Τετάρτη 5 Αυγούστου. …Παρά τις προετοιμασίες σχεδόν 20 χρόνων, το «τράβηγμα απ’ τα μαλλιά της ευκαιρίας» του covid – 19 στον δυτικό κόσμο, στις αρχές της άνοιξης του 2020, είχε σοβαρά κενά. Το πρώτο σοβαρό κενό ήταν (και παραμένει) οι μηχανισμοί απόλυτης λογοκρισίας. Στο κατά λίγους μήνες έγκαιρο Event 201 (που είμαστε σίγουροι ότι δεν μελετήσατε…) το θέμα της «ιατρικής αλήθειας» ήταν ένα απ’ τα 4 στρατηγικής σημασίας. Όμως ανάμεσα στα δεδομένα του Οκτώβρη του 2019 και του Μάρτη του 2019 το μόνο δοκιμασμένο χειροπιαστό εργαλείο λογοκρισίας ήταν η καταστολή των «fake news» απ’ τα αντι-social media, με την κατηγορία ότι ήταν ρωσικής ή κινεζικής προέλευσης… Πολύ λίγο για να δουλέψει στις συνθήκες της απότομης και αφηνιασμένης τρομοεκστρατείας…
Αυτά γράφαμε μεταξύ άλλων πριν 2 μέρες (η διαγώνιος του θεάματος 2). Οι προβοκάτσιες σαν επίσημη κρατική τακτική και, σα συνέχεια, η νομιμοποίηση της λογοκρισίας έχουν μπει πια στην ημερήσια διάταξη· και μάλιστα (όπως θα δείξουμε στη συνέχεια) με τον πιο βρώμικο και τρομοκρατικό τρόπο.
Αλλά πρέπει να γυρίσουμε λίγο πιο πίσω για να διαπιστώσουμε το γιατί (και το γιατί τώρα) η τρομοεκστρατεία με σημαία τον covid-19 αναδεικνύει την λογοκρισία σαν οργανική ανάγκη του συστήματος. Θα φανεί έτσι (ελπίζουμε) ότι η απαγόρευση της τεκμηριωμένης κριτικής στην τρομοεκστρατεία είναι μεν το τωρινό, συγκυριακό ζήτημα που ενδιαφέρει άμεσα το βιο-πληροφορικο-ασφαλίτικο σύμπλεγμα (τις big pharma, τις big tech, τις big insurance, καθώς και τους στρατοαστυνομικούς μηχανισμούς των κρατών)· από ιστορική άποψη όμως είναι ΜΟΝΟ ένα στοιχείο της εκκίνησης μιας καινούργιας περιόδου, που έχουμε ονομάσει νεο-κρατισμό. Σαν διάδοχη κατάσταση του νεο-φιλελευθερισμού.
Η έννοια των «ψευδών ειδήσεων» και της «διασποράς ψευδών ειδήσεων» είναι παλιά. Όπως και η σχετική νομοθεσία. Ωστόσο το τι είναι «ψευδής είδηση» και το τι είναι τεκμηριωμένη κριτική (ή ακόμα πιο συγκεκριμένα πολιτική κριτική) δεν ήταν ούτε θα μπορούσε να είναι ακλόνητα οριοθετημένο. Για παράδειγμα η φράση ο καπιταλισμός σκοτώνει μπορεί να θεωρηθεί είτε «ψευδής είδηση» είτε τεκμηριωμένη πολιτική κριτική, ανάλογα απ’ την θέση που βρίσκεται ο καθένας (και τα συμφέροντα που υπηρετεί ή όχι…). Είναι γι’ αυτό το λόγο που όλα τα δικτατορικά, ολοκληρωτικά καθεστώτα στην ιστορία του καπιταλισμού (ο 20ος αιώνας είχε πολλά από δαύτα) απαγόρευαν πάντα την πολιτική κριτική ΧΩΡΙΣ να την αναγνωρίζουν σαν τέτοια! Ονομάζοντάς την, χαρακτηρίζοντάς την, σαν «κάτι άλλο»: σαν κοινά ψέμματα, σαν παραπληροφόρηση – του – εχθρού, σαν φαντασιώσεις, ακόμα και σαν διανοητική διαταραχή…
Το σημείο αυτό είναι κρίσιμο, και αφορά άμεσα τη «νέα» λογοκρισία, αυτήν που απλώνεται καλπάζοντας εδώ και μήνες. Αν μια οποιαδήποτε γνώμη αναγνωριστεί σαν επαρκής καθ’ αυτή στους συλλογισμούς και στα επιχειρήματά της, τότε νομιμοποιείται στο «πεδίο του διαλόγου» που, σύμφωνα με τα τυπικά συντάγματα των αστικών δημοκρατιών, είναι βασικό χαρακτηριστικό τους. Για να εξορίσει τις ενοχλητικές (εναντίον του) απόψεις ένα καθεστώς που θέλει να κρύψει το ότι είναι ολοκληρωτικό (ή παριστάνει ότι «δεν κυνηγάει την ελευθερία έκφρασης των απόψεων» – εκτός αν την κυνηγάει…) πρέπει να αφαιρέσει απ’ τις αντίπαλες απόψεις την λογική τους βάση· πρέπει να προβοκάρει διαστρέφοντάς τα τα επιχειρήματά τους· πρέπει να προβοκάρει διαστρέφοντας τες τις προθέσεις όσων τις έχουν και τις εκφράζουν. Με δυο λόγια πρέπει να τις απο-πολιτικοποιήσει, ώστε στη συνέχεια να τις «εγκληματοποιήσει», να τις «ψυχολογικοποιήσει» ή/και να τις γελοιοποιήσει. Με δυο λόγια: πρέπει να ασκήσει αδιάλλακτη, ωμή ιδεολογική και φυσική βία.
Τα λεγόμενα «fake news» (μια διατύπωση που έγινε διεθνής· φαίνεται πως αν στα ελληνικά λέγονταν «ψευδείς ειδήσεις» θα έπρεπε να ελεγχθούν αν είναι όντως τέτοιες) έγιναν μόδα τα πολύ τελευταία χρόνια, ειδικά σε σχέση με την καθεστωτική πολιτική ζωή στις ηπα και στην αγγλία. Κανείς απ’ όσους έδειχναν τα «fake news» δεν χαρακτήρισε έτσι τις εμπορικές διαφημίσεις ή τις ανεκπλήρωτες προεκλογικές υποσχέσεις διάφορων πολιτικών βιτρινών. Τα «fake news» (που διαδίδονταν μέσω των αντι-social media) αφορούσαν αυτό που ονομάστηκε «εμπλοκή» σε εκλογές ή δημοψηφίσματα· και σαν προέλευσή τους υποδεικνυόταν συνήθως η Μόσχα· αργότερα και το Πεκίνο.
Μ’ άλλα λόγια οι «ψευδείς ειδήσεις» που θα έπρεπε να κατασταλούν (επειδή «δηλητηριάζουν την δημοκρατία»…), είτε ήταν όντως τέτοιες είτε όχι, φύτρωσαν στις ρωγμές που δημιουργεί η όξυνση του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού. Έγινε αρκετό να υποστηρίξει μια εξουσία εδώ ή εκεί πως «η αντίπαλη εξουσία είναι που μιλάει» για να γίνει το οτιδήποτε ψέμα, του οποίου η κυκλοφορία πρέπει να απαγορευτεί.
Τυπική πολεμική κατάσταση! (Με την αλήθεια που είναι το πρώτο θύμα, κλπ…)