Σάββατο 23 Φλεβάρη. Απ’ τα τέλη της δεκαετίας του ’80, και με μια εκρηκτική επιτάχυνση απ’ τις αρχές των ‘90s, ο ντόπιος μικροαστισμός (αυτό που κομψά λέγεται «ελληνικός λαός») εξωτερίκευσε απολαμβάνοντάς το με κάθε τρόπο αυτό που ονομάσαμε έγκαιρα λουμπενισμό.
Παρότι χρωστάμε (ανάμεσα σε πολλά άλλα) μια λεπτομερή ανάλυση αυτής της «προόδου» (έτσι βιώθηκε) μπορούμε να πούμε εδώ δύο τρία πράγματα. Πρώτον, ότι λούμπεν ήταν υποχρεωτικά το εθνικό πέρασμα στον εφαρμοσμένο, πραγματικό (με βάση την ντόπια ιστορία) νεοφιλελευθερισμό. Δεν έγινε παντού στον πρώτο κόσμο το ίδιο. Έγινε στο ελλαδιστάν, και υπήρχαν λόγοι για να γίνει εδώ και όχι αλλού. Το «κώλοι και λεφτά», που έγινε το ενιαίο κοινωνικό δόγμα «δεξιάς» και «αριστεράς» (υπάρχουν άφθονες καταγραμμένες αποδείξεις), είχε την έκφραση του έχεις λεφτά – είσαι σκύλος! Και το ανάποδο: γίνε σκύλος / σκύλα για να τα κονομήσεις. Είτε γαυγίζεις, είτε δαγκώνεις, είτε κουνάς την ουρά: πάντα να γρυλίζεις.
Αυτό είναι το πολιτιστικό δόγμα από τότε. Εδώ και 30 χρόνια συνεχώς. Η cyberσαπίλα, η δυνατότητα δηλαδή να επιβεβαιώνεται κάθε λούμπεν εκδοχή μέσω του «το είδα στο internet» (μέσω του να τιτιβίζεις πια – όπως αφοδεύεις…) νομιμοποίησε και επιβεβαίωσε ότι το να είσαι καραγκιόζης είναι ο.κ. Το να εκφράζεται το «κοινωνικό» στο «πολιτικό», το να σκαρφαλώνει δηλαδή ο λουμπενισμός στα ιερά και όσια της πολιτικής εξουσίας, ήταν και παραμένει απλά ζήτημα συγκυρίας. Και – ας το πούμε τηλεγραφικά – ζήτημα κεφαλαίου. Ζήτημα, δηλαδή, του ποιες είναι οι ηγεμονικές φράξιες των ντόπιων αφεντικών· και τι εικόνα επέλεγαν και επιλέγουν να προβάλουν για τους εαυτούς τους, σαν αξιοζήλευτες, στο πόπολο.
Ο φαιορόζ κυβερνοθίασος, όπως και οι προηγούμενοι, είναι προϊόν αυτού του λουμπενισμού. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Απ’ την στιγμή που στις 5 Μάη του 2010 έγινε ένα δολοφονικό πραξικόπημα των μηχανισμών του ντόπιου παρακράτους τυλιγμένο στη «λαϊκή οργή» – και αυτό το πραξικόπημα πέτυχε… – ήταν σαφές ότι στο ελλαδιστάν της διαχείρισης της κρίσης τα σκυλιά των αφεντικών έχουν τον χώρο να γαυγίζουν ή να δαγκώνουν στην «πρώτη γραμμή». Για να το πούμε διαφορετικά: αποδείχθηκε ότι το να γρυλίζει ο καθένας δεν είναι μόνο πολιτιστικό mainstream αλλά (επιτέλους!) πολιτικό προσόν.
Η περίπτωση του υπουργού που γρυλίζει έχει ειδικό ενδιαφέρον: είναι η φάρσα του «μαυροπουκαμισά» που κάποτε αποτελούσε το πρότυπο του original ευγενούς αγρίου· αλλά έχει πάψει εδώ και χρόνια στη μεγάλη πλειονότητά του να είναι οτιδήποτε απ’ τα δύο. Ο εθνικός λουμπενισμός στα γεννητούρια του, στα τέλη των ‘80s, μυθοποίησε τους χουλιγκάνους. Κι αυτή η μυθοποίηση τους διέφθειρε (τους χουλιγκάνους) σε τέτοιο βαθμό ώστε σύντομα για να κρατήσει η κερκίδα το παλιό της αυθεντικό ευγενές πνεύμα έπρεπε να φύγει απ’ τα γήπεδα… Στα γεράματά του αυτός ο εθνικός λουμπενισμός επιχειρεί να μυθοποιήσει τους «κρητίκαρους που τους θέλουν οι λούγκρες», στο βαθμό που είναι πια τόσο διεφθαρμένοι ώστε να γίνονται εθνοπατέρες – και sex symbols. Η τελική διαδρομή της μικροαστικής σαπίλας απλά αντιστρέφει την αρχική της· ελπίζοντας σε κάποια αναβίωση…
Τα υπόλοιπα είναι η πρόστυχη αλληγορία: της αιώνιας εθνικής αθωώτητας…