμένος από την οργάνωση της παραγωγής στα σφαγεία του Σικάγο, οργανώνει την μαζική παραγωγή των εργοστασίων του με τους εργάτες σε σταθερές θέσεις και τις μηχανές σε μια συνεχή κίνηση ανάμεσά τους. Την ίδια εποχή, στα 1911, ένας άλλος αμερικάνος μηχανικός, ο Frederick Winslow Taylor, εκδίδει την μονογραφία The Principles of Scientific Management. Το θέμα που πραγματεύεται είναι επιστημονική μελέτη των χρόνων και των κινήσεων της εργασίας με στόχο την επαναπειθάρχηση των εργατών στις απαιτήσεις της μοντέρνας βιομηχανίας…
… Οι νέες τεχνολογίες -όντας τεχνολογίες που αναπτύσσονται μέσα στη κρίση- είναι και οι ίδιες σε κρίση και ταυτόχρονα είναι παράγοντες όξυνσης της κρίσης. Από την μία γίνονται εργαλεία αποδόμησης του προηγούμενου μοντέλου, επιταχύνοντας την καταστροφή του και τη κατασκευή ενός “καθαρού” πεδίου ώστε να αναπτυχθούν πλήρως. Από την άλλη, ταυτόχρονα, βρίσκουν εμπόδια να αναπτυχθούν “ασφυκτιώντας” μέσα σε κοινωνικές σχέσεις που αντιστοιχούν ακόμη σε ένα παλιότερο μοντέλο οργάνωσης. Η διάχυτη αίσθηση, που διακατέχει ακόμη και τα αφεντικά, της “αφηνιασμένης” τεχνολογίας που τρέχει σε μια δική της κούρσα, εγκαταλείποντας πίσω της όλο και περισσότερους “λειτουργικά αναλφάβητους και τεχνολογικά πρωτόγονους”, είναι σύμπτωμα ακριβώς αυτής της συνθήκης. Του χάσματος, δηλαδή, που χωρίζει την τεχνική από τις κοινωνικές σχέσεις. Ένα χάσμα που δεν θα καλυφθεί με την χαλιναγώγηση των νέων τεχνολογιών, αλλά την (βίαιη αν χρειαστεί) ανατροπή του υφιστάμενου πλέγματος σχέσεων. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι η νέα τεχνο-λογική δεν έχει ακόμη πατήσει στέρεα στα μυαλά με την επιβολή του δικού της τρόπου θέασης του κόσμου, σε αντίθεση με το προηγούμενο μοντέλο που είχε την δύναμη να καθορίζει ακόμη και την εργασιακή και καταναλωτική ηθική που του αντιστοιχούσε. Αλλά, όπως ακριβώς στο παρελθόν, έτσι και τώρα τα αφεντικά δεν μπορούν παρά να διαχειριστούν το καινούργιο “χάσμα” με τέτοιο τρόπο ώστε η τεχνολογική αναδιάρθρωση να ολοκληρωθεί με το κατάλληλο “βιο-πληροφοριακό” κοινωνικό υπόδειγμα. Η καταστροφή της γνώσης μέσω της μετατροπής της σε πληροφορία, η αλγοριθμική ανασύνθεση της εργασιακής διαδικασίας, η ανακατασκευή του σώματος, είναι ακριβώς αυτές οι διαδικασίες σύνθεσης που στο όνομα των αφεντικών δοκιμάζουν να κατευθύνουν την ανθρωπότητα στη συνάντηση με το μέλλον της.
Στο επίκεντρο της νέας τεχνολογικής αναδιάρθρωσης (το επαναλαμβάνουμε) δεν βρίσκεται απλά η “εισαγωγή νέων μηχανών”. Η τεχνική επανάσταση των αφεντικών έχει μία μοναδική σκοπιμότητα: να επιβάλλει την πειθαρχία και να επιβεβαιώσει την κυριαρχία τους πάνω στους ταξικούς τους αντιπάλους, τροποποιώντας σχέσεις και περιεχόμενα. Η επινόηση του Turing δείχνει ακριβώς αυτό: η νοητή λογική μηχανή του είναι στην πραγματικότητα μια μηχανή παραγωγής νοημάτων ενσωματωμένη στην λογική. Αγνοούμε αν το μέλλον που προδιαγράφει η επόμενη γενιά των υπολογιστών και η παρέμβαση στο dna ανήκει στους cyborgs ή σ’ οποιοδήποτε άλλο υβρίδιο ανθρώπου και μηχανής, όπως εξάλλου το αγνοούν κι όσοι ήδη προκαταλαμβάνουν τις εξελίξεις μεταφέροντάς τις έξω από το πεδίο του ταξικού ανταγωνισμού. Αλλά αν έτσι πρόκειται να συμβεί, αν οι νέες τεχνολογίες επιδεικνύουν ήδη με σαφήνεια την δυναμική τους, γνωρίζουμε ήδη καλά πως θα έχουμε να κάνουμε με μια νέα εκρηκτική διαστολή της καπιταλιστικής σχιζοφρένειας. Που σημαίνει ότι η κατασκευή των “υβριδικών καταστάσεων” θα πρέπει έγκαιρα να αναμετρηθεί με την άγρια προλεταριακή κριτική.
Το πιο πάνω είναι απόσπασμα απ’ το 2ο τεύχος του έντυπου δρόμου System Failure Acceleration – έκδοση των εργατών του αρνητικού για τον προλεταριακό ανταγωνισμό, που κυκλοφόρησε τον Μάρτη του 2005 στη Σαλονίκη. Τότε, ακόμα, η εργατική κριτική αναδυόταν μέσα απ’ τον βάλτο του μεταμοντερνισμού και εναντίον του∙ δεν ήταν απαγορευμένη όπως τώρα. Τότε, ακόμα, η εργατική αντι-καπιταλιστική κριτική ήταν έγκαιρη και έγκυρη∙ όχι «καταγέλαστη» και «ψεκασμένη» όπως λένε τώρα οι κάθε είδους λακέδες.
Τότε, ακόμα, τα παρακάτω λόγια του Walter Benjamin άστραφταν σε μια στιγμή κινδύνου και παρακινούσαν σε αντίσταση:
…Οι εκάστοτε κυρίαρχοι είναι οι κληρονόμοι όλων όσων νίκησαν κατά το παρελθόν. Έτσι η ταύτιση με τον νικητή αποβαίνει κάθε φορά προς όφελος των εκάστοτε κυρίαρχων. Ο ιστορικός υλιστής ξέρει τι σημαίνει αυτό. Όποιοι μέχρι σήμερα αναδείχτηκαν νικητές βαδίζουν στη θριαμβευτική πομπή μαζί με τους σημερινούς κυρίαρχους πάνω από τους υποταγμένους. Τα λάφυρα συνοδεύουν, όπως συνέβαινε πάντοτε, τη θριαμβευτική πομπή. Ονομάζονται όλα αυτά πολιτιστική κληρονομιά και στο πρόσωπο του ιστορικού υλιστή θα συναντήσουν έναν αποστασιοποιημένο παρατηρητή. Γιατί, χωρίς εξαίρεση, οτιδήποτε εξετάζει από αυτά έχει μια καταγωγή που δεν μπορεί να τη σκεφτεί δίχως φρίκη. Χρωστάνε την ύπαρξή τους όχι μόνο στον κόπο των μεγαλοφυών που τα δημιούργησαν, αλλά και στην ανώνυμη βαριά δουλική εργασία των συγχρόνων τους. Δεν έχει υπάρξει ποτέ τεκμήριο πολιτισμού που να μην είναι ταυτόχρονα τεκμήριο βαρβαρότητας. Κι όπως ένα τέτοιο τεκμήριο δεν στερείται βαρβαρότητας, το ίδιο ισχύει και για τη διαδικασία μεταβίβασης, με την οποία πέφτει από το ένα χέρι στο άλλο. Γι’ αυτό ο ιστορικός υλιστής απομακρύνεται από αυτό όσο γίνεται περισσότερο. Θεωρεί καθήκον του την κάθαρση της ιστορίας ενάντια στο ρεύμα.
Η παράδοση των καταπιεσμένων μας διδάσκει ότι η “κατάσταση έκτακτης ανάγκης” που ζούμε τώρα δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας. Πρέπει να κατορθώσουμε να συλλάβουμε την ιστορία έχοντας αυτή την επίγνωση. Τότε θα διαπιστώσουμε καθαρά ότι αποστολή μας είναι να δημιουργήσουμε μια πραγματική κατάσταση έκτακτης ανάγκης και έτσι θα βελτιωθεί η θέση μας στον αγώνα κατά του φασισμού. Ένας λόγος που ο φασισμός έχει μια ευκαιρία είναι γιατί, στο όνομα της προόδου, αντιμετωπίζεται από τους αντιπάλους του σαν ιστορικό μέτρο. Η έκπληξη για το πως τα πράγματα που ζούμε είναι “ακόμα” και στον εικοστό αιώνα δυνατά, δεν είναι φιλοσοφική. Δεν είναι η απαρχή μιας γνώσης – εκτός κι αν πρόκειται για τη γνώση πως η αντίληψη της ιστορίας από την οποία κατάγεται δεν ευσταθεί.
Σε κάθε περίπτωση η επικαιροποίηση του «τι», «πως» και «ποιος» της εξέλιξης ακόμα και με άλματα της τεχνοκρατίας και της μαζικής μηχανοποίησης είναι αδιάψευστη: