Παρασκευή 29 Μάη. Ένας σενεγαλέζος στην Αθήνα: ο Σιχ. Μετανάστης, φυγάς, μέτοικος. Μουσικός δρόμου στο κέντρο της πόλης – για το μεροκάματο. Κακό φαγητό, κακός ύπνος, ζόρικη ζωή, ξίδια… Ξίδια… και στομάχι…
Όταν ο Σιχ πήγε τελευταία φορά στο νοσοκομείο σχεδόν διπλωμένος στη μέση, η “προστασία των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων” δεν τον περιλάμβανε… Όπως και κανέναν άλλο άλλωστε, ντόπιο ή ξένο, που δεν θα μπορούσε να χρεωθεί στον covid-19. Τον έστειλαν σπίτι του.
Χωρίς κόσμο οι δρόμοι… Χωρίς μεροκάματο… Μηδέν λεφτά. Με μηδέν λεφτά ελάχιστο φαγητό – απ’ την καλωσύνη των γειτόνων. Χειροτέρευε. Λίγο πριν ξεψυχίσει πρόλαβε να πάρει τηλέφωνο τον φίλο του για να του πει ότι θα πεθάνει.
Και πέθανε. Οι φίλοι του που μαζεύτηκαν στο σπίτι φώναξαν στο εκαβ που ήρθε να τον πάρει: μην τον χρεώσετε στον κορονοϊό σας βαμπίρ! Αυτοί (και όχι η ένωση φίλων της καραντίνας…) κατάλαβαν πολύ καλά πόσο βαμπιρική είναι όλη αυτή η ιστορία… Μαζεύουν λεφτά για να στείλουν τον Σιχ στο Ντακάρ, να τον θάψει και τον κλάψει η μάνα του. (Ακόμα κι αυτό έχει γίνει πολύ ακριβότερο τέτοιο καιρό).
Στη μνήμη του Σιχ, στη μνήμη όλων των «παράπλευρων απωλειών» αυτής της τρομοεκστρατείας, σ’ όποιο μέρος του κόσμου κι αν σπρώχτηκαν στο καναβάτσο και ποδοπατήθηκαν μέχρι θανάτου απ’ την “εκστρατεία υπέρ της υγείας”, ένα τραγούδι απ’ τον τζαμαϊκανό Mutabaruka.
Κάπου αλλού τώρα ο Σιχ θα είναι αραχτός…