Δευτέρα 18 Γενάρη. Να πει κανείς ότι το ψόφιο κουνάβι είναι ρατσιστικό, σεξιστικό, ψωνισμένο, και βάλε; Να το πει χωρίς δισταγμό. Αλλά η λογοκρίσια του απ’ τα antisocial media (των οποίων τα αφεντικά έχουν κάνει τεράστιες περιουσίες ακριβώς απ’ τον ρατσισμό, τον σεξισμό, την βλακεία, και όχι βέβαια απ’ την σοφία και την ευγένεια των ανθρώπινων σχέσεων!) έχει τροφοδοτήσει μια καλοκουρντισμένη θύελλα άρθρων (τόσο ντόπια όσο και διεθνή…) υπέρ της λογοκρισίας γενικά, σαν «κοινωνικά υπεύθυνης» στάσης. Αν όχι απ’ την μεριά του κάθε υπήκοου χωριστά (δεν έχει βρεθεί ακόμα η ανάλογη «αλυσίδα μολυσματικότητας» σαν κι εκείνη που ξεκινάει από ένα φιλί στο δρόμο και καταλήγει στο θάνατο ενός ηλικιωμένου…), σίγουρα απ’ την μεριά των κρατών και των εταιρειών – στις υπό διαμόρφωση καινούργιες τεχνικές εξουσίας.
Η εποχή είναι κατάλληλη. Σχεδόν (τρομακτικά) ώριμη. Το ίδιο πράγμα που μέχρι πρόσφατα αποθεωνόταν (και διαφημιζόταν) σαν ο «ναός της ελεύθερης έκφρασης», ο κυβερνοχώρος, δαιμονοποιείται τώρα σαν το καταγώι της ακολασίας και της (επικίνδυνης) ανευθυνότητας. Υπάρχει κάτι που άλλαξε ας πούμε ανάμεσα στο 2018 και στο 2020; Σε μεγάλο μέρος του ο κυβερνοχώρος είναι σκουπιδαριό εδώ και πολλά χρόνια, και τέτοιος παραμένει. Τότε;
Για να αντιμετωπίσει κανείς την κυρίαρχη ρητορική / προβοκατορολογία, πρέπει να στήσει τις κοινωνικές (και τις πολιτικές) σχέσεις και τα μέσα που χρησιμοποιούν ξανά με τα πόδια τους στη γη· έργο ανόσιο, στα όρια του απαγορευμένου. Για παράδειγμα η καταχωνιασμένη Κοινωνία του Θεάματος εκδόθηκε το 1967, όταν o Guy Debord δεν μπορούσε καν να φανταστεί τον «κόσμο» των antisocial media. Κάπου στις σελίδες του βιβλίου θα μπορούσε κανείς να διαβάσει και το εξής (δυσνόητο πια!) – ο τονισμός της ελληνικής έκδοσης (ελεύθερος τύπος):
… Η τάση εκχυδαϊσμού που, κάτω από τις πολυποίκιλες παραλλαγές του θεάματος, κυριαρχεί παγκόσμια στη σύγχρονη κοινωνία, κυριαρχεί επίσης πάνω της σε όλα τα σημεία όπου η αναπτυγμένη κατανάλωση εμπορευμάτων πολλαπλασίασε φαινομενικά τους προς εκλογήν ρόλους και αντικείμενα…
Για να κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα ο Debord επέλεξε σαν προμετωπίδα του πρώτου κεφαλαίου της Κοινωνίας του Θεάματος αυτήν την κουβέντα του Ludwig Feurebach (τονισμός απ’ την ίδια ελληνική έκδοση):
… Χωρίς αμφιβολία, η εποχή μας (…) προτιμά την εικόνα από το αντικείμενο, το αντίγραφο από το πρωτότυπο, την αναπαράσταση από την πραγματικότητα, το φαινόμενο από το είναι (…) Το ιερό γι’ αυτήν δεν είναι παρά η ψευδαίσθηση, και το ανίερο είναι η αλήθεια. Ή μάλλον, το ιερό μεγαλώνει στα μάτια της στο μέτρο που μικραίνει η αλήθεια και αυξάνεται η ψευδαίσθηση, έτσι ώστε, γι’αυτήν, το αποκορύφωμα της ψευδαίσθησης ν’ αποτελεί επίσης το αποκορύφωμα του ιερού…
Όσο επίκαιρη κι αν δείχνει η πιο πάνω παράγραφος, είναι απ’ το Das Weſen des Chriſtenthums – Η ουσία του χριστιανισμού. Που εκδόθηκε το 1841… (Το βιβλίο επηρέασε έντονα τόσο τον Marx όσο και τον Engels, ειδικά σε ότι αφορά την έννοια της αλλοτρίωσης…)
Σ’ αυτήν την μακρόχρονη, μισο-θρησκευτική / μισο-υλιστική αλληλουχία παρακμιακών καταστάσεων, το πως εκδηλώνεται η κυριαρχία της χυδαιότητας, των ψευδαισθήσεων, των ψεμμάτων είναι, αναπόφευκτα, συνάρτηση αρκετών παραγόντων. Οι τρόποι, τα μέσα που μπορούν να πολλαπλασιάζουν ή να περιορίζουν αυτήν την κυριαρχία, δεν είναι ποτέ απλά και μόνο τεχνικά. Ποιός είναι ο «καλός σπορέας» της; Είναι κάποια μορφή εξουσίας; Ποιά μορφή; Σε κάθε περίπτωση: τεχνική, ιδεολογία και πολιτική φτιάχνουν κόμπους που στον πυρήνα τους έχουν σταθερά το ίδιο: την διατήρηση, την διαχείριση, και την επέκταση εκείνης της εξουσίας που οφελείται.
Διαφορετικά ο Feurebach δεν θα μπορούσε να κάνει τέτοιο άλμα απ’ το 1841 στο 2021…