Δευτέρα 4 Μάη. Υπάρχουν διάφοροι που από απόλυτη άγνοια της ιστορίας (κι αυτό είναι το λιγότερο που θα μπορούσαμε να τους προσάψουμε) έχουν πεισθεί για την μεγάλη φονικότητα του covid-19 με την «εις άτοπον απαγωγή»: αφού έχουν τόσο μεγάλο οικονομικό κόστος τα υγιεινιστικά πραξικοπήματα και οι απαγορεύσεις, για ποιόν λόγο να το έκανε αυτό ο καπιταλισμός στον εαυτό του (μέσω των κρατών) αν όχι επειδή η απειλή είναι όντως φοβερή;
Το πιο στοιχειώδες που θα έπρεπε να γνωρίζουν και να αναγνωρίζουν είναι ότι η φράση ο πόλεμος είναι η υγεία της (καπιταλιστικής) μηχανής δεν είναι υπερβολική. Αντίθετα, είναι ακριβέστατη. Ένας αιώνας (ο 20ος) αίματος, θανάτου, τεράστιων καταστροφών πλανητικής κλίμακας, δεν δείχνει άραγε ποιά είναι αυτή η καπιταλιστική υγεία; Αν τα πιο δυναμικά ανάμεσα στ’ αφεντικά είχαν πρόβλημα με την «καταστροφή κεφαλαίου» θα έκαναν πολέμους; Όχι. Ένα περίεργο πράγμα όμως: όχι μόνο δεν τους αποφεύγουν· τους επιδιώκουν κιόλας. Ξέροντας ότι και δικά «τους» κεφάλαια θα καταστραφούν.
Ακόμα και από στοιχειώδη εμπειρική / ιστορική άποψη, ο ισχυρισμός ότι «οι οικονομικές ζημιές αποδεικνύουν την σοβαρότητα της απειλής» είναι το ίδιο λαθεμένος και εκτός πραγματικότητας όπως σε κάθε οργανωμένη (απ’ τα αφεντικά) καταστροφή κεφαλαίου – και εργασίας· σ’ αυτήν θα επανέλθουμε στη συνέχεια.
Το να θυμίσουμε τον Κάρολο θα ήταν προφανώς άχρηστο για ανθρώπους που σκέφτονται σα να ήρθαν μόλις χτες από κάποιο πλανήτη αγάπης και ειρήνης. Ωστόσο θα το κάνουμε, λιγότερο για να πείσουμε μυαλά με τόση πρωταρχική άγνοια και περισσότερο για να υπενθυμίσουμε το είδος του πολέμου που βρίσκεται σε εξέλιξη.
Στο «κομμουνιστικό μανιφέστο» λοιπόν, γραμμένο το 1848, διορατικά οι Μάρξ και Έγκελς έβλεπαν εκείνο που τώρα μοιάζει αόρατο: την οργανική σχέση ανάμεσα στην καπιταλιστική «τεχνολογική ανάπτυξη» και στην υποχρεωτική καταστροφή μεγάλης κλίμακας – «δημιουργική» την λένε τώρα.
Για τους καλοπροαίρετα αρχάριους κάποιες επεξηγήσεις. Οι «καταχθόνιες δυνάμεις» στο παρακάτω απόσπασμα είναι, ακριβώς, η επιστήμη και οι τεχνολογίες… Η «ανταρσία των νεώτερων παραγωγικών δυνάμεων» είναι το γεγονός (που μπορούσαν όχι απλά να το παρατηρήσουν αλλά και να το θεμελιώσουν θεωρητικά ήδη απ’ τα μέσα του 19ου αιώνα…) ότι σε κάθε σοβαρό βήμα τεχνολογικής αναδιάρθωσης η καπιταλιστική παραγωγή γίνεται υποχρεωτικά πιο κοινωνική. Με την έννοια ότι ο νέος μηχανολογικός εξοπλισμός, πάντα πιο σύνθετος, «βάζει» μέσα σε κάθε συγκεκριμένο τόπο παραγωγής, την εργασία και την γνώση πολλών ακόμα εργατών, ειδικευμένων και ανειδίκευτων: απ’ αυτούς που εξορύσσουν και επεξεργάζονται τις πρώτες ύλες που είναι απαραίτητες για την κατασκευή των μηχανών· ως τους σχεδιαστές, τους κατασκευαστές, και τους μεταφορείς των μηχανημάτων. Για τον Μαρξ αυτή η de facto «κοινωνικοποίηση» της καπιταλιστικής παραγωγής είναι που έρχεται σε άμεση σύγκρουση με την (ατομική) ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής· μια σύγκρουση που κατά την (αισιόδοξη) ανάλυσή του μόνο να οξύνεται μπορεί, μέχρι να φτάσει στο σημείο της έκρηξης, που δεν είναι άλλη απ’ την αντικαπιταλιστική επανάσταση / απαλλοτρίωση των μέσων παραγωγής.
Γι’ αυτό υποστηρίζει (στο πιο κάτω απόσπασμα) ότι αυτές οι «νεώτερες παραγωγικές δυνάμεις» (οι νέοι τεχνικοί σα να λέμε αλλά και η εργατική τάξη που χρησιμοποιεί το νέο εξοπλισμό) έχοντας επίγνωση της όλο και μεγαλύτερης κοινωνικότητας της παραγωγικής διαδικασίας, «ανταρτεύουν» κατά των σχέσεων ατομικής ιδιοκτησίας, προκαλώντας κατά καιρούς «εμπορικές κρίσεις» (η ανταρσία τους εκδηλώνεται π.χ. με την απαίτηση σοβαρών αυξήσεων στους μισθούς και στα μεροκάματα, ή λιγότερων ωρών δουλειάς, κλπ). Πάντα αισιόδοξοι, οι Μαρξ και Έγκελς θεωρούν το 1848 πως η κάθε φορά τεχνολογική αναδιάρθρωση αυξάνει τον παραγόμενο πλούτο, φέρνοντας τις παραγωγικές σχέσεις (την ατομική ιδιοκτησία) αντιμέτωπες με τις παραγωγικές δυνάμεις (την εργασία και την δημιουργικότητά της). Για να καταλήξουν πως για να ξεπεράσουν τα αφεντικά αυτήν την αντίθεση, προχωρούν σε καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων (κι εδώ περιλαμβάνονται και «μηχανές» αλλά και ζωντανή εργασία…) και σε ταυτόχρονη επέκταση της εμπορευματοποίησης (δημιουργώντας «νέες αγορές») και πιο εντατική εκμετάλλευση των παλιών αγορών.