Σάββατο 14 Νοέμβρη. Χρειάστηκαν κάποια χρόνια, και τουλάχιστον μια γενιά, για να εκπαιδευτούν οι πρωτοκοσμικοί σ’ αυτήν την βασική «συν-ήθεια» του υγιεινισμού: την πρόληψη… Παρότι η ιδέα της «πρόληψης» φαίνεται πια αυτονόητη (και, κατά συνέπεια, η προτεραιότητα των εξετάσεων απέναντι στα συμπτώματα έχει γίνει κοινοτοπία), είναι ιστορικά πολύ πρόσφατη. Είναι επίσης άμεσα, οργανικά συνδεδεμένη με πολιτικές επιλογές (κρατών) και επιχειρηματικούς προανατολισμούς (της βιομηχανίας της υγείας). Τέλος η ιδέα της «πρόληψης» είναι άμεσα σχετισμένη με τις μαζικές και διάχυτες φοβίες του υγιεινισμού τις τελευταίες δεκαετίες: πρακτικά (πλέον) αν η «υγεία» του καθενός / της καθεμιάς δεν επικυρώνεται τακτικά μέσα από εξετάσεις, κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι είναι «υγιής» (ενώ δεν έχει κανένα σύμπτωμα οποιασδήποτε αρρώστιας…)
Σε κάθε περίπτωση: η μετατόπιση της ιατρικής απ’ την κλινική (την ιατρική όπως την περιγράφει ο Sacre, που ξεκινάει απ’ τα συμπτώματα και τα κλινικά ευρήματα) στην εργαστηριακή (την ιατρική που ξεκινάει από τα αποτελέσματα των εξετάσεων…) έχει ήδη συντελεστεί. Και δεν έχει νόημα να σχολιαστεί εδώ, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Απομένει αυτό: η «ακρίβεια», η «ορθότητα» των εξετάσεων που κάνει ο καθένας / η καθεμιά οποτεδήποτε, για να επιβεβαιώσει την καλή του / της υγεία (ή να εντοπίσει έγκαιρα κάποιο πρόβλημα). Είναι αυτές οι εξετάσεις de facto σωστές, ακριβείς σ’ αυτό που μετρούν / δείχνουν; Η γενική απάντηση είναι μια ερώτηση: θα έπρεπε;
Πριν συνεχίσουμε: δεν είναι όλες οι εξετάσεις του ίδιου τύπου, δεν μπορούν να χειραγωγηθούν όλες με τον ίδιο τρόπο (αν υπάρχει συμφέρον χειραγώγησης). Ωστόσο όλες, από μια μαγνητική τομογραφία ή ένα εγκεφαλογράφημα έως μια μέτρηση χοληστερίνης ερμηνεύονται. Πράγμα που σημαίνει ότι με κριτήρια αληθινής ζωής, πραγματικότητας, υπάρχει πάντα ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο λαθροχειρίας, παρερμηνείας ακόμα και λάθους (ερμηνείας). Αν συνυπολογίσουμε την καπιταλιστική πραγματικότητα τότε το ζήτημα παίρνει μια τροπή που σε μερικές περιπτώσεις είναι άγρια. Για παράδειγμα οι φαρμακευτικές που πουλάνε γιατρικά κατά της χοληστερίνης (της οποίας το «επίπεδο» διαπιστώνεται με εξετάσεις) έχουν αλλάξει τα τελευταία χρόνια (και όχι μόνο μια φορά) τα «όρια υγείας», έτσι ώστε «τιμές» που πριν 20 ή 30 χρόνια αντιστοιχούσαν σε θηριώδη υγεία να θεωρούνται πια αποδείξεις νοσηρότητας… Με απλά λόγια: οι φαρμακοβιομηχανίες χειραγωγούν όχι απευθείας τις εξετάσεις (στη συγκεκριμένη περίπτωση) αλλά την εκτίμηση των αποτελεσμάτων – με κακές συνέπειες για τους εξεταζόμενους, καλά κέρδη όμως γι’ αυτές…
Ενώ, λοιπόν, από λογική άποψη δεν θα έπρεπε να έχει δοθεί τέτοια προτεραιότητα στις εξετάσεις σε σχέση με τα συμπτώματα, για την μέση κοινωνική συνείδηση η εμπιστοσύνη στις πρώτες όχι μόνο σαν αναγκαίο αλλά και σαν ικανό μέσο διαπίστωσης της κατάστασης της υγείας είναι, σχεδόν, τυφλή. Εδώ και δυο γενιές τουλάχιστον.
Που οφείλεται αυτό; Σε μια λίγο πολύ φετιχιστική σχέση με την τεχνική, την σχετική με την ιατρική εν προκειμένω. Μπορεί κάποιος να αμφιβάλει για την διάγνωση ενός γιατρού· ποτέ όμως για τα «αποτελέσματα των εξετάσεων» που έκανε, για τα «όρια υγείας», και οτιδήποτε άλλο συγκροτεί την εργαστηριακή υπεροχή. Κι όσο περισσότερο η όποια διάγνωση τείνει να παριστάνει ότι ξεπηδάει ατόφια απ’ τα «αποτελέσματα των εξετάσεων», τόσο μειώνονται οι αμφιβολίες γι’ αυτήν.
Φαίνεται ότι αυτό είναι το έδαφος πάνω στο οποίο η χειραγώγηση των PCR τεστ έχει γίνει αόρατη. Το διπολικό «ναι/όχι» για κάτι που έχει προβληθεί σαν «μισο-θάνατος» είναι βίαιο ακόμα και για τα δεδομένα της εργαστηριακής αυθεντίας· μοιάζει ως ένα σημείο με το «ναι/όχι» των HIV τεστ. Ωστόσο η εσωτερίκευση αυτής της βίας είναι το ζητούμενο της πειθάρχησης.
Όπως το εννόησε κι ένας ρημαδοπρωθυπουργός εντελώς άσχετος με οποιαδήποτε έννοια περί ιατρικής αλλά σχετικός με την επιχειρηματική “δεοντολογία”: είστε όλοι άρρωστοι…