Σάββατο 7 Σεπτέμβρη. Υπάρχει όμως κι ένα άλλο ζήτημα, για το οποίο έχουμε εμπειρία από πρώτο χέρι. Κι αυτό είναι πολιτικό, με την τρέχουσα πρακτική και ανταγωνιστική έννοια της λέξης.
Σαν Sarajevo έχουμε υποστηρίξει όχι μόνο για την 11η/9ου αλλά και για άλλες «σφαγές στο ψαχνό» στην ευρώπη και όχι μόνο ότι ήταν / είναι δουλειές μυστικών υπηρεσιών. Κάθε φορά το κάναμε αξιοποιώντας τα διαθέσιμα στοιχεία τοποθετημένα στη θέση τους με αυστηρή λογική. Κι ωστόσο έχουμε κατηγορηθεί όχι μόνο για διασπορά «θεωριών συνωμοσίας» αλλά και για κάτι παράδοξο. Ό,τι, δηλαδή, αποδίδοντας διάφορες «σφαγές στο ψαχνό» σε πρωτοκοσμικές υπηρεσίες υποτιμάμε την «αγωνιστική δυνατότητα» διάφορων· ας πούμε των «τζιχαντιστών»…
Αν το σκεφτεί κανείς στα σοβαρά είναι τρομακτικό το να υποστηρίζει ο οποιοσδήποτε πως η «αγωνιστική δυνατότητα» οποιουδήποτε υποκειμένου, οποιασδήποτε ιδεολογίας, κρίνεται και αποδεικνύεται απ’ το πόσους άσχετους μπορεί να σκοτώσει… Σύμφωνα μ’ αυτόν τον συλλογισμό ούτε οι ζαπατίστας ούτε οι παλαιστίνιοι έχουν αγωνιστικό potential, αφού δεν γαζώνουν καφενεία στο Παρίσι, ούτε βάζουν βόμβες σε μετρό ή σε πολυκατοικίες εδώ ή εκεί.
Αν οι επιτροπές μηχανικών ή δικηγόρων καταφέρουν να αποδείξουν ότι η 11η Σεπτέμβρη του 2001 ήταν inside job, αυτό θα έχει αξία. Ακόμα κι αν το καταφέρουν το 2030 ή το 2040. Απ’ την άποψη της αποκατάστασης της ιστορικής αλήθειας μισός ή ένας αιώνας δεν μειώνει κάτι…
Απ’ την άποψη, όμως, της τρέχουσας, ανταγωνιστικής πολιτικής, αυτή η αποκατάσταση είναι πρακτικά αδιάφορη. Ο ιστορικός χρόνος έχει κυλήσει, η αντίληψη των καταστάσεων έχει οργανωθεί με επιτυχία απ’ τα αφεντικά και τους ειδικούς τους (τώρα τρώμε τα ακόμα περισσότερα σκατά αυτής της επιτυχίας….), συνεπώς μια τέτοια αποκατεστημένη αλήθεια απ’ το παρελθόν είναι άχρηστη. Ο χρόνος δεν μπορεί να γυρίσει πίσω, ώστε αυτή η (καθυστερημένη) αλήθεια να αξιοποιηθεί κινηματικά / ανταγωνιστικά όπως θα έπρεπε.
Το πολιτικό καθήκον που είχαμε σαν εργάτες (δεν τολμάμε να πούμε σαν «εργατική τάξη»…) ήδη απ’ την στιγμή που κατακαθόταν η σκόνη των πύργων στη Ν. Υόρκη (και από τότε πάμπολλες ακόμα φορές) ήταν να καταπολεμήσουμε με κάθε αυστηρά λογικό και συνεκτικά κριτικό τρόπο την «πειστικότητα» των καθεστωτικών / κρατικών «αφηγήσεων». Είχαμε καθήκον να αμφισβητήσουμε τις κρατικές «αλήθειες», όχι για αφηρημένα ιδεολογικούς λόγους, όχι από «συνήθεια», αλλά επειδή οφείλαμε να συνειδητοποιήσουμε α) την ανανεωμένη γενική (και εμπόλεμη) φονικότητα των πρωτοκοσμικών κρατών, και β) το γεγονός ότι σκότωναν και τους δικούς τους υπηκόους, προκειμένου να εξασφαλίσουν την συναίνεση για να σκοτώνουν ελεύθερα εκτός συνόρων…. Οφείλαμε όχι ασκήσεις ύφους αλλά την έγκαιρη επίγνωση του εξελισσόμενου 4ου παγκόσμιου…
Αυτό ήταν επείγον πολιτικό έργο ξανά και ξανά, από τότε μέχρι σήμερα. Δεν θα μπορούσε να περιμένει ούτε να βασιστεί στη σημαντική μεν αλλά υποχρεωτικά αργή δουλειά της αποκάλυψης της αλήθειας της προβοκάτσιας από μηχανικούς ή δικηγόρους. Αντίθετα θα έπρεπε να ακονίσει και να χρησιμοποιήσει τα όπλα της αντι-καπιταλιστικής και αντι-κρατικής κριτικής, μέσα στην κάθε φορά «συγκυρία»… Και, αρέσει δεν αρέσει ισχύει: αυτά τα όπλα ήταν (και παραμένουν) υπεραρκετά. Δεν χρειάζεται να γίνουμε ντετέκτιβς! Ποτέ δεν χρειαζόταν κάτι τέτοιο στην ιστορία του εργατικού ανταγωνισμού.
Ακόμα κι αν, λοιπόν, η αλήθεια για την 11η Σεπτέμβρη αποδειχθεί αύριο εμφατικά και χωρίς περιθώρια αμφισβητήσεων, δεν θα έχουμε λόγο να γιορτάσουμε. Ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας», αυτό το διεθνές ιμπεριαλιστικό σχέδιο υπό την ηγεμονία των ηπα, προχώρησε κανονικά· και πάντως δεν το φρέναρε κανένα επίκαιρο και σωστά προσανατολισμένο ανταγωνιστικό κίνημα. Προχώρησε κανονικά δολοφονώντας εκατοντάδες χιλιάδες άντρες, γυναίκες και παιδιά· εξανδραποδίζοντας ακόμα περισσότερους. (Αυτούς τους τελευταίους τους μετέτρεψε σε «πρόβλημα» και σε «ροές»).
Μ’ άλλα λόγια: ενώ έπρεπε επειγόντως να αντιμετωπιστεί αποφασιστικά, το ιμπεριαλιστικό σχέδιο πέτυχε ως τώρα, κάνοντας μια εύκολη (αν και αιματηρή) παρέλαση… Αυτή η ήττα μας – σαν παγκόσμια τάξη αλλά και σαν άτομα και συλλογικότητες παντού – δεν μπορεί (και δεν πρέπει) να ξεχαστεί· αν και, δυστυχώς, αυτό ακριβώς συμβαίνει… Δεν μπορεί και δεν πρέπει να ξεχαστεί επειδή έχει συν-διαμορφώσει τους όρους της μαζικής υποτέλειας και μοιλατρείας.
Αν και όποτε αποκτήσει αξία η ερώτηση πως φτάσαμε εδώ, οφείλουμε να ξέρουμε, να έχουμε σημαδέψει με σιγουριά, τα μονοπάτια της απάντησης.
Είμαστε Ιστορικά χρεωμένοι φίλε – μην σηκώνεις τους ώμους…